Στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Πόρου ο Πάνος Χαραλάμπους εγκαθιστά καμβάδες από καπνό από την ενότητα έργων του με την οποία έχει ασχοληθεί επί δεκαετίες, συζητώντας με την αρχαιολόγο Μαρία Γιαννοπούλου. Η έκθεση γίνεται στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του ΥΠΠΟΑ για τη Διεθνή Ημέρα Μουσείων και τα επίσημα εγκαίνιά της θα πραγματοποιηθούν στις 17 Ιουνίου.
Κάθε χρόνο η γκαλερί Citronne συνεπιμελείται και συνδιοργανώνει με το μικρό αυτό και σημαντικό μουσείο που σήμερα βρίσκεται στη θέση της παλαιάς οικίας του Αλέξανδρου Κορυζή, πρωθυπουργού της Ελλάδας το 1941, η οποία δωρήθηκε από τους κληρονόμους του στο ελληνικό Δημόσιο για τον σκοπό αυτό, μια έκθεση-συνομιλία έργων σύγχρονων καλλιτεχνών με τα εκθέματα απ' όλη την περιοχή της Τροιζηνίας καθώς και με τα ευρήματα των παλαιών ανασκαφών του Φιλαδελφέως στην Ερμιόνη.
Ο Πάνος Χαραλάμπους τοποθετεί ένα από τα έργα του, τα «Επιγραφόμενα», πάνω από ένα μεγάλο ανάγλυφο που αναπαριστά έναν σκύλο λαξευμένο σε ογκώδη λιθόπλινθο και βρέθηκε στην περιοχή του Αγίου Γεωργίου στην κοιλάδα της Φούσας, όπου είναι από παλιά γνωστή η ύπαρξη εκτεταμένου αρχαίου οικισμού και νεκροταφείων.
Ένα άλλο έργο του τοποθετείται κοντά σε ένα γύψινο εκμαγείο της φημισμένης ενεπίγραφης στήλης από την Τροιζήνα με το κείμενο του αθηναϊκού ψηφίσματος που πρότεινε ο Θεμιστοκλής το 480 π.Χ. για την αντιμετώπιση της περσικής εισβολής.
Μέσα από ένα αρχαϊκό επίγραμμα, ένα επιτάφιο σήμα του Ανδροκλή, γιου του Ευμάρη, που βρέθηκε στα Μέθανα, ένα τιμητικό ψήφισμα της πόλης της Τροιζήνας για τον Εχίλαο Φιλωνίδου από τις Πλαταιές και το ενεπίγραφο βάθρο ενός χάλκινου ανδριάντα του αυτοκράτορα της Ρώμης Μάρκου Αυρηλίου, ανάθημα της πόλης των Μεθάνων, ο εικαστικός αποτίνει τον δικό του φόρο τιμής στις επιγραφές μέσα από υλικό που συνέλεξε, παρήγαγε και τακτοποίησε, συγκροτώντας ένα αρχείο που ερευνά και γιορτάζει τον καπνό ως πολιτιστικό επιβίωμα σε διαφορετικές πολιτιστικές καταστάσεις.
Στα έργα του ο Πάνος Χαραλάμπους χρησιμοποιεί γράμματα, λέξεις, ονόματα, αριθμούς, πράξεις, χρονολόγια πάνω σε φύλλα καπνού και τοποθετεί το υλικό του μεταξύ γραφής και αναπαράστασης. Σε αυτή την καλλιτεχνική πρακτική εμπλέκει και συσχετίζει χρονικότητες, συμπεριφορές, μοτίβα.
Στα έργα του ο Πάνος Χαραλάμπους χρησιμοποιεί γράμματα, λέξεις, ονόματα, αριθμούς, πράξεις, χρονολόγια πάνω σε φύλλα καπνού και τοποθετεί το υλικό του μεταξύ γραφής και αναπαράστασης. Σε αυτή την καλλιτεχνική πρακτική εμπλέκει και συσχετίζει χρονικότητες, συμπεριφορές, μοτίβα.
Γεννημένος στην Αιτωλοακαρνανία το 1956, ο Χαραλάμπους μεγάλωσε σε ένα καπνοχώρι ενεργό μέχρι τη δεκαετία του '90, οπότε άρχισε να διαλύεται η παραγωγή του καπνού και μαζί με αυτήν οι κοινότητες, τα πανηγύρια. Οι κάτοικοι μετανάστευσαν στην Αθήνα και ο τόπος ακολούθησε τη μοίρα της αγροτικής Ελλάδας.
Η οικογένειά του ήταν καπνοπαραγωγοί και ψαράδες, αλλά εκείνος ήθελε να σπουδάσει τέχνη, σε αντίθεση με τον πατέρα του, που, όπως όλοι οι γονείς, ήθελε το παιδί του να σπουδάσει κάτι «σοβαρό» και τον έστειλε να γίνει φαρμακοποιός στην Μπολόνια τη δεκαετία του '70.
Εκεί άκουσε τον Δημήτριο Στράτος, γνώρισε την άρτε πόβερα, τη μόδα και τα «αλάνια τα ωραία», όπως λέει, και επέστρεψε, «γιατί έτσι υπαγόρευε η ηθική και η οικογένεια» που δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει, «άρρωστος» με τη μοντερνιτέ και τα ωραία της Ιταλίας.
Στην Ελλάδα επέστρεψε στις 2 Νοεμβρίου του 1975 – το θυμάται γιατί οι εφημερίδες που έφερε μαζί του είχαν πρωτοσέλιδο τη δολοφονία του Παζολίνι.
«Έφυγα χωριάτης που έκλαιγε όταν αποχωρίστηκε τη μάνα του και επέστρεψα ταραγμένος απ' όσα είδα και έζησα στην Ιταλία, ένας άλλος άνθρωπος».
Με το όνειρο της Ιταλίας έζησε τα επόμενα χρόνια, αλλά δεν κατάφερε να ξαναφύγει, έτσι πήγε στα ΚΑΤΕΕ για γραφιστική. Δούλευε στην Πειραϊκή Πατραϊκή, τα βράδια σε μπαρ και αποφάσισε τελικά να δώσει την Καλών Τεχνών. Μπήκε με την τέταρτη, «μου βγήκε η ψυχή», λέει, γιατί τότε τα πράγματα ήταν δύσκολα πολύ. Έδιναν δυο χιλιάδες άτομα και έμπαιναν τριάντα.
Μπήκε τελικά το ’83, την ίδια εποχή που μπήκε στη σχολή και ο Νίκος Κεσσανλής ως καθηγητής, ο άνθρωπος που τον ενέπνευσε και στον οποίο αναφέρεται μέχρι σήμερα. Η γενιά του ήταν ο Νίκος Ναυρίδης, ο Νίκος Τρανός, ο Ζάφος Ξαγοράρης, ο Μάριος Σπηλιόπουλος.
«Δάσκαλος τριάντα χρόνια, φοιτητής πέντε, βάλε και τέσσερα χρόνια μέχρι να μπω, σαράντα χρόνια φούρναρης» μου λέει ο πρώην πρύτανης της Καλών Τεχνών που τον Σεπτέμβριο θα αποχαιρετήσει για πάντα τη σχολή στην οποία πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Το εναρκτήριο λάκτισμα για το έργο του το έδωσε η Ιταλία και η άρτε πόβερα, «όταν είδα τα δαφνόφυλλα του Πενόνε και ότι οι ύλες της ζωγραφικής δεν ήταν μόνο τα σωληνάρια των χρωμάτων αλλά και το χώμα, τα φύλλα, τα ξύλα, οι λάσπες, οι πέτρες αναγάλλιασε η καρδιά μου, αισθάνθηκα ότι υπάρχω κι εγώ μέσα σε μια νομιμοποιητική αρχή. Διαβάζοντας και τα κείμενα του Παζολίνι, του Κουνέλη, του Πίνο Πασκάλι, για την πενία ως αρετή, άρχισε να γεννιέται αυτή η πίστη για μια τέχνη από κάτω, γήινη, όχι μόνο πνευματική, όπως αυτής της Αναγέννησης που ήξερα μέχρι τότε.
Τότε, μάλιστα, έκανα τη σκέψη ότι εμείς εκεί κάτω έχουμε καπνά, έχουμε ψάρια, πανηγύρια, γλέντια – μήπως είναι στοιχεία τέχνης αυτά; Αυτό δεν υπήρχε μέχρι τότε μέσα μου, έτσι επιθύμησα να κάνω κάτι γήινο αλλά και πνευματικό και να το πλάσω. Ο λαϊκός πολιτισμός μέχρι τότε δεν είχε τύχη στην αισθητική αυτή των σχολών, ενώ η άρτε πόβερα νομιμοποιούσε αυτή ακριβώς τη δύναμη που έρχεται από κάτω.
Όταν είδα τον Πίνο Πασκάλι να χώνεται μέχρι τον λαιμό στα χώματα, σκέφτηκα "αυτά τα κάνουμε στα χωριά, στα πανηγύρια". Και ενώ είχε μια καταγωγή γήινη όλο αυτό, είχε ταυτόχρονα και μια πνευματική διατύπωση, αυτό που θα λέγαμε με τα λόγια του Παλαμά "ψυχή γεμάτη σάρκα", μια πνευματικότητα που προϋποθέτει την ύλη. Όταν είδα τον Κεσσανλή να το εκπροσωπεί αυτό, είπα "εδώ είμαστε, δεν πάω στο εξωτερικό"».
Με αυτές τις σκέψεις που έκανε τότε γεννήθηκε η σειρά των έργων του για τα καπνά πριν από σαράντα χρόνια και ενώ ξεκίνησε να τα χρησιμοποιεί εμπνευσμένος από τη λατρεία της ύλης, σήμερα τα εντάσσει σε μια τεχνική βασισμένη σε μια τεχνολογία αρκετά θεαματική ώστε να υπάρξει με όρους καλλιτεχνικούς.
«Με αυτή την έκθεση μου δίνεται μια ευκαιρία να τα ξαναδώ όλα αυτά τώρα που είμαι εξήντα έξι χρονών, τους καπνιστές, τη διάταξη των προσώπων, το δικό μου τοτέμ, το καπνόφυλλο, την προσωπική μου μυθολογία. Υπήρχε μέσα μου ένα αίσθημα κορεσμού και παράλληλα ένα ερώτημα, πώς μέσα σε αυτόν τον αγροτικό κόσμο της γης που είχε τα πανηγύρια του και τις μουσικές του θα μπορούσα να δημιουργήσω μια περιοχή εκφραστική, "της τέχνης μου περιοχή", όπως λέει ο Καβάφης, και τι θα μπορούσα να κάνω ως ένας καλλιτέχνης προερχόμενος από μια περιοχή που δεν ορίζεται μόνο από τον όρο ελληνικότητα αλλά και από τα Βαλκάνια και από τη Μεσόγειο».
Ο Χαραλάμπους, απλώνοντας ένα έργο με φύλλα καπνού μπροστά μου, μου αφηγείται ιστορίες για την ύλη που χρησιμοποιεί, για το ωχρό χρώμα του φύλλου του καπνού που το λένε «λίρα» και μου εξομολογείται ότι το δικό του πρότυπο, το ποιοτικό, το διαισθητικό, δεν είναι οι μεγάλοι καλλιτέχνες και επιμελητές αλλά κάποια λαϊκά πρόσωπα. Μου μιλά για τις χαρμανατζούδες, γυναίκες από τη Σμύρνη που οι εργοστασιάρχες έφερναν ακόμα και αεροπορικώς για να μυρίσουν τα καπνά, να τα δουν, να τα ξεχωρίσουν, τα ξερικά από τα ποτιστικά, αυτά που πρασινίζουν από αυτά που ξανθίζουν, αν θα κάνουν ωραίο χαρμάνι, «γιατί ο καπνός είναι χημεία, δεν είναι απλό πράγμα, πώς θα γίνουν οι καύσεις;» μου εξηγεί.
Στα φύλλα καπνού ο Χαραλάμπους έγραψε ονόματα, έφτιαξε ένα δικό του εικονοστάσι προσώπων, οραμάτων και ιδεολογιών, όπου τα ντόπια καπνά συναντούν αυτά της Κούβας. Εδώ υπάρχει η ιστορία της ανθρωπότητας και της διανόησης και των φίλων, που γράφτηκε με μια πίπα στο στόμα,το όνομα του Φρόιντ και του Τσε και ο Στάλιν και ο Αλέν Ντελόν, αλλά και η μεγάλη μυθολογία του φιλμ νουάρ, ωραίες γυναίκες και άντρες που καπνίζουν δίπλα σε λαϊκούς ανθρώπους και φαντάρους. Όλο αυτό είναι το δικό του μείγμα, το εσωτερικό, το χαρμάνι, η καταγωγή, η ιστορία της σύγχρονης τέχνης, οι επαφές, οι προκάτοχοι, σαν κάτι που προέρχεται από πολλές γενεαλογίες.
Όταν τελειώνει το στήσιμο των έργων ο Χαραλάμπους ρωτά τον φύλακα του μουσείου που βρίσκεται για δεκαετίες εδώ αν του αρέσει ο τρόπος που μπήκαν τα έργα, «συνάδει» του απαντά εκείνος και ο καλλιτέχνης δείχνει χαρούμενος περισσότερο απ' ό,τι αν του το έλεγε κάποιος ειδικός.
Έχει άλλη μια ιστορία να μου αφηγηθεί, «ο Ντίρερ, όταν έδειχνε τα έργα του σε χανσεατικές πόλεις, στα παζάρια, δεν πήγαινε στους συναδέλφους του καλλιτέχνες ή τους τότε γκαλερίστες αλλά στους σαγματοποιούς, ζητούσε ένα σχόλιο που δεν θα το άκουγε από αλλού και είναι σημαντικό αυτό για την κοινότητα. Ακόμα και η μεγαλύτερη "ντίβα" προέρχεται από την κοινότητα, ανεξάρτητα από το το αν κάνει ότι δεν καταλαβαίνει. "Εμείς, λοιπόν, οι περιφερειακές κοινότητες, οι ελάσσονες σκηνές, έχουμε ανάγκη αυτή την ισορροπία. Ταλέντο έχουμε όλοι, σημασία έχει το σημείο στο οποίο όλοι συμμετέχουμε και εκεί ο καλλιτέχνης δεν είναι μόνο μια υπογραφή και ο θεατής ένα παθητικό υποκείμενο» λέει.
Η επεξεργασμένη λαϊκότητα των έργων του Πάνου Χαραλάμπους, η πνευματική αναζήτηση, εμφανής ακόμα και στην επιφάνειά τους, έρχεται να σταθεί δίπλα στον μεγάλο αντίπαλο, το μεγάλο φόντο, που είναι η αρχαιοελληνική τέχνη.
«Θεωρητικά, αν ακολουθήσει κάποιος την τυπική ευρωπαϊκή σκέψη, μπορεί να αναρωτηθεί τι σχέση έχουμε με αυτούς τους γίγαντες. Ως Έλληνες ίσως δεν μπορούμε να πούμε "είμαι" αλλά να αναρωτηθούμε "πώς συσχετίζομαι". Δεν μπορείς να υπάρξεις αν δεν θέτεις διαρκώς ερωτήματα για την ίδια σου τη δουλειά, για χρονικότητες, για άλλους ανθρώπους, για την καταγωγή σου. Νομίζω ότι σήμερα, αν έχουμε μια ελπίδα όχι να μοιάσουμε αλλά να αισθανθούμε τη σχέση μας με τους αρχαίους Έλληνες, είναι θέτοντας ερωτήματα. Δηλαδή, δίπλα στον Φειδία να βάλουμε και τους πελεκητές και την ανάγκη μιας πόλης να ορθώσει το ανάστημά της, να δούμε την εικόνα της πόλης, των ανθρώπων και της μεγάλης τέχνης. Η δραματικότητα αυτών των μυστηρίων, των μικρών και των μεγάλων, που αγγίζει την επιφάνεια και καταδύεται στο υπόστρωμα με συγκινεί.
Και μια και φεύγω από τη Σχολή Καλών Τεχνών το φθινόπωρο, να το πω κι αυτό, ότι το θαύμα που παίρνω μαζί μου είναι πως δεν έχω δει ατάλαντο άνθρωπο. Όσο και να προσπαθεί κάποιος να ορίσει τον ταλαντούχο, εγώ προσπαθώ να ορίσω τον ατάλαντο. Όλοι έχουν κάποια κλίση, που όταν βρουν ξέφωτο τη δείχνουν, στο μεταξύ όμως οι δυσκολίες της ζωής, οι συντεταγμένες προσεγγίσεις της τέχνης, τα ρεύματα, τα κοινωνικά ζητήματα, εμποδίζουν την εκδήλωσή της. Εδώ είναι ο κάτω κόσμος, ο βίος, η δυσκολία, εδώ είναι και το ερώτημα πώς μπορεί το ταλέντο να εντοπιστεί και να ανθήσει μέσα στον αβάσταχτο ρυθμό της ιστορίας».
Πάνος Χαραλάμπους
«Επιγραφόμενα»
Συνδιοργάνωση-συνεπιμέλεια: Αρχαιολογικό Μουσείο Πόρου - Γκαλερί Citronne
Αρχαιολογικό Μουσείο Πόρου
Διάρκεια έκθεσης: Έως 31 Οκτωβρίου 2022