Η έκθεση «1821, η γιορτή» του Χρήστου Μποκόρου στο Μουσείο Μπενάκη ξεκινάει με μια τεράστια γαλανόλευκη με λουρίδες κόκκινες στην είσοδό της. Προχωρώντας, βρίσκεσαι σε έναν σκοτεινό χώρο όπου γίνεσαι μάρτυρας μιας μυσταγωγίας εικαστικής αλλά ίσως και μεταφυσικής. Η αντιπαράθεση φωτός και σκοταδιού, τα επαναλαμβανόμενα πορτρέτα του Σολωμού και του Καραϊσκάκη, τέσσερα μικρά, υποφωτισμένα κάδρα από παλιές ξύλινες αχρηστευμένες αγιογραφίες και άλλα κομμάτια ξύλου που παριστάνουν το κλέος, το αίμα, τον ίσκιο του αφανούς ήρωα, όλα αυτά οδηγούν στον κυρίως χώρο, όπου, περιμετρικά, σειρά λευκών τελάρων αναπαριστά τραπέζια με αφανείς συνδαιτυμόνες. Ένας αθώος αμνός, το μαχαίρι, δαφνόφυλλα σκορπισμένα και από ψηλά μια μαυροφορεμένη ηλικιωμένη γυναίκα με χρυσοκέντητο φόντο, η Δόξα, ολοκληρώνουν ένα μικρής κλίμακας επικό έργο. Η συμβολή του γνωστού καλλιτέχνη στον εθνικό εορτασμό είναι φόρος τιμής στους εξεγερμένους που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία.
— Η αίσθηση που δίνει ο χώρος έκθεσης είναι αυτή μιας εκκλησίας…
Ναι, αλλά τι εκκλησία;
— Ένα ταπεινό, ξεχασμένο, ερημικό ξωκλήσι.
Συμφωνούμε. Ένας χώρος εγκαταλελειμμένος και μυστικός. Γιατί αν το λέμε εκκλησία, κάπου το κατατάσσουμε, κάπου το εντάσσουμε.
Ζωγράφος δηλώνω, όχι φιλότεχνος. Ούτε καν εικαστικός. Δεν δηλώνω φιλότεχνος, γιατί δεν βρίσκω στην τέχνη το μυστικό που με συνεπαίρνει, το βρίσκω μες στη ζωή. Και απ’ τη ζωή προσπαθώ να το φέρω στην τέχνη.
— Αυτή η σκοτεινιά, μπαίνοντας στον χώρο, και το φως που εκπέμπουν τα τελάρα είναι σαν αγιογραφίες και στο βάθος το ιερό.
Δεν έχω καμία αντίρρηση, μου αρέσουν όλα αυτά, άλλωστε εικόνες κάνω. Γιατί ξεχωρίζουμε τις εικόνες από τις ζωγραφιές άραγε; Αυτά δεν σου τα θέτω ως ερωτήματα, με απασχολούν κι εμένα, επειδή δεν έχω εγκύκλια εικαστική παιδεία. Στην επαρχία μεγάλωσα, στα χωράφια και στα ρέματα έτρεχα. Είναι σαν να ανακαλύπτω μόνος μου τη λειτουργία της εικόνας. Δεν ξέρω τι είναι η τέχνη ‒ ακόμα δεν ξέρω. Δεν δηλώνω φιλότεχνος καν.
— Πώς το λέτε αυτό μετά την πορεία ετών που έχετε πίσω σας;
Ζωγράφος δηλώνω, όχι φιλότεχνος. Ούτε καν εικαστικός. Δεν δηλώνω φιλότεχνος, γιατί δεν βρίσκω στην τέχνη το μυστικό που με συνεπαίρνει, το βρίσκω μες στη ζωή. Και απ’ τη ζωή προσπαθώ να το φέρω στην τέχνη. Δεν με ενδιαφέρει ακριβώς η Ιστορία της Τέχνης, με ενδιαφέρει το πώς μπορεί να εικονιστεί η ιστορία των ανθρώπων. Αυτό πιστεύω ότι είναι μια αρχαία αντίληψη της τέχνης. Σε μια αρχαία αγορά, τι έκανε η τέχνη; Ήταν το εικονισμένο παιδαγωγικό μοντέλο της πόλης. Τα αρχαία αγάλματα δεν ήταν παρά η αντίληψη της κοινότητας για το υψηλό και το κύριο, δηλαδή αυτό στο οποίο έπρεπε να τείνουν ως κοινότητα. Τι ήταν όλοι αυτοί οι άγιοι και οι μάρτυρες μέσα στις εκκλησίες; Δεν ήταν οι ήρωες της πίστης; Οι παλιοί είχαν τον Αχιλλέα και τον Ηρακλή, οι άλλοι είχαν τους αγίους τους. Καθένας είχε τον δικό του δρόμο, αλλά η εικόνα ήταν η προσπάθεια να παρασταθεί το υψηλό και το κύριο. Αυτό πιστεύω ότι είναι και τώρα ο υψηλότερος στόχος της τέχνης, αυτό που μπορεί να κάνει τα έργα της ζωγραφικής ή οποιαδήποτε άλλη ενασχόληση τέχνη. Σκέφτομαι ότι στην εποχή μας οι άνθρωποι μένουν σιωπηλοί και με σεβασμό στα μουσεία, όπως παλιότερα στις εκκλησίες. Γιατί στις εκκλησίες τώρα πηγαίνει συγκεκριμένο είδος ανθρώπων. Μέσα στα μουσεία παραμένουν σιωπηλοί, προσδοκώντας να επικοινωνήσουν με κάτι άλλο, μυστικό, απόμακρο. Να ανακαλύψουν έναν λυγμό, ένα κάτι που θα τους πάει κάπου αλλού. Αυτό νομίζω ότι οφείλουμε να κάνουμε με τα έργα που προτείνουμε στον κόσμο, να δώσουμε μια δυνατότητα, όχι διαφυγής όμως, δεν πιστεύω ότι μπορούμε να ξεφύγουμε, μέσα στον κόσμο ζούμε. Είτε είναι φυσικός είτε μεταφυσικός, ένας είναι ο κόσμος. Δεν υπάρχει άλλος, δεν μπορούμε να βρούμε άλλον. Εδώ μαζί μας είναι και το φως και το σκοτάδι.
— Η αγωνία μας είναι να βρούμε το «άλλο».
Η αγωνία μας είναι να βρούμε οδό προς το «άλλο». Αλλά δεν πρόκειται να το βρούμε ποτέ.
— Ναι, αλλά αυτή είναι η αγωνία μας. Και ο τρόμος μας για το άγνωστο, όταν πλησιάζουμε τον θάνατο.
Άρα, λοιπόν, επανέρχομαι στην πρώτη ερώτηση. «Το μέγα φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο» που λέει και ο Σολωμός, το οποίο προσπαθώ να αποδώσω μέσα στο σκοτάδι, είναι λίγο φως και μακρινό. Εκεί είναι ο προβληματισμός μου. Ολίγον φως και μακρινό, αλλά προς τα πού; Ποια είναι η οδός; Βέβαια, πιστεύω ότι όλος ο πολιτισμός στον οποίο εκπαιδευτήκαμε όλοι μας, ο δυτικός πολιτισμός, γιατί σε αυτόν ανήκουμε, θέλουμε δεν θέλουμε, στηρίζεται στην επιλογή του Ηρακλή, μεταξύ του δρόμου της αρετής και της κακίας. Δηλαδή επιλέγοντας Αρετή, δεν επιλέγει δρόμο, επιλέγει να ανοίξει μόνος μονοπάτι στο χάος.
— Υπάρχουν άνθρωποι που επιλέγουν συνειδητά το δρόμο της κακίας;
Βέβαια, συνειδητά! Δεν την ονομάζουν κακία, γιατί η κακία ποτέ δεν αυτοονομάζεται.
— Γι’ αυτούς μπορεί να είναι και αρετή.
Το αγαθό είναι αυτό στο οποίο τείνουν όλα, και τα καλά και τα κακά. Το χρέος το δικό μας εδώ είναι να το διακρίνουμε. Τι θεωρούμε εμείς καλό, ποια είναι η δική μου αλήθεια μέσα στη συμπαντική αλήθεια του κόσμου; Πώς θα συναντηθούμε σε αυτόν τον κόσμο, γιατί αναγκαστικά θα συναντηθούμε, είμαστε ήδη εδώ. Ο κόσμος είναι γενναιόδωρος και συγχωρεί. Εξάλλου δεν υπάρχουν ηττημένοι, ηττημένοι υπάρχουν μόνο στις ιστορίες που αφηγούνται οι νικητές. Οι ηττημένοι δεν έχουν ηττηθεί μέσα τους. Αλίμονο σε αυτούς που έχουν ηττηθεί μέσα τους, αλλά αυτή η ήττα είναι δική τους. Δεν είναι η ήττα που τους επέβαλαν οι νικητές.
— Αλλά στην πραγματική ζωή υπάρχουν ηττημένοι και νικητές…
Πάρα πολλοί. Αλλά αποδοχή της ήττας είναι η ήττα. Η αποδοχή του θανάτου είναι ο θάνατος. Η αποδοχή του κακού είναι το κακό. Το καλό δεν είναι κάτι αντίθετο από το κακό. Το καλό είναι απλώς η μη αναγνώριση του κακού. Να μην του δίνεις σημασία. Όσο του δίνεις σημασία, εκεί θα είσαι κολλημένος.
— Συνδέεστε με τη χριστιανική πίστη;
Στην ηλικία και στον χώρο όπου μεγάλωσα η χριστιανική πίστη είναι μέρος της ελληνορθόδοξης παράδοσης αυτής της χώρας. Είναι ένα από τα στοιχεία στα οποία ομονοούμε ως κοινότητα. Θέλουμε δεν θέλουμε, γουστάρουμε δεν γουστάρουμε. Αλλιώς δεν υπάρχουμε ως κοινότητα. Μεγάλωσα σε ένα επαρχιακό περιβάλλον, η μάνα μου άθεη, ο παππούς από την πλευρά της αρχιμαρξιστής, ο πατέρας μου αξιωματικός στον ΕΛΑΣ, άθεος, ασχολούνταν με την αρχαιολογία τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Είχε περάσει στα νιάτα του από τη Νομική και όταν επέστρεψε από την εξορία, ίδρυσε την Ιστορική Αρχαιολογική Εταιρεία Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.
— Άρα, η επιρροή σας ήταν αυτή ανθρώπων διαβασμένων, όχι αμιγώς αγροτική.
Με τον πατέρα μου, όταν ήμουν έφηβος, γυρίσαμε όλη τη δυτική Στερεά στο πίσω μέρος μιας μηχανής Φλορέτα, φωτογραφίζοντας μνημεία. Μια φορά, στο μοναστήρι της Μυρτιάς πάνω στην Τριχωνίδα, σε ένα εξαιρετικό τοπίο, μου λέει: «Έλα να δεις δύο ειδών εικονογραφήσεις». Ίσως είναι και η πρώτη ζωγραφική που είδα εκτός βιβλίων, δύο αγιογράφοι - δύο περίοδοι, και μου εξήγησε όλη τη λειτουργία της ζωγραφικής αυτής. Δεν είναι εικονογράφηση των τοίχων, είναι μυητική διαδικασία. Κάτι θέλουν να πουν όλα αυτά. Γιατί είναι αυτά ζωγραφισμένα στον νάρθηκα, τι σημαίνει το δωδεκάορτο, τι σημαίνουν οι τέσσερις άγιοι που είναι ζωγραφισμένοι δεξιά και αριστερά, τι σημαίνουν οι αρχάγγελοι, τι τα σταυροφόρια; Καπετάνιος του ΕΛΑΣ μού τα έλεγε όλα αυτά.
— Γιατί είχατε βρεθεί στο μοναστήρι;
Είχαμε πάει να φωτογραφίσουμε τη σκαλιστή του καμπάνα, που την είχαν φέρει από τη Ρωσία. Ήταν η ώρα που είχαν αρχίσει να ψέλνουν τον εσπερινό οι μοναχοί. Καθίσαμε στο πεζούλι και μου είπε: «Την ώρα που βασιλεύει ο ήλιος, την πιο ωραία ώρα της μέρας, όλοι οι ξωμάχοι, φορτωμένοι από την κόπωση της μέρας, πάνε για ξεκούραση. Άμα βρουν ένα ξωκλήσι, ανάβουν ένα κεράκι και ακούνε τέτοιες ψαλμωδίες, οι οποίες την ώρα που το κορμί είναι ράκος και πέφτει, προσφέρουν μια ανάταση ψυχής. Πρόσεξε τα λόγια τους, είναι υψηλότερη της ποίησης των ποιητών, γιατί έγινε μέσα στους αιώνες. Από πλήθη ανθρώπων κι έτσι φτάσαμε εδώ». Αυτό εννοώ αγροτική καταγωγή και μη εγκύκλια παιδεία.
— Αυτή η ποίηση αιώνων υπάρχει και στα ξύλα που χρησιμοποιείτε στα έργα σας.
Από αμπάρια πλοίων τα περισσότερα. Παλιά τα διέλυαν στη Σαλαμίνα και πουλούσαν τα υλικά στην Ελευσίνα. Βέβαια, όταν ζούσα στα Εξάρχεια, πάντα έβρισκα στα σκουπίδια, από ανακαινίσεις σπιτιών. Αργότερα βρήκα στην Ευρυτανία πατώματα από γέφυρες.
— Ποτισμένα με ιστορίες ανθρώπων.
Μόνο γι’ αυτό τα χρησιμοποιώ. Όλα αυτά τα ξύλα είναι χρησιμοποιημένα από άλλους, πιστεύω στη συνέχεια της ζωής. Η παράδοση δεν είναι να γυρίσουμε πίσω αλλά ό,τι έχουμε να καταφέρουμε να το κρατήσουμε ζωντανό. Δεν έχουμε να πετάξουμε τίποτα. Είμαστε πολύ φτωχοί για να τα πετάξουμε. Τι άλλο θα έχουμε αν δεν κρατήσουμε το πολύτιμο στη ζωή μας; Χωρίς ρίζες, ούτε καρπούς, ούτε κλαδιά, ούτε φύλλα.
— Το ξύλο είναι το υλικό ενός φτωχού τόπου, η ψυχή του ταπεινού ανθρώπου, σαν να πήρε τη θέση του μαρμάρου των αγαλμάτων της αρχαιότητας.
Του ξαναδίνω μια ευκαιρία να μπει στη ζωή μας, πιο πολύτιμο. Ουσιαστικά, αλαζονικό. Αυτό που θέλω εγώ είναι να αναστήσω νεκρούς. Μόνο αυτό θέλω, παρουσίες θέλω να φτιάξω.
— Η Ελλάδα, ως παλιός τόπος, έχει παντού μνήμη.
Αυτήν τη μνήμη θέλω να ανασύρω, να την κάνω μνημείο. Το λέει και η λέξη. Οι Μούσες, προστάτιδες όλων των τεχνών, ταπεινών και υψηλών, είναι κόρες του Δία. Μνημοσύνη. Και όπως λέει ο Ησίοδος, ξέρουμε ψέματα πολλά να λέμε σαν αλήθειες, αλλά θέλουμε και αλήθειες να ιστορούμε. Είναι αρχαία η σοφία, όλα τα άλλα είναι ανοησίες, αρχαία, ελληνορθόδοξα κ.λπ. Ένα είναι το παν, από τον Παρμενίδη μέχρι σήμερα, ένας είναι ο κόσμος, το σύμπαν, και μέσα σε αυτό χωράμε. Η αιωνιότητα δεν είναι το άπειρο του χρόνου αλλά η στιγμιαία συνειδητοποίηση της θέσης και του χώρου που καταλαμβάνουμε μέσα στο σύμπαν.
— Επιβιώνει η ζωγραφική;
Ξέρεις, η ζωγραφική δεν είναι έννοια, είναι γεγονός. Δεν λέγονται αυτά τα πράγματα, γίνονται. Και άπαξ και γίνουν κι έρθει η κατάλληλη στιγμή, αυτά θα σε αρπάξουν και θα σε τινάξουν εκεί που δεν το περιμένεις. Είναι σαν το τσίπουρο η τέχνη. Σου λύνει τα γόνατα και δεν μπορείς να περπατήσεις, αλλά σου δίνει φτερά και μπορείς να πετάξεις.
— Έχετε πει ότι δεν πιστεύετε στον διαχωρισμό παραστατικής και μη παραστατικής τέχνης.
Δεν υπάρχει παραστατική και μη παραστατική τέχνη. Κάθε εικόνα είναι παραστατική. Το πόσο το καταλαβαίνεις ή όχι είναι άλλο πράγμα. Δεν είμαι με τους σύγχρονους όρους. Θέλω να λειτουργεί αυθορμήτως η οπτική μας αντίληψη.
— Όταν παίρνετε την ελληνική σημαία και τη μεταπλάθετε με το δικό σας τρόπο, είναι τέχνη, παύει να είναι απλώς σύμβολο.
Δεν τη μεταπλάθω, την παριστώ. Τι είναι αναπαράσταση; Παράσταση μιας στάσης, μιας υπόστασης που δεν φαίνεται. Χρειάζεται βάθρο. Αυτήν την υπόσταση παλεύουμε να βρούμε. Να έχει υπόσταση, να έχει σώμα. Και να έχει ίσκιο, να σε πείθει. Αυτό είναι εικονική ζωγραφική. Αυτή είναι η αγωνία μου. Ηθική και αισθητική είναι ένα. Είχε δίκιο ο Βιτγκενστάιν ότι η αισθητική μας είναι η ηθική μας στάση σε αυτόν τον κόσμο. Η σημαία είναι το κοινό σύμβολο μιας μεγάλης χρονικής διάρκειας.
— Μιλήστε μου για την έκθεσή σας.
Είναι προσωπική μου ανάγκη, μια πρόθεση που είχα εδώ και τριάμισι χρόνια, την οποία αγκάλιασε από την αρχή ο Μάνος Δημητρακόπουλος, πρόεδρος της Εταιρείας Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού (ΕΚΕΠ). Με αυτήν τη συγκυρία προχώρησε η έκθεση και έφτασε εδώ που έφτασε. Γιορτάζουμε φέτος τα διακόσια χρόνια της εξέγερσης, η οποία έγινε γι’ αυτόν τον απαξιωμένο ευρέως λόγο, για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία. Αυτό τους έκοφτε τους ανθρώπους, είχαν κάτι πίστεις που ήθελαν να τις διατηρούν αυτόνομες, ελευθερία ζητούσαν. Κάτι κατσαπλιάδες, ξυπόλυτοι και ξεβράκωτοι ήταν. Αυτούς γιορτάζουμε. Κι αυτοί τα έδωσαν όλα, και το έχει τους και το είναι τους, για κάτι που τους υπερέβαινε. Εμείς τώρα τους κρίνουμε, μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική. Δεν έχουμε καταλάβει σε τι κόψη ήταν και τι περάσανε. Δεν καταλάβαμε ότι δεν αναστήσανε κράτος αλλά ένα αίσθημα υψηλό ελευθερίας. Αυτό που λέει και ο Σολωμός, το «ελευθερία και γλώσσα». Ο ιδιαίτερος λόγος να υπάρχω, να περιγράφω τον κόσμο και να συνεννοούμαι με τους άλλους είναι η γλώσσα. Η ελευθερία και η γλώσσα είναι τα υψηλότερα ιδανικά του ανθρώπου. Αυτοί θυσιάσανε τη ζωή τους για να τα έχουμε εμείς σήμερα. Γι’ αυτό γίνεται η έκθεση, για τους αφανείς ήρωες, για τον Σολωμό και τον Καραϊσκάκη, τον γιο της καλογριάς και τον γιο της παραδουλεύτρας.
— Ο ποιητής και ο πολεμιστής.
Όμηρος και Αχιλλέας είναι ένα πράγμα, Σολωμός και Καραϊσκάκης είναι ένα, δεν υπάρχει ο ένας χωρίς τον άλλον. Μοναχό του τον ήρωα τι να τον κάνεις; Αν δεν τον τραγουδήσει κάποιος, ποιος θα τον μάθει;
— Δώσατε τίτλο «η γιορτή» και έχετε στήσει ένα μεγάλο τραπέζωμα με πολλά ενωμένα τραπέζια.
Μια μεγάλη γιορτή όπου όλη η γειτονιά, όλη η πατρίδα, προσφέρουν κάτι για την πραγματοποίησή της. Η αόρατη σύναξη των αφανών της Επανάστασης που έχασαν τη ζωή τους, που έχασαν το έχειν τους για να προκύψει το φως. Μέσα από το σκοτάδι γίνεται φως.
— Και μια μαυροντυμένη Δόξα ψηλά στον τοίχο, σαν την Παναγιά.
Η έρμη η Δόξα άφησε το καλό της φόρεμα στο φόντο, το έκανε κάμπο χρυσοκεντημένο, μοιάζει με θαλερή δάφνη και έρχεται μαυροφόρα τώρα, έχει χάσει ανθρώπους εκεί. Η Δόξα η δική μας είναι μαυροφορεμένη γιατί έχει περάσει πολύ πόνο.
— Την οποία επιλέξατε να αναπαραστήσετε μέσω της εικόνας της πενθούσας γιαγιάς σας.
Αφού είναι προσωπική μου ιστορία όλη αυτή. Τι είναι το έθνος; Ιστορία άλλων; Αν δεν είναι προσωπική μας ιστορία, δεν υπάρχει.
Χρήστος Μποκόρος.
1821, η γιορτή
19/05/2021 - 10/10/2021
Μουσείο Μπενάκη – Ελληνικού Πολιτισμού
Κουμπάρη 1 & Βασ. Σοφίας
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.