Ήταν προς το τέλος της ζωής της, όταν η ζωγράφος και σχεδιάστρια, Leonor Fini (1907-1996) είχε δηλώσει κατά τη διάρκεια συνέντευξής της ότι «σε οποιαδήποτε μορφή δημιουργικότητας κρύβεται το στοιχείο της εξέγερσης».
Οι επιμελητές της έκθεσης «Leonor Fini: Το θέατρο του πόθου, 1930-1990» που φιλοξενείται στο Μουσείο του Σεξ, ακολούθησαν μία πιο βαθιά προσέγγιση στην προσωπική επανάσταση της σχεδιάστριας, μέσα από ένα τολμηρό πλαίσιο με 35 πίνακες ζωγραφικής και 22 σχέδια της, ταινίες που αφορούσαν τη ζωή της Fini, αλλά και φωτογραφίες, αποκόμματα περιοδικών και άλλα προσωπικά αντικείμενά της.
Σ΄αυτή την έκθεση μπορεί κανείς να βρει ακόμη και μπουκάλια αρωμάτων σχεδιασμένα από τη Fini και ακόμη σ’ αυτά να εντοπίσει τον επαναστατικό, προβοκατόρικο χαρακτήρα της απέναντι στην Τέχνη και τον αισθησιασμό που μπορεί να προκύψει μέσα απ’ αυτήν.
Η Fini χλεύασε, έπαιξε, αντέστρεψε τους παραδοσιακά αντρικούς ρόλους κατά την έμπνευση και τις επιθυμίες της, είδε τους άντρες μέσα από έναν παραμορφωτικό φακό λες, που θύμιζε Ιερώνυμο Μπος και με τις λεπτομέρειες του φίλου της Τζόρτζιο Ντε Κίρικο επαναπροσδιόρισε τον αρσενικό ρόλο στην Τέχνη.
Αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα σε μία σπάνια φωτογραφία της που τραβήχτηκε όταν ήταν περίπου 25 χρονών και φορά πολυτελή τουαλέτα, θυμίζοντας Κόμισσα των ευρωπαϊκών σαλονιών ή ντίβα του Χόλιγουντ. Θα μπορούσε: όμως, η εκείνη ακόμη και σ’ αυτό το μικρό στιγμιότυπο φαίνεται έτοιμη να πατάξει κάθε πιθανό πολιτισμικό κώδικα, σηκώνοντας ψηλά το πόδι και ακουμπώντας τη ψηλοτάκουνη γόβα της με χάρη και θράσος μαζί σε έναν καναπέ. Δεν έχει πρόβλημα να αποκαλυφθούν οι ζαρτιέρες της και να μετατρέψει μία απλώς αισθησιακή πόζα σε ένα παιχνίδι κυριαρχίας με τον φακό.
Το στιγμιότυπο δεν είναι τυχαίο. Όλος αυτός ο ερωτισμός ισορροπείτε, σχεδόν προβοκάρεται από τη μάσκα της Μούσας Θάλειας (η προστάτιδα της κωμωδίας στην αρχαία Ελλάδα), ενώ πίσω από τη ζωγράφο, υπάρχει ο πίνακας μιας περιπλανώμενης γυναίκας με μακριά μαλλιά και αισθησιακό χιτώνα να χαϊδεύει το σώμα της σ’ αυτή την περιπλάνηση.
Και μετά, ήταν και η καταγωγή της που της υπαγόρευε διαρκώς αυτή τη μανία μεταμφιέσεων και μετακίνησης. Γεννήθηκε στην Αργεντινή και έμαθε από νωρίς πως στη ζωή πρέπει να περνά κανείς καλά: η μητέρα της εγκατέλειψε έναν δεσποτικό σύζυγο για να εγκατασταθεί στην Τεργέστη, όμως η περιπέτεια δεν τελειώνει εδώ: ο πατέρας της ζωγράφου μετακομίζει στην Ευρώπη με σκοπό να την απαγάγει και η μητέρα της προκειμένου να τον εμποδίσει, μεταμφιέζει την μικρή σε αγόρι και τη μεγαλώνει έτσι για ένα μεγάλο μέρος της παιδικής ηλικίας της…
Αν και η Fini δεν σπούδασε ποτέ σε κάποια αναγνωρισμένη Σχολή Καλών Τεχνών, ωστόσο ανατράφηκε κυριολεκτικά μέσα στην ιστορία και τα δείγματα Τέχνης που είχε να προσφέρει η ιταλική Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός στο άγρυπνο πνεύμα της. Γεννημένη μέσα στα πλούτη, αλλά ανυπόμονη να μεγαλώσει, να ταξιδέψει και να αποκτήσει εμπειρίες, παντρεύτηκε πολύ νέα έναν Ιταλό πρίγκιπα, τον οποίο στη συνέχεια χώρισε για ζήσει ένα διάστημα στο Μιλάνο ως μπαϊσέξουαλ.
Εκεί, αλλά και στο Παρίσι όπου επίσης έζησε για καιρό, συναναστράφηκε και αγαπήθηκε πολύ από εξέχοντα μέλη της ελίτ της διανόησης και της τέχνης μεταξύ των οποίων ο Ενρί Καρτιέ Μπρεσόν, ο Σαλβαντόρ Νταλί και ο Αντρέ Μπρετόν.
Ανακαλύπτοντας τον δικό της δρόμο ως καλλιτέχνις τη δεκαετία του 1930, διαφώνησε με τις διακηρύξεις της παρισινής avant – gardes ενώ ανοιχτά είχε απορρίψει και την την αντι-αστική πολιτική στάση των Σουρεαλιστών. Η πρώτη της έκθεση στο Παρίσι ήταν σε μια γκαλερί που ανήκε στην Christine Dior. Στις ΗΠΑ, έκανε εκθέσεις στη γκαλερί Julien Levy της Νέας Υόρκης, προσγειώνοντας, ενώ το 1936 μπήκε για τα καλά στον χάρτη της αμερικανικής Τέχνης εκθέτοντας στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη και πιο ανθεκτική καλλιτεχνική της εξέγερση ήταν απέναντι στην πατριαρχία και τον ρόλο του κυρίαρχου αρσενικού στην κοινωνία. Η Fini χλεύασε, έπαιξε, αντέστρεψε τους παραδοσιακά αντρικούς ρόλους κατά την έμπνευση και τις επιθυμίες της, είδε τους άντρες μέσα από έναν παραμορφωτικό φακό λες, που θύμιζε Ιερώνυμο Μπος και με τις λεπτομέρειες του φίλου της Τζόρτζιο Ντε Κίρικο επαναπροσδιόρισε τον αρσενικό ρόλο στην Τέχνη. Για την ακρίβεια, μετέτρεψε την αντρική σάρκα σε έδαφος επιθυμίας και πόθου, ακριβώς, όπως χρόνια πριν είχε κάνει η Τέχνη με το γυναικείο σώμα…
Ορθολογιστικά, αλλά το ίδιο επαναστατικά, όπως οι Claude Cahun και Dorothea Tanning, η Fini αφόπλιζε την αρσενική εξουσία και διέλυε τις νόρμες μεταξύ των δύο φύλων, χρησιμοποιώντας στους πίνακες της, λεπτούς άντρες, συχνά γυμνούς, σε χαλαρές στάσεις ανάπαυσης ή ύπνου και δίπλα τους έβαζε άγρυπνες γυναικείες κυρίαρχες μορφές, με περίτεχνα πλουμιστά φορέματα που κάποτε θύμιζαν πανοπλίες. Κατά τους επιμελητές της έκθεσης αυτή η αντίθεση ανάμεσα στα φύλα και τους ρόλους ήταν κάτι εξαιρετικά επαναστατικό για την εποχή της, μία ξεκάθαρη αμφισβήτηση της αρσενικής εξουσίας.
Σε κάποιους πίνακες, όπως στο "In the Tower" (1952), η θηλυκή φιγούρα είναι θυμίζει κάτι από σύγχρονη μαγεία, ενώ σε άλλες, όπως το "Πορτραίτο μιας γυναίκας που κάθεται πάνω σε έναν γυμνό άνδρα" (1942), ο θεατής χάνεται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας σ’ αυτές τις ηδονιστικές απεικονίσεις της Fini.
Προφανώς η αγάπη της για τους άνδρες ήταν τόσο καθοριστική στην Τέχνη της, όσο και στην προσωπική της ζωή. Έχοντας υπάρξει ερωμένη πολλών αντρών καθ’ όλη τη διάρκεια του ’30 και του '40, το 1952 δημιούργησε ένα ménage à trois (δεσμός τριών ατόμων) με την πολωνή δημοσιογράφο Constanty "Koty" Jeleński και τον Ιταλό διπλωμάτη Stanislao Lèpri. Οι τρεις τους προχώρησαν σε μία ρύθμιση της κοινής τους ζωής που θα διαρκούσε για πάντα. Αυτοί οι σύζυγοι – μη σύζυγοι αποτέλεσαν συχνά θέματα της εργογραφίας της.
Φυσικά, οι Jeleński και Lèpri δεν ήταν οι μόνοι που την ενέπνεαν. Η Φίνι συνεργάστηκε με τον Γάλλο συγγραφέα Jean Genet, με τον οποίο μοιράστηκε την ίδια έλξη για τον Νίκο Παπατάκη, τον ηθοποιό και σκηνοθέτη που γνώρισε στο Μόντε Κάρλο.
Η εκτεταμένη συνεργασία του Παπατάκη με τη Fini εκπροσωπείται σε αυτή την έκθεση με το ξεχωριστό διπλό πορτραίτο του, "The Alcove/ Αυτοπροσωπογραφία με τον Νίκο Παπατάκη" (1941), στην οποία ένας θηλυκός σάτυρος (!) που μοιάζει πολύ με την καλλιτέχνιδα, με δάφνες στα μαλλιά, παρατηρεί τον γυμνό Παπατάκη που κοιμάται, πάνω σε λευκά σεντόνια. Η σάρκα αποδίδεται σε χρυσαφένιους τόνους και μαζί με τα πλούσια πορφύρα και πράσινα χρώματα που χρησιμοποιεί η καλλιτέχνις, επιτυγχάνει ένα ζωγραφικό θαύμα που κινείται μεταξύ μεγαλείου και παρακμής.
Στις αρχές της δεκαετίας του '60, η Fini σχεδόν αποστράφηκε την ίδια της τη θεματογραφία. Έπαψε να ζωγραφίζει πορτρέτα και γυμνά. Γύρισε σε κάτι θύμιζε αφηρημένη τέχνη και νεκρές φύσεις, αφήνοντας πίσω της έργα που αποτελούν αδιαμφισβήτητα αριστουργήματά της. Το «Δάσος» (1960) και η «Απογευματινή Χίμαιρα» (1961) με τεχνοτροπία που παραπέμπει σε συμβολιστές ζωγράφους όπως ο Gustave Moreau και ο Odilon Redon, με χρώματα που λιώνουν και συγχωνεύονται μεταξύ τους, υπονοώντας τις μορφές της εικόνας, είναι πραγματικά ορόσημα στη σταδιοδρομία της.
Θα περίμενε κανείς ότι όταν βρέθηκε πλέον στην ηλικία των 60 ετών η Fini θα σταματούσε να ζωγραφίζει το οτιδήποτε έχοντας ζήσει τα πάντα πια, σε προσωπικό και καλλιτεχνικό επίπεδο. Ωστόσο, δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Συνέχιζε να απεικονίζει με ελευθερία και προκλητικότητα τα νέα δεδομένα που βίωνε τότε η νεανική κουλτούρα της εποχής της. Ο ελεύθερος έρωτας, η διάθεση για περιπλάνηση και αναζητήσεις, θα απασχολούν το ανήσυχο πνεύμα της και αυτή η αναζήτηση θα αποτυπώνεται σε σημαντικούς πίνακες της μέχρι και τη δεκαετία του ’70.
Αναρωτιέται κανείς τι θα σκεφτόταν η ίδια για την έκθεση που προς τιμήν της λαμβάνει χώρα στο Μουσείο του Σεξ της Νέας Υόρκης: όλη αυτή η σεξουαλικά φορτισμένη, δια βίου επανάσταση, όλη αυτή η προσωποκεντρική τέχνη που κάνει διακήρυξη προτίμησης πάνω στα δύο φύλα, ανακηρύσσοντας σε ισχυρό το λεγόμενο «ασθενές», όλη αυτή η συνύπαρξη της τέχνης της με την ιστορία των ταινιών πορνό του 20ου αιώνα που υπάρχουν στον πάνω όροφο ή με την απεικόνιση της οργιαστικής ζωής της Νέας Υόρκης στα κλαμπ της δεκαετίας του '70 και του '80, άραγε θα την κολάκευε ή θα την άφηνε παγερά αδιάφορη;
Και μόνο ίσως το γεγονός ότι η αναδρομική της συμβαίνει σε έναν χώρο που φέρει τον τίτλο «Μουσείο του Σεξ» και αποτελεί ένα ίδρυμα, του οποίου το όνομα του υποδηλώνει ότι η Αμερική έχει θέσει σε καραντίνα τον ανθρώπινο πόθο, ίσως απαντά στο σχετικό ερώτημα…
Με στοιχεία από hyperallergic.com
σχόλια