«Θα είναι όλο πολύ λαμπερό», είναι η πρώτη κουβέντα που μου λέει η Ιωάννα Πανταζοπούλου, καθώς κάθεται απέναντί μου στην «Αγορά» του ΚΠΙΣΝ. Ξεκινάμε τη συνομιλία μας λιγάκι στα τυφλά, μια και δεν της επιτρέπεται να με αφήσει να μπω στο backstage και να δω τη διαδικασία στησίματος του έργου, περίπου δηλαδή όπως ξεκινά η δημιουργική διαδικασία και για την ίδια, σαν να απλώνει το χέρι και να αρπάζει αστέρια μέσα από το απόλυτο σκοτάδι.
Μου μιλά με μια ευγενική συστολή, όπως ένας μεθυσμένος ψιθυρίζει τα πιο τρελά του όνειρα στο αυτί ενός καθημερινού ανθρώπου. Μοιάζει σαν να την ακούμπησε τρυφερά στον πλανήτη μας το φύλλο ενός δέντρου, μια punk Αλίκη που γλίστρησε έξω από το παραμύθι στη σύγχρονη τσιμεντούπολη και μας προσκαλεί κι εμάς στο μαγικό της νησί. Επισκέπτομαι τον κόσμο για λίγο.
«Τι θα δούμε στη δική σας εκδοχή του "The artist on the composer";» ρωτάω.
Το έργο «A summer evening» που θα παρουσιαστεί στις 22, 23 και 24 Σεπτεμβρίου στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής αποτελείται από 135 γλυπτά, εκ των οποίων τα 103, όπως αποκαλύπτει, θα είναι καρύδες, ρέπλικες της μεγαλύτερης καρύδας του κόσμου, που βρίσκεται στις μικροσκοπικές Σεϋχέλλες και ονομάζεται «Coco de mer».
Φαντάζομαι ήδη πριν συναντηθούμε πως καπνίζει μανιωδώς, και όντως, στρίβοντας ένα τσιγάρο, μου απαντά: «Ένα όνειρο θα δείτε. Θέλω ο θεατής να μπει μέσα στην αίθουσα και με το που καθίσει στην καρέκλα να ταξιδέψει». Όσο μου μιλά προσέχω τα πλαστικά φλούο ροζ σανδάλια της με τις μαύρες κάλτσες και το χαρακτηριστικό της μπλε eyeliner, το οποίο φορά κάθε μέρα απ' όταν ήταν 22 χρονών. Είναι εκστασιασμένη για το έργο που ετοιμάζει, γι' αυτόν τον εξωτικό κόσμο που έχει καταφέρει να δημιουργήσει, «παρότι τον έχω φτιάξει εγώ, τον πιστεύω πραγματικά», λέει.
Το έργο «A summer evening» που θα παρουσιάσει στις 22, 23 και 24 Σεπτεμβρίου στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής αποτελείται από 135 γλυπτά, εκ των οποίων τα 103, όπως αποκαλύπτει, θα είναι καρύδες, ρέπλικες της μεγαλύτερης καρύδας του κόσμου που βρίσκεται στις μικροσκοπικές Σεϋχέλλες και ονομάζεται «Coco de mer». Σύμφωνα με το δελτίο Τύπου, το έργο μιλά για ένα τροπικό νησί βγαλμένο από τις αναμνήσεις της, από τις επισκέψεις στον πατέρα της στις Σεϋχέλλες, όπου διετέλεσε γενικός πρόξενος της Ελλάδας, μια επιστροφή στον τόπο των παιδικών της χρόνων.
«Και το τοπίο στις Σεϋχέλλες και οι καρύδες συνδέονται με την προσωπική μυθολογία μου, πράγματι», λέει. «Παίζαμε με αυτές με τον αδελφό μου μικροί, αλλά ο κόσμος που δημιουργώ είναι κάτι άλλο, δεν ανήκει πουθενά και ανήκει παντού – εκτός τόπου και χρόνου». Δεν θέλει να διαβάσουμε το έργο της αυτοβιογραφικά. «Είναι πολύ πιο απλό», μου λέει και, σαν να καθαρίζει με μια βιαστική χειρονομία τα θολωμένα νερά του μυαλού μου, συνεχίζει: «Είναι απλώς κάτι πολύ ιδιαίτερο αυτές οι καρύδες, κι αν κάποιος δεν έχει ταξιδέψει εκεί, κάτι που δεν γνωρίζει».
«Γιατί όμως αυτές οι καρύδες να ξεβραστούν στην Αθήνα του τώρα;» τη ρωτάω. «Πώς φτάνουν εδώ; Είναι κάτι τόσο εξωγήινο για εμάς, που μοιάζει σαν να έπεσαν από τον ουρανό».
«Θέλω και οι θεατές να νιώσουν ακριβώς έτσι, ή πως έπεσαν όλα αυτά από τον ουρανό ή πως ξεβράστηκαν αυτοί εκεί. Ουρανός, γη, δεν χωρίζονται σε αυτό το σύμπαν που φτιάχνω, τα δέντρα φυτρώνουν ανάποδα, προς τα πάνω, προς τα κάτω. Δεν υπάρχει βαρύτητα. Φοράνε τα καλά τους, χορεύουν». Η καρύδα ονομάζεται έτσι γιατί ξεβραζόταν από τη θάλασσα και οι άνθρωποι νόμιζαν πως προερχόταν από κάποιο υποθαλάσσιο δάσος με κοκοφοίνικες, δεν μπορούσαν να καταλάβουν από πού ερχόταν. Το γκουγκλάρω βιαστικά, ενώ εκείνη απαντά σε μια κλήση στο τηλέφωνό της, και μου φέρνουν στον νου τα ερωτικά γλυπτά της Louise Bourgeois, κάτι ανθρώπινο και σωματικό: οι θηλυκές καρύδες μοιάζουν με γυναικεία γεννητικά όργανα, και οι αρσενικές έχουν σχήμα φαλλικό.
«Αλλά οι καρύδες στο έργο μου είναι πολύ παιχνιδιάρικες» συμπληρώνει κάπως περήφανα, σαν παιδί που έχει κάνει μόλις κάποια σκανδαλιά. Το μουσικό κομμάτι του έργου, «Music for a summer evening (Makrokosmos III)» του Αμερικανού συνθέτη George Crumb, προτείνεται από τον καλλιτεχνικό διευθυντή της ΕΛΣ Γιώργο Κουμεντάκη, σε συνέχεια μιας συζήτησης που είχε μαζί του γύρω από την αρχική της πρόταση. Το έργο ακολουθεί τη δομή της μουσικής, είναι χωρισμένο σε 5 πράξεις, όπως 5 είναι και τα κεφάλαια του κομματιού του Crumb. Στόχος της ήταν να δημιουργήσει ένα ενιαίο σύνολο, μια σχολαστικά χορογραφημένη εγκατάσταση, όπου μουσική και έργο θα είναι αδιαχώριστα.
Της λέω πως ακούγοντας το έργο του Crumb στο Spotify, στο λεωφορείο προτού τη συναντήσω, είχα την αίσθηση ενός έργου κλειστοφοβικού, ενός σύμπαντος περίεργων ήχων, σχεδόν στοιχειωμένων, που μοιάζει να έρχονται σε αντίθεση με τα έργα χαράς που δημιουργεί εκείνη, την έκρηξη χρώματος παλαιότερων εγκαταστάσεών της. Δεν συμφωνεί μαζί μου, «δεν είναι έτσι» λέει, το λέει όμως τρυφερά, δεν θέλει να μου πει ότι κάνω λάθος, και συνεχίζει: «Μα και το μουσικό κομμάτι είναι χαρούμενο, όταν το δεις μαζί με τα visuals που ετοιμάζουμε θα σε μεταφέρει αλλού. Ταίριαξε απόλυτα, σαν κάτι πολύ φυσικό, είναι σαν να είναι οι οργανικοί ήχοι των γλυπτών. Όπως τα γλυπτά μου αλλάζουν με τη μουσική, νομίζω πως έτσι και η μουσική συνομιλεί με έναν τρόπο βαθύ με τα γλυπτά.
«Σαν να μεταμορφώνουν το ένα το άλλο;» ρωτάω.
«Ναι. Είναι ένα έργο ταυτόχρονα ουτοπικό και δυστοπικό. Μυστηριώδες και χαρούμενο μαζί. Η ορχήστρα είναι μέρος του έργου, μπλέκεται με τα γλυπτά, τα οποία θα βρίσκονται στη σκηνή χωρίς να είναι σκηνογραφία, θα χορεύουν».
Αναρωτιέμαι πώς νιώθει γι' αυτή την αλλαγή συνθήκης, το πέρασμά της από τις εγκαταστάσεις σε ένα έργο που θα παρουσιαστεί στη σκηνή και δεν μπορούμε, ως θεατές, να το προσπεράσουμε βιαστικά, να χαζέψουμε λίγο και, όταν το θελήσουμε, να φύγουμε. Αυτήν τη φορά εκείνη έχει τον απόλυτο έλεγχο, μας εξουσιάζει ολοκληρωτικά και για 35 λεπτά θα έχει όλη την προσοχή μας.
«Είναι κάτι που σκεφτόμουν από την αρχή, ένα curiosity για μένα, μια παράδοξη εμπειρία. Δεν ξέρω και πώς θα βγει τελικά. Συνήθως τα γλυπτά μου μπορείς να τα πλησιάσεις, να κυκλοφορήσεις μέσα τους, τώρα όμως, αντί να κυκλοφορούν οι θεατές, κυκλοφορούν υπνωτισμένα από τη μουσική τα έργα. Είναι σχεδόν σαν πίνακας». «Σαν πίνακας σε κίνηση;» τη ρωτάω. «Θα μπορούσε, αλλά όχι, το τρισδιάστατο το κάνει πιο αληθινό. Υπάρχει το κάδρο, αλλά κι αυτό κάπως χάνεται. Σκέψου πως τα πάντα θα αιωρούνται, εκτός από τους μουσικούς».
Οι ανησυχίες για το περιβάλλον είναι πάντα παρούσες στη δουλειά της, αλλά όχι με έναν τρόπο επιφανειακό, δεν είναι κάποιο big statement, περισσότερο μια ειλικρινής στάση ζωής. «Προσπαθώ πάντα, και στις πιο εφήμερες δουλειές μου, να δίνω μια άλλη ζωή στα υλικά ώστε να αποκτούν μια δεύτερη ευκαιρία, έναν καινούργιο ρόλο. Από εκεί που ανακύκλωνα υλικά που κάποιος πέταγε ή δεν ήθελε και που είχαν ουσιαστικά χάσει τη ζωή τους, με αυτό το έργο προσπαθώ να διατηρήσω αυτά που ίσως στο σύντομο μέλλον σταματήσουν να υπάρχουν. Γιατί ενώ τα πλαστικά θα υπάρχουν για πάντα, τα δέντρα μπορεί και όχι. Με μια φωτιά χάνεται ένα ολόκληρο δάσος. Το έξω έχει έρθει μέσα, και το μέσα έξω. Όλο αυτό ήταν μια τόσο παράδοξη συνθήκη αυτό το καλοκαίρι, σχεδόν κάθε εβδομάδα ακούγαμε για κάποια νέα καταστροφή κι εγώ ήμουν κλεισμένη μέσα κι έφτιαχνα δέντρα».
«Υπάρχει όμως και πάρα πολλή έρευνα, γιατί πίσω από κάθε υλικό υπάρχει μια ιστορία», συνεχίζει. «Για την εγκατάσταση χρειαζόμουν 4.000 κουκουνάρια, τα οποία ψάχναμε με τον Jason στα βουνά. Τόσα κουκουνάρια είναι αρκετούτσικα, έτσι; Φτάσαμε ως τον Κουβαρά, όπου ήμασταν οι κατσίκες κι εμείς, και μαζεύαμε μόνοι μας κουκουνάρια. Σε αυτό το έργο υπάρχει μια μείξη από υλικά που έχω μαζέψει, και βρει, π.χ. από ξεραμένους θάμνους και φύλλα από γιούκα που υπάρχουν σχεδόν παντού μέχρι υφάσματα και βιομηχανικά υλικά. Ωστόσο δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ποιο υλικό είναι οργανικό και ποιο όχι».
Καθώς ετοιμαζόμαστε να φύγουμε, τη ρωτάω τι είναι αυτό που πρέπει να κρατήσω από τη συζήτησή μας για το «A summer evening». «Ποιο είναι το όνειρό σας;»
«Να είναι ένα ταξίδι ή ένα όνειρο, κάτι μαγικό»
— Το τρελό όνειρο της Ιωάννας Πανταζοπούλου;
Όχι μόνο… θα μπορούσε να είναι και δικό σου.
— Λίγο σαν παραμύθι;
Ναι, αλλά αληθινό παραμύθι, δεν είναι στη φαντασία σου, το βλέπεις μπροστά σου. Είναι λίγο οξύμωρο αυτό που λέω, και γι' αυτό μου αρέσει.
«Ξέρεις, όλα είναι τελικά απλά συναισθήματα», λέει, «μα είναι τόσο απλά τα πράγματα;», τη ρωτάω κι εκείνη υποχωρεί χωρίς να μου δώσει κάποια απάντηση.
Η Ιωάννα Πανταζοπούλου δυσκολεύεται με τα πολλά λόγια, «θα δεις» λέει, όταν την πιέζω παραπάνω. Μου δίνει το χέρι της για να με χαιρετήσει κι έπειτα χάνεται με τον ίδιο μαγικό τρόπο που ήρθε. Το μόνο που προδίδει πως δεν είναι κι αυτή ένα πλάσμα μαγικό, μέρος του κόσμου που δημιουργεί για εμάς, είναι ο πράσινος αναπτήρας και το κίτρινο σακουλάκι καπνό που κρατά στα χέρια της.
Info:
Το πρωτοποριακό πρόγραμμα «The artist on the composer» αναπτύχθηκε από τον oργανισμό ΝΕΟΝ και την Εθνική Λυρική Σκηνή το 2019 με σκοπό να διερευνήσει τη σχέση των εικαστικών τεχνών με την κλασική μουσική και την όπερα.
Επιμέλεια: Γιώργος Κουμεντάκης (καλλιτεχνικός διευθυντής ΕΛΣ) - Ελίνα Κουντούρη (διευθύντρια ΝΕΟΝ)
Τρίτη ανάθεση: Ιωάννα Πανταζοπούλου | «A summer evening»
22-24 Σεπτεμβρίου 2023 | Ώρες έναρξης: 22/9 στις 19:30 & 21:00, 23-24/9 στις 19:30
Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής - ΚΠΙΣΝ
Μουσική: George Crumb Music for a Summer Evening (Makrokosmos III)
Πιάνο: Νίκος Κυριόσογλου, Στέφανος Θωμόπουλος
Κρουστά: Kazuyo Tsunehiro, Κώστας Αργυρόπουλος
Φωτισμοί: Ελένη Χούμου
Αρχιτεκτονικός σχεδιασμός: Φάνης Καφαντάρης, Νικόλας Αρνής
Εισιτήρια: 10 ευρώ (το εισιτήριο στηρίζει το έργο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής)
Προπώληση: ticketservices.gr, ταμεία ΕΛΣ (2130 885700, καθημερινά 09:00-21:00)
nationalopera.gr
neon.org.gr