Αν μπεις στο στούντιο του Τζορτζ Κόντο, θα τον πετύχεις πάντα με την πιο σουρεάλ παρέα. Οι φανταστικοί φίλοι που τον περιβάλλουν έχουν χαρακτηριστικά ζώων, κουβαλούν ουρές, φτερά, περίεργα αντικείμενα, φορούν κοστούμια, έχουν νεύρα, μάτια τρομακτικά, δόντια πολλά, μαλλιά τραγικά, κεφάλια μικρά, σώματα αναγεννησιακά, αυτιά που μοιάζουν με τηγανίτες.
Είναι όμορφοι και γκροτέσκοι, καθημερινοί κι εξωπραγματικοί, ποπ και φοβερά κομψοί, περιφέρουν μια παράταιρη ομορφιά και μια τρομακτική αλήθεια. Είναι σαν να παίρνουν όλοι τους μέρος σε «ένα ανεξέλεγκτο ανατομικό όργιο». Ή, όπως περιέγραψαν κάποτε μοναδικά οι «Financial Times», «οι πίνακές του είναι κάτι ανάμεσα σε κλασικό αριστούργημα και Looney Tunes. Είναι σαν να έχει πάρει κρακ ο Ρέμπραντ».
«Όντως, δεν ζωγραφίζω ποτέ όσους υπάρχουν στην πραγματικότητα. Προτιμώ να φτιάξω τον δικό μου κόσμο, σαν θεατρικός συγγραφέας που προσδίδει σε ένα άτομο πολλαπλά χαρακτηριστικά. Σίγουρα έχουν γνωρίσματα ανθρώπων που ξέρουμε, αλλά δεν είναι κανείς τους συγκεκριμένα. Είναι υπάρξεις που ζουν μόνο στους πίνακές μου»
Ο Τζορτζ Κόντο είναι η επιτομή του cool. Μπορεί τη μια στιγμή να κρεμάει έργα του στις μόνιμες συλλογές του Whitney και του Guggenheim, να καμαρώνει που ο Σαλμάν Ρούσντι έγραψε σε βιβλίο του ένα ολόκληρο κεφάλαιο για τον πίνακά του «Psychoanalytic puppeteer losing his mind», να νοσταλγεί τις πλάκες του με τον Μπασκιά, τις συνεργασίες με τον Ουίλιαμ Μπάροουζ, τις παλιοπαρέες με τον Άλεν Γκίνσμπεργκ και τον Κιθ Χάρινγκ.
Και την αμέσως επόμενη, απολύτως απενοχοποιημένος, να σχεδιάζει την Hermès τσάντα που κάποια Χριστούγεννα δώρισε ο Κάνι Γουέστ στην Κιμ Καρντάσιαν, να αυτοσαρκάζεται για τα μουσικά του απωθημένα, να κρυφογελά που ιντριγκάρει με τα έργα του τους ψυχαναλυτές, να ισοπεδώνει τον μύθο και τα επιτεύγματα μιας συναρπαστικής ζωής με μια φράση: «Καμία καριέρα. Το μεγαλύτερό μου κατόρθωμα, μετά από όλα αυτά, είναι ότι είμαι ζωντανός».
Το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης εγκαινιάζει την πρώτη μεγάλη ατομική έκθεση του Αμερικανού ζωγράφου στην Ελλάδα με τίτλο «George Condo at Cycladic». Από τις 8 Ιουνίου καταφθάνουν στο Κολωνάκι τριάντα έργα –ζωγραφικά, γλυπτά και σχέδια– των τελευταίων είκοσι χρόνων. Μεταξύ αυτών, μια σπάνια σειρά από αυτοπροσωπογραφίες που φιλοτέχνησε μόλις πέρυσι και παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο αθηναϊκό μουσείο.
«Είμαι πολύ ευχαριστημένος με τις επιλογές που κάναμε για το Κυκλαδικής. Υπάρχουν πολλά έργα που θα μπορούσα να ξεχωρίσω. Χαίρομαι, για παράδειγμα, ιδιαιτέρως που θα σας παρουσιάσω το χρυσό γλυπτό του "Αλκοολικού" και κάποια πορτρέτα, όπως αυτά του Δάκη και του Μαουρίτσιο.
Επίσης, θεωρώ συναρπαστικό το έργο "Paper Faces". Νομίζω ότι η γενικότερη φιλοσοφία μου είναι εμφανής σε αυτές τις επιλογές» μας λέει.
Και τι παράδοξο; Η έκθεση επικεντρώνεται στην ανθρώπινη μορφή, αλλά ο Κόντο αρνείται να εγκλωβίσει αληθινά πρόσωπα στον καμβά, εκτός αν είναι να τα σατιρίσει, όπως στην περίπτωση της βασίλισσας της Αγγλίας, που την έχει παρουσιάσει σαν ξεδοντιάρα καρικατούρα.
«Όντως, δεν ζωγραφίζω ποτέ όσους υπάρχουν στην πραγματικότητα. Προτιμώ να φτιάξω τον δικό μου κόσμο, σαν θεατρικός συγγραφέας που προσδίδει σε ένα άτομο πολλαπλά χαρακτηριστικά. Σίγουρα έχουν γνωρίσματα ανθρώπων που ξέρουμε, αλλά δεν είναι κανείς τους συγκεκριμένα. Είναι υπάρξεις που ζουν μόνο στους πίνακές μου». Και στο ελληνικό παρελθόν υπάρχει κάποιος μύθος ή πλάσμα που θα μπορούσε να μπει στον κόσμο του; «Αγαπώ τους αρχαίους Έλληνες θεούς και την ιδέα ότι υπάρχουν άνθρωποι που θα μπορούσαν ακόμα να τους πιστέψουν».
Ο Τζορτζ Κόντο γεννήθηκε το 1957 στο Νιου Χαμσάιρ. Η νοσοκόμα μητέρα του παρατήρησε πρώτη τις ασυνήθιστες δεξιότητές του στο σχέδιο και τη λατρεία του στο Τζον Κέιτζ και τον φόρτωσε με ιδιαίτερα μαθήματα ζωγραφικής και μουσικής. Έτσι, βρέθηκε από τα 14 σε ένα δωμάτιο γεμάτο αφίσες με έργα Σεζάν και Πικάσο να παλεύει με τον Μπαχ.
Το 1978 άρχισε να φοιτά στο Massachusetts College of Art. Λάτρευε την αναγεννησιακή μουσική, μελέτησε κλασική κιθάρα, υπήρξε ο nerd της τάξης, αλλά κατέληξε μπασίστας στο πανκ συγκρότημα Girls. Ένα βράδυ που έπαιζαν στη Νέα Υόρκη, τη συναυλία άνοιξαν οι Gray, το γκρουπ του Ζαν Μισέλ Μπασκιά. Αυτό ήταν! Οι δυο τους κόλλησαν από το πρώτο λεπτό, γλέντησαν τη νιότη τους, ρούφηξαν τη ζωή και την τέχνη ως το τέλος, έζησαν μαζί μια ύστερη εφηβεία. Ο ένας ήταν ένα καθωσπρέπει, ταλαντούχο κολεγιόπαιδο κι ο άλλος ένας ανεξέλεγκτος τύπος που έκανε άγρια ζωή και «δίδασκε» τον Κόντο να εμπνέεται από την αστική περιπλάνηση, να συγχρωτίζεται με το πεζοδρόμιο, να πετά αμπούλες βρόμας σε παρισινά κλαμπ για να χαζεύουν τον κόσμο να τρέχει.
«Είναι αλήθεια ότι ο Ζαν Μισέλ με έπεισε πως έπρεπε να ξεφύγω από τη Βοστώνη και να μετακομίσω στη Νέα Υόρκη. Εκείνο το βράδυ που παίζαμε στο ίδιο κλαμπ με πήρε, τελειώνοντας, για να μου δείξει τι πραγματικά συνέβαινε στην καρδιά της πόλης. Εκείνη η βόλτα ήταν καθοριστική για τη ζωή μου... Μου λείπει πολύ ο Μπασκιά. Θα ήθελα να αράξω ξανά κάπου μαζί του και να μιλήσουμε για τα σόλο του Κολτρέιν ή τα riffs του Τσάρλι Πάρκερ, να ξανακάνουμε πλάκες».
Κι αν μπορούσε σήμερα να ξεκινήσει πάλι το καλλιτεχνικό του ταξίδι, θα τον εμπιστευόταν; Θα έμπαινε ξανά στο ίδιο τρένο; «Αν η ζωή ξεκινούσε από την αρχή, θα ήθελα ίσως να ταξίδευα περισσότερο και να έβλεπα τους γονείς μου περισσότερο. Καμία από τις επιθυμίες μου δεν αφορούν την καριέρα μου, διότι, αν είχα κάνει διαφορετικές επιλογές, θα τα είχα κάνει απλώς μαντάρα».
Πέρα από τους πολλαπλούς αστικούς μύθους που άφηνε στο πέρασμά της αυτή η παρέα, υπήρξε μια περίοδος εκεί στις αρχές του '80 που οι Κόντο, Μπασκιά και Χάρινγκ συνέβαλαν επί της ουσίας στην αναβίωση της ζωγραφικής διεθνώς. «Για να πω την αλήθεια, δεν συνειδητοποιούσα τη συμβολή μου στην τέχνη.
Εκείνη την εποχή οι δυο τους ήταν ήδη πολύ δημοφιλείς, ενώ εγώ είχα μόλις προσγειωθεί στην πόλη με ένα δικό μου, διαφορετικό όραμα. Καταλήξαμε να γίνουμε κολλητοί γιατί ήμασταν τόσο διαφορετικοί ως καλλιτέχνες, άρα ο ένας δεν αντέγραφε τον άλλον. Η πρώτη στιγμή που κατάλαβα ότι βαδίζω στη σωστή κατεύθυνση ήταν όταν συνειδητοποίησα πως άρεσε πολύ η δουλειά μου σε καταξιωμένους εικαστικούς μεγαλύτερης ηλικίας, όπως ο Ρόι Λιχτενστάιν, ο Τζέιμς Ρόζενκουιστ και, φυσικά, ο Άντι Γουόρχολ. Αυτό ήταν που με έκανε να νιώσω ότι κάτι συμβαίνει».
Οι πρώτες εκθέσεις του πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1981 και 1983 σε μια Νέα Υόρκη όπου όλοι έτρεχαν σε μια φρενήρη κούρσα για να ανακαλύψουν ποιοι θα έδιναν φωνή στην ποπ κουλτούρα. «Kι όμως, για μένα, καθώς προερχόμουν από ένα μικρό μέρος, το πιο δύσκολο πράγμα εκείνο το διάστημα ήταν να συνηθίσω να ζω σε μια μητρόπολη και να καταφέρω να ασχοληθώ επιτυχώς με τα πρακτικά ζητήματα της καθημερινότητας. Γι' αυτό και κατέληξα να ζω επί χρόνια σε ξενοδοχεία, διότι δεν μπορούσα να καταλάβω τα πιο απλά, όπως το να συνδέσω στο ρεύμα μια τοστιέρα!».
Το ανήσυχο κοινό, πάντως, δεν μάσησε εύκολα από το credit που του χάριζε γενναιόδωρα η αφρόκρεμα των συναδέλφων του. «Όντως, γι' αυτό και όταν ξεκινούσα την παραστατική ζωγραφική και είδαν τον τρόπο που στεκόμουν απέναντι στην ανθρώπινη μορφή τα πράγματα ζόρισαν. Οι άνθρωποι αγόραζαν μεν τις πρώτες μου ζωγραφιές, αλλά συγχρόνως ένιωθαν περίεργα επειδή με έβλεπαν να επαναφέρω στη ζωγραφική ένα εικαστικό λεξιλόγιο που δεν περίμεναν ότι θα συναντούσαν στη σύγχρονη τέχνη. Ήταν πολύ διανοουμενίστικο, αλλά συγχρόνως τους ιντρίγκαρε που έβαζε ξανά στο τραπέζι το οπτικό παιχνίδι».
Όπως κάθε καλλιτέχνης που σέβεται τον εαυτό του, έτσι και ο Κόντο «ενηλικιώθηκε» μέσα από τα σοβαρά διλήμματα. Το δίπολο Ευρώπη ή Αμερική τον βασάνιζε αρκετά χρόνια. «Η Νέα Υόρκη ανθούσε χάρη στην ενέργεια του δρόμου, ενώ η Ευρώπη παρέμενε πιο εσωτερική» λέει σήμερα. «Σε ό,τι με αφορά, δεν χωρούν συγκρίσεις. Η καλλιτεχνική μου ταυτότητα έχει την υπογραφή της Νέας Υόρκης. Εδώ ωρίμασα καλλιτεχνικά, πολύ πριν πάω στην Ευρώπη. Οι δύο πρώτες μου εκθέσεις με την Πατ Χερν και την Μπάρμπαρα Γκλαντστόουν με έβαλαν στον χάρτη».
Για μια δεκαετία, πάντως, παραδόθηκε στο γαλλικό πνεύμα. Μεταξύ 1985-1995 μετακόμισε στο Παρίσι. Φίλος, γείτονάς του και μια ακόμα καθοριστική προσωπικότητα στη ζωή του υπήρξε ο Γάλλος φιλόσοφος και ψυχίατρος Φελίξ Γκουαταρί. Λίγο καιρό πριν πεθάνει και καθώς είχε από χρόνια «επωμιστεί» την ψυχαναλυτική ερμηνεία των πινάκων του κολλητού του, έλεγε πως ο Κόντο σου προκαλεί μια πολύ συγκεκριμένη επίδραση («The Condo effect» την αποκαλούσε) που τον ξεχωρίζει από όλους τους ζωγράφους.
Είναι μάλλον γιατί πολύ μεθοδικά κατέστρεφε οτιδήποτε θα μπορούσε να καθησυχάσει τον θεατή και να τοποθετήσει τα έργα του σε πλαίσια και κατηγορίες. «Να, είναι αυτό που σας έλεγα και πριν: αν πάψεις να σκέφτεσαι χρονολογικά την ιστορική εξέλιξη της τέχνης, τότε μπορείς κατά βούληση να μετατοπίσεις εικόνες και συμβολισμούς προκειμένου να φτάσεις στο αποτέλεσμα που εσύ θεωρείς καλύτερο για τη ζωγραφική σου. Αυτός ήταν για μένα ο δρόμος».
Σήμερα που οι παλιοί του φίλοι ανήκουν σχεδόν όλοι στους μεγάλους απόντες της τέχνης, ο Κόντο ζει σε μια ήσυχη γειτονιά στο Upper East Side της Νέας Υόρκης, ξυπνά νωρίς, μισεί την αδράνεια, αγαπά τις φιλοσοφικές κουβέντες και το τσιγάρο και μεγαλώνει δύο κόρες στις οποίες κληροδότησε τις ανησυχίες του. «Είναι και οι δυο πολύ καλλιτεχνικά πλάσματα. Η μεγάλη, η Ελέονορ, είναι ηθοποιός. Αγαπά πολύ την υποκριτική και θέλει να παίζει από δράμα μέχρι μιούζικαλ. Η μικρή, η Ραφαέλ, αποφοίτησε μόλις από το Bard College, ειδικεύεται στη μουσική αλλά έχει κλίση στη φωτογραφία και στην τέχνη γενικότερα».
Απ' όλα αυτά ξεκλέβει χρόνο για να παραμένει συνεπής ακόμα και σήμερα στα μαθήματα μουσικής που επιμένει να παρακολουθεί. Κάποτε έλεγε ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μην το συνδέει με συνθέσεις. Τα «Νούφαρα» του Μονέ τα ταίριαζε με Ντεμπισί, ο Πόλοκ τον οδηγούσε απευθείας στον Μάιλς Ντέιβις. Και οι δικές του ζωγραφιές, αν ήταν μουσική, πώς θα ακούγονταν; «Θα ήθελα πολύ να είναι το σταυροδρόμι εκείνο όπου συναντιούνται ο Μπαχ με τον Τζίμι Χέντριξ» απαντά. Όντως, όπως ακριβώς συνέβαινε και σ' εκείνο το παιδικό του δωμάτιο..
Info:
George Condo at Cycladic: H πρώτη μεγάλη ατομική μουσειακή έκθεση του George Condo στην Ελλάδα
Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης (Νεοφύτου Δούκα 4, 210 7228321-3)
Διάρκεια έκθεσης: 8/6-14/10
Ώρες λειτουργίας: Δευ., Τετ., Παρ., Σάβ. 10:00-17:00, Πέμ. 10:00-20:00, Κυρ. 11:00-17:00, Τρ. κλειστό
Την έκθεση επιμελείται η Αταλάντη Μαρτίνου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.