Στο εμβληματικό της έργο «The Dinner Party», που αποτελεί μια συμβολική ιστορία των γυναικών στον Δυτικό πολιτισμό, η σπουδαία φεμινίστρια και ακτιβίστρια καλλιτέχνις Τζούντι Σικάγο περιλαμβάνει και την Adélaïde Labille-Guiard, μια ζωγράφο της οποίας ένα από τα σπάνια έργα της απέκτησε πριν λίγες εβδομάδες το μουσείο Γκετί σε μια δημοπρασία του οίκου Κρίστις που τιτλοφορήθηκε «Women in Art», αποκλειστικά με γυναίκες καλλιτέχνες.
Το έργο της Labille-Guiard, «Madame Charles Mitoire with Her Children» (1783) πουλήθηκε για 764.000 δολάρια, τιμή που αποτελεί ρεκόρ για έργα της εποχής. Το έργο απεικονίζει την κυρία Charles Mitoire να ποζάρει με τα δύο μικρά της παιδιά και σηματοδοτεί, όπως ανέφερε το μουσείο «τη νεωτερικότητα του θέματος και την προσέγγισή της στη μητρότητα».
Το έργο εκτέθηκε για πρώτη φορά στο σαλόνι του Παρισιού του 1783, την ίδια χρονιά που η Labille-Guiard έγινε δεκτή στη Βασιλική Ακαδημία Ζωγραφικής και Γλυπτικής, μια θέση μαθητείας που σπάνια δινόταν σε γυναίκες καλλιτέχνιδες εκείνη την εποχή. Πωλήθηκε από τους απογόνους της στον βαρόνο Eugène de Rothschild.
Η Labille-Guiard γεννήθηκε το 1749 και ειδικεύτηκε στις μινιατούρες και τα πορτρέτα. Κατά την εφηβεία της σπούδασε ζωγραφική μινιατούρας με τον François-Élie Vincent, ενώ ήταν μαθήτρια του Quentin de la Tour μέχρι το 1774.
Στα έργα της δείχνει τη γυναίκα λίγο πιο γυμνή, με μεγαλύτερο ντεκολτέ ή γυμνά άκρα, κάτι που δεν επέτρεπε η εποχή και ήταν ασυνήθιστη πρακτική τον 18ο αιώνα, όταν απεικόνιζαν γυναίκες.
Αυτά είναι μόνο γνωστά για την εκπαίδευσή της λόγω των πρακτικών του 18ου αιώνα που απαγορεύουν στους άνδρες δασκάλους να αναλάβουν γυναίκες μαθήτριες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι γυναίκες θεωρούνταν ανίκανες να ακολουθήσουν τις οδηγίες των δασκάλων ζωγραφικής μαζί με τους άνδρες, δεν είχαν πρόσβαση σε μοντέλα και φυσικά δεν μπορούσαν να μελετήσουν το σώμα ή το γυμνό.
Σε ηλικία 20 ετών έγινε δεκτή στην Académie de Saint-Luc που της έδωσε έναν χώρο για να ασκήσει επαγγελματικά την τέχνη της. Το 1774 παρουσίασε το έργο της αλλά η βασιλική Ακαδημία, θεωρώντας προσβολή την έκθεση έργων μιας γυναίκας και με την υποστήριξη της μοναρχίας, εξέδωσε διάταγμα τον Μάρτιο του 1776 για την κατάργηση «συντεχνιών, αδελφοτήτων και κοινοτήτων τεχνών και χειροτεχνίας» αναγκάζοντας το Academie de Saint-Luc να κλείσει τις πόρτες του το 1777.
Ωστόσο, αυτό δεν σταμάτησε τις φιλοδοξίες της Labille-Guiard ως καλλιτέχνιδος.
Έμαθε ελαιογραφία και με μεγάλο πείσμα υπέβαλε αίτηση στη Βασιλική Ακαδημία που ζητούσε μια ελαιογραφία ως έργο εισαγωγής από τους υποψήφιους σπουδαστές της. Η Labille-Guiard επέλεξε να εμφανίσει μέρος της δουλειάς της στο Salon de la Correspondance το 1779 με μια αυτοπροσωπογραφία της και ελαιογραφίες και εξαιτίας των καλών κριτικών που πήρε, έγινε τέσσερα χρόνια αργότερα δεκτή ως μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Royale de Peinture et de Sculpture.
Τρεις άλλες γυναίκες έγιναν δεκτές ως μέλη την ίδια ημέρα. Από τότε έγινε υπέρμαχος των ίσων δικαιωμάτων των γυναικών για να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες με τους άνδρες ομότεχνούς τους.
Με τη φήμη που απέκτησε έγινε ζωγράφος της βασιλικής οικογένειας της Γαλλίας. Πραγματοποίησε πολλές βασιλικές παραγγελίες με μεγαλύτερη και πιο διάσημη αυτήν της πριγκίπισσας Marie Adélaïde που ολοκληρώθηκε το 1787. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα και πιο φιλόδοξα έργα της Labille-Guiard μέχρι τότε.
Το 1795 απέκτησε διαμονή καλλιτέχνη στο Λούβρο και νέα σύνταξη 2.000 λιρών. Ήταν η πρώτη γυναίκα καλλιτέχνις που της επιτράπηκε να δημιουργήσει ένα στούντιο για την ίδια και τους μαθητές της μέσα στο Λούβρο.
Στα έργα της δείχνει τη γυναίκα λίγο πιο γυμνή, με μεγαλύτερο ντεκολτέ ή γυμνά άκρα, κάτι που δεν επέτρεπε η εποχή και ήταν ασυνήθιστη πρακτική τον 18ο αιώνα, όταν απεικόνιζαν γυναίκες. Η καριέρα και η φήμη της είχαν αντίκτυπο στις νεαρές καλλιτέχνιδες της εποχής της, με την ίδια να είναι υπέρμαχος του απεριόριστου αριθμού γυναικών σπουδαστριών στη βασιλική Ακαδημία και στο να τους επιτραπεί να υπηρετούν σε ανώτερες θέσεις και στα θεσμικά όργανα.
Στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, λόγω της σχέσης της με το παλάτι, θεωρήθηκε ύποπτη και διατάχθηκε να καταστρέψει μερικά από τα βασιλικά της έργα. Έχασε όλους τους πελάτες της που ανήκαν στις τάξεις των ευγενών, που πήραν το δρόμο της εξορίας. Πέθανε από γρίπη το 1803.