Ο επετειακός εορτασμός των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 ήταν εκείνος που έδωσε το εισιτήριο σε δώδεκα έργα του Θεόφιλου, που ανήκουν στη συλλογή του Μουσείου Θεόφιλου στη Βαρειά Μυτιλήνης, για να ταξιδέψουν στην Ύδρα, με σκοπό να εκτεθούν στο Ιστορικό Αρχείο-Μουσείο Ύδρας.
Χρειάστηκαν προσπάθειες μηνών μέχρι ο Δήμος Μυτιλήνης και το ΙΑΜΥ, που έχουν υπογράψει Μνημόνιο Συνεργασίας, να κατορθώσουν να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες άδειες, ώστε να πραγματοποιηθεί η έκθεση «Η ιστορία είναι άνεμος…», που αποτελεί μείζον εικαστικό γεγονός στην εκπνοή του καλοκαιριού.
Kατά τη διάρκεια των εγκαινίων της έκθεσης, που αποτέλεσαν πόλο έλξης και έφεραν στο νησί ακόμα και την Παλόμα Πικάσο, συνοδευόμενη από τον διευθυντή του Μουσείου Ακρόπολης, Νίκο Σταμπολίδη, η διευθύντρια του ΙΑΜΥ, Ντίνα Αδαμοπούλου, ανέφερε χαρακτηριστικά πως «η διοργάνωση της συγκεκριμένης έκθεσης ήταν ευτυχής συγκυρία και πολύχρονος, διακαής πόθος».
Ο «Παπαδιαμάντης της ζωγραφικής», όπως τον αποκάλεσε ο Τάκης Μπαρλάς, έζησε όλη του τη ζωή πάμφτωχος, ζωγραφίζοντας συχνά «αντί πινακίου φακής», κάτι που ποτέ δεν σταμάτησε να κάνει – σε πείσμα κάποιων μάλλον ωραιοποιημένων αφηγήσεων σχετικά με τα τελευταία του χρόνια στη Μυτιλήνη.
Ανάμεσα στα εκθέματα, ο επισκέπτης θα διακρίνει έργα του λαϊκού ζωγράφου εμπνευσμένα από τον ελληνικό επαναστατικό Αγώνα, όπως ο «Αθανάσιος Διάκος» και ο «Θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη», αλλά και το εμβληματικό και πολυαγαπημένο «Ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και δύο έργα που το θέμα τους μάλλον αιφνιδιάζει: η «Αίτνα» και ο «Αποχαιρετισμός του Γάλλου Αντιναυάρχου».
Η Ιστορικός Τέχνης Λουίζα Καραπιδάκη σημειώνει στον κατάλογο της έκθεσης: «Πιστός πάντα στα προσωπικά καλλιτεχνικά του ιδεώδη, ο Θεόφιλος δεν εγκατέλειψε το αυστηρό ύφος της ορθόδοξης θρησκευτικής τεχνοτροπίας, που διδάχτηκε από τον παππού του. Απλώς, στην κοσμική του ζωγραφική, αφήνει τα αυστηρά εικονογραφικά πρότυπα των ανθιβόλων, προσθέτει μια στοιχειώδη προοπτική και διατυπώνει μια περισσότερο λαϊκότροπη έκφραση, ρεαλιστικότερη και λιγότερο απόκοσμη.
Επιπλέον, αναπτύσσει μοναδική συνθετική πολυπλοκότητα, όπου τα σαφή χαρακτηριστικά του “φόβου του κενού” ενισχύουν την πλαστικότητα των έργων του. Παράλληλα, η πλούσια χρωματική του παλέτα και η επιτήδεια χρήση των ζωηρών χρωμάτων εκπέμπει μια ευδαιμονία αναδεικνύοντας την καλλιτεχνική του δεινότητα, πέρα και από τη θεματική απόδοση.
Ουσιαστικά συνταιριάζει, μ’ έναν ελεύθερο και μοναδικό τρόπο, τη μεταβυζαντινή εικαστική παράδοση με την αισθητική της ελληνικής λαϊκής τέχνης και χειροτεχνίας, αφομοιώνει τους συμβολισμούς, ενθέτει τον φαντασιακό του κόσμο και μεταδίδει έναν απαράμιλλο πολυπολιτισμικό πλούτο».
Ο «ζερβοκουτάλας», καθότι αριστερόχειρας, ο «μισακάτης», ο «αχμάκης», όπως τον κορόιδευαν όσο ζούσε, έμελλε να αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στην ιστορία της ελληνικής και όχι μόνο τέχνης.
Ο «ταξιδιώτης από τα Παρίσια», ο Στρατής Ελευθεριάδης, γνωστός ως Τεριάντ, ήταν εκείνος που, μετά από παρότρυνση του ζωγράφου Γιώργου Γουναρόπουλου, επισκέφθηκε το 1929 τη Μυτιλήνη, αγόρασε έργα του Θεόφιλου και ανέλαβε την προώθησή του – ο Θεόφιλος όμως δεν έζησε αρκετά για να χαρεί την αναγνώρισή του, καθώς πέθανε πέντε χρόνια αργότερα.
Ο Γιάννης Τσαρούχης τον θαύμαζε και μελέτησε ιδιαίτερα το έργο του, ενώ δεν τον συμπεριέλαβε, όπως άλλοι, στην κατηγορία των «Ναΐφ ζωγράφων». «Τον Θεόφιλο τον παίρνω σαν ζωγράφο που με τη ζωγραφική του είπε αυτά ακριβώς που παρέλειψαν να πουν οι ανακαινιστές της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνος, των οποίων το έμβλημα υπήρξε το “εφάμιλλον των ευρωπαϊκών”» θα γράψει.
«Ο Θεόφιλος ανήκει στην αντίθετη παράταξη απ' αυτή στην οποία ανήκουν οι δάσκαλοι, οι καθαρευουσιάνοι κι οι δημοτικιστές, οι ακαδημαϊκοί κι οι μοντέρνοι, οι συντηρητικοί κι οι εξ επαγγέλματος επαναστάτες.
Είναι απ' τη μεριά των σοφών και των τρελών, παρέα με τον Σολωμό, τον παγωμένο-θερμότατο Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη, τον αναρχικό και άκρως πειθαρχημένο Καβάφη, τον τρελό Χαλεπά, κι όλους αυτούς τους φυσικά επαναστατημένους Έλληνες, μα εξίσου φυσικά συντηρητικούς, τους Έλληνες των οποίων η ευλογημένη μεγαλομανία έσπασε τα κλουβιά του διδασκαλισμού. Δεν είναι, λοιπόν, να απορεί κανείς ότι αιώνια θα σκανδαλίζει αυτούς που θέλησαν πάντα να βολευτούν» τονίζει.
Ο «Παπαδιαμάντης της ζωγραφικής», όπως τον αποκάλεσε ο Τάκης Μπαρλάς, έζησε όλη του τη ζωή πάμφτωχος, ζωγραφίζοντας συχνά «αντί πινακίου φακής», κάτι που ποτέ δεν σταμάτησε να κάνει – σε πείσμα κάποιων μάλλον ωραιοποιημένων αφηγήσεων σχετικά με τα τελευταία του χρόνια στη Μυτιλήνη.
Πολύ μετά τον θάνατό του, η μικρότερη από τα επτά αδέλφια του, Φώτω, περιέγραψε στον Βασίλη Πλάτανο το πικρότατο τέλος του μοναδικού καλλιτέχνη που το σύνολο του έργου του έχει κηρυχθεί εθνική πολιτιστική κληρονομιά:
«Τον φώναξε ένας πλούσιος να του ζουγραφίση μερικά “κάντρα”, σαν είδε πως η τέχνη του είχε αξία και του 'δωσε μπαγιάτικο φαγί από ψάρια και κρέας. O καϋμένος τα πήρε, γιατί στη χάση και στη φέξη έτρωγε τέτοια φαγητά, και σαν πήγε στο δωμάτιό του, που το είχε νοικιασμένο στο Bουνάρι της Mυτιλήνης, τα έφαγε με όρεξη κι άφησε τα μισά να τα γιοματίση και ταχιά. Αλλά δεν πρόλαβε. Ήταν χαλασμένα, ούτε του σκυλιού τους δεν τα δίνανε, τον πειράξανε και τη νύχτα της παραμονής του Bαγγελισμού του 1934 πέθανε από δηλητηρίαση. Tονέ βρήκανε πεθαμένο στερνά από τρεις μέρες που είχε πια βρομίσει και τονέ πήρε ο δήμος άρον-άρον και τον έθαψε. Δεν προκάναμε ούτε να τον ασπαστούμε, ούτε να τον δούμε».
«Η ιστορία είναι άνεμος…»
Ιστορικό Αρχείο - Μουσείο Ύδρας
Έως 15 Οκτωβρίου 2021
Ωράριο λειτουργίας: Δευτέρα-Κυριακή: 09:00-16:00 & 19:30-21:00