Είναι λίγοι αυτοί που γνωρίζουν, όταν στέκονται στη σκιά ή δίπλα στα αρθρωτά, χαλύβδινα πανύψηλα πόδια μιας αράχνης- γλυπτού της Λουίζ Μπουρζουά, ή κάτω από την τρομακτικό και προστατευτικό μαζί σάκο με τα αυγά στην κοιλιά της ότι το έργο -ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα της σύγχρονης τέχνης παγκοσμίως-, ονομάζεται «Μαμά» και αναφέρεται στη μητέρα της Μπουρζουά που όπως η ίδια η εικαστικός είχε περιγράψει ήταν η καλύτερή της φίλη αλλά και μια γυναίκα που είχε πάντα σκοπό, ήταν έξυπνη, υπομονετική, κατευναστική, λογική, χαριτωμένη, λεπτή, απαραίτητη, τακτική και χρήσιμη σαν αράχνη.
Μια ήσυχη εργάτρια, μια υφάντρια σχολαστική, όπως άλλωστε ήταν και στην αληθινή της ζωή αφού με τον άντρα της, τον πατέρα της Λουιζ Μπουρζουά διατηρούσαν στο Παρίσι των αρχών του εικοστού αιώνα μια επιχείρηση που αποκαθιστούσε ταπισερί, μια εργασία που απαιτούσε λεπτότητα, επιδεξιότητα και απίστευτη υπομονή.
Η Μπουρζουά, μέσα στο μεταλλικό σχεδόν αλλόκοσμο πλάσμα που συνέλαβε, συνοψίζει τα αισθήματα ενός ολόκληρου κόσμου που εμπεριέχεται στο έργο της. Χρησιμοποιεί την αμφίσημη εικόνα της αράχνης για να φανερώσει την επιμονή, την υπομονή, την επιβλητικότητα, αλλά και τη μέθοδο να παγιδεύει το θύμα της-, του πιο διάσημου αρθρόποδου στον κόσμο, ενός πλάσματος με μυθολογική καταγωγή, αφού η Αράχνη, κόρη του Ίδμωνα, έξοχη υφάντρα, αλαζών και ατρόμητη δε δίστασε να αναμετρηθεί με τη θεά Αθηνά και να προκαλέσει το τέλος της.
Οι γιγαντιαίες Αράχνες της Μπουρζουά έγιναν γνωστές στην ένατη δεκαετία της ζωής της αλλά εκείνη άρχισε να σχεδιάζει πειραματικά αραχνοειδείς μορφές από μελάνι και κάρβουνο που έγιναν στη δεκαετία του '40. Τότε ακόμα τα έργα της ήταν μικρότερα, η ίδια δεν είχε ανοιχτεί σε κλίμακα και δεν είχε αρχίζει να δουλεύει τα σκληρά υλικά, το ξύλο και το μάρμαρο.
Αηδία και γοητεία, φόβος και υποβολή, καμία οικειότητα. Έτσι αισθάνονται όσοι στέκονται κάτω από την Αράχνη της Μπουρζουά και επεξεργάζονται το σώμα της, σε δημόσιους χώρους έξω από μουσεία και πολιτιστικά κέντρα από την πλατεία στο Γκουγκενχάιμ Μπιλμπάο στην Ισπανία, μέχρι την Οτάβα, το Σαν Φρανσίσκο, το Κάνσας και τη Σεούλ. Έτσι αισθάνθηκαν όσοι διάβηκαν το κατώφλι της Tate Modern για τα εγκαίνιά της το 2000 και είδαν την Αράχνη, με ύψος σχεδόν δέκα μέτρα να καταλαμβάνει το Turbine Hall, σηματοδοτώντας μια σειρά ιστορικών αναθέσεων έργων μεγάλης κλίμακας σε σύγχρονους καλλιτέχνες. ΄Ηταν ένας θρίαμβος για τη Λουιζ Μπουρζουά στα 79 της χρόνια. Η μικρόσωμη σχεδόν κυνική, ιδιοφυής εικαστικός που άργησε να πάρει τη θέση που της άξιζε στον κόσμο της τέχνης, έβαλε τη σφραγίδα της στο ξημέρωμα του 21ου αιώνα με ένα από τα πιο αινιγματικά και υποβλητικά έργα.
Οι γιγαντιαίες Αράχνες της Μπουρζουά έγιναν γνωστές στην ένατη δεκαετία της ζωής της αλλά εκείνη άρχισε να σχεδιάζει πειραματικά αραχνοειδείς μορφές από μελάνι και κάρβουνο που έγιναν στη δεκαετία του '40. Τότε ακόμα τα έργα της ήταν μικρότερα, η ίδια δεν είχε ανοιχτεί σε κλίμακα και δεν είχε αρχίζει να δουλεύει τα σκληρά υλικά, το ξύλο και το μάρμαρο.
Γεννημένη στο Παρίσι το 1911, μεγάλωσε μέσα στην οικογενειακή επιχείρηση των γονιών της, κληρονομιά της μητέρας της, που επιδιόρθωναν και πουλούσαν ταπισερί. Άρχισε να ζωγραφίζει από παιδί συμπληρώνοντας τις σκηνές που έλειπαν από τα υφάσματα που επιδιόρθωναν. Η μητέρα της αρρώστησε από ισπανική γρίπη το 1919 και η μικρή Λουίζ έπαιρνε ενεργά μέρος στη φροντίδα της. Λίγα χρόνια αργότερα ο πατέρας συνδέεται με τη δασκάλα των αγγλικών των παιδιών του, κάτι που κάνει την κατάσταση της οικογένειας περίπλοκη, με τη συμπεριφορά του πατέρα της και το αίσθημα της εγκατάλειψης να αποτυπώνονται αργότερα στο έργο της, πυρηνικά, πολύ έντονα και πολύ πριν την απασχολήσει η μητέρα της ως κεντρικό θέμα της δουλειάς της.
Η μητέρα της πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1932 και την ίδια χρονιά, η Μπουρζουά παίρνει το απολυτήριό της στη φιλοσοφία από το διάσημο Lycée Fénelon στο Παρίσι και μπαίνει στη Σορβόννη για να σπουδάσει μαθηματικά. Σε μεγάλη κατάθλιψη εξαιτίας του θανάτου της μητέρας της σύντομα στράφηκε στην τέχνη. Ο Μπουρζουά παρακολούθησε διάφορες ακαδημίες και ατελιέ καλλιτεχνών στο Παρίσι και πήρε μαθήματα στο Académie de la Grande-Chaumière, στο École des Beaux-Arts και στο École du Louvre. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, σπούδασε επίσης με τον Φερνάντ Λεζέ που της επισήμανε ότι η καλλιτεχνική της ευαισθησία πρέπει να στραφεί στις τρεις διαστάσεις.
Το 1938, η Μπουρζουά συνάντησε και παντρεύτηκε τον Αμερικανό ιστορικό τέχνης Ρόμπερτ Γκολντγουότερ και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Τα πρώτα γλυπτά σε ξύλο τα έκανε με ξυλεία που βρήκε στην οροφή της πολυκατοικίας της, το Stuyvesant's Folly, στα μέσα της δεκαετίας του 1940. Τα πρώτα γλυπτά της τα παρουσιάζει το 1949 και το 1951, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης απέκτησε το έργο της Sleeping Figure.
Στις δεκαετίες του 40 και του 50, το έργο της Μπουρζουά παρουσιάστηκε με καλλιτέχνες του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού, με τον Τζάκσον Πόλοκ, τον Βίλεμ ντε Κούνινγκ, τον Ρόθκο σε ομαδικές εκθέσεις. Ο κύκλος της στη Νέα Υόρκη περιλάμβανε Ευρωπαίους καλλιτέχνες, όπως οι Μαρσέλ Ντισάν, ο Αντρέ Μπρετόν και ο Χοάν Μιρό. Παρά τις σχέσεις της με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής της, παραμένει ανεξάρτητη, με ένα σώμα έργου σχεδόν ενοχλητικό, άγριο, αντιεμπορικό και την ίδια να είναι έξω από κάθε κατάταξη.
Μετά θάνατο του πατέρα της το 1951, η Μπουρζουά έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη και έκανε για χρόνια ψυχοθεραπεία. Η επόμενη έκθεσή της οργανώθηκε έντεκα χρόνια αργότερα. Συνεχίζει να επανεξετάσει τα πρώιμα τραύματα της προσκόλλησης, της απώλειας, της σεξουαλικότητας, της δυσφορίας και της εγκατάλειψης σε όλη τη διάρκεια της μακράς καριέρας της. Αρχίζει να χρησιμοποιεί λάτεξ και γύψο, ενώ αργότερα, στη δεκαετία του 80 δημιουργεί και κατασκευάζει αινιγματικά γλυπτά περιβάλλοντα που αποκαλεί «κελιά», ως καταφύγια και ως παγίδες.
Η Μπουρζουά είναι η μόνη που έχει συμπεριληφθεί μαζί με μια νεότερη γενιά καλλιτεχνών όπως η Εύα Χέσσε και ο Μπρους Νάουμαν στην σπερματική έκθεση της Eccentric Abstraction το 1966. Η μοναδικότητα του οράματός της γίνεται παγκοσμίως γνωστή μετά την πρώτη αναδρομική έκθεση αφιερωμένη σε μια γυναίκα γλύπτρια που οργάνωσε το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης το 1982.
Ο Jerry Gorovoy, διαχειριστής του ιδρύματος που φέρει το όνομά της και επί μακρόν βοηθός της γράφει ότι «Η δύναμη της τέχνης της Λουίζ Μπουρζουά προέρχεται από την ικανότητά της να μεταφράζει το συναίσθημα σε οπτική μορφή. Εξετάζοντας την ψυχή της και το ασυνείδητο, η Μπουρζουά αποκάλυψε καθολικές αλήθειες για τη φύση της επιθυμίας και της αγάπης, του φόβου και της μοναξιάς».
Η Μπουρζουά είναι συχνά θυμωμένη και δε διστάζει να ξεσπάσει αυτό το θυμό, σε έργα καθόλου καθησυχαστικά όπως οι Αράχνες της. Μέσα από τις περίπλοκες σχέσεις με τους γονείς της δεν έπαψε μέχρι το τέλος της μακράς ζωής και καριέρας της να είναι απίστευτα δημιουργική και δε σταμάτησε να εξερευνά τις ατέλειωτες επαναλήψεις και ανακατατάξεις του πόνου και των αισθημάτων που δε βρίσκουν γαλήνη. Και μαζί με αυτές τις δυσερμήνευτες και ανικανοποίητες ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες.