Όποιος φτάσει στον Ψηλορείτη, στην κορυφή Τίμιος Σταυρός, σε μια τοποθεσία άγρια και καθηλωτική, ίσως βρει στον δρόμο του τα έργα μιας Μπιενάλε παντοτινής, τα ίχνη μιας περιπέτειας του επιμελητή Σταμάτη Σχιζάκη που προσκάλεσε καλλιτέχνες έξω από τον «προστατευμένο», ορισμένο τόπο μιας σύγχρονης συνθήκης, για να δουλέψουν εντάσσοντας τα έργα τους σε ένα φυσικό περιβάλλον.
Αν και γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη, ο Σταμάτης Σχιζάκης δεν είχε επισκεφθεί το ορεινό της τμήμα μέχρι πολύ πρόσφατα, ενώ δεν είχε καμία βιωματική σύνδεση με την καταγωγή του. Ο Ψηλορείτης έχει σημαντική θέση στη μυθολογία της αρχαίας Ελλάδας ως το μέρος που ανατράφηκε ο Δίας, κρυφά από τον πατέρα του Κρόνο.
Παρ' όλα αυτά, δεν τον βλέπει σαν ένα από τα συμβολικά βουνά, όπως, π.χ. ο Όλυμπος, το Αραράτ, το όρος Σινά ή το λογοτεχνικό «Όρος Ανάλογο» του Ρενέ Ντομάλ, που να έχει κάποια μυστικιστική ή μαγική σημασία. Είναι ένα απολύτως πραγματικό βουνό, χωρίς τίποτα γραφικό και ψεύτικο, και ένα εξαιρετικό μέρος για να κρυφτείς αν είσαι θνητός.
Βλέποντας τις φωτογραφίες που τράβηξε, τα μόνα αναλλοίωτα τεκμήρια της Μπιενάλε του Ψηλορείτη, εκεί όπου οι Νύμφες τάιζαν τον Δία μέλι και γάλα, στον τόπο που τον τραγουδούν ποιητές και ονειρεύονται να τον κατακτήσουν οι θνητοί, μας αφηγείται το οδοιπορικό του στο βουνό μέσα από την τέχνη και όπως το κατέγραψε στα ημερολόγιά του.
Έχουμε συνδέσει τις εκθέσεις σύγχρονης τέχνης με ένα κοσμικό και μητροπολιτικό περιβάλλον, οπότε η υλοποίηση μιας μπιενάλε σε έναν απομακρυσμένο και ακατοίκητο τόπο φαινόταν έως και σαν φάρσα. Όταν ξεκίνησα την υλοποίηση αυτού του εγχειρήματος, το ονόμασα «Πρώτη, τελευταία και παντοτινή Μπιενάλε του Ψηλορείτη» για να αναφερθώ σε αυτό το οξύμωρο.
— Πώς σκέφτηκες να κάνεις αυτή την μπιενάλε, να την ονομάσεις «μπιενάλε» και να την κάνεις στον Ψηλορείτη;
Ανεβαίνοντας για πρώτη φορά στα 2450 μέτρα, στην κορυφή Τίμιος Σταυρός του Ψηλορείτη, και βρίσκοντας τον εαυτό μου για πρώτη φορά σε μια τόσο δυσπρόσιτη και άγρια τοποθεσία, σκέφτηκα την υλοποίηση μιας έκθεσης σύγχρονης τέχνης ως παράδοξο. Έχουμε συνδέσει τις εκθέσεις σύγχρονης τέχνης με ένα κοσμικό και μητροπολιτικό περιβάλλον, οπότε η υλοποίηση μιας μπιενάλε σε έναν απομακρυσμένο και ακατοίκητο τόπο φαινόταν έως και σαν φάρσα.
Όταν ξεκίνησα την υλοποίηση αυτού του εγχειρήματος, το ονόμασα «Πρώτη, τελευταία και παντοτινή μπιενάλε του Ψηλορείτη» για να αναφερθώ σε αυτό το οξύμωρο. Μια έκθεση που ονομάζεται Μπιενάλε, η οποία όμως δεν είναι μπιενάλε, καθώς δεν επαναλαμβάνεται κάθε δυο χρόνια, αλλά είναι παντοτινή, συμβαίνει δηλαδή σε μια αχρονική συνθήκη χωρίς αρχή και τέλος.
— Τι σημαίνει ο Ψηλορείτης σε σχέση με τα έργα σύγχρονης τέχνης;
Αξιοποιώ την απόλυτη ελευθερία που μπορεί να βρει κάποιος σε ένα βουνό και μοιράζομαι αυτήν τη συνθήκη με τους καλλιτέχνες. Περιπλανιέμαι σε βοσκοτόπια, κοινούς τόπους δηλαδή που δεν ανήκουν σε κανέναν αλλά ανήκουν σε όλους, και πραγματοποιώ πειραματικές καλλιτεχνικές δράσεις από τη θέση του επιμελητή-παραγωγού, σύμφωνα με τις οδηγίες των καλλιτεχνών. Δεν έχω να λογοδοτήσω σε κανέναν εκτός από τον καλλιτέχνη και τον εαυτό μου, ειδικά εφόσον οποιαδήποτε παρέμβαση κάνω είναι εφήμερη και σχεδόν άυλη.
Με προβληματίζει η μονομερής σύνδεση του σύγχρονου με το αστικό και θεωρώ ότι η «Πρώτη, τελευταία και παντοτινή Μπιενάλε του Ψηλορείτη» μπορεί να συμβάλει στην εκρίζωση αυτής της προκατάληψης και να αποτελέσει μια πλατφόρμα σύγχρονου πολιτισμού της υπαίθρου.
— Σε ποιους καλλιτέχνες απευθύνθηκες και γιατί;
Μέχρι τώρα έχω συνεργαστεί με τη Φοίβη Γιαννίση, την Κατερίνα Κατσιφαράκη, τη Ρένα Παπασπύρου, την Έφη Σπύρου, τη Μαρία Τσάγκαρη, τον Γιώργο Ξένο, τον Παντελή Χανδρή, τον Παναγιώτη Λουκά και τη Μαλβίνα Παναγιωτίδη, καθώς και με τις Αρχιτέκτονες της Φάλαινας. Οι επιλογές αυτές προέκυψαν οργανικά, από συζητήσεις και από πρότερη γνώση του έργου των καλλιτεχνών. Παρόλο που όλοι τους είναι καλλιτέχνες με εντελώς διαφορετική προσέγγιση και πρακτική, πιστεύω πως σε έναν βαθμό έχουν επηρεάσει αυτό το πείραμα ήδη από τη σύλληψη της ιδέας ή έχουν καθορίσει σημαντικά την εξέλιξή του.
Υπάρχει ένα μεγάλο απόθεμα σύγχρονης δημιουργικής σκέψης που δεν βρίσκει την κατάλληλη διέξοδο στους συμβατικούς εκθεσιακούς χώρους, και μέσα από την «Πρώτη, τελευταία και παντοτινή Μπιενάλε του Ψηλορείτη» προτείνω ένα μοντέλο που θα μπορούσε να λειτουργήσει παράλληλα, εναλλακτικά ή και ενάντια στο κυρίαρχο.
— Πώς στήθηκαν τα έργα και με ποιο σκεπτικό;
Κάθε έργο προκύπτει από διαφορετικό σκεπτικό και καταλήγει σε μια διαφορετική διαδικασία. Μικρά γλυπτά, όπως του Παναγιώτη Λουκά και της Μαλβίνας Παναγιωτίδη, εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην εκκλησία του Τίμιου Σταυρού, στην κορυφή του Ψηλορείτη, και μετά αφαιρέθηκαν. Έργα όπως τα γλυπτά από ζυμάρι της Κατερίνας Κατσιφαράκη εγκαταλείφθηκαν στα στοιχεία της φύσης σαν προσφορά, για όσο κρατήσουν, σε διάφορες περιοχές του βουνού. Μια σειρά από σχέδια του Γιώργου Ξένου με μελάνι σε χαρτί τοποθετήθηκαν μέσα σε προστατευτικές μεταλλικές θήκες πάνω σε σωρούς από πέτρες για να τα ανακαλύψουν περαστικοί.
Άλλες φορές περιφέρω και καταγράφω κάποιο αντικείμενο για τους σκοπούς του έργου, όπως στην περίπτωση του έργου της Ρένας Παπασπύρου, που μου έδωσε ένα κομμάτι ασφάλτου από το Παγκράτι για να το μεταφέρω και να το φωτογραφίσω σε διάφορα σημεία, σε πλαγιές και μονοπάτια, ή στο έργο του Παντελή Χανδρή, που μου έδωσε έναν φωτογραφικό ρεφλέκτορα να τον φωτογραφίσω σε διαφορετικές γωνίες, σαν φεγγάρι κατά την ανάβαση και σαν ήλιο στην πορεία της επιστροφής.
Για το έργο της Έφης Σπύρου, μια εφήμερη παρέμβαση στο τοπίο με ανακλαστική ταινία, έπρεπε να παραμείνω στην ύπαιθρο τη νύχτα για να φωτογραφίσω την αντανάκλαση του φεγγαριού και του φωτογραφικού φλας στο σκοτάδι. Κάποιος που θα περιπλανηθεί λίγο εκτός του μονοπατιού προς την κορυφή θα συναντήσει και τα ίχνη του έργου της Φοίβης Γιαννίση, για το οποίο εγγράφηκαν σε διάφορα σημεία στίχοι από την ποιητική της συλλογή «Χίμαιρα», αλλά και της Ίριδας Λυκουριώτη (Αρχιτέκτονες της Φάλαινας), που μου ζήτησε να ανέβω στην κορυφή, υποβοηθούμενος από μια επανασχεδιασμένη κατσούνα, και να σηματοδοτήσω τα «εραστήρια» που θα έβρισκα στην πορεία μου προς την κορυφή, δηλαδή τα μέρη στα οποία κάποιοι θα μπορούσαν να κάνουν έρωτα.
Για το έργο της Μαρίας Τσάγκαρη ακολούθησα μια σειρά από οδηγίες, τραβώντας φωτογραφίες σε μια πενταήμερη διαμονή στο βουνό, τις οποίες μετά η καλλιτέχνιδα αξιοποίησε για την εικονογράφηση ενός κινηματογραφικού σεναρίου. Με σεβασμό στο περιβάλλον του βουνού, οτιδήποτε δεν είναι απολύτως εφήμερο γίνεται με μια οριακή υλικότητα, όπως η γραφή, μετατόπιση υλικού, βρώσιμα ή βιοδιασπώμενα υλικά.
Μέχρι τώρα έχουν πραγματοποιηθεί 9 έργα στο πλαίσιο της «Πρώτης, τελευταίας και παντοτινής Μπιενάλε του Ψηλορείτη», ενώ τα επόμενα ετοιμάζονται. Κρατάω σημειώσεις για τις θέσεις των έργων ώστε σε λίγα χρόνια ένας επισκέπτης του βουνού να μπορεί να περιπλανηθεί με τους έντυπους καταλόγους ή έναν χάρτη, αναζητώντας τα ίχνη και τις θέσεις των έργων της Μπιενάλε.
Οι κατάλογοι είναι και το κύριο μέσο διαμεσολάβησης, αφού είναι μάλλον απίθανο κάποιος να προσπαθήσει να επισκεφτεί τα έργα στον Ψηλορείτη, εφόσον μάλιστα πολλά είναι ορατά για ένα απροσδιόριστα μικρό χρονικό διάστημα.
— Τι είναι αυτή η εμπειρία για σένα;
Είναι μια απελευθερωτική διαδικασία μέσα από την οποία μπορώ να ασκήσω ανεμπόδιστα τις επιμελητικές μου ικανότητες, συνεργαζόμενος με μοναδικές καλλιτεχνικές προσωπικότητες σε επίπεδο επαγγελματικό αλλά σε πλαίσιο που ορίζεται από την αγάπη, την επιθυμία και την απόλαυση.
Μέσα από την εξάλειψη των συνηθισμένων παρεμβολών στην καλλιτεχνική και επιμελητική εμπειρία, όπως οι επιβεβλημένες συνεργασίες, η οικονομία, οι πολιτικές των θεσμών, η στόχευση κοινού, μπορώ να εστιάσω στη σχέση επιμελητή, καλλιτέχνη και κοινού, ανακαλύπτοντας ξανά την ουσία της επιμέλειας της τέχνης και της τέχνης της επιμέλειας.