Το εμβληματικό δίδυμο της σύγχρονης τέχνης, Gilbert & George, ένα από τα πιο σπουδαία καλλιτεχνικά ζευγάρια του 20ού αιώνα, με περισσότερα από 50 χρόνια κοινής ζωής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, παρουσιάζουν τα νέα τους έργα οnline στην γκαλερί White Cube, από τις 2 Μαρτίου έως την 1η Μαΐου 2021.
Εικοσιέξι συνολικά έργα, αποτέλεσμα της δουλειάς τους τα τελευταία δυο χρόνια, υπό τον τίτλο New Normal Pictures, συγκροτούν το σώμα για ένα ακόμα ταξίδι σε έναν οραματικό κόσμο ηθικής που θυμίζει το Pilgrim's Progress, μια χριστιανική αλληγορία του 1678 που γράφτηκε από τον John Bunyan, ένα ταξίδι από αυτόν τον κόσμο σε αυτό που πρόκειται να έρθει, που θυμίζει, όπως περιγράφεται σε ένα από τα πιο σημαντικά έργα θρησκευτικής, θεολογικής φαντασίας στην αγγλική λογοτεχνία.
Το ταξίδι τους αυτήν τη φορά στα νέα τους έργα γίνεται με τα πόδια, στους ατελείωτους δρόμους του Λονδίνου, περιστασιακά με λεωφορείο στην ανατολική πλευρά της πόλης, τις οικιστικές και πολεοδομικές αλλαγές της και σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον. Τα έργα τους έχει τον αέρα από τις παράξενες μέρες που ζούμε και ενώ οι ίδιοι βρίσκονται σε δημιουργικό πυρετό, επιβλέποντας και το Gilbert & George Center, ένα μουσείο αφιερωμένο στη δουλειά τους, που δημιουργούν στο East End, παρατηρούν γύρω τους τον κόσμο στη δίνη του κορωνοϊού.
Και αν τα βιβλία γράφουν ότι δημιουργούν φιγούρες εννοιολογικής και παραστατικής τέχνης, οι ίδιοι μιλούν με το έργο τους για το σώμα και την ψυχή δυο νεαρών που συναντήθηκαν και ερωτεύτηκαν στο κολέγιο τέχνης το 1967 και έβαλαν αυτή την ένωση στο επίκεντρο της τέχνης τους και της σύγχρονης τέχνης.
Τα έργα τους με τους δυο ως ζωντανά γλυπτά στοιχειώνουν το Λονδίνο που μοιάζει χαοτικό, πιστεύοντας ότι η επανεγγραφή της ιστορίας στην πόλη γίνεται με ανόητο τρόπο, με το γκρέμισμα των αγαλμάτων και ακτιβιστικές δράσεις. Οι ίδιοι στα έργα τους φαίνονται ζαλισμένοι, χτυπημένοι και υποφέρουν τραγικά, σωριασμένοι στους δρόμους του Λονδίνου ή σε μια στάση λεωφορείου, ενώ σε ένα άλλο έργο φαίνονται να σέρνονται στους τάφους τους, κάνοντας για μια φορά αυτό που γνωρίζουν τέλεια, τη συμβολική προβολή της δικής τους καθημερινής ύπαρξης.
Και αν τα βιβλία γράφουν ότι δημιουργούν φιγούρες εννοιολογικής και παραστατικής τέχνης, οι ίδιοι μιλούν με το έργο τους για το σώμα και την ψυχή δυο νεαρών που συναντήθηκαν και ερωτεύτηκαν στο κολέγιο τέχνης το 1967 και έβαλαν αυτή την ένωση στο επίκεντρο της τέχνης τους και της σύγχρονης τέχνης.
Τα έργα τους δεν αφορούν μόνο τη δική τους ιστορία. Αφορούν την ιστορία κάθε σύγχρονου διαβάτη του αιώνα που απορεί, θυμώνει και αναρωτιέται και ταξιδεύει στη ζωή με μια βαλίτσα φετίχ, οραμάτων, ονείρων και θραυσμάτων της αληθινής ζωής.
Στη διάρκεια της πανδημίας, όπως αφηγούνται στον Τζόναθαν Τζόουνς του Γκάρντιαν, έζησαν μερικές κηδείες, ένα παράνομο ρέιβ πάρτι στη γειτονιά τους, είδαν τον έναστρο ουρανό πιο καθαρά και χωρίς τη ρύπανση του Λονδίνου, αλλά δεν θέλουν να αφεθούν σε αυτή την εγωιστική στιγμή απόλαυσης του ουρανού, όταν δίπλα τους δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν μέσα δυστυχία με τους δικούς τους να υποφέρουν.
Οι Γκίλμπερτ και Τζορτζ έχουν εκφράσει πολλές φορές την πολιτική τους άποψη, είναι φωτισμένοι δεξιοί με συμπόνια που θα έκανε πολλούς προοδευτικούς και υπέρμαχους της κοσμικής φιλανθρωπίας να κοκκινήσουν.
Στο κομψό Mason's Yard, όπου παρουσιάζονται τα έργα τους, φορούν για ακόμα μια φορά τα υπέροχα ραμμένα κοστούμια τους «στην πένα», διασχίζουν σε μια απίθανη πορεία τον πλανήτη γη, όχι ονειροβατώντας πια, όπως λένε, αλλά κοιτάζοντας χαμηλά. «Τώρα κοιτάζουμε προς τη γη και αρχίζουμε να βλέπουμε έναν νέο κόσμο: η ανθρωπότητα κοιτάζει προς τα κάτω» λένε στη συνέντευξή τους.
Άλλωστε σε αυτά τα έργα τους εμφανίζονται και αντικείμενα που έχουν βρει καθώς περπατούν στο Λονδίνο, στο έδαφος, από κουβέρτες, γκράφιτι σε μπαλόνια, παλιά μπιχλιμπίδια και σακουλάκια ναρκωτικών, ακόμα και μια εικόνα του Bob Marley. Ο ωμός ρεαλισμός συνταξιδεύει με άβολα όνειρα, σε μέρη οικεία και παράξενα, πάντα ιδωμένα με τη λοξή, χιουμοριστική και πικρή ματιά τους. Και μαζί τους ταξιδεύουν διαθέσεις και συναισθήματα, χωρίς λεπτότητα, υπαινιγμούς και την αστική κοσμικότητα που μόνο εκείνοι προσδίδουν στην εικόνα τους μέσα από την ατσαλάκωτη πανοπλία τους.
O Gilbert Proesch και ο George Passmore συναντήθηκαν ως φοιτητές στο Saint Martin’s School of Arts το 1967. Από τότε, και για 54 χρόνια, ως ζωντανά γλυπτά, δημιουργούν μια σκληρή, ιδιότυπη, ποιητική και συγκινησιακά φορτισμένη πρωτόγονη Αντι-Τέχνη, στην οποία η τάξη και η τρέλα βρίσκονται σε διαρκή ένταση μεταξύ τους.
Ο Γκίλμπερτ γεννήθηκε και μεγάλωσε στη μικρή πόλη Σαν Μαρτίνο των ιταλικών Άλπεων. Σπούδασε αρχικά στη Γερμανία, στη σχολή τέχνης Βόλκενσταϊν, στη σχολή Χαλάιν και στην Ακαδημία Τέχνης του Μονάχου. Το 1967 μετακόμισε στο Λονδίνο για να συνεχίσει τις σπουδές του στη σχολή τέχνης Σεντ Μάρτιν, όπου επικοινωνούσε με νοήματα, δεδομένου ότι δεν μιλούσε αγγλικά. Ο Τζορτζ σε ηλικία 15 ετών εγκατέλειψε το σχολείο. Αργότερα σπούδασε στη σχολή τέχνης για ενήλικες του Ντάρλινγκτον. Η γνωριμία τους πραγματοποιήθηκε στη σχολή Σεντ Μάρτιν, το 1967, όπου και οι δύο παρακολουθούσαν μαθήματα σύγχρονης γλυπτικής.
Ο κύριος σκοπός των έργων τους ήταν η πρόκληση. Χρησιμοποιούσαν τους εαυτούς ως κινούμενα γλυπτά. Όταν το 1968 τα έργα τους απορρίφθηκαν από μία έκθεση μοντέρνας και δημιουργικής τέχνης στο Λονδίνο, εκείνοι προς απάντηση ζωγράφισαν τα κεφάλια τους και εμφανίστηκαν στην τελετή εγκαινίων, όπου στέκονταν ακίνητοι στο κέντρο της γκαλερί, ως ζωντανά εκθέματα. Οι δύο καλλιτέχνες σε μεγάλο μέρος του έργου τους προσπαθούν να αναδείξουν τα ανθρώπινα ταμπού και παρουσιάζουν αίμα, ούρα, σπέρμα και ανθρώπινα περιττώματα. Επίσης, σε πάρα πολλά έργα τους παρουσιάζονται οι δικές τους φυσιογνωμίες.
Η τεχνοτροπία τους είναι καθαρά ποπ και δεν διστάζουν να δανειστούν πολλά στοιχεία από τον Άντι Γουόρχολ, αλλά και από αστέρες της ποπ μουσικής, δημιουργώντας φιγούρες ανάλογες με αυτές του συγκροτήματος Roxy Music και του Ντέιβιντ Μπόουι.
Τα έργα τους προβοκάρουν και θίγουν θέματα όπως η βία, ο ρατσισμός, οι διακρίσεις κατά των μειονοτήτων, ο αλκοολισμός και η σεξουαλικότητα, ενώ δεν διστάζουν να ερευνήσουν τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης, χρησιμοποιώντας ακόμη και λέξεις και εικόνες που θεωρούνται προκλητικές. Η αρμονική σχέση των δύο καλλιτεχνών σε κάθε τους εμφάνιση και η αμεσότητα του λόγου τους διαμορφώνουν μια τέχνη προσεγγίσιμη από όλους. Ωστόσο, αναζητούν διαρκώς νέους τρόπους έκφρασης και επιχειρούν να εκθέτουν τον θεατή στη διαφορετικότητα, δοκιμάζοντας τις αντιδράσεις του.
Βάση τους αποτελεί το Λονδίνο, τα έργα τους, όμως, συμπεριλαμβάνονται σε μουσεία και ιδιωτικές συλλογές σε ολόκληρο τον κόσμο στο Σικάγο, το Μπιλμπάο, το Δουβλίνο, την Κωνσταντινούπολη, τη Στοκχόλμη, τη Νέα Υόρκη, την Κολονία, το Λος Άντζελες, το Σίδνεϊ, το Άμστερνταμ και το Λονδίνο.