Η ετήσια καλοκαιρινή έκθεση του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Γουλανδρή στην Άνδρο είναι σύμφυτη με την κορύφωση της καλοκαιρινής σεζόν στις Κυκλάδες. Κάθε χρόνο, τον Ιούνιο, εικαστικοί, δημοσιογράφοι και λοιποί λάτρεις της τέχνης συγκεντρώνονται στο «νησί» τους για τα εγκαίνια του εικαστικού γεγονότος που συντροφεύει όλο το κυκλαδίτικο καλοκαίρι, ενώ η Χώρα ζωντανεύει μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο από τον χειμερινό λήθαργο.
Φέτος είναι η χρονιά ενός μάλλον παραγνωρισμένου στη χώρα μας ζωγράφου, του Ντίκου Βυζάντιου. Γίνεται ένα πλήρες αναδρομικό αφιέρωμα στον διακεκριμένο ζωγράφο της διασποράς που επί μισό αιώνα διέπρεψε στους εικαστικούς κύκλους του Παρισιού. Η έκθεση, στην πραγματοποίηση της οποίας συνέβαλε καθοριστικά ο Αλέξανδρος Λιακόπουλος, ανιψιός του καλλιτέχνη, έχει στηθεί υποδειγματικά στους ορόφους της νέας, υπερσύγχρονης πτέρυγας του μουσείου, καλύπτοντας όλες τις διαφορετικές περιόδους του, με το σύνολο σχεδόν της εργογραφίας του να προκαλεί καταρχάς θαυμασμό για το πώς ο ίδιος καλλιτέχνης κατάφερε, κατά τη διάρκεια της ζωής του, να παρεισφρήσει σε διαφορετικά εικαστικά ρεύματα, τεχνοτροπίες και μεθόδους.
Τα έργα του Ντίκου Βυζάντιου που εκτίθενται στο Μουσείο Γουλανδρή περιλαμβάνονται σε προσωπικές ή μόνιμες συλλογές μεγάλων ευρωπαϊκών ιδρυμάτων, ενώ του έχουν αποδοθεί δύο ύψιστοι τιμητικοί γαλλικοί τίτλοι, αυτοί του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής και του Ιππότη των Τεχνών και των Γραμμάτων.
Όπως επισήμανε και ο διευθυντής του μουσείου Κυριάκος Κουτσομάλλης στα εγκαίνια, το έργο του Ντίκου Βυζάντιου θα μπορούσε να χωριστεί με βάση ένα ιστορικό γεγονός: πριν και μετά τη φυγή του από την Ελλάδα με το μεταγωγικό Ματαρόα, που σημάδεψε τη ζωή και την πορεία του. Γιος του ζωγράφου Περικλή Βυζάντιου, ο Ντίκος (Κωνσταντίνος) το 1945 βρέθηκε ανάμεσα στους 200 επιβάτες του θρυλικού μεταγωγικού ως ο νεότερος μιας ομάδας επιστημόνων, καλλιτεχνών, λόγιων και φοιτητών που θα μετέβαιναν στο Παρίσι για να βρουν άσυλο, έπειτα από πρωτοβουλία των φιλελλήνων του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, Οκτάβ Μερλιέ και Ροζέρ Μιλιέξ, ώστε να γλιτώσει από τον εμφύλιο σπαραγμό που κατέτρωγε την Ελλάδα και να διεκδικήσει την πολυπόθητη ελευθερία της σκέψης.
Πιο πριν είχε γίνει δεκτός στην ΑΣΚΤ σε ηλικία μόλις 16 ετών, ενώ είχε επιδείξει ήδη ξεχωριστό έργο ως σκιτσογράφος με μια σειρά εξαιρετικών σχεδίων που αποτελούν τις απαρχές της εργογραφίας του και παρουσιάζονται στις πρώτες αίθουσες της έκθεσης.
Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στο Παρίσι συνδέθηκε με σπουδαία ονόματα των τεχνών και των γραμμάτων, προεξαρχόντων των Αλμπέρτο Τζιακομέτι και Ευγένιου Ιονέσκο. Οι τρεις φάσεις της αμιγώς ζωγραφικής του πορείας είναι τόσο διακριτές που ο επισκέπτης της έκθεσης εντυπωσιάζεται από το γεγονός ότι αποδίδονται στον ίδιο καλλιτέχνη – απόδειξη του ανήσυχου πνεύματος και των διαρκών καλλιτεχνικών αναζητήσεων του Βυζάντιου, που διήρκεσαν μέχρι το τέλος της ζωής του, το 2007.
Όπως αναφέρει ο Κυριάκος Κουτσομάλλης στον κατάλογο της έκθεσης: «Κυρίαρχο προτέρημά του ήταν η ικανότητα να επιχειρεί υπερβάσεις και να αφουγκράζεται το πνεύμα των καιρών αλλά και η σφοδρή αντισταθμιστική επιθυμία του να παραμένει στέρεα αγκιστρωμένος στο αποθεματικό της καταγωγής του και να ενώνει την πνοή, τη φλόγα και τη μνήμη της πατρίδας του με τον τόπο υποδοχής του, τη Γαλλία».
Το πρώτο του ταξίδι πίσω στην Ελλάδα, το 1956, δέκα χρόνια μετά τον εκπατρισμό του, υπήρξε καθοριστικό στην εξέλιξη της ζωγραφικής του. Το εκτυφλωτικό ελληνικό φως, όπως το βίωσε κατά την παραμονή του στην Ύδρα, εισέβαλε στα έργα του.
Από το 1960 και για την επόμενη δεκαετία ο Βυζάντιος διάγει τη λεγόμενη αφαιρετική περίοδό του, κατά τη διάρκεια της οποίας το ζωγραφικό αντικείμενο διαθέτει μια υπαινικτική παρουσία. Τα έργα αυτής της περιόδου, που εκτίθενται στον αμέσως επόμενο όροφο, χαρακτηρίζονται από παχύρρευστες, ζωηρές, μονοχρωματικές στρώσεις ύλης, ενώ ο ζωγράφος βρίσκεται σε φάση επαναδιαπραγμάτευσης με τη φόρμα, τις φιγούρες και τα αντικείμενα.
Κατά τη δεκαετία του '70, ο ρεαλισμός κερδίζει έδαφος στην τέχνη του Βυζάντιου. Ένα «σκοτεινό» δωμάτιο της έκθεσης λειτουργεί ίσως ως μια μεγάλη παρένθεση στην εργογραφία του − σκοτεινό όχι λόγω του φωτισμού του αλλά λόγω του μαύρου της πυκνής ύφανσης γραμμών που χρησιμοποιεί στα έργα της περιόδου αυτής. Μικρές φωτεινές ρωγμές, ωστόσο, λειτουργούν απελευθερωτικά στο συναίσθημα που αναδίδουν και στους συνειρμούς που προκαλούν με την περίοδο της δικτατορίας στην Ελλάδα.
Από την αρχή της δεκαετίας του '80 και μέχρι το τέλος της ζωής του, περίοδο στην οποία είναι αφιερωμένος όλος ο τελευταίος όροφος της έκθεσης, η παραστατικότητα επιστρέφει στην τέχνη του. Σε μερικά από τα πιο διάσημα ίσως έργα του απεικονίζονται ανθρώπινες φιγούρες κατά μόνας ή σε ζευγάρια, με αυστηρά πρόσωπα και εκφράσεις, ενώ βασικό χαρακτηριστικό είναι η πλήρης απουσία προοπτικής του βάθους.
Τα έργα του Ντίκου Βυζάντιου που εκτίθενται στο Μουσείο Γουλανδρή περιλαμβάνονται σε προσωπικές ή μόνιμες συλλογές μεγάλων ευρωπαϊκών ιδρυμάτων, ενώ του έχουν αποδοθεί δύο ύψιστοι τιμητικοί γαλλικοί τίτλοι, αυτοί του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής και του Ιππότη των Τεχνών και των Γραμμάτων.
Info
Ντίκος Βυζάντιος: Ανεικονισμός + Παραστατικότητα
Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή
Χώρα Άνδρου
Έως 22 Σεπτεμβρίου
Ώρες λειτουργίας: Τετ.- Κυρ. 11:00-15:00 & 18:00-21:00, Δευτ. 11:00-15:00, Τρ. κλειστά
Τον Αύγουστο πραγματοποιούνται ξεναγήσεις στους χώρους της έκθεσης, 12:00-13:00. Το μουσείο δέχεται γκρουπ (έως 30 άτομα), κατόπιν συνεννόησης.