«Though as a ghost, I shall lightly tread, the summer fields». Αυτό το χαϊκού του Χοκουσάι δίνει τον τίτλο στην πρώτη ατομική έκθεση της Ιωάννας Λημνιού στη γκαλερί The Breeder, που ξεκινά στις 25 Απριλίου και θα διαρκέσει μέχρι τις 25 Μαΐου.
Αυτήν τη φορά η γκαλερί έχει μεταμορφωθεί μέσα από τα φανταστικά ζωηρόχρωμα τοπία της σε έναν κήπο πνευματικό και ιδεώδη. Σαν φάντασμα η ανθρώπινη παρουσία, η ανεπαίσθητη κίνηση του αόρατου σχεδόν ανθρώπου, κάνει την ανθισμένη γη και τους κήπους να τρεμοπαίζουν στο φως, αποκαλύπτοντας ένα πρώτο φιλί μέσα στο πάρκο, έναν ποδηλάτη να διασχίζει έναν κάμπο με πελώρια άνθη, φιγούρες που ξεπροβάλλουν ή κρύβονται σε φυλλώματα ψυχρά και θερμά που σου καίνε τα μάτια, δίπλα σε ένα παιδικό παιχνίδι μεταμόρφωσης, το έθιμο της καμήλας της Θράκης.
Αυτές οι λησμονημένες φιγούρες του σύγχρονου ανθρώπου μέσα στη φύση, που περπατά απροσποίητα ενώ κανένας δεν τον παρατηρεί, παρατηρώντας ο ίδιος γύρω του ή βυθισμένος στις σκέψεις του, προβάλλουν σαν υπαινιγμός μιας ζωής που χάνεται και στοιχειώνει μόνο τις αναμνήσεις και τις αισθήσεις μας σε όλο το έργο της Ιωάννας Λημνιού.
«Όταν πηγαίνω στο Λονδίνο», λέει και δείχνει μια σειρά από σχέδια που έκανε εκεί, «σχεδόν δεν βλέπω την πόλη. Κάθομαι στα πάρκα, οι άνθρωποι που περπατούν εκεί μέσα μοιάζουν ευάλωτοι, περιβάλλονται από μια αγνότητα, δεν ξέρεις πού πάνε και τι σκέφτονται.
Όσο πλησιάζεις τις εικόνες της ξεδιπλώνονται τα στρώματα, ανυπόμονοι ταξιδιώτες και καλλιεργητές μήλων, η κορυφή του φάρου της Αλεξανδρούπολης, της γενέτειράς της, και φτάνει σαν κύμα η χαρά της ανακάλυψης, με διστακτικά βήματα, ενός παραδεισένιου κόσμου.
«Έχοντας έντονο το βίωμα της υπαίθρου, η επαφή της με τη λαϊκή ζωγραφική και τις αγροτικές πρακτικές προσδίδει μια σχεδόν πνευματική ποιότητα στη δουλειά της. Η μελαγχολία που κυριαρχεί στη ζωγραφική της λειτουργεί ως κατώφλι μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, προσδίδοντας την αίσθηση ενός αέναου χωροχρόνου» λέει η επιμελήτρια της έκθεσης Οντέτ Κουζού.
Η Ιωάννα γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη, μεγάλωσε στη Γερμανία, εκεί έμεινε μέχρι τα επτά της χρόνια. Θυμάται ένα πολύ μεγάλο δέντρο, μια ιτιά, στην αυλή του σχολείου της. Ήταν το μέρος που της άρεσε να κάθεται και η αίσθηση αυτή την ακολουθεί μέχρι σήμερα. Η άλλη της αγαπημένη στιγμή από τη Γερμανία ήταν να πηγαίνει μαζί με τη γυναίκα που τη φρόντιζε να μαζεύουν ντοματούλες σε ένα χωραφάκι, να κόβει παπαρούνες και να φτιάχνει έναν κόσμο ντυμένο στα κόκκινα.
«Πολύ πρόσφατα ανακάλυψα πόσο με έχουν επηρεάσει οι αναμνήσεις αυτές και στη δουλειά μου» λέει.
Όταν επέστρεψε στην Αλεξανδρούπολη, όπου έμεινε μέχρι τα 18 της, ως μοναχοπαίδι είχε καταφύγιο τα τετραδιάκια της και τη φύση. «Ο παππούς μου ήταν μελισσοκόμος, ξυλουργός, μάστορας, η γιαγιά μου μια από αυτές τις χρυσοχέρες γυναίκες, γεννήματα μιας αγροτικής κουλτούρας που εκλείπει σήμερα. Ακόμα θυμάμαι τη μυρωδιά της αρμπαρόριζας και του ξύλου, να μαζεύουμε ραδίκια και ρίγανες». Αυτή η φυσική ζωή έγινε προίκα της, την κοιτάζει χωρίς νοσταλγία και τη χρησιμοποιεί για να εκφραστεί, ωστόσο ως έφηβη δεν έκανε άλλο από το ψάχνει διεξόδους να φύγει από την περιφέρεια.
«Ζωγράφιζα πριγκίπισσες και γάτες γιατί μόνο εκείνες μπορούσαν να το σκάσουν από το σπίτι ανά πάσα στιγμή», λέει. «Διαβάζοντας σήμερα τον εαυτό μου, αυτό ήθελα, να φύγω, είχα την αίσθηση ότι θα τα καταφέρω. Δεν ήξερα τίποτα, έλεγα θα γίνω αρχιτέκτονας ή θα πάω στα Γιάννενα στο τμήμα Εικαστικών Τεχνών. Όμως στην Αλεξανδρούπολη κάναμε γκραφίτι, είχαμε βάψει όλη την πόλη, εκεί κατάλαβα για πρώτη φορά ότι νιώθω καλά μέσα στα χρώματα, στην αυθόρμητη στιγμή της έκφρασης, και έτσι ξεκίνησε η ιδέα ότι πρέπει να ασχοληθώ με τα καλλιτεχνικά. Ζωγραφική είχα δει μόνο από βιβλία, αλλά θυμάμαι με πόση ανυπομονησία περίμενα το “Carpe Diem”, το περιοδικό για την graffiti art, να δούμε τι γίνεται στην Αθήνα. Κανένας καθηγητής δεν μου είπε “πήγαινε στην Καλών Τεχνών”, κανένας δεν ήξερε ίσως, εύχομαι σήμερα να ξέρουν τουλάχιστο για να ενθαρρύνουν όσα παιδιά έχουν ταλέντο και ανησυχίες».
Η Ιωάννα ήρθε στην Αθήνα για πρώτη φορά στα 15 της, το 2000, για να πάρει ένα βραβείο ζωγραφικής ως μαθήτρια. Όταν έφτασε στο Σύνταγμα, είδε τους φοιτητές της Καλών Τεχνών να διαμαρτύρονται στην Ερμού, κάτω από ένα πανό του Στέλιου Φαϊτάκη που έγραφε «Η Καλών Τεχνών αντιστέκεται» και είχε ζωγραφισμένο έναν καλλιτέχνη πεσμένο στο έδαφος. «Αυτό είδα στην Αθήνα», λέει, «όπως είδα και μια πόλη ζωγραφισμένη και σκέφτηκα ότι είναι αλήθεια αυτό, το κάνουν άνθρωποι στην πόλη. Είχα μείνει άφωνη».
Η διαδρομή της δεν ξεκίνησε τελικά από την Καλών Τεχνών αλλά από μια σχολή σχεδίου μόδας που συμπληρώθηκε από μια «καριέρα» σερβιτόρας και μπαργούμαν. «Έκανα τα κλασικά του βιοπορισμού, πήγα στην Τήνο για σεζόν και εκεί έπιασα να ζωγραφίζω ξανά, είπα τέρμα με όλα τα άλλα. Αποφάσισα να κάνω συντήρηση έργων τέχνης σε ένα δημόσιο ΙΕΚ στην Ηλιούπολη, εκεί γνώρισα την Άννα Παπαστάμου, που είδε την ευχέρειά μου στο χρώμα και ενώ συντηρούσαμε μια εικόνα μου είπε “να πας στην Καλών Τεχνών, δοκίμασε” και κάπως έτσι διαλύθηκαν οι δισταγμοί μου».
Η Ιωάννα τελικά προσγειώθηκε στον πλανήτη «Καλών Τεχνών» το 2016 και έμεινε όλα τα χρόνια στο εργαστήριο του Αριστοτέλη Τζάκου. «Για μένα ήταν μια πολύ δυνατή φιγούρα, ήταν μέντορας, δουλεύαμε σκληρά και έτσι γεννήθηκε η ανάγκη και ξεκίνησα να φτιάχνω και το δικό μου γλωσσάρι. Ενώ ήμουνα στη σχολή δούλευα και ως συντηρήτρια στη Μητρόπολη Αθηνών και ζωγραφίζαμε με μια ομάδα στον δρόμο, μαγαζιά, έκανα ένα mural και σε ένα μπαρ στα Εξάρχεια».
Στα έργα της τής αρέσει να αφηγείται ιστορίες στις οποίες ο άνθρωπος και ο χώρος στέκονται ισάξια. Μέσα στην πυκνή βλάστηση, αχνοφαίνεται και μια ελπίδα ότι αξίζουμε μια καλύτερη πραγματικότητα από αυτή που ζούμε στις ασφυκτικά φτιαγμένες πόλεις, σαν απόδραση σε έναν κόσμο στον οποίο ακούς το κελάρυσμα του νερού και το κελάηδισμα των πουλιών. Εδώ υπάρχει η αίσθηση της αμεριμνησίας των ανθρώπων που ονειρεύονται να ερωτευθούν, η νίκη της φύσης επί του αστικού τοπίου, το στοιχείο της μεταμόρφωσης που ελλοχεύει, η απροσδιόριστη ρευστότητα που γεννά ολοένα και νέες εικόνες στη φαντασία μας.
«Όταν πηγαίνω στο Λονδίνο», λέει και δείχνει μια σειρά από σχέδια που έκανε εκεί, «σχεδόν δεν βλέπω την πόλη. Κάθομαι στα πάρκα, οι άνθρωποι που περπατούν εκεί μέσα μοιάζουν ευάλωτοι, περιβάλλονται από μια αγνότητα, δεν ξέρεις πού πάνε και τι σκέφτονται. Αυτό θα ήθελα και για έναν θεατή του έργου μου, να πλάσει τη δική του ιστορία. Εγώ εξακολουθώ και συνεχίζω −δεν θυμάμαι τον εαυτό μου να κάνει κάτι άλλο− να παρατηρώ το γύρω μου ως πηγή έμπνευσης και ως συνδετικό κρίκο, να ζω στην πόλη και στο εργαστήριο και να μπορώ να κάνω αποδράσεις στη φύση για να την αισθάνομαι και επιστρέφοντας να τη φαντάζομαι».
Ιωάννα Λημνιού - Though as a ghost, I shall lightly tread, the summer fields
The Breeder (Ιάσονος 45, 210 3317527)
Εγκαίνια: Πέμπτη 25/4, 19:00-21:00
Διάρκεια έκθεσης: 25/4-25/5
Επιμέλεια: Οντέτ Κουζού
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.