Τον Μάρτιο του 2021, το μουσείο Gropius Bau του Βερολίνου θα αφιερώσει στο έργο της Γιαγόι Κουσάμα την πρώτη ολοκληρωμένη αναδρομική έκθεση στη Γερμανία.
Τα 3.000 τετραγωνικά μέτρα του εμβληματικού κτιρίου θα φιλοξενήσουν έργα της από τις επτά και πλέον δεκαετίες της καλλιτεχνικής της δράσης, από τα πρώτα μέχρι τα τρέχοντα έργα της.
Φυσικά από την παρουσίαση δεν θα μπορούσε να λείπει το πιο δημοφιλές της έργο, ένα Infinity Mirror Room, ένα νέο δωμάτιο ψευδαισθήσεων και ονείρων.
Η έκθεση φυσικά δεν μπορεί παρά να ξεκινά από τους πρώτους πίνακές της και την εξέλιξη μιας πρακτικής που δημιούργησε τη μοναδική εικαστική της γλώσσα, μια παραίσθηση με εκατομμύρια βούλες, σφαίρες και πουά. Στον κόσμο της στροβιλίζονται εκατομμύρια άνθρωποι και μπαίνουν μέσα στα έργα της για να νιώσουν τι σημαίνει να είσαι μια κουκίδα στο σύμπαν.
Στις εννέα δεκαετίες της ζωής της, η Γιαγιόι Κουσάμα, είναι η πιο αναγνωρίσιμη «γιαγιά» των εικαστικών τεχνών, μία από τις πιο ακριβές εν ζωή εικαστικούς, η γυναίκα που ζει με επιλογή της από το 1977 στην ψυχιατρική κλινική του Τόκιο Seiwa Mental Hospital και βγαίνει μόνο για να φτάσει στο ατελιέ της, λίγα μέτρα πιο μακριά.
Το 2010 η διευθύντρια της Tate Modern, Φράνσις Μόρις, πήγε στην Ιαπωνία, στο στούντιο της Κουσάμα για να συζητήσουν το ενδεχόμενο μιας έκθεσης στο Λονδίνο (η έκθεση έγινε το 2012) ενώ ένα Infinity Mirrored Room ανοίγει την άνοιξη στην Tate, στην αίθουσα Γιώργου Οικονόμου.
«Το στούντιο του Κουσάμα είναι ένα μικρό, μοντέρνο, τριώροφο κτίριο που βρίσκεται στην περιοχή Σιντζούκου του Τόκιο», γράφει η Μόρις. Στην πόρτα συνάντησαν ένα συνεργείο που έκανε ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή της. Η Γιαγόι Κουσάμα δεν έχει κρύψει ποτέ την αγάπη της για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Όταν μπήκαν στο στούντιο η πρώτη εντύπωση ήταν η απίστευτη οργάνωση που υπήρχε. Στον χώρο υποδοχής υπήρχε μια μικρή βιβλιοθήκη με βιβλία και περιοδικά με την Γιαπωνέζα καλλιτέχνιδα, κατάλογοι δημοπρασιών και ένα απίστευτα καλά οργανωμένο αρχείο που είχε τα πάντα, από αεροπορικά εισιτήρια της παιδικής της ηλικίας μέχρι ειδικές φωτογραφίες από τις περφόρμανς της. Η Μόρις εντυπωσιάστηκε από την εξαιρετική της προσδοκία για μια ζωή που θα πρέπει να τεκμηριωθεί και να αρχειοθετηθεί.
Το στούντιό της έμοιαζε με εγκατάσταση – με δεκάδες μεγάλης κλίμακας, εξαιρετικά χρωματισμένους πίνακες σε ράφια και στοίβες γύρω από το δωμάτιο. Υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι εργασίας, λίγο μεγαλύτερο από τον μεγαλύτερο καμβά της, και ένα αναπηρικό αμαξίδιο. Καθόταν στο αμαξίδιο για να ζωγραφίσει μια περιοχή και μετά τη μετακινούσε γύρω από το τραπέζι για να ζωγραφίσει το επόμενο τμήμα. «Γι’ αυτό το έργο της μπορεί να προσανατολιστεί προς οποιαδήποτε κατεύθυνση όταν εμφανίζεται» έγραψε η Μόρις.
Σε μια άλλη επίσκεψη της Μόρις, το 2012, με τους Tate Patrons, η Κουσάμα δέχτηκε να ζωγραφίσει μπροστά τους.
«Κάθισε σε έναν άδειο καμβά ασταρωμένο από την ομάδα της και δίπλα της ήταν βάζα υγρού χρώματος. Πήρε τη βούρτσα και, μετά από μια παύση και με μια σύντομη ανάσα, άρχισε να ζωγραφίζει. Δούλεψε γρήγορα και με απόλυτη προσοχή σε μια σχεδόν αυτόματη διαδικασία. Παρακολουθώντας την, έχετε μια πραγματική αίσθηση της εμμονικής φύσης της τέχνης της.
Ήταν επίσης συναρπαστικό να βλέπεις πώς διαχειριζόταν τον εαυτό της και τα πάντα γύρω της. Είναι εξαιρετικά επικεντρωμένη στην παραγωγή της τέχνης της, ωστόσο, ταυτόχρονα, επέβλεπε όλες τις πτυχές της δουλειάς της, διοικώντας μια ομάδα βοηθών στούντιο. Η μόνιμη εντύπωσή μου για την Κουσάμα ήταν αυτή ενός εξαιρετικά πετυχημένου καλλιτέχνη με απόλυτη αυτογνωσία και αποφασιστικότητα, ο οποίος, ταυτόχρονα, είχε τόσο λίγη αυτοπεποίθηση και ήταν ευγνώμων για την προσοχή που της δείχναμε».
Στην έκθεση στο Gropius Bau θα δοθεί έμφαση στην ευρωπαϊκή της παρουσία με αφετηρία το 1966, όταν συμμετείχε για πρώτη φορά στην 33η Μπιενάλε της Βενετίας με την εγκατάσταση «Narcissus Garden», την οποία αποτελούσαν δεκάδες σφαίρες-καθρέφτες που δημιουργούσαν ένα κινητικό χαλί. Το έργο εγκαταστάθηκε στο γκαζόν έξω από το ιταλικό περίπτερο και η Κουσάμα, ντυμένη με ένα χρυσό κιμονό, άρχισε να πουλά κάθε μεμονωμένη σφαίρα για 1.200 λιρέτες (2 δολάρια ΗΠΑ), έως ότου οι διοργανωτές της Μπιενάλε έβαλαν τέλος στην επιχείρησή της.
Η Κουσάμα, το κορίτσι που το κακοποιούσε η μητέρα του, η νεαρή γυναίκα που δούλευε σε εργοστάσιο πυρομαχικών και με λίγα χρήματα ραμμένα στο κιμονό της διέσχισε τον Ειρηνικό και έφτασε στη Νέα Υόρκη, άργησε πολύ να γίνει διάσημη. Ήταν 64 ετών όταν γνώρισε την απόλυτη επιτυχία, όταν ο κριτικός τέχνης και ποιητής Ακίρα Τατεχάτα, σημερινός διευθυντής του Εθνικού Μουσείου Τέχνης της Οσάκα, έπεισε την ιαπωνική κυβέρνηση και η Κουσάμα εκπροσώπησε ξανά στην Μπιενάλε την Ιαπωνία, το 1993.
Η νίκη για την Κουσάμα δεν είναι ούτε οι απίστευτα υψηλές τιμές των έργων της ούτε η παγκόσμια αναγνώριση. Όλα αυτά τα απολαμβάνει από μακριά. Είναι η ικανότητα να μεταφέρει τον θεατή στο επίκεντρο της εμμονικής και μυστηριώδους φαντασίας της, σε μια στιγμή ατέλειωτα συναρπαστική και αλησμόνητη.