Έχετε αναρωτηθεί ποτέ τι είδους πίνακες αγοράζουν οι ζωγράφοι, με ποιο κριτήριο τους επιλέγουν και αν αυτά τα έργα τέχνης επηρεάζουν τη δική τους τεχνοτροπία; Σε αυτό το ερώτημα επιδιώκει να απαντήσει η έκθεση «Painters’ Paintings: From Freud to Van Dyck» που μόλις ξεκίνησε στην Εθνική Πινακοθήκη στο Λονδίνο και ρίχνει φως στο προσωπικό γούστο οκτώ μεγάλων ζωγράφων. Στην έκθεση, που εκτείνεται σε περισσότερα από πεντακόσια χρόνια ιστορίας της τέχνης, παρουσιάζονται ογδόντα πέντε έργα, τα οποία ανήκαν στις προσωπικές συλλογές των Φρόιντ, Mατίς, Ντεγκά, Leighton, Lawrence, Reynolds και Βαν Ντάικ.
Την έμπνευση γι’ αυτή την έκθεση έδωσε ένας πίνακας που ανήκε σε ζωγράφο, η «Ιταλίδα» του Ζαν-Μπατίστ Καμίλ Κορό, έργο που δώρισε στο βρετανικό έθνος μετά τον θάνατό του το 2011 ο Λούσιαν Φρόιντ. Στη διαθήκη του ο ζωγράφος ανέφερε ότι η πράξη του αυτή έγινε σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς το Ηνωμένο Βασίλειο που τον δέχτηκε με θέρμη, μαζί με την οικογένειά του, όταν κατέφυγε εκεί κυνηγημένος από τους ναζί. Ο Φρόιντ, με τη διαθήκη του, όριζε ότι ο πίνακας θα έπρεπε να εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη, ώστε να τον χαίρονται οι μελλοντικές γενιές.
Στην έκθεση, η οποία εκτείνεται σε οκτώ δωμάτια, μπορεί κανείς να δει πώς ο Φρόιντ μάζευε έργα των Σεζάν, Auerbach, Ντεγκά και Constable, ενώ ο Ντεγκά επέλεγε κομμάτια των Πισαρό, Γκωγκέν, Mανέ, Ντελακρουά και Ρουσσώ. Η συλλογή του Mατίς, στην οποία πρωταγωνιστεί ο Πικάσο, περιλαμβάνει επίσης έργα των Ντεγκά, Σεζάν, Γκωγκέν και Signac, ενώ ο Reynolds προτιμούσε Ρέμπραντ και Gainsborough και ο Βαν Ντάικ τεράστια έργα του Τισιανού
Η απόκτηση της «Ιταλίδας» προκάλεσε το ενδιαφέρον για τις συλλογές των ζωγράφων και μια σειρά από συζητήσεις σχετικά με τα κριτήρια βάσει των οποίων επιλέγουν έργα τέχνης, καθώς και για το κατά πόσο αυτά στη συνέχεια τους επηρεάζουν – όσο για την «Ιταλίδα», αυτή επανεκτιμήθηκε ως έργο, με την οπτική του Φρόιντ ακόμα και να επισκιάζει τον ίδιο τον πίνακα του Κορό. Αποτέλεσμα όλων αυτών των συζητήσεων ήταν η έκθεση «Painters’ Paintings: From Freud to Van Dyck», με τα μισά από τα έργα της να είναι δάνεια από δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές, από τη Νέα Υόρκη και τη Φιλαδέλφεια ως την Κοπεγχάγη και το Παρίσι, ενώ κάποια από αυτά δεν είχαν εκτεθεί στο κοινό για αρκετές δεκαετίες.
Αυτό που ξαφνιάζει είναι ότι, όπως αποδείχτηκε, συχνά τα κίνητρα για την αγορά δεν ήταν τα αναμενόμενα: αν και οι ζωγράφοι συχνά επέλεγαν έργα που είχαν γι’ αυτούς συναισθηματική και καλλιτεχνική αξία, δεν λείπουν οι περιπτώσεις που απέκτησαν πίνακες ανταγωνιστών τους ή με καθαρά κερδοσκοπικές προθέσεις. Τα έργα από τις συλλογές αυτών των καλλιτεχνών αντιπαρατίθενται με μια σειρά από δικά τους έργα ζωγραφικής, αναδεικνύοντας τις συνδέσεις μεταξύ της δικής τους δημιουργικής παραγωγής και της τέχνης μαζί με την οποία έζησαν. Αυτά τα ζευγαρώματα και οι αντιπαραθέσεις ρίχνουν νέο φως τόσο στα έργα ζωγραφικής όσο και στη δημιουργική διαδικασία των ζωγράφων που τους ανήκαν, δημιουργώντας έναν δυναμικό και πρωτότυπο διάλογο ανάμεσα στην κατοχή και στη ζωγραφική δημιουργία.
Στην έκθεση, η οποία εκτείνεται σε οκτώ δωμάτια, μπορεί κανείς να δει πώς ο Φρόιντ μάζευε έργα των Σεζάν, Auerbach, Ντεγκά και Constable, ενώ ο Ντεγκά επέλεγε κομμάτια των Πισαρό, Γκωγκέν, Mανέ, Ντελακρουά και Ρουσσώ. Η συλλογή του Mατίς, στην οποία πρωταγωνιστεί ο Πικάσο, περιλαμβάνει επίσης έργα των Ντεγκά, Σεζάν, Γκωγκέν και Signac, ενώ ο Reynolds προτιμούσε Ρέμπραντ και Gainsborough και ο Βαν Ντάικ τεράστια έργα του Τισιανού. Όπως όμως μπορεί να διαπιστώσει ο επισκέπτης της έκθεσης, ο ζωγράφος του οποίου τα έργα αγαπούσαν και αγόραζαν οι ζωγράφοι-συλλέκτες είναι ο Σεζάν – αριστουργήματά του συναντάμε στις συλλογές των Ντεγκά, Φρόιντ και Ματίς.
Ο Ματίς ήταν ένας εξαιρετικά ευαίσθητος συλλέκτης κι ένα από τα πιο διάσημα έργα που ανήκουν στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου, το «La Coiffure» του Ντεγκά, πωλήθηκε σε αυτήν το 1936 από τον ζωγράφο, ο οποίος το είχε αποκτήσει το 1918. Ο Ντεγκά, ωστόσο, ήταν ο πιο ενθουσιώδης συλλέκτης από όλους κι ένας από τους μεγαλύτερους της εποχής του. Αγόραζε πίνακες για να υποστηρίξει τους φίλους του και τους συναδέλφους του ιμπρεσιονιστές, να διερευνήσει το δικό του στυλ ή απλώς για να αποτίσει φόρο τιμής σε ήρωες. Μερικά από τα αποκτήματά του μπορεί να δει σήμερα ο επισκέπτης, ανάμεσά τους και το βανδαλισμένο αριστούργημα του Μανέ «Η εκτέλεση του Μαξιμιλιανού», για την αγορά και την αποκατάσταση των κομματιών του οποίου κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες, μετά τον θάνατο του φίλου του.
«Τα έργα τέχνης είναι πρότυπα που θα μιμηθείτε και ταυτόχρονα αντίπαλοι που θα καταπολεμήσετε» έλεγε ο Joshua Reynolds και φαίνεται ότι αυτό το πνεύμα διέπνεε τις συλλογές των ζωγράφων-συλλεκτών. Σήμερα μπορούμε να ρίξουμε μια κρυφή ματιά στην καθημερινότητα των σπουδαίων αυτών καλλιτεχνών και να δούμε τα έργα που επέλεγαν να κρεμάσουν στον τοίχο του σπιτιού τους, μαζί με τα δικά τους. Χαρακτηριστική, άλλωστε, των προθέσεων της έκθεσης είναι η φράση της επιμελήτριάς της, Anne Robbins: «Ελπίζουμε ότι θα είναι μια πλούσια εμπειρία, κατά την οποία οι επισκέπτες θα κληθούν να εξετάσουν αυτά τα έργα ζωγραφικής από μια εντελώς διαφορετική οπτική γωνία».