Η στενή σχέση του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα με το βιβλίο αναδύεται όχι μόνο από τη μεγάλη βιβλιοθήκη του, που διατηρείται σήμερα στο σπίτι του στην οδό Κριεζώτου 3, όπου στεγάζεται η Πινακοθήκη Γκίκα, αλλά και από το δικό του συγγραφικό έργο, το οποίο περιλαμβάνει πολλά ανέκδοτα διηγήματα, θεωρητικά κείμενα για την τέχνη και μεταφράσεις.
Ο Γκίκας δεν περιορίστηκε στη σχεδίαση συνθέσεων, αλλά συχνά συμμετείχε έμπρακτα στη συνολική παραγωγή των εκδόσεων, εκφέροντας άποψη για τον σχεδιασμό του εξωφύλλου, αναζητώντας τους κατάλληλους μεταφραστές, δουλεύοντας πάνω στα τυπογραφικά δοκίμια και ενσωματώνοντας πρωτότυπα χαρακτικά σε βιβλία και περιοδικά, κατά το γαλλικό πρότυπο των πολυτελών εκδόσεων εκτός εμπορίου.
Το κύριο ενδιαφέρον του Γκίκα υπήρξε η ποίηση. Σε συνέντευξή του το 1975, αναφέρει: «Δεν είμαι ποιητής, με την έννοια ότι γράφω στίχους, αλλά με ενδιαφέρουν οι στίχοι των ποιητών να τους διαβάζω. Πολλές φορές με εμπνέουν στη ζωγραφική μου».
Ήδη το 1937 κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή «Μια δέσμη αχτίδες στο νερό» του Αναστάσιου Δρίβα, με προμετωπίδα ένα πρωτότυπο χαρακτικό του καλλιτέχνη. Αργότερα πραγματοποιεί προμετωπίδες για τον Σεφέρη και τον Ελύτη ενώ εικονογραφεί πλήρως την «Οδύσεια» του Νίκου Καζαντζάκη (1958), που αποτελεί σημείο αναφοράς για τη συνεργασία του με ξένους εκδοτικούς οίκους, τα «Ποιήματα» του Κ. Π. Καβάφη (1966), και την «Αμοργό» του Νίκου Γκάτσου (1969).
Το κύριο ενδιαφέρον του Γκίκα υπήρξε η ποίηση. Σε συνέντευξή του το 1975, αναφέρει: «Δεν είμαι ποιητής, με την έννοια ότι γράφω στίχους, αλλά με ενδιαφέρουν οι στίχοι των ποιητών να τους διαβάζω. Πολλές φορές με εμπνέουν στη ζωγραφική μου».
Είναι χαρακτηριστικό ότι για τα «Ποιήματα» του Κ.Π. Καβάφη, που κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Ίκαρος το 1966, ο Γκίκας δεν σχεδίασε μόνο το εξώφυλλο –για το οποίο επέλεξε μια λιτή διακόσμηση με τις υπογραφές μόνο των δύο καλλιτεχνών–, αλλά επιμελήθηκε με λεπτομερή φροντίδα ολόκληρο το βιβλίο: διάλεξε τα πλάγια γράμματα για την εκτύπωση, επέλεξε ως υλικό τον αιματίτη και αποφάσισε για τη θέση όλων των σχεδίων, τα οποία άλλοτε είναι ολοσέλιδα και άλλοτε τοποθετούνται στο περιθώριο των ποιημάτων.
Το 1972 κυκλοφόρησε στο Μιλάνο από τον Αλέξανδρο Ιόλα το πολυτελές λεύκωμα «Λυρικά», που εικονογραφεί αρχαία ελληνικά ποιήματα με επτά έγχρωμες λιθογραφίες του Γκίκα και με αρχαιοπρεπές δέσιμο. Η έκδοση, την οποία ο Γκίκας σύμφωνα με την αλληλογραφία του σχεδίασε συνολικά, κυκλοφόρησε σε εκατό αντίτυπα με την υπογραφή του καλλιτέχνη, ορισμένα εκ των οποίων περιλάμβαναν και μια πρωτότυπη γκουάς.
Η πιο στενή συνεργασία του Γκίκα με εκδοτικούς οίκους ήταν εκείνη με τον «Ίκαρο», με τον οποίο πραγματοποίησε δεκατρείς εκδόσεις. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν το λεύκωμα «Ινδία» (1959), στο οποίο για πρώτη φορά εικονογραφεί κείμενά του, τις προσωπικές του εντυπώσεις από το ταξίδι του στην Ινδία το 1958 συνοδευόμενες από δώδεκα σχέδια με σινική μελάνη, το «Δάφνης και Χλόη» του Λόγγου (1970), για το οποίο εκτός από το εξώφυλλο φιλοτεχνεί και τέσσερα σχέδια, τα διηγήματα της Λητούς Κατακουζηνού, με εξώφυλλα και εικονογραφήσεις που σχεδιάζει από το 1948 μέχρι το 1977.
Όσον αφορά στη συνεργασία του με άλλους εκδοτικούς οίκους, εικονογραφεί διηγήματα του Πέτρου Χάρη, της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, του Νέστορα Μάτσα και άλλων. Το 1977 κυκλοφορεί η «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη με πενήντα σχέδια και μια βινιέτα στο εξώφυλλο.
Ξεχωριστή κατηγορία εικονογράφησης αποτελούν τα λογοτεχνικά περιοδικά, για τα οποία ο Γκίκας είτε σχεδίασε τα εξώφυλλα είτε χρησιμοποίησε παλαιότερα σχέδιά του για προμετωπίδες ή εικονογράφηση.
Ήδη από το 1935 επιμελήθηκε και σελιδοποίησε, μαζί με τον Δημήτρη Πικιώνη, το περιοδικό «Το 3ο Μάτι», ενώ το 1939 το τεύχος της «Νέας Εστίας» που ήταν αφιερωμένο στα πενηντάχρονα του Δημοτικισμού, κυκλοφόρησε με μια αυθεντική λιθογραφία του. Τα εξώφυλλα των περιοδικών, «Αιξωνή», «Φιλολογική Κυριακή», «Griffon», καθώς και άλλων, παρουσιάζονται μαζί με τα προσχέδια εικονογράφησής τους.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 7.4.2018