Το Fondation Beyeler εδώ και 25 χρόνια πρωταγωνιστεί στο διεθνές εικαστικό τοπίο και αυτό το καλοκαίρι, εκτός από την ολοκληρωμένη έκθεση έργων από τη συλλογή του, παρουσιάζει τρεις εκθέσεις: τα συναρπαστικά έργα της σημαντικής Κολομβιανής εικαστικού Ντόρις Σαλσέντο –περίπου 100, που παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της πρακτικής της–, το «Μάτι του νου», που εστιάζει στην ενασχόληση των καλλιτεχνών με τη φύση –σαράντα έργα που εκτείνονται από τον ιμπρεσιονισμό μέχρι τις μέρες μας, από τον Μονέ μέχρι τον Πιερ Ουίγκ, του οποίου το γλυπτό δάνεισε στην έκθεση τον τίτλο της και αναφέρεται στην ικανότητα των καλλιτεχνών να πλάθουν εικόνες για τη φύση με αντιλήψεις που έχουν αλλάξει πέρα από κάθε μέτρο τα τελευταία 100 χρόνια– και την έκθεση «Μπασκιά - Οι πίνακες της Μόντενα».
Το καλοκαίρι του 1982, ο Ζαν Μισέλ Μπασκιά ταξίδεψε στη Μόντενα της Ιταλίας – ο ιδιοκτήτης της γκαλερί Emilio Mazzoli είχε προσκαλέσει τον 21χρονο Νεοϋορκέζο καλλιτέχνη να δημιουργήσει νέα έργα επί τόπου για μια ατομική έκθεση. Μέσα σε λίγες μέρες ο Μπασκιά ζωγράφισε οκτώ καμβάδες μεγάλου μεγέθους, μερικοί από τους οποίους είναι πλέον από τα πιο διάσημα και πολύτιμα έργα του. Τελικά, η προγραμματισμένη έκθεση δεν προχώρησε και τα έργα δεν παρουσιάστηκαν ποτέ μαζί. Περισσότερα από σαράντα χρόνια αργότερα, όλοι οι «Πίνακες της Μόντενα», που βρίσκονται τώρα σε συλλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ασία και την Ελβετία, παρουσιάζονται μαζί για πρώτη φορά και μέχρι σήμερα θεωρούνται έργα-κλειδιά για την κατανόηση του έργου του συνολικά.
Ένα από τα ωραιότερα μουσεία του κόσμου
Μουσείο-κόσμημα της Βασιλείας, δεν θεωρείται άδικα ένα από τα πιο όμορφα μουσεία του κόσμου. Λίγα λεπτά από το κέντρο της Βασιλείας, στην καρδιά του πάρκου Berower, για να φτάσεις σε αυτό παρκάρεις και διασχίζεις με τα πόδια μικρούς εξοχικούς δρόμους ανάμεσα σε γέρικα δέντρα, περνάς μια λίμνη με νούφαρα και σταματάς κάθε τόσο να απολαύσεις τη θέα γύρω σου, χωράφια με καλαμπόκια και αγελάδες που βόσκουν, αμπελώνες και τους πρόποδες του Μέλανα Δρυμού. Στο νότιο άκρο του πάρκου αυτού o αρχιτέκτονας Πίτερ Ζούμτορ σχεδιάζει ένα νέο κτίριο που θα δώσει χώρο και μια ανάσα στο διαφανές μουσείο που υπάρχει σήμερα και έχει σχεδιάσει ο Ρέντσο Πιάνο.
Το «Δέντρο» του Αλεξάντερ Κάλντερ, οι «Λευκές Καμπύλες» του Έλσγουορθ Κέλι, ο θηριώδης «Λαγός» του Τόμας Σούτε, σε υποδέχονται στο πάρκο, ενώ δίπλα σου περνάνε οι κάτοικοι της περιοχής, αγρότες, ποδηλάτες και περιπατητές που πηγαίνουν στο Langen Erlen.
«Οι άνθρωποι έρχονται σε ένα μουσείο για εκπαίδευση, ψυχαγωγία, αναψυχή, συναντήσεις και αλληλεπίδραση. Μαζί με τις γενικές εκθεσιακές δραστηριότητες, η διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων και η καλλιτεχνική εκπαίδευση αποτελούν σήμερα μερικές από τις βασικές λειτουργίες ενός φιλικού προς τον επισκέπτη μουσείου. Το κτίριο, ωστόσο, δεν διαθέτει αίθουσες κατάλληλες για τέτοιου είδους εκδηλώσεις, οπότε αυτές έπρεπε να πραγματοποιούνται στις γκαλερί του μουσείου. Αυτό συνεπάγεται σημαντική οργανωτική και τεχνική προσπάθεια, σημαντικούς περιορισμούς και επιπλέον κόστος. Γι' αυτό έπρεπε να φτιαχτεί ένα νέο κτίριο», λέει ο διευθυντής του Beyeler, Σαμ Κέλερ.
Με τις συλλογές σύγχρονης και μοντέρνας τέχνης του μουσείου να εμπλουτίζονται διαρκώς με αγορές και δωρεές από περιουσίες καλλιτεχνών και ιδιωτικές συλλογές, το νέο κτίριο είναι απαραίτητο ώστε και οι μόνιμες συλλογές να έχουν περισσότερο χώρο.
Το «Δέντρο» του Αλεξάντερ Κάλντερ, οι «Λευκές Καμπύλες» του Έλσγουορθ Κέλι, ο θηριώδης «Λαγός» του Τόμας Σούτε, σε υποδέχονται στο πάρκο, ενώ δίπλα σου περνάνε οι κάτοικοι της περιοχής, αγρότες, ποδηλάτες και περιπατητές που πηγαίνουν στο Langen Erlen. Το πάρκο είναι προσβάσιμο απ' όλους, όπως και όλοι οι εξωτερικοί χώροι του μουσείου, μάλιστα δεν είναι λίγοι αυτοί που κάνουν το διάλειμμά τους στα αμφιθεατρικά σκαλάκια της λίμνης κοιτάζοντας το εσωτερικό του μουσείου, που μοιάζει ελαφρύ και κομψό, λουσμένο στο φυσικό φως, ενσωματωμένο σε αυτό το πολιτιστικό τοπίο, σε έναν ιδανικό συνδυασμό φύσης, τέχνης και αρχιτεκτονικής.
Η παθιασμένη αγάπη του Έρνστ Μπέγελερ για τη φύση και τα δέντρα έχει καθορίσει όχι μόνο την επιλογή των γλυπτών-«δέντρων» στον περίβoλο αλλά και την ίδια του τη ζωή. Το 1938, ο 17χρονος τότε ιδρυτής του μουσείου πήρε μέρος σε μια διαμαρτυρία για να μην κοπεί μια φλαμουριά στη Βασιλεία. Τότε γνώρισε τη 16χρονη Χίλντι Κουντζ, μετέπειτα σύντροφο της ζωής του και συνιδρύτρια του μουσείου. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2000 ο Πίτερ Ουστίνοφ χάρισε στο μουσείο μια υπεραιωνόβια σεκόγια που κοσμεί το πάρκο. Αποτίοντας φόρο τιμής στο πάρκο και την αξία του ο Μπέγελερ προσκάλεσε το 1998 τον Κρίστο και την Ζαν Κλοντ για να ντύσουν με ασημένια πανιά τα δέντρα του, σε μία από τις πιο εντυπωσιακές εγκαταστάσεις τους.
Η ιστορία ενός παθιασμένου συλλέκτη
Ο Μπέγελερ ίδρυσε το μουσείο το 1997, αλλά η συνεισφορά του δεν σταματά εκεί. Ως συνιδρυτής της Art Basel συνέβαλε στην πολιτιστική άνοδο της Βασιλείας και στη μετατροπή της σε μια πόλη διεθνούς φήμης.
Γεννημένος το 1921, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους γκαλερίστες της εποχής του. Δημιούργησε μαζί με τη σύζυγό του Χίλντι μία από τις σημαντικότερες συλλογές μοντέρνας τέχνης στον κόσμο.
Η ιστορία του μοιάζει με παραμύθι. Ως φοιτητής δούλευε σε ένα παλαιοπωλείο της Βασιλείας που ονομαζόταν «Librairie du Château d'Art». Όταν ο ιδιοκτήτης πέθανε το 1945, ο 24χρονος Ερνστ ανέλαβε τον χώρο στην Bäumleingasse 9. Σύντομα σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να πουλάει και έργα τέχνης, έτσι το 1947 κάλυψε τις βιβλιοθήκες και παρουσίασε την πρώτη του έκθεση, η οποία αποτελούνταν από ιαπωνικές ξυλογραφίες.
Μέχρι το 1950 όλα τα βιβλία είχαν εξαφανιστεί από τα ράφια και το παλαιοπωλείο είχε μετατραπεί σε γκαλερί που παρουσίαζε έργα των Πικάσο, Μπονάρ, Ντεγκά, Ρενουάρ και Ματίς. Το 1952, το ζεύγος Μπέγελερ μετονόμασε το παλαιοπωλείο του σε Galerie Beyeler, θέτοντας έτσι τα θεμέλια μιας μοναδικής καριέρας. Το 1982 δημιουργήθηκε το Ίδρυμα Beyeler, του οποίου η δραστηριότητα κορυφώθηκε το 1997 με τα εγκαίνια του Fondation Beyeler.
Η Galerie Beyeler επικεντρώθηκε σαφώς στη γερμανική τέχνη. Οι σημαντικότεροι εξπρεσιονιστές ζωγράφοι εκπροσωπούνταν καλά, όπως και η Κέτε Κόλβιτς, ο Έντβαρτ Μουνκ και ο Αλεξέι φον Τζολένσκι, δίπλα σε αριστουργήματα της γαλλικής τέχνης του 19ου και του 20ού αιώνα. Στην αρχή παρουσιάζονταν και έργα σύγχρονων και ντόπιων καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων και κάποιοι φίλοι τους. «Η τέχνη πρέπει να είναι ουσιαστική, να αποτελεί διαρκή πηγή ευχαρίστησης και να αντέχει στη δοκιμασία του χρόνου», έλεγε ο Μπέγελερ που με τη σύζυγό του συγκέντρωναν επί πενήντα χρόνια έργα του κλασικού μοντερνισμού, δημιουργώντας μια εκλεκτή συλλογή. Η συλλογή εκτέθηκε για πρώτη φορά δημόσια στο σύνολό της στο Centro de Arte Reina Sofía στη Μαδρίτη, το 1989. Κέρδισε διεθνή αναγνώριση και το ζευγάρι των συλλεκτών συνέχισε να την επεκτείνει με μεγάλη φροντίδα.
Ο Έρνστ Μπέγελερ πάντα πίστευε ότι η τέχνη πρέπει να είναι προσιτή στο ευρύ κοινό και ήδη από τη δεκαετία του 1980 είχε αρχίσει να σκέφτεται το μέλλον της συλλογής του. Του άρεσε η ιδέα να συνδυάσει ομάδες έργων μεγάλων καλλιτεχνών του περασμένου αιώνα με γλυπτά από την Αφρική και την Ωκεανία σε έναν κατάλληλο χώρο, που όμως δεν είχε υπήρχε ακόμα. Το 1982 φτιάχτηκε το ίδρυμα και γεννήθηκε η ιδέα της δημιουργίας ενός μουσείου. Εντυπωσιασμένος από το έργο του Πιάνο, ο οποίος είχε σχεδιάσει το Centre Pompidou στο Παρίσι και τη συλλογή Μενίλ στο Χιούστον, του ανέθεσε το έργο.
Στη γενέτειρά του, το Riehen, λίγο έξω από τη Βασιλεία, οι όμορφοι χώροι του κτήματος της Villa Berower έγιναν το ιδανικό σκηνικό για ένα μουσείο όπου η τέχνη και η φύση θα εναρμονίζονταν.
Η επιθυμία να γίνει η συλλογή προσβάσιμη και να δημιουργηθεί μια λίμνη μπροστά από το κτίριο, στη νότια πλευρά, οδήγησε στη λύση της βύθισης ολόκληρου του κτιρίου στο έδαφος. Αυτό δεν δημιούργησε απλώς μια αρμονική συγχώνευση κτιρίου και τοπίου αλλά έδωσε στο μουσείο και έναν πιο οικείο χαρακτήρα. Χρησιμοποιήθηκε ένα ηφαιστειακό πέτρωμα (πορφυρίτης) από την Παταγονία, ώστε οι τοίχοι να δείχνουν ενσωματωμένοι στο τοπίο, λες και το κτίριο ήταν πάντα εκεί.
Το μουσείο έπρεπε να γεμίσει με φυσικό φως. Γι' αυτό δημιουργήθηκε μια ελαφριά γυάλινη οροφή, η οποία θα ερχόταν σε αντίθεση με τους συμπαγείς πέτρινους τοίχους που γέμισαν με έργα των Βαν Γκογκ, Μονέ, Πικάσο, Ματίς, Τζακομέτι, Ρόθκο, Γουόρχολ, Μπουρζουά, αλλά και των Μαρλέν Ντιμάς, Φέλιξ Γκονζάλες Τρες, Τακίτα Ντιν, Ρέιτσελ Γουάιτριντ και άλλων. Οι μεγάλες εκθέσεις με διάσημους καλλιτέχνες του 19ου, του 20ού και του 21ου αιώνα έχουν φέρει στο μουσείο διεθνή αναγνώριση και το έχουν καθιερώσει ως το πιο δημοφιλές μουσείο τέχνης της Ελβετίας. Στο επίκεντρο βρίσκονται οι προσωπικές και αισθητηριακές εμπειρίες του επισκέπτη κατά την επαφή του με την τέχνη και τη φύση.
Οι Μπέγελερ είχαν ένα σαφές όραμα: το Fondation Beyeler θα έπρεπε να είναι ένα ανοιχτό, ενεργό μουσείο που θα ενέπνεε την εκτίμηση για την τέχνη σε ένα ευρύ κοινό, ένα μουσείο που θα προωθούσε τόσο την πολιτιστική εκπαίδευση όσο και τις διά ζώσης συναντήσεις. Παρ' όλη τη φήμη του, ο Ερνστ δεν ξέχασε το ταπεινό του ξεκίνημα, η προκλητική ποιότητα ενός έργου τέχνης παρέμενε το πιο σημαντικό πράγμα. Αυτή την αγάπη μοιραζόταν απλόχερα με τους πελάτες του, τους επισκέπτες και αργότερα με το προσωπικό των μουσείων του. Στο επίκεντρο της προσοχής του ήταν πάντα το ουσιώδες, η φύση, η εσωτερική ισορροπία, οι πολιτικές και οικολογικές πτυχές ενός έργου. Η φασαρία της πόλης δεν διείσδυσε ποτέ στους χώρους της Bäumleingasse, η μεσαιωνική τους σεμνότητα επέτρεπε την τέχνη να βρίσκεται στο επίκεντρο. Διετέλεσε διευθυντής του Fondation Beyeler μέχρι το 2003. Πέθανε το 2010, δύο χρόνια μετά τη σύζυγό του.
Στο φουαγέ και πωλητήριο, ένα από τα ωραιότερα που υπάρχουν σε μουσείο, υποδέχονται το κοινό τέσσερις πίνακες του Πικάσο, από τα ωραιότερα έργα του Ισπανού καλλιτέχνη, που υπήρξε φίλος των Μπέγελερ. Στον Ερνστ άρεσε να αναφέρει το απόφθεγμα του ζωγράφου ότι «σκοπός της τέχνης είναι να ξεπλύνει τη σκόνη της καθημερινής ζωής από την ψυχή». Αυτό συμβαίνει μόλις μπει κάποιος στο μουσείο, τουλάχιστον αυτό αποδεικνύουν οι αριθμοί: περισσότεροι από οκτώ εκατομμύρια άνθρωποι το έχουν επισκεφθεί στα είκοσι πέντε χρόνια λειτουργίας του και είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί.
Στον πυρήνα της συλλογής, η οποία περιλαμβάνει 400 έργα, βρίσκονται αυτά που δώρισαν το ζεύγος των ιδρυτών του μουσείου. Η γκάμα ξεκινά από τον ιμπρεσιονισμό του Μονέ και τον μετα-ιμπρεσιονισμό του Βαν Γκογκ, περνάει μέσα από σύγχρονα αριστουργήματα των Πικάσο και Ματίς και φτάνει μέχρι σημαντικά έργα μεγάλων μεταπολεμικών καλλιτεχνών, όπως ο Ρόθκο, και σύγχρονων, όπως ο Άνσελμ Κίφερ.
Η ποιότητα ήταν το σύνθημα του Μπέγελερ, όπως και η ευγένεια. Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κάποιος μέσα στο μουσείο, το αντανακλά ο τρόπος με τον οποίο σχεδιάστηκε, ο τρόπος με τον οποίο εκδίδονται οι διάσημοι κατάλογοί του και κυκλοφορεί ο κόσμος, τηρώντας κατά γράμμα την επιθυμία του ιδρυτή του, που «το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να γίνει ο χώρος ένα μαυσωλείο ή ένα νεκροταφείο τέχνης».
«Εκεί που το μουσείο του 20ού αιώνα ήταν για αντικείμενα, το μουσείο του 21ου αιώνα είναι και για ανθρώπους», λέει ο σημερινός του διευθυντής. «Οι επισκέπτες έρχονται εδώ για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους. Μια μέρα μπορεί να θέλουν να διασκεδάσουν, μια άλλη μέρα μπορεί να θέλουν να μάθουν ή να περάσουν λίγο χρόνο πέφτοντας σε περισυλλογή, άλλοτε πάλι μπορεί να θέλουν να φέρουν την οικογένειά τους σε μια εκδήλωση».
Το κληροδότημα που άφησαν οι Μπέγελερ, που είχαν συνειδητοποιήσει ότι η σύγχρονη τέχνη προχωρά με μεγάλη ταχύτητα, επιτρέπει στο μουσείο αναθέσεις και προσθήκες στη συλλογή, ενώ η τέχνη βρίσκεται απολύτως στο επίκεντρο της ταυτότητάς του. Σύντομα ο επισκέπτης νιώθει ότι αυτό το σύγχρονο μουσείο είναι ένας σημαντικός κοινωνικός χώρος που θα του μείνει αξέχαστος.
Eρνστ Μπέγελερ - «A life devoted to art»
Μια επιλογή από μεγάλες εκθέσεις στο Beyeler
Γκόγια
2021
Αμέσως μετά την πανδημία, ήταν η έκθεση-σταρ της Ευρώπης. Μία από τις σημαντικότερες εκθέσεις που έχουν αφιερωθεί ποτέ στον Φρανσίσκο ντε Γκόγια, με εβδομήντα πίνακες και περισσότερα από εκατό αριστουργηματικά σχέδια και χαρακτικά, μια πρόσκληση στους θεατές σε ένα ταξίδι στο όμορφο και στο ανεξιχνίαστο σε συνεργασία με το Museo Nacional del Prado στη Μαδρίτη.
Ο Γκόγια ήταν ένας από τους τελευταίους μεγάλους αυλικούς καλλιτέχνες και ο πρώτος πρόδρομος της μοντέρνας τέχνης. Ήταν ζωγράφος εντυπωσιακών πορτρέτων και εφευρέτης αινιγματικών, άκρως προσωπικών εικαστικών κόσμων. Ακριβώς από αυτές τις αξεδιάλυτες αντιφάσεις αντλεί η τέχνη του Γκόγια τη γοητεία της. Η σταδιοδρομία του καλύπτει περισσότερα από εξήντα χρόνια, μια περίοδο που κυμαίνεται από το ροκοκό έως τον ρομαντισμό. Απεικόνισε αγίους και εγκληματίες, μάγισσες και δαίμονες σε σφαίρες όπου τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας θολώνουν. Στην τέχνη του ο Γκόγια αποδεικνύεται οξυδερκής παρατηρητής του δράματος που εκτυλίσσεται ανάμεσα στη λογική και τον παραλογισμό, τα όνειρα και τους εφιάλτες. Η έκθεση συγκέντρωσε σπάνια εμφανιζόμενους πίνακες από ισπανικές ιδιωτικές συλλογές που παρουσιάστηκαν μαζί με βασικά έργα από τα πιο διάσημα ευρωπαϊκά και αμερικανικά μουσεία και ιδιωτικές συλλογές.
Έντουαρντ Χόπερ
2020
Μέσα στην πανδημία παρουσιάστηκε στο μουσείο ένας κορυφαίος ζωγράφος του οποίου το έργο συζητήθηκε ιδιαιτέρως την περίοδο του εγκλεισμού. Η έκθεση στο Fondation Beyeler επικεντρώθηκε στις εμβληματικές αναπαραστάσεις του της απέραντης έκτασης των αμερικανικών τοπίων και αστικών συνόλων. Με ακουαρέλες και ελαιογραφίες που χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1910 έως τη δεκαετία του 1960, η έκθεση πρόσφερε μια εκτενή και συναρπαστική επισκόπηση της πολύπλευρης φύσης του έργου του Έντουαρντ Χόπερ, το κλειδί για την πρόσληψη και την κατανόησή του έργου του. Σε συνεργασία με το Whitney Museum of American Art της Νέας Υόρκης, το σημαντικότερο αποθετήριο του έργου του Χόπερ, η έκθεση του Fondation Beyeler υπήρξε από τις σημαντικότερες και πιο εκτενείς που έχουν αφιερωθεί στον ζωγράφο.
Μπαλτίς
2019
Εν μέσω του #me too και της συζήτησης για τη σεξουαλική παρενόχληση, η αναδρομική έκθεση στον θρυλικό καλλιτέχνη Μπαλταζάρ Κλοσοφσκί ντε Ρολά (1908-2001), γνωστό ως Μπαλτίς, έκανε πάταγο και προκάλεσε πολλές συζητήσεις. Ήταν η πρώτη έκθεση της τέχνης του σε ελβετικό μουσείο από το 2008 και η πρώτη ολοκληρωμένη παρουσίαση του έργου του οπουδήποτε στη γερμανόφωνη Ελβετία.
Στο σύνθετο και πολύπλευρο έργο του, που κάποιοι θαύμαζαν και κάποιοι άλλοι απέφευγαν, ακολούθησε μια καλλιτεχνική προσέγγιση που ενσάρκωνε μια εναλλακτική λύση και μια πρόκληση για τις σύγχρονες πρωτοπορίες. Στην αντίθεσή του με τις επικρατούσες απόψεις αναφέρεται σε ένα ολόκληρο φάσμα ιστορικών παραδόσεων και προδρόμων της τέχνης. Ωστόσο, μέσω της εκκεντρικής αποστασιοποίησής του από τον μοντερνισμό ανέπτυξε τη δική του ιδιαίτερη πρωτοποριακή στάση, η οποία σήμερα εμφανίζεται σχεδόν μεταμοντέρνα και σύγχρονη.
Παρουσιάστηκαν περίπου πενήντα σημαντικά έργα από κάθε φάση του έργου του, ενώ παράλληλα εξετάστηκαν και οι στρατηγικές που χρησιμοποιήθηκαν για τη σκηνοθεσία των συχνά προκλητικών εικόνων του, φωτίζοντας τα στοιχεία της ειρωνείας και του μυστηρίου τους. Οι εικόνες του συνδυάζουν την ηρεμία με την ακραία ένταση και ενσωματώνουν μια πληθώρα αντιφάσεων, αναμειγνύοντας το όνειρο με την πραγματικότητα, τον ερωτισμό με την αθωότητα, το πραγματολογικό με το ανεξιχνίαστο, το οικείο με το αλλόκοτο με έναν εντελώς μοναδικό τρόπο.
Πάουλ Κλέε
2017
Μια εμβληματική έκθεση για τον Πάουλ Κλέε, τον καλλιτέχνη που εκπροσωπείται καλύτερα στη συλλογή Beyeler μετά τον Πάμπλο Πικάσο, αφιερωμένη σε μια πτυχή του έργου του που δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς, την αφαίρεση. Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, η απομάκρυνση από την παραστατικότητα και η ανάπτυξη της αφηρημένης τέχνης αποτέλεσε βασικό θέμα για πολλούς Ευρωπαίους καλλιτέχνες. Ο Ελβετός καλλιτέχνης ανταποκρίθηκε σε αυτή την πρόκληση: τα σχεδόν 10.000 έργα που δημιούργησε κατά τη διάρκεια της καριέρας του περιλαμβάνουν συναρπαστικά παραδείγματα της ανάπτυξης αφηρημένων εικαστικών κόσμων και των διαδικασιών της αφαίρεσης στη ζωγραφική. Οι βασικές πτυχές των αφηρημένων έργων του αποτελούν κεντρικό άξονα ολόκληρης της προβληματικής του: φύση, αρχιτεκτονική, μουσική.
Η αναδρομική έκθεση παρουσίασε περίπου εκατό έργα από όλες τις περιόδους της καριέρας του καλλιτέχνη, ξεκινώντας από το 1913, και πολύτιμα δάνεια από πολυάριθμα φημισμένα ιδρύματα και ιδιωτικές συλλογές στην Ευρώπη και το εξωτερικό.
Τόσο ως συλλέκτης όσο και ως έμπορος τέχνης, ο Eρνστ Μπέγελερ υπερασπίστηκε την τέχνη του Κλέε με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Επικεντρώθηκε κυρίως στο ύστερο έργο του, το οποίο εκτιμούσε ιδιαίτερα για «την ποιότητα των χρωμάτων και την εκφραστικότητά του». Συνολικά, περίπου 500 έργα του πέρασαν από τα χέρια του συλλέκτη και γκαλερίστα της Βασιλείας.
Γκέρχαρντ Ρίχτερ
2014
Η έκθεση στο Fondation Beyeler ήταν η μεγαλύτερη που έχει αφιερωθεί ποτέ στην Ελβετία στον Γκέρχαρντ Ρίχτερ, έναν από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της εποχής μας. Παρουσιάστηκαν περίπου εκατό εικόνες-πορτρέτα, νεκρές φύσεις, τοπία, αφηρημένες συνθέσεις και εξήντα τέσσερις επεξεργασμένες φωτογραφίες. Η επιλογή από τις σημαντικότερες περιόδους της καριέρας του Ρίχτερ από το 1966 και μετά συμπεριέλαβε έργα που δεν είχαν δει το φως της δημοσιότητας.
Σε μια καριέρα που μετρά περισσότερα από εξήντα χρόνια ο Ρίχτερ έχει δημιουργήσει ένα έργο με εντυπωσιακή θεματική και υφολογική ποικιλία. «Αν οι αφηρημένες εικόνες δείχνουν την πραγματικότητά μου, τα τοπία και οι νεκρές φύσεις δείχνουν τη λαχτάρα μου», έγραψε το 1981. Ο καλλιτέχνης έχει επίσης ασχοληθεί με την πρόσφατη ιστορία, έτσι η έκθεση παρουσίασε τον θρυλικό κύκλο δεκαπέντε έργων από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, που περιστρέφεται γύρω από την ακροαριστερή ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ και τα γεγονότα της 18ης Οκτωβρίου 1977. Την έκθεση επιμελήθηκε ο Χανς Ούλριχ Όρμπιστ σε στενή συνεργασία με τον καλλιτέχνη.
Λουίζ Μπουρζουά
2012
Μια έκθεση για τη Λουίζ Μπουρζουά (1911-2010) που το 2011 θα γιόρταζε τα 100ά γενέθλιά της ήταν ένα μεγάλο γεγονός όχι μόνο λόγω της επιλογής των έργων αλλά και λόγω της παρουσίασης της περίφημης αράχνης της «Μaman» (1999), του πιο διάσημου και μεγάλου γλυπτού της, που περιόδευσε στην Bundesplatz της Βέρνης, στην Bürkliplatz της Ζυρίχης και στη Γενεύη προτού φτάσει στο Berower Park του Fondation Beyeler. Εκεί έμεινε εκτεθειμένη καθ' όλη τη διάρκεια της έκθεσης που περιλάμβανε είκοσι εκθέματα, ανάμεσα στα οποία και γλυπτά απ' όλες τις περιόδους της Μπουρζουά και καταπιάστηκε με κεντρικά θέματα του δημιουργικού της έργου: την εμπλοκή της με άλλους καλλιτέχνες, την επεξεργασία της ιστορίας της ζωής της και τη μεταφορά των συναισθημάτων της σε αντικείμενα τέχνης, ειδικά στα θρυλικά «Κελιά» της. Τα έργα της παρουσιάζονταν παράλληλα με ομάδες έργων καλλιτεχνών από τη συλλογή Beyeler, τους οποίους γνώριζε προσωπικά και με τους οποίους είχε ιδιαίτερη σχέση, όπως ο Φερνάντ Λεζέ, ο Φράνσις Μπέικον και ο Αλμπέρτο Τζακομέτι. Μέχρι τον θάνατό της το 2010 η Μπουρζουά συμμετείχε στον σχεδιασμό της έκθεσης, που έγινε σε στενή συνεργασία με το Louise Bourgeois Studio.
Ζαν-Μισέλ Μπασκιά
2010
Τα έργα του Ζαν-Μισέλ Μπασκιά (1960 - 1988) χαρακτηρίζονται από την ίδια ένταση και ενέργεια που καθόρισε τη σύντομη ζωή του. Σε ηλικία 27 ετών, το 1988, ο καλλιτέχνης πέθανε από υπερβολική δόση. Μέσα σε μόλις οκτώ χρόνια είχε καταφέρει να δημιουργήσει ένα εκτεταμένο έργο και να καθιερώσει νέα παραστατικά και εκφραστικά στοιχεία. Με την ευκαιρία των 50ών γενεθλίων του το Fondation Beyeler διοργάνωσε την πρώτη ολοκληρωμένη αναδρομική έκθεση στην Ευρώπη αφιερωμένη στον διάσημο Αμερικανό ζωγράφο και σχεδιαστή, όπου μέσα από περισσότερα από εκατό έργα διαπιστώθηκε η μοναδική καλλιτεχνική του εξέλιξη και η ιστορική πλέον σημασία του. Η έκθεση αυτή επέτρεψε επίσης την επανεκτίμηση και την εκ νέου ανακάλυψη μίας από τις πιο αινιγματικές προσωπικότητες στην Ιστορία της Τέχνης.
Τζακομέτι
2009
Η αφιερωμένη στον Ελβετό καλλιτέχνη Αλμπέρτο Τζακομέτι (1901-1966) μεγάλη καλοκαιρινή έκθεση του Fondation Beyeler το 2009 αποτέλεσε μια κορυφαία στιγμή στο ευρωπαϊκό πολιτιστικό ημερολόγιο. Προσωπικός φίλος του καλλιτέχνη, ο Μπέγελερ συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία του Ιδρύματος Τζακομέτι στη Ζυρίχη στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ο καλλιτέχνης εκπροσωπείται στη συλλογή των Μπέγελερ με υποδειγματικά έργα της οραματικής ύστερης περιόδου του, με το γνωστό γλυπτό «Homme qui marche» του 1960 να αποτελεί σχεδόν σήμα κατατεθέν του Fondation Beyeler.
Από τους πιο επιδραστικούς μοντέρνους καλλιτέχνες, φτιάχνοντας τις εύθραυστες φιγούρες του, που εξακολουθούν να συγκινούν τον θεατή, ο Τζακομέτι έβλεπε τον εαυτό του ως μέρος ενός σύμπαντος στο οποίο τα μέλη της οικογένειάς του αποτελούσαν σημαντικά σημεία αναφοράς. Ένα από τα θέματα της έκθεσης ήταν η διερεύνηση της εμφάνισης των μορφών στον χώρο και η αντίληψη και απόδοση των σωμάτων σε κίνηση μέσα από περίπου 150 σημαντικά έργα από όλες τις φάσεις του καλλιτέχνη, τα οποία προέρχονταν από οικογενειακές συλλογές καθώς και από διάσημες συλλογές απ' όλο τον κόσμο.
Ανρί Ματίς
2006
Το Fondation Beyeler οργάνωσε την πρώτη ολοκληρωμένη αναδρομική έκθεση στην Ελβετία του Ανρί Ματίς, αποτίοντας φόρο τιμής στον μεγάλο πρωτοπόρο του μοντερνισμού, ο οποίος με τις συνθέσεις του χρώματος και της μορφής έφερε τις δυνατότητες της παραστατικότητας και, σε κάποιον βαθμό, της αφαίρεσης στα όριά τους, ενώ παρέμεινε ζωγράφος με τεράστια επιρροή μέχρι τις μέρες μας. Μέσα από 160 πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά, σχέδια και χαρακτικά απ' όλες τις δημιουργικές περιόδους του η έκθεση αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά ταξίδια στο έργο του, από τους ήσυχους εσωτερικούς χώρους των πρώτων χρόνων, οι οποίοι έχουν τις ρίζες τους στον 19ο αιώνα, στις χρωματικές εκρήξεις του φοβισμού και στη συνέχεια στους λιτούς, σχεδόν σοκαριστικούς αφηρημένους τυπικούς πίνακες της περιόδου του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, από τους οποίους ο Ματίς απελευθερώθηκε με τους ζωγραφικούς και διακριτικά ερωτικούς πίνακες με τις οδαλίσκες της πρώιμης περιόδου του στη Νίκαια. Ακολουθούν οι σειρές ζωγραφικής της δεκαετίας του '30 και του '40, οι οποίες μετατρέπονται όλο και περισσότερο σε ένα σύστημα έγχρωμων σημείων και τελικά κορυφώνονται με τις υπέροχες σιλουέτες της ύστερης περιόδου του.
Άνσελμ Κίφερ
2002
Τα «7 Παλάτια του Ουρανού» ήταν η πρώτη μεγάλη ατομική έκθεση ζωγραφικής του Άνσελμ Κίφερ στον γερμανόφωνο κόσμο μετά το 1991 και η έκθεση στο Beyeler ένα πολυσυζητημένο γεγονός. Ο Κίφερ κατάφερε να επανεκκινήσει την ιστορική ζωγραφική παίρνοντας ρίσκα, π.χ. εφαρμόζοντας την άσκηση της νοσταλγίας, ένα επικίνδυνο τέχνασμα για έναν Γερμανό καλλιτέχνη σε μια περίοδο που κανένας δεν υποψιαζόταν τις επιπτώσεις της. Το νήμα που διέτρεχε ολόκληρη την έκθεση ήταν οι τέσσερις διαφορετικοί τύποι αρχιτεκτονικής, οραματικής ή πραγματικής, που εμφανίζονται στους πίνακές του.
Η τέχνη του Κίφερ ασχολείται με θεμελιώδεις εμπειρίες της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως ο μύθος, η φύση και η Ιστορία. Η δημιουργία και η καταστροφή, ο θάνατος και η ανάσταση, η διαχρονικότητα και το παρόν βρίσκονται στο επίκεντρο των μεγάλων πινάκων του. Η καλλιτεχνική επεξεργασία του μύθου και της Ιστορίας από τον Κίφερ έχει μερικές φορές τρομακτικά προφητικά χαρακτηριστικά. Τα «7 Παλάτια του Ουρανού» επικεντρώνονταν σε τέσσερις κύκλους έργων που αποτελούν μια συνοπτική τομή του ευρύτατου έργου του από τον μικρόκοσμο στον μακρόκοσμο.
Μαρκ Ρόθκο
2001
Ο Μαρκ Ρόθκο (1903-1970), ο ρωσικής καταγωγής Αμερικανός καλλιτέχνης, είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Έγινε γνωστός κυρίως για τους μεγάλου μεγέθους πίνακές του με οριζόντια διαστρωματωμένες χρωματικές επιφάνειες σε μονοχρωματικό υπόβαθρο. Στην έκθεση στο Beyeler παρουσιάστηκαν 102 πίνακες από δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές που εκπροσωπούσαν όλες τις δημιουργικές φάσεις του καλλιτέχνη, ομάδες έργων όπως η αίθουσα Rothko της Συλλογής Phillips (Ουάσιγκτον) και οι τοιχογραφίες του Χάρβαρντ (Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ), οι οποίες δόθηκαν ως δάνειο για πρώτη φορά ολόκληρες και τοποθετήθηκαν σε ειδικές αίθουσες.
Ρόι Λίχτενσταϊν
1998
Έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Ρόι Λίχτενσταϊν, τον Σεπτέμβριο του 1997, το Fondation Beyeler οργάνωσε την πρώτη μεγάλη μουσειακή έκθεση με περίπου εβδομήντα έργα που εκτέθηκαν καλύπτοντας όλες τις δημιουργικές του φάσεις από τις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Ο Ρόι Λίχτενσταϊν, γεννημένος στη Νέα Υόρκη το 1923, θεωρείται, μαζί με τον Άντι Γουόρχολ, ο κύριος εκπρόσωπος της αμερικανικής pop art. Η τέχνη αυτή υιοθέτησε την κοινότoπη αισθητική του καταναλωτικού κόσμου και θέλησε να σπάσει την κυριαρχία του αφηρημένου εξπρεσιονισμού με έναν νέο ρεαλισμό. Το 1961, ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε για πρώτη φορά την ενιαία εικόνα ενός κόμικ στο «Look Mickey». Για πρώτη φορά επίσης χρησιμοποιήθηκε το πλέγμα κουκκίδων που είναι τόσο χαρακτηριστικό της ζωγραφικής του. Στην έκθεση είχε δημιουργηθεί ένα lounge του Δανού σχεδιαστή Verner Panton με έπιπλα εμπνευσμένα από τον Αμερικανό καλλιτέχνη, ενώ σε έξι οθόνες προβαλλόταν μια επιλογή κλασικών και αφηρημένων κινούμενων σχεδίων από τη δεκαετία του 1920 έως τη δεκαετία του '90.