Το 38ο Greek Sale του οίκου Bonhams, στις 19 Μαΐου, στο Παρίσι, το οποίο συμπίπτει με τον εορτασμό των 200 ετών από την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, περιλαμβάνει σπουδαία έργα μεγάλων Ελλήνων ζωγράφων.
Έργα του Γιάννη Μόραλη, του πιο περιζήτητου καλλιτέχνη των τελευταίων ετών, ένας Θεόφιλος από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου που έμεινε αφανής για περισσότερα από 50 χρόνια σε ιδιωτική συλλογή και του Νίκου Εγγονόπουλου, εμπνευσμένα από τα χρόνια της σκλαβιάς και τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, φιγουράρουν ανάμεσα σε άλλα στον κατάλογο της βραδιάς, όμως αυτό που θεωρείται ότι θα αποτελέσει την κορυφαία στιγμή της δημοπρασίας είναι το εμβληματικό και μουσειακής ποιότητας έργο του Θεόδωρου Ράλλη (1852-1909) με τίτλο Αιχμάλωτη και εκτίμηση 300.000-500.000 ευρώ, πολλαπλάσια από κάθε άλλο έργο της δημοπρασίας.
Το έργο «Αιχμάλωτη», μια ελαιογραφία που ο ζωγράφος φιλοτέχνησε το 1885, απεικονίζει μια Ελληνίδα να κοιτάζει με βλέμμα υποταγής, δεμένα τα χέρια της, ενώ λίγο πιο μακριά κάθονται οι δυο Τούρκοι που την έχουν αιχμαλωτίσει. Δεν την κοιτάζουν καν και ο ένας καπνίζει νωχελικά. Η αιχμάλωτη νέα γυναίκα με τους μεγάλους κύκλους γύρω από τα μάτια ακουμπά δίπλα σε ένα στασίδι και μπροστά σε μια μισοσβησμένη αγιογραφία της Παναγίας. Γύρω της επικρατεί μια χαοτική κατάσταση, ριγμένα ρούχα και ένα ανοιγμένο κασελάκι με ασημένια κοσμήματα.
Το έργο βγήκε ξανά σε δημοπρασία το 2007, από τον οίκο Sotheby’s στο Λονδίνο και το απέκτησε πάλι σε τιμή ρεκόρ ένας Βρετανός έμπορος.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στο Παρίσι είχε το παρατσούκλι «Δον Ζουάν», ένας άνδρας με ευγένεια, αβρότητα στους τρόπους, με υπομονή και πείσμα, με αγάπη για τις όπερες του Βάγκνερ, με αδυναμία στους ακουαρελίστες, αλλά πρωτίστως με σιδερένια θέληση και επιμονή, ώστε να γίνει αυτό που ονειρευόταν: ζωγράφος.
Ο Θεόδωρος Ράλλης (1852-1909) είναι ο γνωστότερος Έλληνας ζωγράφος του 19ου αιώνα που εγκαταστάθηκε, σπούδασε και έδρασε στο Παρίσι. Καλλιτέχνης με ανελλιπή παρουσία στο επίσημο παρισινό Salon, ο Ράλλης ανέπτυξε παράλληλα διεθνή εκθεσιακή δραστηριότητα. Άντλησε τα εθνογραφικά θέματα και τις σαγηνευτικές εικόνες του από τα συστηματικά ταξίδια του στην Ελλάδα και στην Ανατολή, ενώ διατηρούσε επίσης για χρόνια ένα δεύτερο ατελιέ στο Κάιρο. Η εικαστική δημιουργία του εναρμονίζεται με το πνεύμα της παραδοσιακής ζωγραφικής που διδάχτηκε κοντά στον διάσημο Γάλλο οριενταλιστή Jean-Léon Gérôme.
Οι φωτογραφίες που διασώζουν την όψη του Θεόδωρου Ράλλη, γεννημένου στην Κωνσταντινούπολη το 1852 από εύπορη οικογένεια με χιώτικη καταγωγή, μαρτυρούν την παρακάτω περιγραφή: «Τέλειος τύπος Παρισινού, μ’ ένα καλλιτεχνικόν σκούφον αλά Ερμονβίλλ και γιλέκον από ύφασμα καφέ ανοικτόν με χρυσά περιρράμματα, κουμβωμένον έως τον λαιμόν, νεώτατος ακόμη και φυσιογνωμίας ανοικτής και ευθύμου ο κ. Ράλλης, είνε χαριτωμένος εις την συνδιάλεξήν του και αβρότατος, ομιλεί δε μετ’ ενθουσιασμού περί της Ελλάδος...»
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στο Παρίσι είχε το παρατσούκλι «Δον Ζουάν», ένας άνδρας με ευγένεια, αβρότητα στους τρόπους, με υπομονή και πείσμα, με αγάπη για τις όπερες του Βάγκνερ, με αδυναμία στους ακουαρελίστες, αλλά πρωτίστως με σιδερένια θέληση και επιμονή, ώστε να γίνει αυτό που ονειρευόταν: ζωγράφος.
Ο Θεόδωρος Ράλλης δεν έγινε μόνο αυτό που ονειρεύτηκε αλλά και ο χαρακτηριστικός Έλληνας εκπρόσωπος του οριενταλισμού, ο οποίος συνέβαλε στη δημιουργία της νεότερης καλλιτεχνικής παράδοσης στην Ελλάδα.
Ο Θεόδωρος Ράλλης έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Κωνσταντινούπολη, ενώ όταν ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του, στάλθηκε στην Αγγλία για να εκπαιδευτεί στον εμπορικό οικογενειακό οίκο «Ράλλης και Μαυρογιάννης». Αποφάσισε να εγκαταλείψει την Αγγλία και να ακολουθήσει το όραμά του να γίνει ζωγράφος, μεταβαίνοντας για σπουδές στη Γαλλία παρά την αντίθεση της οικογένειας προς την ενασχόλησή του με τη ζωγραφική, επαγγελματικά.
Ο Ράλλης τον Μάιο του 1875, παίρνει μέρος στο ετήσιο Salon του Παρισιού. Η παρουσία του εκεί είναι αδιάλειπτη και θα διακοπεί μόνο με τον θάνατό του το 1909.
Το μεγαλύτερο μέρος της καλλιτεχνικής του παραγωγής καλύπτεται από θέματα που αντλούνται από τη λατρευτική και καθημερινή ζωή στην ελληνική επαρχία, την οποία επισκέφθηκε τον Απρίλιο του 1876, πριν από τα εγκαίνια του ετήσιου Salon του Παρισιού. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα επισκέφθηκε τη Θήβα, την Αράχοβα και άλλες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας.
Παρακινημένος και από τον φίλο του ζωγράφο Lecomte de Nouÿ, ταξίδεψε, πιθανότατα γύρω στα 1879-1880, για πρώτη φορά στην Αίγυπτο, απ' όπου άντλησε και τα θέματα των έργων που εξέθεσε το ίδιο έτος στο Salon του Παρισιού. Μετά το ταξίδι αυτό οι αναζητήσεις του νεαρού ζωγράφου προσανατολίζονται πλέον καθαρά σε θέματα που αντλούνται από τη χώρα που επισκέφθηκε. Τα οριενταλιστικά έργα χαρακτηρίζουν για χρόνια τις συμμετοχές του στο Salon του Παρισιού.
Το 1885, επιστρέφοντας σε θέματα που είχε εμπνευσθεί από την Ελλάδα, εξέθεσε στο Salon το έργο «Χριστιανή Εστιάς», για το οποίο έλαβε τιμητική διάκριση (Mention Ηonorable), ενώ στο εξής, μέχρι το 1896 περίπου, τα ελληνικά θέματα αναμειγνύονται με αυτά της Ανατολής και της Παλαιστίνης.
Το 1885 ο Ράλλης επισκέφθηκε το Άγιον Όρος, όπου παρέμεινε για περίπου δύο εβδομάδες για να μελετήσει τη βυζαντινή τέχνη και να παρατηρήσει τη ζωή των μοναχών. Οι καλλιτεχνικοί καρποί του ταξιδιού ήταν πλούσιοι και αποτέλεσαν σταθερή πηγή έμπνευσης για τον ζωγράφο κατά τα επόμενα χρόνια.
Από το 1890 έως το 1904 ο Ράλλης διέμενε στο Κάιρο κατά τους χειμερινούς μήνες, γεγονός που τον οδήγησε, μαζί με άλλους καλλιτέχνες −κυρίως τον P. Philippoteaux−, στην ίδρυση και οργάνωση ετήσιας καλλιτεχνικής έκθεσης, του Salon du Caire. Η συμμετοχή του στο Salon σταματά το 1906, δυο χρόνια μετά την αναχώρησή του από την Αίγυπτο.
Ο θάνατός του στη Λοζάνη τον Σεπτέμβριο του 1909 μετά από νοσηλεία στην κλινική Mont-Riant, σε ηλικία πενήντα επτά ετών, σταμάτησε την επιτυχημένη καλλιτεχνική πορεία του. Με τη διαθήκη του κληροδότησε στην Εθνική Πινακοθήκη των Αθηνών όλα τα έργα με ελληνικά θέματα που υπήρχαν στο εργαστήριό του την περίοδο του θανάτου του. Τα έργα που κληροδότησε ο Ράλλης αποτέλεσαν, μαζί με άλλα Νεοελλήνων καλλιτεχνών, μέρος της αρχικής συλλογής της πρώτης Εθνικής Πινακοθήκης.
Μετά τον θάνατο του καλλιτέχνη η μητέρα του θέσπισε βραβείο στη μνήμη του, το οποίο δίνεται κατόπιν διαγωνισμού σε νέους Έλληνες καλλιτέχνες, φοιτητές της Σχολής Καλών Τεχνών. Η απήχηση των θεμάτων του στην Ελλάδα συνεχίστηκε και μετά τον θάνατό του.