Η διαδικτυακή πλατφόρμα e-flux είναι ίσως η πλέον γνωστή παγκοσμίως στον κύκλο των εικαστικών τεχνών. Διανέμει πρώτη και παντού τα σημαντικότερα νέα σχετικά με εκθέσεις τέχνης και αρχιτεκτονικής που παρουσιάζονται σε μουσεία, ιδρύματα και σημαντικές γκαλερί. Επιπλέον, έχει μια πολύ σπουδαία εκδοτική δραστηριότητα περιοδικού τύπου αλλά και θεματικών μονογραφιών και κατά το διάστημα της πανδημίας έχει αναπτύξει περαιτέρω τη διαδικτυακή παρουσίαση καλλιτεχνικών πρότζεκτ – λειτουργεί, δηλαδή, και ως εκθεσιακός χώρος. Με άλλα λόγια, είναι μια διαδικτυακή εκδοχή του μυθολογικού Άτλαντα που σηκώνει το βάρος του σύμπαντος των πληροφοριών των εικαστικών τεχνών όλης της γης.
Και επειδή τίποτα δεν αποκαλύπτει καλύτερα κάποιον ή κάτι απ’ όσο ένα δευτερεύον και πολλές φορές απαρατήρητο χαρακτηριστικό του, ας σημειωθεί επί τη ευκαιρία ότι η e-flux, που είναι τόσο πολύ αφοσιωμένη στην προώθηση των πληροφοριών περί αισθητικής, δεν αισθητικοποιεί ποτέ την παρουσίασή τους, σε αντίστιξη με την τάση των περισσότερων ιστοσελίδων με ανάλογο αντικείμενο, για τις οποίες η αισθητικοποίηση της παρουσίασης του περιεχομένου τους είναι τόσο ισχυρή, που θα μπορούσε κάποιος να πει ότι εν ψυχρώ ανταγωνίζονται την αισθητική πληροφορία που διανέμουν.
Σίγουρα, κάποιος άλλος θα μπορούσε να αντιτάξει σ’ αυτό ότι η απουσία αισθητικοποίησης συνιστά μια πιο επιθετική μορφή αισθητικοποίησης, αλλά έτσι δεν θα οδηγούμασταν σε κανένα χρήσιμο συμπέρασμα απ' όλα αυτά. Ας σταθούμε, λοιπόν, στο ότι η πλατφόρμα e-flux τηρεί μια δική της καθαρή ηθική στάση απέναντι στα ζητήματα των καλών τεχνών γενικότερα: δεν προδικάζει.
Ο Αριστείδης Αντονάς, με τη σειρά του, είναι αρχιτέκτων και διδάκτωρ Φιλοσοφίας. Πέραν αυτών των δύο πεδίων, προεκτείνει την καλλιτεχνική του δραστηριότητά στον χώρο των εικαστικών τεχνών, της λογοτεχνίας και της συγγραφής θεατρικών έργων. Το εικαστικό και αρχιτεκτονικό έργο του έχει παρουσιαστεί στην documenta 14, στην Μπιενάλε design της Κωνσταντινούπολης, στην Μπιενάλε αρχιτεκτονικής της Βενετίας, καθώς και σε πολλές ακόμα σημαντικές διεθνείς εκθέσεις. Από το 2012 ζει και εργάζεται μόνιμα στο Βερολίνο, με ενδιάμεσα «χορταστικά», όπως τα περιγράφει ο ίδιος, διαστήματα παραμονής στην Ελλάδα.
Η ανθρώπινη γλώσσα και κάθε γλωσσικό σύστημα δεν έχει ένα «έξω από αυτό». Επειδή δεν υφίσταται έξοδος προς κάτι που κείται εξωτερικά της γλώσσας, βρισκόμαστε όλοι μονίμως φυλακισμένοι μέσα της.
Μια ξεχωριστή πρόκληση
Όπως προαναφέρθηκε, η e-flux, λόγω lockdown και πανδημίας, έχει προωθήσει περαιτέρω τον ψηφιακό «εκθεσιακό χώρο» της, ο οποίος, ως φόρμα παρουσίασης έργων, δεν διαφέρει πραγματικά από αυτό που βλέπει κάποιος στα ημερήσια ενημερωτικά μέιλ που λαμβάνει από την πλατφόρμα. Ωστόσο, υπάρχει μια «όρεξη», μέσα από αυτήν τη φόρμα, να διερευνηθεί το τι θα μπορούσε να συνιστά «ικανό υποκατάστατο», χάρη στο οποίο ο θεατής θα μπορούσε να αποκομίσει διαδικτυακά μια εμπειρία ανάλογη με εκείνη της επίσκεψής του σε ένα εκθεσιακό χώρο, χωρίς όμως να την μιμείται. Τελικά, η φόρμα που ακολουθείται είναι απλή: παρατίθεται ένα κείμενο, από την ανάγνωση του οποίου ξεκινά κάποιος να προσλαμβάνει έργα εικαστικού και αρχιτεκτονικού χαρακτήρα.
«Υπό κανονικές εκθεσιακές συνθήκες δεν θα είχαν συγκεντρωθεί τόσα πολλά στοιχεία μαζί για να δημιουργηθεί η παρουσίαση μιας κατασκευής εικόνων. Έγιναν κάποιες δοκιμές για να ελεγχθεί εάν η παρουσίαση θα βελτιωνόταν με την χρήση βίντεο ή μέσω μιας βασικής παράταξης εικόνων», λέει ο Αριστείδης Αντονάς, με του οποίου το πρότζεκτ, που έχει τίτλο «Fake Exterior Folds» («Ψευδείς Εξωτερικές Πτυχές»), ξεκίνησε ουσιαστικά η έκθεση της e-flux, με τον γενικό τίτλο «Confinement» («Εγκλεισμός»).
Και ο Αντονάς διευκρινίζει: «Η έναρξη της έκθεσης συνέπεσε χρονικά με το ότι η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας αντιμετώπιζε τον κίνδυνο αναβολής της. Αλλά και τώρα, που αποφασίστηκε τελικά ότι θα διοργανωθεί, κανείς δεν ξέρει αν και ποιος θα την επισκεφτεί. Ωστόσο, ακόμα πιο πρωταρχικό στάδιο αυτής της έκθεσης ήταν η παρουσίαση από την e-flux του δοκιμίου της Κατρίν Μαλαμπού, με τίτλο “Ζωή και Φυλακή”. Το δικό μου έργο συνιστά απάντηση στο εν λόγω δοκίμιο. Το ίδιο ισχύει και για όσα έργα παρουσιαστούν στην συνέχεια της έκθεσης».
Το δοκίμιο του Αντονά είναι γραμμένο στα αγγλικά και δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά (προς το παρόν, τουλάχιστον). Είναι εξαιρετικά πυκνό ως προς την παράθεση αναλυτικών επιχειρημάτων, αναφορών σε άλλα κείμενα και εννοιών. Ωστόσο, είναι αξιοθαύμαστο το ότι την ίδια στιγμή είναι εντελώς διαυγές και η γλώσσα του είναι προσιτή για όλους, χωρίς τα δύο αυτά χαρακτηριστικά του να προδίδουν το βάθος και την βαρύτητα των στοχασμών που παραθέτει.
Φιλοσοφικές γέφυρες
Η Κατρίν Μαλαμπού είναι σήμερα η πλέον διακεκριμένη σύγχρονη Γαλλίδα φιλόσοφος. Ο Ζακ Ντεριντά, εκτός από καθηγητής της, υπήρξε και μέλος της εξεταστικής επιτροπής της διατριβής της και έχουν συνυπογράψει αρκετά δημοσιεύματα. Η Μαλαμπού, που γεννήθηκε το 1959 στην Αλγερία είναι εκπρόσωπος της λεγόμενης Ηπειρωτικής Φιλοσοφίας, δηλαδή, εκείνης της ευρύτατης «σχολής» που θα περιλάμβανε όλη την μακρά και ποικίλη φιλοσοφική παράδοση στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Όμως, η Μαλαμπού ανήκει στις περιπτώσεις στοχαστών που υπερπηδούν τις βαθιές θάλασσες που χωρίζουν την Ηπειρωτική από την Αναλυτική Φιλοσοφία, η οποία, με τη σειρά της, είναι ο κλάδος που συνενώνει την ανάλογη φιλοσοφική παράδοση στον αγγλόφωνο κόσμο. Κι έτσι, εκτός από καθηγήτρια στο παρισινό Πανεπιστήμιο Paris-Ouest Nanterre La Defense, η Μαλαμπού διδάσκει επίσης: στο Πανεπιστήμιο Kingston του Λονδίνου, στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Μπέρκλεϊ και σε εκείνο του Μπάφαλο, στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης των ΗΠΑ. Και όπως είναι αυτονόητο για την κλάση της μεταξύ μελετητών, επισκέπτεται για διαλέξεις και εισηγήσεις Πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα σε όλο τον κόσμο.
Η αναπόφευκτη υποταγή
Η Μαλαμπού ξεκινά το δοκίμιό της με τίτλο «Ζωή και Φυλακή» με την περίφημη δήλωση του Ρολάν Μπαρτ, ότι «η γλώσσα είναι φασιστική» και ερμηνεύει αυτόν τον ισχυρισμό του με το γεγονός ότι η γλώσσα ρυθμίζεται από κανόνες και συνιστά κώδικα. Σημειώνει επίσης, ότι ο Μπαρτ λέει πως δεν αναγνωρίζουμε αυτήν την περιοριστική δύναμη που βρίσκεται μέσα στην γλώσσα, διότι, επειδή την χρησιμοποιούμε και είναι κάτι το αυτονόητο για μας, παραβλέπουμε ότι η γλώσσα είναι στην πραγματικότητα μία ταξινόμηση και συνεπώς, όπως κάθε είδους ταξινόμηση, είναι καταπιεστική και κατασταλτική.
Έτσι, εξαιτίας της ύπαρξης και της δομής της –εξαιτίας της φύσης της, δηλαδή– η γλώσσα επιβάλλει μία σχέση αποξένωσης και αποστασιοποίησης του ενός από τον άλλο. Με άλλα λόγια, το να μιλάς σε κάποιον –κάτι το οποίο, κατά κανόνα, αντιλαμβανόμαστε ως τη θεμελιωδέστερη σχέση επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων– και ακόμα περισσότερο, το να εμπλέκεσαι σε ένα στοχαστικό διάλογο μαζί του, οδηγεί σε μία καθυπόταξη του ενός ομιλητή στον άλλο και την υποταγή όλων στους κανόνες της.
H γλώσσα λοιπόν –και όχι μόνο η ομιλία μας, αλλά και κάθε χρήση γλωσσικού συστήματος, όπως π.χ. οι γλώσσες προγραμματισμού στην πληροφορική– δεν υπάγεται στο δίπολο μιας προοδευτικής ή μιας συντηρητικής τοποθέτησης, παρά είναι απλά φασισμός, υπό την έννοια ότι ο φασισμός δεν αποτρέπει την ομιλία, αλλά αντίθετα επιβάλει στον άνθρωπο να ομιλεί.
Δεσμώτες της γλώσσας
Η Μαλαμπού υπογραμμίζει επίσης ότι η γλώσσα δεν είναι κάτι από το οποίο μπορεί κάποιος να αποδράσει. Είναι ένα αδιέξοδο μέσα στο οποίο φυλακίζεται ο καθένας μας. Η ανθρώπινη γλώσσα και κάθε γλωσσικό σύστημα δεν έχει ένα «έξω από αυτό». Επειδή δεν υφίσταται έξοδος προς κάτι που κείται εξωτερικά της γλώσσας, βρισκόμαστε όλοι μονίμως φυλακισμένοι μέσα της.
Τονίζει επίσης, ότι ο φασισμός της γλώσσας –όπως και η φυλακή της– γίνεται ακόμα πιο εμφανής και αισθητός στο πεδίο της φιλοσοφίας, η οποία καταλήγει τελικά να είναι καταδικασμένη μόνο να τον αναπαράγει. Κάτι που γίνεται πασιφανές και μόνο από την ίδια την ορολογία της φιλοσοφίας.
Ζαν Ζενέ, ένας ελεύθερος-φυλακισμένος
Η Μαλαμπού στη συνέχεια προσεγγίζει το δοκίμιο του σύγχρονου Αμερικανού φιλοσόφου Μάικλ Χαρντ που έχει τίτλο «Prison Time» («Χρόνος Φυλακής»). Σε αυτό ο συγγραφέας του εστιάζει στην περίπτωση του Ζαν Ζενέ, ο οποίος έγραψε πολλά από τα σημαντικότερα έργα του όντας φυλακισμένος για παραβάσεις του κοινού ποινικού δικαίου.
Στην περίπτωση του Ζενέ, η ίδια η φυλάκιση παράγει αμέσως την φαντασίωση ενός τόπου εκτός φυλακής, στον οποίο τόπο βιώνει κάποιος την αυθεντική –τη γνήσια– ζωή. Ο Χαρντ στο δοκίμιο του υποστηρίζει ότι μια τέτοια φαντασίωση διαλύεται μόλις κάποιος ανακαλύψει ότι δεν υπάρχει τέτοιος εξωτερικός τόπος. Μόλις, δηλαδή, ανακαλύψει ότι το εκτός της φυλακής δεν απελευθερώνει τη ζωή από την αίσθηση της φυλάκισης.
Εξόριστοι από τη ζωή
Η πιο κοινή αντίληψη που έχει ένας άνθρωπος για την έννοια φυλακή, ενόσω ακόμα δεν έχει βιώσει ποτέ φυλάκισή του, είναι εκείνη που σχηματίζει κοιτάζοντας την φυλακή ευρισκόμενος έξω από αυτήν. Και η συγκεκριμένη θέση αντίληψης των πραγμάτων ενδυναμώνει και προσδιορίζει πλήρως την έννοια της ελευθερίας ως απολύτως αντίθετη από εκείνη του χρόνου φυλακής.
Όμως, όσο περισσότερο στοχάζεται κάποιος τις έννοιες φυλακή, εγκλεισμός και όλους τους άλλους πιθανούς περιορισμούς, τόσο περισσότερο αντιλαμβάνεται προοδευτικά ότι η συνθήκη της φυλακής δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Αντιλαμβάνεται επίσης ότι η φυλακή είναι στην πλέον πραγματική υπόσταση της η ίδια η κοινωνία, υπό την έννοια ότι ολόκληρη η ζωή καθορίζεται από πειθαρχικούς κώδικες και όρια που επιβάλλει η κοινωνία.
Ακόμα και το παγκοσμίως αναγνωρίσιμο ημερήσιο πρόγραμμα των περισσότερων ανθρώπων που είναι: ξυπνώ, καταπιάνομαι με τη δουλειά, επιστρέφω σε κάποιου είδους ελεύθερο χρόνο, βλέπω τηλεόραση και κοιμάμαι, είναι μία τόσο δομημένη και τόσο πειθαρχημένη συνθήκη διαβίωσης, που ακόμα και οι μηχανισμοί αυτόματης επανάληψής της καθιστούν «χρόνο φυλακής» αυτό που τόσο αμέριμνα βιώνουμε καθημερινά ως ζωή στην ελεύθερη κοινωνία μας. Είναι ο κατεξοχήν «χρόνος φυλακής» στην πραγματικότητα και μας εξορίζει από την πιθανότητα να ζούμε.
Το αποτέλεσμα της αιχμαλωσίας
Η Μαλαμπού λέει λοιπόν ότι η ζωή στη φυλακή αποκαλύπτει στον άνθρωπο την ζωή ως φυλακή. Η ζωή μας εκτός των τειχών μιας φυλακής είναι επίσης φυλακή. Και ο κυριότερος λόγος για τον οποίο υποστηρίζει ότι συμβαίνει αυτό είναι ότι ως άνθρωποι μιλάμε – είμαστε υποκείμενα της γλώσσας.
Το «μιλώ», λέει η Μαλαμπού, με εξισώνει με τα αιχμάλωτα ζώα στους ζωολογικούς κήπους, τα οποία συνιστούν ειδική περίπτωση, διότι, λόγω του ότι ζουν σε αιχμαλωσία αναπτύσσουν αυτό που περιγράφεται ως «στερεοτυπικές συμπεριφορές» και είναι αυτές που γεννιούνται από την επανάληψη και τη ρουτίνα.
Για τον Χαρντ, οι στερεοτυπικές συμπεριφορές και η ρουτίνα είναι οι κατεξοχήν εκδηλώσεις της κατάστασης εξαιτίας της οποίας εμείς οι άνθρωποι βρισκόμαστε στην δυσάρεστη συνήθως θέση να μην βγάζουμε κανένα νόημα από αυτά που βιώνουμε. Και αυτό αποτυπώνεται αρχικά στη γλώσσα και επαναλαμβάνεται από την φιλοσοφία.
Η Μαλαμπού υπογραμμίζει επίσης ότι η φιλοσοφία προωθεί σε μία ακραία -σε μία ριζοσπαστική- θέση την έννοια της φυλακής, διαβεβαιώνοντάς τον άνθρωπο ότι αυτή η κατάσταση δεν είναι κάτι το «εκτός προγράμματος» στον ρου της ζωής, αλλά τουναντίον αποτελεί τον κανόνα του. Η φυλακή συνιστά τη ζωή.
Ως εκ τούτου, η βασική λειτουργία της παραδοσιακής φιλοσοφίας είναι να επιβεβαιώνει ότι, αντί να προσπαθεί κάποιος να αποδράσει από τον εγκλεισμό του στις έννοιες και στο ρου της ζωής, θα ήταν καλύτερο να αναγνωρίσει την τόσο ουσιαστική περιπλοκή ζωής και φυλακής.
Εξάλλου, αναφέρει η Μαλαμπού, ο Πλάτων, που με τόσο πειστικό και δυνατό τρόπο αποδεικνύει στο περίφημο κείμενο του για το Σπήλαιο –ένα από τα πιο γνωστά φιλοσοφικά κείμενα που γράφτηκαν ποτέ– η φιλοσοφία γεννιέται στη φυλακή και επιδιώκει να μας παροτρύνει να αναλογιστούμε ότι υπάρχει κάτι εγγενές στη ζωή, που συνιστά μία δική της τάση φυλάκισης του εαυτού.
Η σημασία της κλειδωνιάς
Αναφερόμενη στον Χάιντεγκερ και στην έννοια του ορίου –που είναι μια «κλειδωνιά», ένα «λουκέτο», για να αποδοθεί με πιο απλές και καθημερινές λέξεις το όριο που σηματοδοτεί την φυλακή– η Μαλαμπού λέει ότι, για τους περισσότερους από εμάς, η ζωή μοιάζει να είναι κάτι το οποίο βρίσκεται μπροστά από εμάς. Ένας τόπος ελευθερίας στον οποίο εμείς δεν φτάνουμε.
Με το να αποδέχεται κάποιος αυτήν την ιδέα για τον εαυτό του, τον κλειδώνει εκτός του πεδίου της ελευθερίας. Και προωθεί ακόμα περισσότερο τη σκέψη της λέγοντας ότι αυτή η αυθεντική κλειδωνιά είναι εκείνη που θα οδηγούσε στο θάνατο και ότι η ζωή είναι μία φυλακή διότι απαρνείται, αποκηρύσσει και απορρίπτει το θάνατό της.
Αυτό που πετύχαινε τελικά ο Ζενέ
Το παράδειγμα του Ζαν Ζενέ στην φυλακή, που αξιοποιεί στο δοκίμιο του ο Χαρντ βασίζεται στο ότι ο Ζενέ κατάφερε να διαμορφώσει έναν τόπο ελευθερίας, ενώ ο ίδιος βρισκόταν υπό συνθήκη εγκλεισμού. Κατάφερε δηλαδή να οικοδομήσει έναν τόπο ελευθερίας, ο οποίος, σε φαντασιακό επίπεδο, βρισκόταν εξωτερικά της συνθήκης που βίωνε και ενόσω ο ίδιος βρισκόταν εντός της φυλακής. Έναν χώρο εξωτερικό μεν, ο οποίος όμως δεν βρισκόταν αλλού, αλλά ακριβώς εκεί όπου βρισκόταν και ο Ζενέ – εντός της συνθήκης εγκλεισμού του.
Κατ’ επέκταση ο Χαρντ υποστηρίζει ότι, μαθαίνοντας να ζούμε στη φυλακή, γινόμαστε ικανοί να βγούμε από αυτήν. Εκεί εντοπίζει την εμμένεια του να είσαι – του να υπάρχεις. Όποιος συγχωνεύεται με το πεπρωμένο που βιώνει, παρασύρεται και αυτός – δεν προβάλει ανώφελες αντιστάσεις κατά την σάρωση που επιφέρει η τόσο δυνατή ροή του. Αυτό για τον Χαρντ θα ήταν η μόνη οδός προς την ελευθερία.
Η επανάσταση δεν μένει πια εδώ
Ο Χαρντ προωθεί τη σκέψη του και προς το ότι εντός ενός τέτοιου πλαισίου η κοινωνία θα μπορούσε να οδηγηθεί σε μία επανάσταση των απανταχού φυλακισμένων. Ως προς αυτό, ο Frank B. Wilderson III, που είναι Αμερικανός συγγραφέας, δραματουργός, σκηνοθέτης, κριτικός και καθηγητής στο πανεπιστήμιο Irvine της Καλιφόρνιας, απαντά ότι μια τέτοια επανάσταση θα προϋπέθετε ότι υπάρχει μία ομοιογενής παγκόσμια τάξη φυλακισμένων προλετάριων, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει.
Ο Wilderson υποστηρίζει αυτήν την άποψη εστιάζοντας κυρίως όχι στο ότι δεν υπάρχει μία τέτοια τάξη φυλακισμένων, αλλά στο ότι δεν είναι ομοιογενής. Ως προς αυτό λοιπόν εισάγει το επονομαζόμενο επιχείρημα του «αφροπεσιμισμού» που είναι ένα ευρύτερο στοχαστικό πλαίσιο, με αντικείμενο τον διαιωνιζόμενο αντίκτυπο του ρατσισμού, της αποικιοκρατίας, της δουλείας και τον τρόπο που όλη αυτή η ιστορία της Αμερικής εγγράφεται στα κύτταρα τελικά και σωματοποιείται στην πραγματικότητα που βιώνουν οι Αμερικανοί εκπρόσωποι της μαύρης φυλής (διότι πρόκειται για ένα φαινόμενο πάρα πολύ γεωγραφικά εντοπισμένο εντός των ΗΠΑ). Οι Αφροαμερικανοί είναι «εκ συστάσεως» –από την «κατασκευή» τους– αποκλεισμένοι από την κατηγορία των ανθρώπων που είναι κύριοι του εαυτού τους και απολαμβάνουν τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Επίσης, ο Wilderson τους βάζει στην ίδια συνομοταξία με όσους «εργαλειοποιούνται» προς όφελος των προγραμματικών ατζεντών των διαφόρων κοινοτήτων: της μετα-αποικιοκρατικής, της μεταναστευτικής, της φεμινιστικής, της LGBTQ+ και εκείνης της εργατικής τάξης.
Χωρίς καμία έξωθεν επιβολή
«Θυμάμαι πάντα ένα βιβλίο που είχα διαβάσει παλιά και που στην πρώτη έκδοσή του στα ελληνικά είχε τον τίτλο “Σχέδιο διαφυγής”, αν και θα του ταίριαζε καλύτερα ο τίτλος “Σχέδιο απόδρασης”. Το έχει γράψει ο Αντόλφο Μπιόι Κασάρες, πολύ γνωστός και για το μυθιστόρημά του “Η εφεύρεση του Μορέλ”. Το “Σχέδιο απόδρασης” βασίζεται στην ιδέα μιας φυλακής η οποία φτιάχνεται με τρόπο ώστε οι φυλακισμένοι να μην καταλαβαίνουν ότι βρίσκονται στη φυλακή. Έχει γραφτεί το 1940, δηλαδή πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – είναι ένα βιβλίο παλιό, που όμως όσα αναφέρει μοιάζουν να συνδέονται με πράγματα τα οποία ζούμε στην εποχή μας και ίσως τα ζούμε ακόμα εντονότερα την τελευταία διετία της πανδημίας. Μόνο που στο εν λόγω βιβλίο ο Κασάρες περιγράφει μια τυπική φυλακή που μετατρέπεται σε υποτιθέμενα οικειοθελή, επί τη βάσει πειραμάτων χρήσης ουσιών και ειδικών χώρων κράτησης.
Νομίζω ότι στις δικές μου σκέψεις για την φυλακή δεν έχω δώσει σημασία στην έννοια της καταδίκης σε φυλάκιση, ακριβώς επειδή επιμένω περισσότερο σε έναν νέου είδους οικειοθελή εγκλεισμό – εκείνον που σήμερα τον αποφασίζει κανείς μόνος του και δεν επιβάλλεται εκ των έξω. Σιγά-σιγά, τα όρια, ανάμεσα σε αυτό που αποφασίζεις μόνος σου και την έξωθεν απόφαση για εγκλεισμό, διαβρώνονται. Δεν είναι πλέον καθαρά. Η διάβρωση οδηγεί σε μία κοινή και στις δύο συνθήκες εικόνα της ελευθερίας, πάντα συνυφασμένη με την έξοδο από τη συνθήκη του εγκλεισμού. Η ελευθερία μοιάζει με πόρτα που μπορεί να ανοίξει. Εάν δεν υπάρχει κλειστή πόρτα που θα μπορούσε να ανοίξει, τότε η ελευθερία δεν είναι κάτι που καταλαβαίνουμε -δεν είναι κάτι που αποκτά οποιοδήποτε νόημα. Ίσως και μόνο σε αυτό το πολύ απλό σχέδιο να έγκειται όλη η κριτική μου σε ό,τι υποστηρίζει η Μαλαμπού στο δοκίμιό της που δημοσίευσε η e-flux».
Η αξία του μεντεσέ
Και ο Αριστείδης Αντονάς συνεχίζει: «Η ιδέα ενός ανοίγματος –μιας πόρτας– που επιτρέπει να αποδώσουμε νόημα στην ελευθερία προέρχεται από τον Γκέοργκ Ζίμελ. Την έχει καταγράψει σε ένα μικρό κείμενό του που έχει τίτλο “Η Πόρτα και η Γέφυρα”. Είναι ένα δοκίμιο για τον χώρο και για τον τρόπο με τον οποίο διαφορετικές καταστάσεις συνδέονται ή αποκόπτονται η μία από την άλλη.
Ο Ζίμελ επιμένει στην πόρτα, στους μεντεσέδες, στον τρόπο που η πόρτα ανοιγοκλείνει. Αφήνει σε εμάς να σκεφτούμε τη δυνατότητα να ορίσει κάποιος αν ανοίγει ή κλείνει την πόρτα ή αν έχει δικαίωμα να την ανοίγει και να την κλείνει. Μέσω αυτών των στοιχείων προσδιορίζει ότι εκεί παράγεται η έννοια της ελευθερίας – δηλαδή, στα πλαίσια ενός μηχανισμού επιλογής του ανοιγο-κλεισίματος. Χωρίς πόρτα και χωρίς ανοιγοκλείσιμο, δεν υπάρχει ούτε φυλακή ούτε μηχανισμός απελευθέρωσης».
Η μη ανιχνεύσιμη φυλακή
«Η φυλακή γίνεται αόρατη, χάρη σε κάποιες “ψευδείς εξωτερικές πτυχές” – όπως τις ονομάζω», διευκρινίζει ο Αντονάς, «αυτές υποκαθιστούν την εμπειρία της εξόδου με τεχνητό τρόπο. Η εμμένεια σε αυτό το πλαίσιο καθιστά ανόητη την υπέρβαση αυτού που ζούμε. Ό,τι απλό, καθημερινό και οικείο, δεν απαιτεί την έξοδο από την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε ούτε προσδοκά μετάβαση σε άλλη κατάσταση. Δεν χρειάζεται μία τέτοια δραματική στιγμή. Η εμμένεια περιγράφει μία σταθερή εμπειρία ενός ακλόνητου εσωτερικού χώρου χωρίς υπερβάσεις. Οπότε τα σχέδια που παρουσιάζω και το κείμενο που έγραψα έχουν παραδοθεί ως μία δεύτερη σκέψη πάνω στο κείμενο της Μαλαμπού, γιατί μου φάνηκε ότι εκείνη ξεχνάει ένα ισχυρό δίπολο στο οποίο ήδη συνηθίσαμε να διαβιώνουμε: σήμερα είμαστε στη φυλακή αλλά έχουμε την αίσθηση πως είμαστε έξω.
Η σημερινή συνθήκη περιέχει μέσα στο είδος του εγκλεισμού κάποιο είδος ψευδούς υπέρβασής του. Αυτήν την αίσθηση φανερώνουν, όλα αυτά τα δίπτυχα που παρουσιάζω και στα οποία υπάρχουν άνθρωποι που πετάνε στη φυλακή και άνθρωποι που πετάνε σε τοπία. Αυτές οι τόσο διαφορετικές “εικόνες φόντου” είναι interfaces, που δεν επιτρέπουν τον διαχωρισμό της μίας ελεγχόμενης πτήσης από την άλλη».
Μια μπανάλ και απατηλή αίσθηση απόδρασης
Στην ερώτηση τι σημαίνει interfaces μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Αριστείδης Αντονάς απαντά: «Αναφέρομαι σε εκείνο το είδος εικονικής αναφοράς που συνήθως βλέπει κάποιος όταν ανοίγει τον υπολογιστή του. Κάποια τοπία, που βιαζόμαστε να χαρακτηρίσουμε “εξωτικά”.
Βρισκόμαστε στη στιγμή όπου το “εξωτικό” μετατράπηκε σε μια τετριμμένη εικόνα για τον προσωπικό σου υπολογιστή. Δηλαδή, στο πιο προσωπικό σου μέρος διατηρείς μία σχέση με το εξωτικό στοιχείο, με αποτέλεσμα το εξωτικό να εξισώνεται με μια καθημερινή νοσταλγία για κάτι μακρινό, που απονευρώνει την απόσταση από αυτό. Με βάση αυτή την αντίφαση δηλαδή, το εξωτικό έγινε τετριμμένο. Δεν χρειάζεται καν να μεταβώ σε αυτό. Δεν με χωρίζει πια από το τετριμμένο εξωτικό καμιά απόσταση ενώ αποκόπτεται ολοένα πιο ριζικά οποιαδήποτε πρόσβαση σε κάτι εξωτικό. Μένω και δεν μένω στο εξωτικό σαν να το έχασα για πάντα.
Αυτές οι εικόνες αποτελούν μία ψευδή σύνδεση του καθένα από εμάς με μία υποτιθέμενη έξοδο – με μια ψεύτικη δραπέτευση, με μια ψευδή δίοδο διαφυγής φτιαγμένη σαν απλή πτύχωση στο διαδίκτυο. Θα μπορούσαμε να συζητάμε επί μακρόν γι’ αυτή την τουριστική σχέση με το εξωτικό που το εξημέρωσε η διαμονή μας στο διαδίκτυο, ως εάν αυτό ήταν κάτι που το έχουμε ήδη τιθασεύσει. Το επισκεπτόμαστε με έναν τρόπο που φανερώνει την ευκολία μας να επιστρέφουμε σε αυτό. Χωρίς την ίδια στιγμή να βγαίνουμε από την κατάσταση που βιώνουμε, για να βρεθούμε αλλού. Παρουσιάζει έτσι μια ασφαλή γραφικότητα το εξωτικό ενσταντανέ, αλλά κρατάει και πολύ δηλητήριο. Όλες οι εικόνες πού είναι ωραίες, με τέτοιο τρόπο, είναι δηλητηριώδεις.
Βέβαια, λέγοντας τα αυτά δεν ξεσκεπάζω απλά ένα έγκλημα οργανωμένο από την υποδομή που κρύβεται πίσω τους. Απλώς νομίζω ότι είναι εκεί ένας λόγος –ένα αντικείμενο περισυλλογής– που αφήνουμε να ξεχνιέται, όσο είμαστε μέσα σε αυτή την καθημερινότητα της υποδομής».
Μέριμνα προστασίας
«Κατά τα άλλα, η Μαλαμπού καταγόμενη από τη παράδοση της αποδόμησης ζητάει να αναλάβει, με τις σκέψεις της για την γλώσσα ως φυλακή, μια μη ηγεμονική θέση. Τη διαρκή βούλησή της να σταθεί με έναν ηθικό τρόπο απέναντι στο “μη ηγεμονικό”. Ζητά δηλαδή κι εδώ να σταθεί με τον καταλληλότερο τρόπο για να το προστατεύσει το “μη ηγεμονικό” και να το στηρίξει», διευκρινίζει ο Αριστείδης Αντονάς και συνεχίζει:
«Μέσα σε αυτό το πλαίσιο υποστήριξής του, εντάσσονται τα στοιχεία που στο δοκίμιό της συνδέονται με την ταυτότητα. Όπως είναι για παράδειγμα η αναφορά της στον “αφροπεσιμισμό”, με την οποία αποδέχεται την ιδέα ότι το δέρμα της μαύρης φυλής συνιστά μια φυλακή παρόμοια με της γλώσσας. Τα ζητήματα που σχετίζονται με την ταυτότητα που προβάλλει για τον εαυτό του ο κάθε άνθρωπος έχουν πράγματι τη δύναμη του αυτοκαθορισμού, μιας σημαντικής στιγμής αυτοσυνείδησης, την έλευση σε ένα όριο που ζητά να ξεπεραστεί».
Μικροί σκληροί εθνικισμοί
«Όμως, σε αντίθεση με την Μαλαμπού, εγώ δεν θα αναζητούσα μια διαρκή περιφρούρηση της ταυτότητας, όσο κι αν αυτή παρουσιάζεται ως μη ηγεμονική. Κι αυτό γιατί η έννοια της ταυτότητας δεν είναι για μένα μονάχα κάτι το οποίο πρέπει να ανακαταλάβω και να καταστώ ένα είδος "εθνικιστή του εαυτού μου" υπερασπιζόμενος κάθε τι δικό μου και διεκδικώντας με σθένος την αναγνώρισή του και τον σεβασμό» λέει ο Αντονάς και στέκεται σε αυτό το σημείο αναλύοντας το ως εξής:
«Υπάρχει γενικότερα ένα θέμα που τίθεται από τα ζητήματα ταυτότητας. Κατά τη γνώμη μου, ένας άνθρωπος ή μια ομάδα φτιάχνει όλο και πιο έντονες και ισχυρές ταυτότητες, για πολεμικούς λόγους, οι οποίοι φανερώνουν μέτωπα έξω από αυτές. Οπότε το θέμα είναι πώς μπορεί κάποιος να αντισταθεί στον απειλητικό εξωτερικό χώρο προκειμένου να υπερασπιστεί τον τόπο της ελευθερίας που κατέκτησε έξω από τις ηγεμονίες της συνηθισμένης καθημερινότητας. Οι ταυτότητες φτιάχνονται από εχθρότητα προς τον εξωτερικό χώρο που μας υποχρεώνει να παραμένουμε αποκλεισμένοι σε υποχρεωτικές διαμονές.
Όσο για την Μαλαμπού, κινδυνεύει να αναγνωρίσει ένα είδος πεπρωμένου του ανθρώπου μέσα στην ταυτότητα του. Και αυτό τείνει στη μοιρολατρία. Είναι σαν να πρόκειται για κάτι που ο άνθρωπος δεν μπορεί να το αποτινάξει από πάνω του – σαν να ήταν εγγενές σε κάποια υποτιθέμενη φύση του ότι θα έπρεπε να υπηρετεί κάποια ταυτότητα ακόμη και την πιο εναλλακτική.
Από τη δική μου οπτική γωνία, ειδικά για το χρώμα του δέρματος, φαίνεται ότι θα έπρεπε να μην υπάρχει καν ανάγκη της διαφοράς. Όπως σε κάθε φυλή το δέρμα έχει αποχρώσεις χωρίς σημασία, χωρίς να εγείρεται θέμα διάκρισης από την απόχρωση, έτσι θα ευχόμασταν να συμβαίνει και με τη διαφορά από το δέρμα της μαύρης φυλής. Το ερώτημα λοιπόν παραμένει πάντα: σε ποια στιγμή θα μπορούσε να παύσει το ενδιαφέρον για μια διαφορά της φυλής.
Νομίζω πως χρειάζεται κάποιος άλλος πολιτισμός των υβριδίων και όχι των διακριτών ταυτοτήτων για να οδηγηθούμε προς τα εκεί. Και μέχρι τώρα, δεν μοιάζει να αποδίδει καρπούς ο πολιτισμός που αντιτάσσει ταυτότητες σε άλλες ταυτότητες. Ούτε ξέρω πώς αυτό που προτείνει η Μαλαμπού θα μπορούσε να βοηθήσει για να προετοιμαστεί το τέλος μιας ανόητης διαφοράς. Πάντως όσο μένουν ενεργά τα ζητήματα ενός αποκλεισμού των ανθρώπων με άλλο χρώμα δέρματος, άλλου φύλου ή άλλων χαρακτηριστικών άλλων μη ηγεμονικών ομάδων, τόσο η σκέψη της Μαλαμπού μοιάζει ανεπίκαιρη».
Το «φάντασμα» που είναι πάντοτε παρόν
Ένα πολύ πρόχειρο παράδειγμα από την pop καθημερινότητα θα ήταν να αντιτάξει κάποιος στην Μαλαμπού την γνωστή περίπτωση του Michael Jackson που υπέβαλε τον εαυτό του σε τόσες πλαστικές επεμβάσεις προκειμένου να αλλάξει το χρώμα του δέρματός του, χωρίς όμως να διασωθεί από τη φυλακή που αυτό θα συνιστούσε για κείνον σύμφωνα με το επιχείρημα του αφροπεσιμισμού.
Επ’ αυτού ο Αριστείδης Αντονάς σημειώνει: «Ο Jackson, αλλάζοντας το δέρμα του, μοιάζει πράγματι σαν να επιχειρεί κάτι που έχει τον δυναμισμό μιας αντιστροφής. Όμως, η πράξη του έχει και κάτι το απελπισμένα συμβατικό. Είναι σαν να δίνει σχήμα στην απελπισία ενός συντηρητικού διλήμματος. Περνά από μία διαδικασία που επιτρέπει σε μας να διαπιστώνουμε ανά πάσα στιγμή τη διαφορά μεταξύ του πριν και του μετά. Δεν έχει και τόση σημασία αυτό που αντικατέστησε το προηγούμενο, επειδή εκείνο που αντικαταστάθηκε παραμένει συμβολικά στη θέση του.
Κατά τα άλλα και χωρίς να έχω πρόθεση να συνδεθεί αυτό που αναφέρω με την περίπτωση του Michael Jackson, θα σημείωνα ότι υπάρχει ένα είδος “εθνικισμών” που αναπαράγονται γρήγορα, όπως υπάρχει και η ανάλογη δύναμη στον άνθρωπο να κυνηγά οτιδήποτε θα του πρόσφερε μια ευκαιρία να γίνει “μικρός εθνικιστής”, μια και η κάθε “ταυτότητα” είναι ικανή να παράγει τον “εθνικισμό” της, αλλά και γιατί κάθε τέτοιος “εθνικισμός” αποτελεί ένα εργαλείο μια σημαία και έναν τόπο συνάντησης, χάρη στα οποία συγκροτούμαστε σε ομάδες. Καθένας μας έχει δικαίωμα να αναζητήσει τον εαυτό του έξω από προκαθορισμένες ταυτότητες απλά ο προκαθορισμός δεν αποφεύγεται εύκολα. Η μετάβαση από μια ταυτότητα σε μία άλλη έχει πολιτική σημασία, με αυτήν παραχωρείται ο εαυτός σε μια ομάδα, αλλά αυτό δεν μεταβάλλει αναγκαστικά τη σχέση του εαυτού με κάποιο πάντοτε προβληματικό ανήκειν στην ομάδα».
Τα όρια της πλαστικής χειρουργικής
Αλλά, αν ξεφεύγαμε από την ιδέα της φυλακής που συνιστά το δέρμα και αναλογιζόμασταν την φυλακή που θα μπορούσε να συνιστά ένα σώμα, θα διαπιστώναμε ότι η διορθωτική χειρουργική επέμβαση πάνω του μπορεί να δημιουργήσει μία αίσθηση ελευθερίας, που είναι πιθανό να έχει πολύ μεγάλη διάρκεια. Κάποιος ή κάποια που βιώνει μια τέτοια αίσθηση θεωρεί ότι κατέκτησε, χάρη στην ιατρική, μία εμμενή ελευθερία μέσα στο καινούργιο σώμα.
Σχετικά με αυτό ο Αριστείδης Αντονάς λέει: «Η δυσφορία του φύλου εισάγεται στη δίκη μου δουλειά με μία έννοια που προ ετών προσδιόριζα ως “ανίδιον”. Εκείνο που δεν είναι δικό μου: αυτό προσανατολίζει θετικά κάθε δύναμη απέναντι στον άλλο, όχι η υπεράσπιση ταυτοτήτων. Αλλά η σχέση μου με το “ανίδιον” δεν μπορεί να καλλιεργηθεί σε στιγμές πολέμου ενόσω βάλλομαι εκ των έξω για κάτι που μου αποδίδεται, για κάτι που είμαι. Άπειρα περισσότερη σημασία έχει πάντοτε εκείνο που δεν είμαι, όχι αυτό στο οποίο με περιορίζουν οι άλλοι ούτε αυτό στο οποίο αναγκάζομαι να αυτοπεριοριστώ αμυνόμενος.
Αν κάποιος είναι ενεργός διανοητικά, αντιλαμβάνεται λογικά ακόμα και στην νέα κατάσταση απελευθέρωσης ότι βρίσκεται πάλι σε μία νέα συνθήκη εγκλεισμού. Θα αποζητήσει ξανά μία εκ νέου απελευθέρωση ή θα πολεμήσει για την υπεράσπιση της ταυτότητάς του στην κατεύθυνση της συμπαράταξης σε έναν “μικρό εθνικισμό” που συντάσσεται για πολεμικούς λόγους. Η πολιτική διαχείριση των ιδιαίτερων “μικρών εθνικισμών” του διαδικτύου δεν μας έχει ακόμη απασχολήσει αρκετά ως αυτόνομο τμήμα της πολιτικής καθημερινότητας.
Ακόμη και στις πιο απαλλαγμένες από υποψίες περιοχές των gay και gender studies για παράδειγμα και γενικότερα, στους “μη ηγεμονικούς” χώρους της διανόησης εκπλησσόμαστε όταν ανιχνεύουμε, και εκεί ακόμη, μικρές ηγεμονίες εξίσου αντιδραστικές με τις μεγάλες. Ένα ανοικτό πολεμικό μέτωπο με τους ηγεμονικούς κόσμους δεν φανερώνει προς τα έξω τις ενδοϊδρυματικές διαμάχες των μικρών ηγεμονιών και αυτό παγιώνει περεταίρω τους “μικρούς εθνικισμούς” και τις ιεραρχίες τους.
Η αναγκαστική συνέχιση του πολέμου ανάμεσα στον μη ηγεμονικό λόγο και τον επικρατούντα είναι ικανή να μετατρέψει την απελευθερωτική δύναμη σε βάλτο επαγρύπνησης για τα κεκτημένα και σε γραφειοκρατία επιβεβαίωσης των επιτυχιών. Αυτά δεν αναιρούν την πρωτοκαθεδρία του ηγεμονικού κόσμου με τον οποίο έρχεται σε ρήξη ο εναλλακτικός. Ακόμη περισσότερο ο πόλεμος ενός απελευθερωμένου χώρου που αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον ηγεμονικό κινδυνεύει συχνά να σχηματοποιήσει την απελευθερωμένη ζώνη ως μια απλή συνάρτηση του ηγεμονικού χώρου».
Απαλή πρόσδεση
Το δοκίμιο με το οποίο ο Αριστείδης Αντονάς απαντά σε εκείνο της Μαλαμπού πλαισιώνεται από δικές του εικαστικές συνθέσεις στις περισσότερες από τις οποίες εμφανίζονται ανθρώπινες φιγούρες που ίπτανται στον αέρα. Αυτές οι συνθέσεις με τους ιπτάμενους ανθρώπους έχουν όλες τα ακόλουθα κοινά σημεία: οι φιγούρες «πλέουν» στον αέρα, αλλά δεν μοιάζουν να έχουν την ενεργητικότητα που θα αναμενόταν από ανθρώπους που κάνουν κινήσεις για να πετούν, αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι εικονιζόμενες μάλλον αιωρούνται σε σταθερή θέση.
Επίσης είναι όλες δεμένες με ένα ακαθόριστο είδος σχοινιού που δεν εμποδίζει ούτε φαίνεται να περιορίζει την αιώρηση τους – απλά μοιάζει να συγκρατεί απαλά τους ιπτάμενους ανθρώπους. Θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι το σχοινί αυτό είναι κάτι σαν ομφάλιος λώρος που τρέφει αυτές τις φιγούρες, ενόσω εκείνες ίπτανται αμέριμνα και για το λόγο αυτό το σχοινί δεν τις ανησυχεί, δεν τις κάνει να νιώθουν δεσμώτες κατά κάποιο τρόπο. Τέλος, σε καμία από τις συνθέσεις με τους ιπτάμενους ανθρώπους δεν φαίνεται πού καταλήγει η άκρη του σχοινιού η οποία υποθέτουμε ότι είναι ριζωμένη στο έδαφος.
«Θα έλεγα ότι οι εικόνες έγιναν σαν πλάγια αναφορά στην ιστορία της Δύσης, επειδή οι άνθρωποι αυτοί πετούν, αλλά είναι και δεσμευμένοι. Το “σχοινί” θα μπορούσε κάποιος να πει ότι κατά μία έννοια μοιάζει με ομφάλιο λώρο, ή με καλώδιο. Εμένα πάντα στο μυαλό μου βρίσκονται οι συνδέσεις και το ότι χάρη σε αυτές μένουμε σε επαφή και μιλάμε, χωρίς να είμαστε παρόντες σε καμιά κουβέντα».
Πετάει χωρίς όμως να καταλαβαίνει
Σχετικά με την ιδέα των ανθρώπων που πετούν ό Αριστείδης Αντονάς διευκρινίζει ότι «βασίζεται στο αφήγημα του “Ιπτάμενου Ανθρώπου” του Αβικέννα, του Πέρση φιλοσόφου του 12ου αι. Υπάρχει μάλιστα μια πολύ σημαντική στιγμή παράδοσης του αρχαίου Ελληνισμού από τους Άραβες στη Δύση, ανιχνεύσιμη και στην περίπτωση του Αβικέννα με την επίδραση του στον Θωμά Ακινάτη ή στον Ρότζερ Μπέικον. Πολλά έχουν γραφεί ακόμη για την επίδραση του Αβικέννα στον Ντεκάρτ. Ο “Ιπτάμενος Άνθρωπός” του ναι μεν πετάει αλλά δεν το καταλαβαίνει. Έχει τα μάτια κλειστά και δεν νιώθει τίποτα, δεν έχει καμία αίσθηση για να αντιληφθεί τον περίγυρό του, ούτε είχε αισθήσεις στο παρελθόν, για να θυμάται κάτι και παρότι δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει καμιά αίσθησή του, δεν είναι δυνατόν να νομίζει ότι δεν υπάρχει.
Ο Αβικέννας με αυτό το παράδειγμα κάνει μία διασκευή του πλατωνικού σπηλαίου, στο οποίο, ως γνωστόν, οι έγκλειστοι δεν είχαν ιδέα για τον πραγματικό κόσμο και θεωρούσαν ως πραγματικότητα τις σκιές και τις αντανακλάσεις που πρόβαλαν οι «μαριονετίστες» φύλακες τους στο τοίχωμα του σπηλαίου, προς το οποίο οι κρατούμενοι ήταν υποχρεωμένοι να κοιτούν. Στο πλατωνικό σπήλαιο οι κρατούμενοι συγκροτούν τουλάχιστον μία κοινότητα, ενώ στη διασκευή του Αβικέννα είναι ένας άνθρωπος μόνος, που ίπταται στον αέρα, χωρίς να έχει αίσθηση του περίγυρού του.
Ο ιπτάμενος άνθρωπος του Αβικέννα, οι δεσμώτες στο σπήλαιο του Πλάτωνα και ο Καρτέσιος που αναρωτιέται για τον εαυτό του συμπεραίνοντας cogito ergo sum στους Καρτεσιανούς στοχασμούς περί της πρώτης φιλοσοφίας αυτοί οι ήρωες συνδέονται μεταξύ τους καθώς η σοφία τους δύναται να μετρηθεί μονάχα μαζί με ένα βαρύ πρόβλημα στην αντίληψη και απέναντι σε ψευδαισθήσεις. Στο κείμενο του Πλάτωνα ένας δεσμώτης καταφέρνει να εξέλθει και σκέπτεται αν πρεπει να ξαναμπεί στο σπήλαιο όπου οι άλλοι κρατούμενοι θα αρνούνταν να τον πιστέψουν.
Μάλιστα το πλατωνικό κείμενο αφήνει να εννοηθεί ότι ο δεσμώτης αυτός που θα έφερνε τα νέα για έναν υπαρκτό εξωτερικό χώρο θα κινδύνευε να φονευθεί. Αυτό είναι και το σημείο του κειμένου του Πλάτωνα για το Σπήλαιο, στο οποίο συμπυκνώνεται το δραματικό στοιχείο που κυβερνά τη σχέση του ατόμου με την κοινότητα στην οποία ανήκει. Πρόκειται για ένα στοιχείο που απουσιάζει στο κείμενο του Αβικέννα, καθώς ο ιπτάμενος άνθρωπός του είναι μόνος. Οι δικοί μου ιπτάμενοι άνθρωποι εμφανίζονται σε πλήθη με φόντο εικονικά τοπία, μοιάζουν να συνιστούν κάποιο είδος αγέλης αλλά δεν φαίνεται να έχουν την δυνατότητα να πλησιάσουν μεταξύ τους. Πάντως μένουν προσανατολισμένοι στην κατανάλωση των τοπίων όπου εκτίθενται».
Η ιδέα της «διασύνδεσης» των ανθρώπων (αντί της άμεσης επαφής μεταξύ τους) εμφανίζεται και σε ένα παλιότερο λογοτεχνικό έργο του Αντονά, που έχει τίτλο «Ο χειριστής» και αποτελείται από δύο αφηγήματα : «Ο Χειριστής: Θέατρο» και «Ο Χειριστής: Οίκημα». Εκεί, κάτω από το σπίτι του χειριστή υπάρχει ένας ένα κρυφό υπόγειο όρυγμα που διακλαδίζεται ακτινωτά προς διαφορετικά σημεία της πόλης. Χάρη σ’ αυτό το δίκτυο διακλαδώσεων ο χειριστής επικοινωνεί με τα κελιά και ελέγχει τους ανθρώπους που βρίσκονται σε αυτά, ελεύθεροι αλλά υπό παρακολούθηση. «Η διασύνδεση παρουσιάζει ένα άλλο σχέδιο φυλακής πλέον, όπου ο δεσμώτης παρακολουθείται χωρίς ακριβώς να δεσμεύεται».
Μια εικόνα αναπόδραστης φυλακής
Κατ’ ανάλογο τρόπο «Ο Χειριστής: θέατρο» είναι το αφήγημα-πρόγονος του θέατρου που παρουσιάζει για το τωρινό πρότζεκτ ο Αντονάς. Πρόκειται για ένα άψογο σύγχρονο θέατρο που δεν διαθέτει καμία είσοδο-έξοδο. Στην πρώτη εικόνα του, που είναι ένα προοπτικό αρχιτεκτονικό σχέδιο της κάτοψης του θεάτρου, δημιουργείται η εντύπωση ότι το θέατρο είναι μία τσιμεντένια κατασκευή μέσα σε ένα όρυγμα. Στο σχέδιο της τομής του θεάτρου, όπου φαίνεται η οροφή του οικοδομήματος, γεννιέται η εντύπωση ότι το «θέατρο μέσα σε όρυγμα» θα μπορούσε να είναι μια σαρκοφάγος ή ένα είδος κενοταφίου.
«Το αρχιτεκτονικό σχέδιο δείχνει μία αναπόδραστη φυλακή, αλλά μέσα της υπάρχει το στοιχείο του θεάτρου. Η φυλακή χωρίς τόπο εκτός αυτής οργανώνεται ως εσωτερικό ενός θεάτρου όπου όλα παίζουν χωρίς να είναι», αποκαλύπτει ο Αριστείδης Αντονάς. Κι αν τα λάβει κανείς υπόψιν του όλα αυτά μαζί, καταλήγει στην υπόθεση ότι οι φυλακισμένοι μέσα σε αυτόν τον χώρο δεν θα μπορούσαν παρά να νιώθουν νεκροί (αν δεν είναι ήδη). «Και πράγματι αυτό το θέατρο κατασκευάζει την μεταφυσική του, που, όμως, είναι απαλλαγμένη από κάθε εμπειρία εξόδου, επειδή δεν υπάρχει αυτό το έξω από το κτίσμα», λέει ο δημιουργός του.
Αναζητώντας πάντα το έξω
Είναι σχεδόν ξεκάθαρο ότι το θέατρο που παρουσιάζει ο Αντονάς θα μπορούσε να συνιστά μια αρχιτεκτονική αλληγορία του Σπηλαίου του Πλάτωνα τον συμβολικό τόπο δηλαδή, όπου οι κρατούμενοι ζουν τη ζωή τους στη φυλακή, παραπλανημένοι σε ό,τι αφορά την αλήθεια της πραγματικότητας που αντιλαμβάνονται. Και τα ερωτήματα που αποζητούν απάντηση είναι το τι παίζεται σε αυτό το θέατρο, το ποιοι ανεβαίνουν στη σκηνή, ποιοι βλέπουν το έργο, ποιος είναι τελικά ο ρόλος και ποιες οι προθέσεις του χειριστή που ελέγχει τα φώτα του θεάτρου από το δωματιάκι του ηλεκτρολογείου.
Το θέατρο που σχεδίασε ο Αντονάς επιτρέπει στον θεατή αυτών των συνθέσεων του να αντιληφθεί τη δυσκολία του ανθρώπου σήμερα να διαχωρίσει την αλήθεια από το ψέμα στις αντανακλάσεις της πραγματικότητας που του προτείνονται μέσα στο ψηφιακό κόσμο στον οποίο αιωρείται. Του επιτρέπει να φανταστεί κάποιες ψευδείς «εξωτερικές πτυχές» επιβεβλημένες μονάχα σαν φάντασμα αδύνατης υπέρβασης σε μία συνθήκη αναπόδραστα εσωτερική, δηλαδή σε μία κατάσταση που δεν του επιτρέπει να φανταστεί το έξω. Το έξω όμως παραμένει ο μόνος τρόπος εννόησης της ελευθερίας.