Το Τάνγκραμ, ένα αρχαίο κινέζικο παζλ στο πλαίσιο του οποίου ο παίκτης κατασκευάζει ένα σχήμα με επτά πλακίδια διαφορετικού σχήματος, δίνει τον τίτλο της έκθεσης του Δημήτρη Αναστασίου που εγκαινιάζεται την 1η Δεκεμβρίου στην γκαλερί Citronne.
Αν τα επτά πλακίδια του Τάνγκραμ μπορούν να σχηματίσουν αναρίθμητες μορφές, τα πολύπτυχα αφηγηματικά έργα του Αναστασίου συνδυάζουν περισσότερες από μία εικόνες και συνδυάζονται με περισσότερους από έναν τρόπους. Ο ίδιος, που είναι και συστηματικός παίκτης, πραγματεύεται τα ίδια ερωτήματα. Ζωγραφίζει την ασάφεια, την αμφιβολία, την αυταπάτη, την ψευδο-κανονικότητα και, τελικά, το κρυμμένο κενό.
Μετά το graphic novel του, «Α=-Α», που έχει ως θέμα την αμφιβολία και κυκλοφόρησε στις χώρες της Βρετανικής Kοινοπολιτείας από τον Jonathan Cape/Penguin και έτυχε εξαιρετικής υποδοχής, σειρά έχει μια δουλειά σπονδυλωτών/πολύπτυχων ζωγραφικών έργων που τον απασχολεί εδώ και χρόνια και πλέον ολοκληρώθηκε. Στην έκθεση παρουσιάζονται πενήντα πέντε ξεχωριστές ζωγραφιές (τριάντα ελαιογραφίες και είκοσι πέντε σχέδια με μολύβι ή με μελάνι) που ομαδοποιούνται σε δεκαεννέα έργα (δίπτυχα, τρίπτυχα, τετράπτυχα κ.ο.κ.) τα οποία συναποτελούν μία ενότητα, την έκθεση Τάνγκραμ.
Φεύγοντας από μια έκθεση, παίρνεις αισθήσεις από κάθε έργο αλλά και την αίσθηση ενός «υπερέργου» που μπορεί να είναι η δική σου οπτική, μνήμη ή συναίσθημα, είναι το δικό σου σχήμα. Αυτή είναι η σύνδεση με το Τάνγκραμ και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με εκθέσεις εικαστικών αλλά και με πάρα πολλά πράγματα, με ό,τι μας περιτριγυρίζει, με εικόνες της καθημερινότητας ή ακόμα και με τις σχέσεις μας.
Πλησιάζω το πολύπτυχο «Νησιά». Από μακριά μοιάζει με φωτογραφία, όμως, όσο πλησιάζω, η εικόνα της ρεαλιστικής ζωγραφικής αρχίζει να αποκαλύπτει λεπτομέρειες μιας αινιγματικής αφήγησης: οι άνθρωποι που συνωστίζονται σε μια αναγνωρίσιμη νησίδα στο κέντρο της Αθήνας, στο Σύνταγμα, και δεν κοιτάζονται –η νησίδα λειτουργεί και ως λέμβος σωτηρίας–, ένα μοναχικό πλήθος με συνηθισμένους ανθρώπους της πόλης, το δημόσιο και το ιδιωτικό, όπου βρίσκονται όλοι μαζί και συγχρόνως ο καθένας είναι μόνος του. Γύρω από τον κεντρικό πίνακα, που πλαισιώνεται από μικρότερης διάστασης έργα, υπάρχουν λεπτομέρειες από προσωπικές στιγμές πιθανώς αυτών των προσώπων. Σε επόμενο έργο τρία πρόσωπα εγκιβωτίζονται σε ένα ρεαλιστικό και ουτοπικό «κουκλόσπιτο» και σε οικογενειακές σκηνές – η μετακίνηση κάθε προσώπου αλλάζει το κάδρο και τις σχέσεις μεταξύ τους σε μια πραγματικότητα-ουτοπία.
Σε μια άλλη ιστορία του ο πρωταγωνιστής ανοίγει το ραδιόφωνο το οποίο μεταδίδει ειδήσεις σε λούπα εν είδει χορικού αρχαίας τραγωδίας που ακολουθεί την καθημερινή του ρουτίνα, συνδέοντας τα μεγάλα γεγονότα του κόσμου με μια καθημερινά επαναλαμβανόμενη λειτουργία. Τα πρόσωπα στους πίνακες βρίσκονται σε μια περιπλάνηση προς αναζήτηση μιας προσωπικής αλήθειας τόσο μοναδικής όσο και κάθε θεατή που ανατρέχει στις δικές του αναφορές και με τα δικά του εργαλεία ανάγνωσης, επιρροές και βιώματα συγκροτεί το νοητό πεδίο που τον συνδέει με αυτά.
«Όταν φτιάχνω μια ιστορία, προσπαθώ να έχω δύο εκδοχές ισοσθενείς, να τις πιστεύω εξίσου. Αν έχω ένα πράγμα, φοβάμαι ότι ο θεατής θα δει μόνο αυτό, κάτι που δεν με ενδιαφέρει. Θέλω το μήνυμα να είναι αμφιπλευρικό. Ο Χούλιο Κορτασάρ στο "Κουτσό" λέει ότι "αυτό το βιβλίο είναι όσα βιβλία θέλουν οι αναγνώστες". Το 19πτυχο αυτό είναι η πλήρης μορφή, αλλά ο θεατής μπορει να τα συνθέσει με όποιον τρόπο θέλει. Οι πίνακες-δορυφόροι μπορεί να αλλάζουν θέση κάθε φορά που εκτίθενται», λέει ο Δημήτρης Αναστασίου.
Το Τάνγκραμ είναι ό,τι συμβολίζει ένα έργο τέχνης αλλά και μια έκθεση τέχνης. Όταν φεύγει κάποιος από μια γκαλερί τού έχει δημιουργηθεί μια αίσθηση, μια σύνθεση των έργων που βλέπει. Φεύγοντας από μια έκθεση, παίρνεις αισθήσεις από κάθε έργο αλλά και την αίσθηση ενός «υπερέργου» που μπορεί να είναι η δική σου οπτική, μνήμη ή συναίσθημα, το δικό σου σχήμα. Αυτή είναι η σύνδεση με το Τάνγκραμ κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με εκθέσεις εικαστικών αλλά και με πάρα πολλά πράγματα, όσα μας περιτριγυρίζουν, τις εικόνες της καθημερινότητας ή ακόμα και τις σχέσεις μας.
«Αυτό, που ισχύει για όλες τις εκθέσεις, εγώ το κάνω και θέμα και τρόπο των έργων, γιατί με ενδιαφέρει ο συμβολισμός υπό την έννοια της λέξης "σύμβολον", όπως τη χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα, ως συμφωνία μεταξύ των μερών», λέει ο Δημήτρης Αναστασίου. «Με αυτή την έννοια κάθε έργο τέχνης θεωρώ ότι είναι μισό πριν το δει ο θεατής, ο οποίος έρχεται και βάζει το δικό του κομματάκι, το βλέμμα. Γιατί το νόημα δεν είναι δεδομένο. Ο θεατής είναι και συμμέτοχος και συνδημιουργός, ειδικά στον χώρο της τέχνης όπου υπάρχει υπόρρητα, αλλά προγραμματικά όχι μόνο ένα νόημα, όπως στη διαφήμιση ή στην προπαγανδιστική τέχνη, και μάλιστα στις μέρες μας, που είναι όλα πιο ανοιχτά.
Ο Δημήτρης Αναστασίου μου λέει, σχεδόν παραδοξολογώντας, ότι το υπό διερεύνηση θέμα του δεν είναι οι ίδιοι οι πίνακες και αυτά που αναπαριστούν αλλά ο άδειος χώρος ανάμεσά τους: αυτός που συνήθως αντιλαμβανόμαστε ως ανενεργό, ως κενό, ή, έστω, ως την απαιτούμενη απόσταση που καθιστά τα έργα αυτόνομα, ως τη μικρή ανάπαυλα ανάμεσα στα έργα που λειτουργεί καθαρτικά, σαν το νερό που ξεπλένει τον ουρανίσκο του σομελιέ πριν δοκιμάσει το επόμενο κρασί.
«Αφού, όμως, τα έργα δεν εκτίθενται το καθένα μόνο του, συνυπάρχουν ήδη στο οπτικό μας πεδίο. Καθώς παίρνουμε τα μάτια μας από το ένα και πριν στρέψουμε ολοκληρωτικά την προσοχή μας στο επόμενο, βρισκόμαστε για λίγο στην παράδοξη συνθήκη ενός ενδιάμεσου. Εκείνη τη στιγμή ο άδειος χώρος ανάμεσα στα έργα εγκυμονεί κάτι παράξενο, κάτι που δεν ανήκει αποκλειστικά ούτε στο ένα ούτε στο άλλο, αλλά σε μια σχεδόν ανεπαίσθητη σύνθεσή τους. Αυτή είναι μια παράλληλη, κάπως απρόσμενη λειτουργία των κενών χώρων: όχι μόνο να χωρίζουν αλλά και να ενώνουν τα έργα, σαν αόρατα νήματα που τα συνδέουν και τα ενοποιούν σε ένα υπερέργο, που είναι τελικά η έκθεση», λέει.
Με την έκθεση να λειτουργεί σαν ένα ανοιχτό πολύπτυχο, πέρα από την αυτονόητη και «κανονική λειτουργία» των έργων, όπου οι εικόνες συνδέονται με τρόπο πιο αυστηρό, προγραμματικό, οργανικό, ως μέρη ενός όλου, η γειτνίασή τους δεν είναι μόνο ζήτημα απόστασης, τα κενά μεταμορφώνονται σε μαγνητικά πεδία που η δύναμη έλξης τους ξεπερνά, σχεδόν εξαφανίζει την άπωση.
«Η θητεία μου στα κόμικς με έμαθε να δίνω ιδιαίτερη βαρύτητα στον κενό χώρο ανάμεσα στις εικόνες, σε αυτό που οι κομίστες ονομάζουν διάκενο. Όλο το συντακτικό της ένατης τέχνης εκεί κρύβεται, στα κενά ανάμεσα στα καρέ, όπως μας λέει ο Scott McCloud, και εκεί αποκαλύπτεται, με όλη του τη δυναμική, το γεγονός ότι τα διάκενα όχι μόνο δεν είναι ανενεργά αλλά και ότι πρόκειται, αντιθέτως, για κενά γεμάτα εντυπωσιακά πολυμήχανη λειτουργικότητα και εξόχως ιδιάζουσες τροπικότητες. Το διάκενο μπορεί να λειτουργεί ως χρόνος που περνά (από ένα κλάσμα του δευτερολέπτου έως μία αιωνιότητα), ως μετατόπιση στον χώρο (από μισό χιλιοστό έως πολλά εκατομμύρια έτη φωτός), ως αλλαγή προοπτικού σημείου, ως αλλαγή υποκειμένου, ως αλλαγή οντολογικής κατάστασης (ως πέρασμα από την πραγματικότητα στη φαντασία, στην ανάμνηση ή στο όνειρο και τανάπαλιν), μπορεί να λειτουργεί συμπληρωματικά-συνειρμικά ή αντιθετικά-αντιστικτικά ή ακόμα και ανατρεπτικά, χαοτικά» λέει ο Δημήτρης Αναστασίου.
Για πολλούς η ανάλυση της λειτουργίας των διάκενων μπορεί να ακούγεται πολυσύνθετη ή πολύπλοκη. Ωστόσο η λειτουργία τους διενεργείται στη συνείδηση του θεατή απρόσκοπτα και αυτόματα, με μια φυσικότητα που δεν απαιτεί από αυτόν να γνωρίζει κανένα κανόνα λειτουργίας για να αποκωδικοποιήσει το έργο ή το πολύπτυχο που του εμφανίζεται. Όπως και στην περίπτωση της γλώσσας, με τον κανόνα της να είναι αυτονόητος, χωρίς ο ομιλητής να έχει απαραίτητα γνώσεις γραμματική η συντακτικού, έτσι και τα κενά και τα διάκενα συγκροτούν μια οπτική γλώσσα που λειτουργεί διεγερτικά σε αισθήσεις και νου, γεμίζουν τον χώρο, δημιουργώντας ένα νέο θέμα και έναν νέο τρόπο σύνδεσης με το περιεχόμενο και το θέμα του έργου, φτιάχνοντας μια άλλη προσωπική εκδοχή της αφήγησης.
Ο Δημήτρης Αναστασίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, απ' όπου αποφοίτησε με άριστα το 2006, συγκεκριμένα από το εργαστήριο του Χρόνη Μπότσογλου. Έχει πραγματοποιήσει τέσσερις ατομικές εκθέσεις («Τάνγκραμ» στην γκαλερί Citronne-Αθήνα το 2022, «Α=Α» στην αίθουσα τέχνης ena το 2018, «Εξιστορημένες Εικόνες» το 2012 και «Πίνακες που αναπαριστούν πίνακες» το 2009 στην αίθουσα τέχνης Καπλανών 5). Έχει πάρει μέρος σε περισσότερες από πενήντα ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Ρωσία, Κύπρος), καθώς και σε διεθνείς φουάρ στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Ελβετία και στη Γερμανία. Το graphic novel του «Α=-Α» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο και στα αγγλικά από τις εκδόσεις Jonathan Cape.
Δημήτρης Αναστασίου
Τάνγκραμ
Εγκαίνια: Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου, 19:00-22:00
Διάρκεια: 1 Δεκεμβρίου 2022 - 28 Ιανουαρίου 2023
CITRONNE Gallery, Αθήνα:
Πατριάρχου Ιωακείμ 19 (4ος όροφος)
Κολωνάκι, Αθήνα
Τηλέφωνο (+30) 210 7235 226
Ώρες λειτουργίας:
Τρ., Πέμ., Παρ.: 11:00-20:00
Τετ. Σάβ.: 11:00-16:00