Στο ΜoMA PS1 στο Κουίνς και στην γκαλερί S94+ οι μεγάλες χαρούμενες φιγούρες της Νίκι ντε Σεν Φαλ γεμίζουν τους χώρους φέρνοντας μια άνοιξη αναπάντεχη, με τις γυναίκες με τα πελώρια στήθη και τους μεγάλους γοφούς να στροβιλίζονται προκαλώντας τους επισκέπτες να λύσουν το αίνιγμα της τέχνης της, μέσα από τα παράδοξα σχήματα και τα θερμά χρώματα.
Πάνω από 200 έργα από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 μέχρι τον θάνατό της το 2002, συμπεριλαμβανομένων γλυπτών, εκτυπώσεων, κοσμημάτων, σχεδίων και ταινιών, ένα πολύχρωμο πανόραμα του έργου της δείχνει τις πτυχές μιας εκρηκτικής και τολμηρής δημιουργού.
Από τα κολάζ και τα ανάγλυφα κατασκευασμένα με άχρηστα οικιακά και βιομηχανικά υλικά, η Σεν Φαλ πέρασε στη δημιουργία μιας τεράστιας πλαγιαστής γυναίκας με τίτλο «Χον» που στα σουηδικά σημαίνει «αυτή», για το μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Στοκχόλμης, το 1966. Είναι η αρχή μιας σειράς έργων, αυτές είναι οι περίφημες «Νανά» (στη γαλλική αργκό γκόμενα), οι πιο διάσημες και αναγνωρίσιμες γυναικείες φιγούρες της, που μέσα στις ταραγμένες μέρες της δεκαετίας του '60, όταν η Σεν Φαλ φωτογραφιζόταν κρατώντας μια καραμπίνα, ενόσω παρουσίαζε τα shooting paintings, όπως ονόμαζε τις περφόρμανς όπου έσκαγε πυροβολώντας μεγάλα μπαλκόνια γεμάτα χρώμα, πάνω σε τεράστιες επιφάνειες.
Μαζί με τον σύντροφό της, Ζαν Τινγκελί, ήθελαν να μεταλλάξουν το περιβάλλον με τα έργα τους καθορίζοντας εξωτερικούς χώρους όπως τη φαντασμαγορική Κρήνη Στραβίνσκι δίπλα στο Κέντρο Ζορζ Πομπιντού στο Παρίσι, ή τον «Κήπο Ταρό» της Σεν Φαλ, στην Τοσκάνη.
Η ελευθερία μέσω της βίας, η δημιουργία μέσω της καταστροφής, η ευχαρίστηση μέσω του φόβου, οι καλλιτεχνικές αντινομίες της όχι μόνο δεν έπαψαν να εξετάζονται, αλλά στον 21ο αιώνα αποκαλύπτονται ξανά και ξανά μέσα από τη δική της οπτική, που είναι πιο κατανοητή από ποτέ.
Οι μαλακές, φαινομενικά χαρούμενες φιγούρες της σημαίνουν την κήρυξη του πολέμου κατά της πατριαρχίας. «Υπήρχε ανάγκη να προκαλέσω, να επιτεθώ στη θρησκεία και στους στρατηγούς. Και τότε κατάλαβα ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο συγκλονιστικό από τη χαρά» έλεγε η Νίκι ντε Σεν Φαλ.
Οι κριτικοί τέχνης σήμερα αναγνωρίζουν ότι έφτασε πολύ πιο μακριά από τους ομότεχνούς της αντιστρέφοντας τις έννοιες του μαλακού-σκληρού, ανακαλώντας τα τραύματά της, εμφανίζοντας τα χαρούμενα έργα της ως απειλή κατά της εξουσίας.
Η ελευθερία μέσω της βίας, η δημιουργία μέσω της καταστροφής, η ευχαρίστηση μέσω του φόβου, οι καλλιτεχνικές αντινομίες της όχι μόνο δεν έπαψαν να εξετάζονται, αλλά στον 21ο αιώνα αποκαλύπτονται ξανά και ξανά μέσα από τη δική της οπτική, που είναι πιο κατανοητή από ποτέ. Κάτω από κάθε φιγούρα ελλοχεύει ο κίνδυνος, ο θόρυβος και η αίσθηση του εκτροχιασμού. Στο έργο της στον δημόσιο χώρο χρησιμοποίησε ως αρχέτυπα νύφες, μητέρες και θεές για να αμφισβητήσει την πατριαρχία και να εξετάσει τη γυναικεία ψυχή και το γυναικείο εγώ μέσω της κατασκευής μητριαρχικών χώρων.
Αν θέλει κάποιος να αναζητήσει το όραμά της, δεν πρέπει να προσπεράσει τον περίφημο Κήπο των Ταρό, που ένα κομμάτι του έχει στηθεί στην έκθεση του ΜοΜΑ. Είναι το έργο που κοιτάζει βαθιά στο φανταστικό της σύμπαν. Η Σεν Φαλ πίστευε πως, όπως οι χώροι που κατοικούμε, μπορούμε να δούμε τα σύμβολα που βρίσκονται μέσα στην τράπουλα 72 καρτών ως αντανακλάσεις του εαυτού μας και των πεποιθήσεών μας. Δεν είναι ασυνήθιστο ότι λέξεις όπως «δομές», «θεμέλια» και «σπίτι» εμφανίζονται στην ανάγνωση των ταρό. Οι παραδοσιακές κάρτες απεικονίζουν πύργους, κάστρα και εκκλησίες. Μερικές φορές οι κάρτες περιγράφονται ως κλειδιά ή ως πύλες. Εμπνεύστηκε τον Κήπο των Ταρό σε ένα ταξίδι το 1955 στο Πάρκο Γκουέλ του Γκαουντί στη Βαρκελώνη.
Η Σεν Φαλ μέσα από την πρωτότυπη οπτική της γλώσσα και την αφηγηματική της ικανότητα χρησιμοποίησε τους γεμάτους καθρέφτες κήπους για να προσδιορίσει την ταυτότητά της και να οικοδομήσει δομές στις οποίες μπορούσε να ζήσει ελεύθερα και αυθεντικά. Κατασκευασμένος από σκυρόδεμα, ψηφιδωτά πλακίδια και χιλιάδες χρωματιστούς καθρέφτες, ο κήπος της συγκρότησε ένα τεράστιο πάρκο γλυπτικής στην Τοσκάνη και ήταν το έργο της ζωής της, που χρηματοδοτήθηκε από την ίδια, που πουλούσε αρώματα, κοσμήματα και αντίγραφα των έργων της για να μπορέσει να το ολοκληρώσει.
Η Ντε Σεν Φαλ έλεγε ότι είναι αρχιτέκτονας και άφησε το αποτύπωμά της σε ιδιωτικές κατοικίες και παιδικές χαρές και είναι από τις λίγες γυναίκες που εργάσθηκαν στην αρχιτεκτονική με αυτό τον ελεύθερο τρόπο. «Ένιωσα και σαν ξένη ανάμεσα σε άλλους καλλιτέχνες. Δεν έχω πάει ποτέ στο σχολή τέχνης και είμαι αυτοδίδακτη. Αισθάνομαι ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι οι δάσκαλοί μου (αναφερόταν στον Γκαουντί)... Τα μεγάλα έργα μου ήταν όλα φανταστική αρχιτεκτονική» έγραφε σε ένα γράμμα της. Αργότερα, συνεργάστηκε με τον Ελβετό αρχιτέκτονα Μάριο Μπότα σε ένα πάρκο στην Ιερουσαλήμ που ονομάζεται Κιβωτός του Νώε.
Τι υπάρχει πίσω από την αισθητική της; Έπαιζε με την έλξη και την απώθηση, δεν έκανε ποτέ εύκολη τέχνη, ακόμα κι αν φαινόταν εύκολη. Τέρατα, φίδια και δράκοι ήταν τα συστατικά του Le Dragon de Knokke, ενός παιδότοπου στο Βέλγιο (1973-75), το μοντέλο του οποίου προβάλλεται για πρώτη φορά στην έκθεση.
Τη δεκαετία του 1980, ο Κιθ Χάρινγκ έμεινε μέσα στο κτίσμα, αργότερα πήρε άδεια για να ζωγραφίσει μια τοιχογραφία μέσα σε αυτό. Όπως και ο Χάρινγκ έτσι και η Νίκι ντε Σεν Φαλ έκανε πολλά έργα σε μια προσπάθεια να εκπαιδεύσει το κοινό σχετικά με την επιδημία του AIDS, συμπεριλαμβανομένου ενός βιβλίου του 1986 με τίτλο AIDS, You Can't Catch It Holding Hands.
Η Νίκι ντε Σεν Φαλ γεννήθηκε στο Παρίσι στις 29 Οκτωβρίου 1930 σε μια οικογένεια παλιών ευγενών. Σε ηλικία τριών ετών μετακόμισε με την οικογένειά της στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι πρώτες της εικόνες σχετικά με την τέχνη προήλθαν από κόμικς και επισκέψεις στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέα Υόρκης. Όπως εξομολογήθηκε πολλά χρόνια αργότερα στη βιογραφία της, σε ηλικία 11 ετών βιάστηκε από τον πατέρα της, γεγονός που τη σημάδεψε και την οδήγησε σε ηλικία 23 ετών σε ψυχιατρική κλινική. Η ομορφιά της δεν περνούσε απαρατήρητη και δούλεψε ως μοντέλο στα μεγαλύτερα περιοδικά όπως η Vogue, το Elle, το Life.
Το 1952 φτάνει στο Παρίσι, όπου σπουδάζει θεατρολογία, υποκριτική και εμπλέκεται με τη σκηνοθεσία. Το 1960 γνωρίζει τον Ελβετό ζωγράφο και γλύπτη Ζαν Τινγκελί, έναν σημαντικό και πρωτοπόρο καλλιτέχνη με τον οποίο αν και συνδημιουργούσαν, υπέγραφαν χωριστά τα μέρη των κοινών έργων τους.
Το ζευγάρι, στη δεκαετία του 1960, ανήκε στο καλλιτεχνικό κίνημα που είχε το όνομα Νέοι Ρεαλιστές και ήταν επηρεασμένο από τον Μαρσέλ Ντισάν. Ο Τινγκελί είχε ήδη γίνει διάσημος όταν το 1960 παρουσίασε το «Φόρος τιμής στη Νέα Υόρκη», μια περφόρμανς όπου έστηνε και ύστερα κατέστρεφε ένα γλυπτό στον κήπο γλυπτών του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης.
Η σχέση τους διατηρήθηκε για τριάντα χρόνια, μέχρι τον θάνατο του Τινγκελί, ακόμα και όταν ο γάμος τους είχε διαλυθεί. Ο Τινγκελί ήταν αυτός που την ενθάρρυνε να αυτονομηθεί από τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής και να πράξει ελεύθερα και αυτόνομα.
Η Νίκι ντε Σεντ Φαλ, πέθανε το 2002, 71 ετών, 11 χρόνια μετά τον Ζαν Τινγκελί και η πρώτη κοινή τους έκθεση έγινε μετά τον θάνατό τους, το 2006, στο μουσείο Τινγκελί της Βασιλείας στην Ελβετία.