Το ραντεβού μας με τον κ. Χρήστο Μαργαρίτη είναι στη γωνία Σταδίου και Εδουάρδου Λω, ακριβώς εκεί όπου όταν ήταν πιτσιρικάς, τη δεκαετία του '50, περίμενε με την παρέα του κάθε Κυριακή βράδυ να κατεβάσουν οι βοηθοί του Βακιρτζή τις γιγαντοαφίσες της ταινίας που μόλις είχε τελειώσει για να ανεβάσουν αυτήν της επόμενης εβδομάδας. Αν η γιγαντοαφίσα είχε αντέξει στον αέρα και τη βροχή και δεν είχε σκιστεί, την τύλιγαν σε ρολό και ζωγράφιζαν και την άλλη όψη της – το χαρτί εκείνη την εποχή ήταν πανάκριβο. Ο κ. Μαργαρίτης περίμενε υπομονετικά, αν η γιγαντοαφίσα δεν θα χρησιμοποιούνταν πια, να αγοράσει με το ασήμαντο χαρτζιλίκι που μάζευε επί έναν μήνα ένα κομμάτι της, την Τζέιν Μάνσφιλντ, τον Γκάρι Κούπερ, ένα υποβρύχιο. Αυτές οι γιγαντοαφίσες που μαζεύτηκαν με πολύ πείσμα κομμάτι-κομμάτι και η τρέλα για τον κινηματογράφο μιας ολόκληρης παρέας οδήγησαν στη συλλογή «Starlets Collection» και στη συνέχεια σε μια έκδοση το 2012 με τις αφίσες και τα σχέδια για τον κινηματογράφο του Γιώργου Βακιρτζή με τίτλο «Προσεχώς». Στις 16 Φεβρουαρίου εγκαινιάζεται στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών η έκθεση «Όταν ο Γιώργος Βακιρτζής ζωγράφιζε για τον κινηματογράφο Αττικόν» που θα διαρκέσει μέχρι τις 9 Απριλίου.
Η όψη του ιστορικού κινηματογράφου δώδεκα χρόνια αφότου παραδόθηκε στις φλόγες παραμένει θλιβερή: λαμαρίνες, φραγμένο πεζοδρόμιο και ένα άδηλο μέλλον. Εκεί που στεκόμαστε, κοιτάζουμε το κουφάρι που κάποτε ήταν ο κινηματογράφος Έσπερος, το αντίπαλον δέος του Αττικόν, που διέθετε επίσης μια μεγαλοπρεπή αίθουσα.
Η δουλειά του Γιώργου Βακιρτζή που βλέπουμε σε αυτή την έκθεση είναι όλη ζωγραφισμένη στο χέρι. Τα μικρά μεγέθη, οι μακέτες, φτιάχτηκαν με ακουαρέλες, μελάνια, μολύβια και bic. Τα μεγάλα μεγέθη με ψαρόκολλα, ειδικό υλικό που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι αυτής της τέχνης για να κάνουν το έργο τους ανθεκτικό στη βροχή και η επεξεργασία του απαιτούσε επιδεξιότητα.
Τι κυριαρχούσε στην όψη των κινηματογράφων που μαγνήτιζε τα μάτια των περαστικών; Το μάρκετινγκ και η διαφήμιση της εποχής, οι γιγαντοαφίσες. Ο Γιώργος Βακιρτζής φιλοτεχνούσε αυτές του Αττικόν στο εργαστήριό του στη Χρήστου Λαδά 11 και «μονομαχούσε» καλλιτεχνικά με τον δάσκαλό του Στέφανο Αλμαλιώτη, που φιλοτεχνούσε αυτές του Έσπερου.
Τα ντεκόρ των σινεμά, αυτές οι τοιχογραφίες που ζωγράφισαν οι «Μιχαήλ Άγγελοι» των κινηματογραφικών δεκαετιών του ’50 και του ’60, ο Στέφανος Αλμαλιώτης, ο Γιώργος Βακιρτζής, τα αδέλφια Κώστας και Γιώργος Κουζούνης, ο Νικόλαος Ανδρεάκος, ο Παναγιωτόπουλος, ο Φαεινός και, προς το τέλος, οι Μεμάς Τουλιάτος και Μάριος Χονδρογιάννης, έβαλαν το μικρόβιο στον Χρήστο Μαργαρίτη, που μπορεί να μη γνώρισε τον Γιώργο Βακιρτζή, αλλά μέχρι σήμερα, ως πληθωρικός «εξπρεσιονιστής», ταχυδακτυλουργός στον χειρισμό της ψαρόκολλας, κάνει ένα ταξίδι ζωής μέσα από έργα τέχνης δημιουργημένα για βιοπορισμό και μόνο, για εμπορικό σκοπό, για να προσελκύσουν το βλέμμα του θεατή. Επρόκειτο για μεγάλα πορτρέτα ηθοποιών που εξέφραζαν με έναν τρόπο τον εσωτερικό κόσμο του ανήσυχου ζωγράφου.
Ο Κώστας Γαβράς, σε μια αφήγηση, λέει «ό,τι θ’ απομείνει από τα παλιά αθηναϊκά καφενεία και την ποιητική τους ατμόσφαιρα θα είναι οι ζωγραφιές που έφτιαξε ο Τσαρούχης. Ό,τι θ’ απομείνει από τα περισσότερα από τα εκατοντάδες έργα που προβλήθηκαν στις κινηματογραφικές αίθουσες της νιότης μας θα είναι οι ζωγραφισμένες γιγαντοαφίσες τους. Ο ζωγράφος αναπαριστά σε καθεμία απ’ αυτές τις στιγμές πάθους της εκάστοτε ταινίας. Αυτά τα πάθη συχνά δεν ήταν παρά η προσωπική ερμηνεία του καλλιτέχνη ή ακόμα και η ίδια του η επιθυμία για πάθος. Είχε έτσι όλη την ελευθερία για να υπαινιχθεί τον έρωτα, το μίσος, τον αισθησιασμό, την αρρενωπή ή ακόμη και τη ρομαντική περιπέτεια. Καθένας από τους ζωγράφους γνώριζε καλά τις επιθυμίες μας, που ήταν άλλωστε και οι δικές του».
Η δουλειά του Γιώργου Βακιρτζή που βλέπουμε σε αυτή την έκθεση είναι όλη ζωγραφισμένη στο χέρι. Τα μικρά μεγέθη, οι μακέτες, φτιάχτηκαν με ακουαρέλες, μελάνια, μολύβια και bic. Τα μεγάλα μεγέθη με ψαρόκολλα, ειδικό υλικό που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι αυτής της τέχνης για να κάνουν το έργο τους ανθεκτικό στη βροχή και η επεξεργασία του απαιτούσε δεξιοτεχνία.
Η διαδικασία είναι μαγική. Σε χαρτί βιομηχανικό που βλέπουμε στην έκθεση ζωγράφιζαν με χρώμα που έπαιρναν από ντενεκέδες, στους οποίους αναμειγνυόταν ζεσταμένη υγροποιημένη ψαρόκολλα ως συνδετικό υλικό και οι σκόνες των χρωμάτων. «Ζωγράφιζαν με μεγάλα πινέλα. Ο Βακιρτζής σε ένα ταινιάκι ενός λεπτού που υπάρχει στην έκθεση ζωγραφίζει με καταπληκτική ταχύτητα – το υλικό απαιτούσε ταχύτητα και αυτό ήταν και το μεγάλο ταλέντο αυτού του ανθρώπου. Και για να πάμε και σε άλλα στοιχεία του ταλέντου του, ζωγράφιζε κεφάλια πράσινα, κόκκινα, μπλε, ποπ αρτ πριν από τον Άντι Γουόρχολ. Δείχνουμε στην έκθεση την ατμόσφαιρα του εργαστηρίου του, τα υλικά, τα πινέλα, μία από τις παλέτες του, ξεκινάμε από μια τεκμηρίωση ιστορική», λέει ο κ. Μαργαρίτης και τονίζει ότι ο Βακιρτζής «δούλευε με ολόκληρη ομάδα που ετοίμαζε τα μείγματα, τα τελάρα, τα ξύλα και έγραφε καθ' υπόδειξίν του τα γράμματα, γιατί για κάθε έργο έκανε δική του γραμματοσειρά. Ανάλογα με το έργο, άλλαζε το στυλ».
Το εργαστήριό του θύμιζε αυτά των καλλιτεχνών της Αναγέννησης, με τη διαφορά ότι η διαδικασία της παραγωγής των γιγαντοαφισών διαρκούσε μόνο λίγες ώρες από τη στιγμή που οι αιθουσάρχες τούς έδιναν το υλικό promotion από τα κινηματογραφικά στούντιο, φωτογραφίες των ηθοποιών και κάποιες σκηνές. Χωρίς να έχει δει την ταινία ο Βακιρτζής έκανε τη μακέτα που βασιζόταν στα κυρίαρχα στοιχεία της. Είχε αρχείο των πρωταγωνιστών των ταινιών, και μάλιστα με κάνναβο, για να μπορεί να τις μεγεθύνει με το χέρι και να γίνονται τελικά τρία μέτρα. Με ταχύτητα προχωρούσε σε μια χωρίς διορθώσεις εκτέλεση. Ο ζωγράφος έπρεπε, εκτός από την επιδεξιότητά του ως προς την τεχνική, να είναι πολύ καλός, προικισμένος, εμπνευσμένος, με κατάρτιση βασική και μακροχρόνια μελέτη, καλλιτεχνικές αρετές και ικανότητες. Τα μυστικά της ψαρόκολλας τα ήξερε ο ίδιος και δυο-τρεις βοηθοί του. Χάθηκε αυτή η τέχνη, δεν υπήρξε το υλικό ξανά γιατί παρήκμασαν τα σινεμά τη δεκαετία του '70, καθώς ο κόσμος άρχισε να «πέφτει με τα μούτρα» στην τηλεόραση.
«Η άνθηση της γιγαντοαφίσας ξεκινά μετά τον πόλεμο, ενώ λίγο νωρίτερα του είχε διδάξει την τέχνη της ο Αλμαλιώτης, που τον προέτρεψε να πάει και στην Καλών Τεχνών. Η γιγαντοαφίσα κυριαρχεί στις δεκαετίες του '50 και του '60, μέχρι που έπεσε όταν έκλεισαν οι κινηματογράφοι», λέει ο κ. Μαργαρίτης.
«Συλλέξαμε όσο περισσότερο υλικό μπορούσαμε από τη δουλειά του Βακιρτζή που είχε σχέση με τον κινηματογράφο από πάθος και τρέλα. Στην έκθεση θα δούμε γιγαντοαφίσες τρία μέτρα επί ένα, σπαράγματα γιγαντοαφισών δυο μέτρα επί ένα, τη Βουγιουκλάκη, τον Κωνσταντάρα, τον Ρότζερ Μουρ, τον Κλιντ Ίστγουντ, μακέτες για γιγαντοαφίσες ταινιών, λιθόγραφα εκ των οποίων πολλά δεν έχει ούτε η Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Αυτά ήταν πάντα σπάνια γιατί η μοίρα τους ήταν να τα κολλούν σε μικρά πλαίσια σε γωνίες δρόμων, σε συνοικίες, για να προσελκύουν κόσμο – και τα κολλούσαν το ένα πάνω στο άλλο. Οι περισσότερες αφίσες καταστράφηκαν, ωστόσο κάποιες βρέθηκαν σε κατάλοιπα τυπογραφείων και άλλες στο αρχείο του Βακιρτζή που απ' όλους τους επαγγελματίες ήταν ο πιο συστηματικός σε αυτά τα θέματα, από τότε που έκανε στο Παρίσι μετεκπαίδευση στο μάρκετινγκ του κινηματογράφου – τον είχε στείλει η Σκούρας Φιλμς, δεν ήταν τυχαίος. Υπάρχει όλο το μπλοκ των σημειώσεών του που από μόνο του αποτελεί ένα σπάνιο τεκμήριο», λέει ο κ. Μαργαρίτης. «Όταν ζωγράφιζε, τις μακέτες τις έδινε στους βοηθούς του με σημειώσεις επάνω, οδηγίες. Βρήκαμε αρκετούς από αυτούς όσο ήταν εν ζωή. Ήταν ο μοναδικός που κρατούσε αρχείο με τις φωτογραφίες των προσόψεων όπου στήνονταν οι γιγαντοαφίσες, ως τεκμήριο της δουλειάς του. Βλέπεις μπροστά από το Αττικόν κόσμο, αυτοκίνητα, μια ασπρόμαυρη εποχή, τότε που πήγαινε ο κόσμος στα σινεμά ντυμένος ωραία. Δίπλα ήταν ο Βασιλόπουλος, η παλιά Κosta Βoda και τα περίπτερα της εποχής».
Το αρχείο του Βακιρτζή διασκορπίστηκε και η έκθεση αναβιώνει στις τέσσερις αίθουσες ένα κομμάτι ιστορίας του κινηματογράφου και ενός καλλιτέχνη που είναι γνωστός στους σινεφίλ και δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Οι νεότεροι τον έχουν γνωρίσει από τις εκδόσεις των φίλων της Starlets Collection. Από το 1945 μέχρι το 1965 που δούλεψε έκανε πάνω από 20.000 αφίσες, μάλιστα ένας άλλος γιγαντοαφισάς είχε πει ότι έχει κάνει τόσες γιγαντοαφίσες όσες θα χρειάζονταν για να καλύψουν τη διαδρομή Αθήνα - Θήβα αλέ ρετούρ με τρένο. Όταν σταμάτησε να κάνει έργα για τον κινηματογράφο ασχολήθηκε με ζωγραφική καβαλέτου, ενώ όλα τα προηγούμενα χρόνια έκανε και εξαιρετικά χαρακτικά, δουλεύοντας αθόρυβα, χωρίς να επιδεικνύεται. Ένα από τα έργα αυτά ήταν οι «Κόρες», λάδι πάνω σε κινέζικο μετάξι. Όταν ο Φίνος του είπε να κάνει την αφίσα της «Ηλέκτρας» του Κακογιάννη, μετέτρεψε το έργο σε αφίσα που πήρε και βραβείο στη Ρώμη.
Ο Νίκος Κούνδουρος, λάτρης του έργου του, γράφει: «Τον έβλεπες και νόμιζες πως δεν χώραγε μέσα στο σώμα του. Πνιγότανε. Το μυαλό του, η ψυχή του, η καρδιά του, το ηρωικό ασικλίκι των παππούδων του και ο καημός για τις χαμένες πατρίδες ζητάγανε εκδίκηση. Και ζωγράφιζε. Και κέρδιζε κομμάτι κομμάτι την ελευθερία του. Και τη μοίραζε ατσιγκούνευτα σε χαρτιά και σε μουσαμάδες. Και το καλό και το κακό, και το πολύ και το λίγο, και το σπουδαίο και το ξεπέταγμα, και η γιγαντιαία αφίσα στην είσοδο ενός κινηματογράφου, όλα μαζί, δικά του. Όμως οι διάβολοι της ζωής ζηλέψανε. Γιατί, διάβολος κι αυτός, ζωγράφιζε. Και αυτοί δεν μπορούσανε να ζωγραφίσουν. Και τον σκότωσαν».
«Γεννήθηκε το 1923 στη Μυτιλήνη και εργάστηκε στην αρχή (1936) ως βοηθός του Τούρκου Κιαμήλ Νουρ στην Κοκκινιά. Το εργαστήριό του έκανε ταμπέλες, επιγραφές για μαγαζιά, διακοσμήσεις για το τσίρκο, για πανηγύρια, σκηνικά για πλανόδιους θιάσους, καθώς και διαφημιστικές επιγραφές με ασβέστη πάνω σε μανδρότοιχους. Μαζί με τον Κιαμήλ έκανε τις πρώτες διαφημίσεις για τους κινηματογράφους της Κοκκινιάς, πάνω σε χαρτί του μέτρου, με χρώματα που αναμειγνύονταν με ψαρόκολλα. Εντυπωσιάζεται από τα πανό των κινηματογράφων Ορφεύς και Κρόνος (αργότερα Κοτοπούλη) στο κέντρο της Αθήνας και πληροφορείται ότι πρόκειται για έργα του Στέφανου Αλμαλιώτη. Έτσι το 1938, δεκαπέντε μόλις ετών, γίνεται στην αρχή βοηθός στο εργαστήριο του Αλμαλιώτη, που στεγαζόταν τότε στο εργαστήριο του σκηνογράφου Μήτσου Μακρή, ένα παλιό μηχανουργείο στην οδό Σοφοκλέους», γράφει η ιστορικός τέχνης Ειρήνη Οράτη.
Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1939-1946) κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη και στον Ουμβέρτο Αργυρό. Την περίοδο 1952-1953 σπούδασε χαρακτική και γραφικές τέχνες επίσης στη Σχολή Καλών Τεχνών και σε ελεύθερες ακαδημίες στο Παρίσι.
Από το 1945 ως το 1963 υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής της Σκούρας Φιλμς, φιλοτεχνώντας παράλληλα γιγαντοαφίσες για τους σημαντικότερους κινηματογράφους της Αθήνας. Συνεργάστηκε επίσης με τη Φίνος Φιλμς και το LTC του Παρισιού και διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής της διαφημιστικής εταιρείας Γνώμη Α.Ε. από το 1963. Παράλληλα ασχολήθηκε με την αφίσα του τοίχου και της προθήκης και διακόσμησε με επιγραφές και τοιχογραφίες σπίτια, εμπορικά περίπτερα και καταστήματα. Την περίοδο 1956-1974 το ενδιαφέρον του επεκτάθηκε και στις γραφικές τέχνες, στο πλαίσιο των οποίων επιμελήθηκε εκδόσεις και φιλοτέχνησε εξώφυλλα για βιβλία, λευκώματα και περιοδικά, ενώ συνέβαλε σημαντικά και στην προώθηση της εφαρμοσμένης φωτογραφίας στην Ελλάδα. Ενδιαφερόμενος σε θεωρητικό επίπεδο για την τέχνη, δημοσίευσε μελέτες και εξέδωσε τα βιβλία «25 αφίσες του Γ. Βακιρτζή» (Αθήνα, 1963), «Γιγαντοαφίσες του κινηματογράφου του Γ. Βακιρτζή» (Αθήνα, 1968) και «Η λαϊκή επιγραφή στην Ελλάδα» (Αθήνα, 1973/1974).
Ο Γιώργος Βακιρτζής σταμάτησε να ζωγραφίζει γιγαντοαφίσες το 1968. Ο επισκέπτης της έκθεσης, δεκαετίες μετά τη δημιουργία τους, μπορεί να αισθανθεί τη δύναμη και το ισχυρό μήνυμα που μεταφέρουν μέσα από στοιχεία της λαϊκής ζωγραφικής, της εξπρεσιονιστικής του γραφής, μέσα από γραμματοσειρές που είναι και σήμερα αξεπέραστες και νοήματα που συμπυκνώνονται σε ένα προσωπικό και μοναδικό ύφος.