Από το πεζοδρόμιο της Λένορμαν, απέναντι από το κτίριο του παλιού Καπνεργοστασίου, που ανήκει σήμερα στη Βουλή των Ελλήνων και ένα μέρος του στεγάζει τη βιβλιοθήκη και το τυπογραφείο της, η κατακόκκινη πινακίδα «Try again. Fail again. Fail better», η φράση του Μπέκετ από το έργο του Νίκου Ναυρίδη, αποκτά νέο νόημα. Εγκατεστημένο στην ταράτσα του κτιρίου της Βουλής και συνομιλώντας εκ νέου με την πόλη και τους πολίτες της, δρα σχεδόν θεραπευτικά, δίνοντάς σου την ενέργεια για να συνεχίσεις.
Είναι το πρώτο έργο της έκθεσης «Portals/Πύλες» που θα ανοίξει για το κοινό στις 11 Ιουνίου και θα διαρκέσει έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021 και οργανώνεται από τη Βουλή των Ελλήνων και τον οργανισμό ΝΕΟΝ.
Περνώντας τη βαριά πόρτα του παλιού Δημόσιου Καπνεργοστασίου, η εικόνα της ανακαινισμένης πτέρυγάς του είναι αποκαλυπτική. Χώροι 6.500 τ.μ. από τα συνολικά 19.000 τ.μ. του κτιρίου, οι οποίοι μέχρι πρόσφατα παρέμεναν κλειστοί και εγκαταλελειμμένοι, παραδίδονται στο κοινό από το ΝΕΟΝ, που ανέλαβε την αναμόρφωση της ισόγειας βόρειας-βορειοδυτικής πτέρυγας, του επιβλητικού αιθρίου και του κτιρίου του πρώην τελωνείου, με σκοπό να αναδειχτεί σε έναν σύγχρονο πολιτιστικό και κοινωνικό χώρο, ανοιχτό σε όλους.
Με 59 καλλιτέχνες από 27 χώρες, 15 νέες αναθέσεις έργων από τον ΝΕΟΝ και 18 Έλληνες καλλιτέχνες, η έκθεση ανοίγει σε μια συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, αφενός τη 200ή επέτειο από την Ελληνική Επανάσταση και αφετέρου την περίοδο της πανδημίας που συνταράσσει τα κράτη και τις κοινωνίες των ανθρώπων για να αναπτύξει μηνύματα, ιδέες και προβληματισμούς της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Ο εύστοχος τίτλος της πρώτης έκθεσης που φιλοξενείται –«Πύλες»‒ δείχνει την πρόθεση το μέρος αυτό να αποτελέσει ένα δυναμικό κέντρο συνάντησης και ανταλλαγής ιδεών, ένα σημείο μετάβασης από έναν κόσμο σε έναν άλλο, όπως έγραψε η Ινδή συγγραφέας του μυθιστορήματος «Ο Θεός των μικρών πραγμάτων» Αρουντάτι Ρόι στους «Financial Times» στις 3 Απριλίου 2020, θεωρώντας ότι το ρήγμα που δημιούργησε η πανδημία σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο ανοίγει μια πύλη ‒ μένει σ’ εμάς να διαπραγματευτούμε τη μετάβασή μας μέσα από αυτήν.
Αυτό επιδιώκει και η έκθεση που εξερευνά τη σύγχρονη πραγματικότητα και αποτίνει φόρο τιμής σε έναν κόσμο που χρειάζεται θεραπεία και ενότητα, συνδέοντας κληρονομιές και κουλτούρες, πρακτικές, χειρονομίες και συναισθήματα.
Το επιβεβαιώνει το βλέμμα του Steve McQueen που κοιτάζει κατάματα τον θεατή, με τα χέρια και τα πόδια του δέσμια και ένα σιδερένιο κολάρο γύρω από τον λαιμό. Η μεγάλη «ταπετσαρία» με την εικόνα του ίδιου καλλιτέχνη σε μια στιγμή προσήλωσης, σιωπής και ακινησίας που κοιτά θαρραλέα, επαναλαμβάνοντας την ίδια την εικόνα του στο έργο, υπαινίσσεται τη βαναυσότητα των πλοίων που μετέφεραν σκλάβους και συνδέονται με τη συλλογική μνήμη του δημόσιου χώρου που σημαδεύτηκε από τον φόνο του Τζορτζ Φλόιντ, πυροδοτώντας αντιδράσεις κατά του ρατσισμού σε όλο τον κόσμο.
Η μία πλευρά του αιθρίου, που έχει διατηρήσει τη μνήμη του χρόνου, είναι η πρώτη εικόνα μπαίνοντας σε αυτό, εκεί όπου σε περιμένουν εννέα διαφορετικές μεταφράσεις των τελευταίων στίχων του ποιήματος «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» του Κωνσταντίνου Καβάφη: «Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις». Έργο του 2021, στο οποίο ο λόγος διαποτίζει τα αισθήματα, το «Waiting for the Barbarians» του Αμερικανού καλλιτέχνη Glenn Ligon συνεχίζει την εξερεύνηση του εύπλαστου δυναμικού της γλώσσας και της μετάφρασης σε αυτήν τη νέα, in situ εγκατάσταση από λευκά φώτα νέον.
Δεν είναι ο μόνος που χρησιμοποιεί λέξεις γιατί, όπως μας λέει η διευθύντρια του ΝΕΟΝ και επιμελήτρια της έκθεσης Ελίνα Κουντούρη: «Η γλώσσα είναι ένας βασικός παρονομαστής που διατρέχει όλη την έκθεση. Μπορεί είτε να είναι εμπόδιο είτε να οδηγήσει σε ένα πέρασμα και να είναι μέσο», κάτι που συνδέει τις εκφράσεις τις διατυπωμένες ή αναδιατυπωμένες από άλλους ή εμάς με μια νέα πύλη κατανόησης και επανεξέτασης ακόμα και της πιο ποιητικής, ακόμα και της πιο απλής φράσης.
Εκεί, σε αυτό το σχεδόν μεγαλοπρεπές αίθριο, οι στίχοι του Καβάφη συναντούν μια μνημειακή εγκατάσταση, μια ταπετσαρία μεγάλων διαστάσεων ενός από τους πιο διάσημους καλλιτέχνες της Γκάνας, του El Anatsui, φτιαγμένη από μικρά μεταλλικά κομμάτια από συσκευασίες ποτών, ενώ στο κέντρο δεσπόζει μια εγκατάσταση του Danh Võ. Το έργο του είναι μια νέα ανάθεση και ο βιετναμέζικης καταγωγής καλλιτέχνης, που ζει στο Βερολίνο, έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία να μας αφηγηθεί.
Γεννήθηκε τρεις μήνες μετά τη λήξη του πολέμου του Βιετνάμ και έζησε ως πρόσφυγας στη Δανία. Τον βρίσκουμε σκυμμένο, να επιβλέπει τα νεροκάρδαμα που έχει φυτέψει στο περίπτερο από κέδρο, που είναι το έργο του, και με αυτό έχει δημιουργήσει έναν πρόσθετο δημόσιο χώρο στο αίθριο της έκθεσης. Μας εξηγεί ότι αυτά τα περίπτερα, που παρόμοια συναντάμε ως τόπους ανάπαυλας και στοχασμού σε πολλές χώρες, είναι κατασκευασμένα από μέλη της φυλής Ντονγκ στην επαρχία Γκουιτσόου της Κίνας. Αντλεί έμπνευση από τη λαϊκή αρχιτεκτονική, την οποία θαυμάζει για την απλότητα, την ευελιξία και την προσαρμοστικότητά της.
Όσο για τα κοκκινωπά νεροκάρδαμα, ο Võ ανατρέχει στην επιστημονική τους ονομασία Tropaeolum Majus, που μας θυμίζει τα τρόπαια στα οποία οι Ρωμαίοι νικητές κρεμούσαν τις πανοπλίες και τα όπλα των ηττημένων εχθρών τους – πίστευαν ότι τα πλατιά, στρογγυλά φύλλα του νεροκάρδαμου προσομοίαζαν σε ασπίδες και τα κόκκινα άνθη του σε ματωμένα κράνη. Ο Võ στήνει έναν τόπο ηρεμίας και διαλογισμού στο κέντρο μιας έκθεσης που μεταφέρει τα ταραγμένα μηνύματα του κόσμου ως ανάπαυλα σε έναν κόσμο που βιώνει τη διαρκή μετακίνηση, την απώλεια, θωρακίζοντάς τον, έστω και πρόσκαιρα, με μια ασπίδα πίστης.
Με 59 καλλιτέχνες από 27 χώρες, 15 νέες αναθέσεις έργων από τον ΝΕΟΝ και 18 Έλληνες καλλιτέχνες, η έκθεση ανοίγει σε μια συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, αφενός τη 200ή επέτειο από την Ελληνική Επανάσταση και αφετέρου την περίοδο της πανδημίας που συνταράσσει τα κράτη και τις κοινωνίες των ανθρώπων για να αναπτύξει μηνύματα, ιδέες και προβληματισμούς της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η πρώτη αυτή έκθεση είναι ένα εικαστικό γεγονός μεγάλης σημασίας και μεγέθους, μια έκθεση που δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από τις μεγάλες παγκόσμιες διοργανώσεις, συγκεντρώνει σημαντικά ονόματα, δείχνει τις διεθνείς τάσεις και αποκαλύπτει καλλιτέχνες, τόπους, τρόπους και συγγένειες μέσα από έναν πλουραλισμό ιδεών.
Η Ελίνα Κουντούρη είδε για πρώτη φορά τον χώρο το 2016. Ο ΝΕΟΝ με κάθε του έκθεση μας εκπλήσσει, αναδεικνύοντας νέους χώρους για να παρουσιάσει εκθέσεις και σε πολλές περιπτώσεις να τους αναβαθμίσει και να τους αποδώσει στους ιδιοκτήτες τους. «Είχα κατά νου να συνεργαστώ κάποια στιγμή με τη Βουλή, που είναι ο ιδιοκτήτης του χώρου, για μια έκθεση και η ευκαιρία της επετείου του 2021 δίνει μια δυνατότητα στον ΝΕΟΝ να συνεργαστεί με τη Βουλή, που θα δείξει για πρώτη φορά σύγχρονη τέχνη, και να αναδείξει ένα τέτοιο κτίριο πολιτιστικής κληρονομιάς, συνδέοντάς το με τη σύγχρονη τέχνη. Η δική μας πρόθεση είναι να μετατοπιστεί η αφήγηση από την παράδοση και να περάσουμε σε μια νέα εποχή, τιμώντας και αυτή την επέτειο μέσα από τη σύγχρονη τέχνη σε αυτόν τον χώρο» εξηγεί.
Τον χώρο του Δημόσιου Καπνεργοστασίου της Αθήνας επέλεξε η Ελίνα Κουντούρη ως μνημείο της νεότερης βιομηχανικής κληρονομιάς, τεκμήριο της αρχιτεκτονικής μνήμης αλλά και της οικονομικής ιστορίας της πόλης. Χτίστηκε από το ελληνικό Δημόσιο στον Μεσοπόλεμο, την εποχή που ανθούσε η βιομηχανία κατασκευής σιγαρέτων, για να στεγάσει επιχειρήσεις επεξεργασίας-συσκευασίας καπνού και αποθήκες καπνεμπόρων, αλλά κυρίως για να εξασφαλίσει τον έλεγχο της φορολογίας καπνού.
«Ήθελα να αναδειχτεί αυτή η ιστορία που σχετίζεται με την εργασία και την ισότητα μέσα από την ίδια την ιστορία του εργοστασίου και το ότι βρήκαμε έναν χώρο εντελώς αναξιοποίητο μάς δίνει τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε έναν νέο πολιτιστικό χώρο μέσα στην πόλη» λέει η Ελίνα Κουντούρη. «Κάνουμε μια καλή αρχή, η Βουλή ανοίγεται σε ένα νέο κοινό και στην κοινωνία στην οποία απευθύνεται. Κάλεσα τη Madeleine Grynsztejn, διευθύντρια του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στο Σικάγο ως συνεπιμελήτρια της έκθεσης, η οποία, λόγω πανδημίας, δεν έχει καταφέρει να έρθει ακόμα, οπότε μια ιδιαιτερότητα της έκθεσης είναι ότι δεν έγινε με τη φυσική της παρουσία. Δουλέψαμε με όλη την ομάδα του ΝΕΟΝ και τους καλλιτέχνες μέσα στις συνθήκες της καραντίνας αλλά και μέσα σε ένα κτίριο με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και κλίμακα που δεν είναι εύκολο να τη δουλέψεις, με μεγάλες ανισότητες ακόμα και στο ύψος. Αυτό που προσπαθήσαμε είναι να υπάρχει μια σύνδεση των έργων και οπτικές φυγές. Το αίθριο, για παράδειγμα, μπορούμε να το δούμε απ’ όλες τις πλευρές του κτιρίου, όπως και το ένα έργο μέσα από το άλλο, κάτι που δημιουργεί διαρκώς νέες συνδέσεις» λέει η Ελίνα Κουντούρη, ενώ έχουμε φτάσει στην πρώτη αίθουσα, ανάμεσα σε υλικά που φτάνουν στον χώρο και γερανούς.
«Υπάρχουν έργα που είναι αναθέσεις, έχουν έρθει από ιδιωτικές συλλογές, από μουσεία, κατευθείαν από τους καλλιτέχνες, οι οποίοι αντιμετώπισαν διαφορετικές συνθήκες εγκλεισμού. Ο καθένας έπρεπε να ξεπεράσει την ψυχολογία που του δημιουργούσε η κατάσταση και εγώ παρατήρησα ότι σε αυτή την περίοδο πολλοί καλλιτέχνες άλλαξαν και τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τη δουλειά τους».
Ως παράδειγμα μου φέρνει το νέο έργο ενός γνώριμου επισκέπτη της Αθήνας, του Αργεντινού καλλιτέχνη Villar Rojas, που πριν από λίγα χρόνια δημιούργησε μια μεγάλη εγκατάσταση στο Αστεροσκοπείο Αθηνών. Αυτήν τη φορά η πανδημία τον ενέπνευσε να φιλμάρει 16.000 ώρες υλικού στο έργο του «The end of imagination», στο οποίο παρουσιάζει «μη ανθρώπινα ζώα» σε καταφύγια θηραμάτων, ζωολογικούς κήπους, πάρκα προστασίας άγριας ζωής και ενυδρεία, σε πλήρη αντιδιαστολή με τις εικόνες από άδειες πλατείες και έρημες εμπορικές περιοχές. Ζώντας με την ομάδα του ως νομάδες σχεδόν για έναν χρόνο, από τις 26 Μαρτίου του 2020 μέχρι τον Ιανουάριο του 2021, παρουσιάζει ένα εν εξελίξει κινηματογραφικό εγχείρημα, αλλάζοντας τον τρόπο της καλλιτεχνικής του πρακτικής και χρησιμοποιώντας υλικό από δημόσια προσβάσιμες διαδικτυακές κάμερες, για να δείξει έρημα μέρη και μέρη που σφύζουν από ζωή, θυμίζοντας ότι ο Covid-19 έχει περιορίσει, αλλά δεν έχει αφανίσει, το ανθρώπινο πνεύμα.
Στο πατάρι μιας μεγάλης αίθουσας ο Αλέξανδρος Τζάννης, μία από τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, που με γλυπτική και σχέδιο δημιουργεί περιβάλλοντα που προκαλούν τα όρια της ζωής του στην πόλη, ασχολείται με τις τελευταίες λεπτομέρειες του έργου του. Μας εξηγεί ότι η εγκατάσταση που γαντζώνεται και αναπτύσσεται σαν ένα έργο στις κολόνες και στα δοκάρια του χώρου είναι μια εξέλιξη της σειράς του «Τα παράσιτα» με τίτλο «Interference, noise and message». Η δουλειά του είναι μια ανάθεση από το ΝΕΟΝ και ο Τζάννης έχει επηρεαστεί από το βιβλίο του Μισέλ Σερ «Το παράσιτο».
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, το παράσιτο παρεμβαίνει και παρεμβάλλεται ως γενικός τελεστής σε κάθε μορφή σχέσης, τόσο εντός της φύσης όσο και εντός του πολιτισμού, αποσταθεροποιώντας όλα τα βιολογικά και κοινωνικά συστήματα. Συνάμα, όμως, είναι όρος δυνατότητας για τη δημιουργία τάξεων υψηλότερης πολυπλοκότητας. Η εξερεύνηση της περίπλοκης και αμφίδρομης αυτής σχέσης στο έργο του Τζάννη εμφανίζεται στα υλικά του, σίδηρο και μαγνήτη, που τελικά το ένα παίρνει τις ιδιότητες του άλλου. Όσο για τα υλικά καθαυτά, τα έχει βρει σε διάφορα μέρη, με την επιλογή του αυτή να συμβολίζει τον κύκλο ζωής του σιδήρου από τη γη στη βιομηχανία.
Στο πάτωμα του ίδιου χώρου το γεωμετρικό γλυπτό του Νίκου Αλεξίου με τίτλο «Φόβος» (2003) απλώνεται στα πόδια μας σαν ένας λαβύρινθος φτιαγμένος από ένα πλήθος κουτιά από χαρτί, εύθραυστα και σε λεπτή ισορροπία μεταξύ τους. Οι πύργοι υψώνονται από απίθανα λεπτεπίλεπτα θεμέλια, κουτιά που ισορροπούν επισφαλώς σε μια γωνία ή μια άκρη και μοιάζουν μονίμως έτοιμα να καταρρεύσουν.
Από το πατάρι, κοιτάζοντας από ψηλά, ετοιμάζεται η εγκατάσταση του Γιάννη Κουνέλλη «Untitled» του 2005. Μια αρένα που όμως θυμίζει περισσότερο σκηνή∙ ένα κομμάτι γης με σειρές από ρούχα σφιχτά τυλιγμένα σε φύλλα μολύβδου που εναλλάσσονται με χώμα, όπου φυτρώνουν κάκτοι. Τα φυτά είναι από τον Αχιλλέα Χαρίσκο, που τα διασώζει όταν τα βρίσκει πεταμένα στον δρόμο. Τον Κουνέλλη τον ενδιέφερε το βάρος των υλικών και πίστευε ότι μας βοήθησαν, με τη συνέργεια της μυρωδιάς, να αποκτήσουμε μια αληθινή σχέση με τον κόσμο.
Αν το ύφασμα του Κουνέλλη έχει βάρος, τα έργα από κομμάτια μεταξωτού υφάσματος της Νοτιοαφρικανής με καταγωγή από το Μαλάουι, Billie Zangewa, μοιάζουν σχεδόν αβαρή, αποτυπώνοντας σκηνές της καθημερινότητας με χιλιάδες βελονιές και επαναδημιουργώντας πάτσγουορκ συνυφασμένα με την παράδοση της χώρας της. Οι γυναίκες και οι πρακτικές που χρησιμοποιούν, ο τρόπος που παρατηρούν και σχολιάζουν αλλά και αυτός με τον οποίον αντιλαμβάνονται μέσω της τέχνης την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα πρωταγωνιστούν στην έκθεση. Τα μεξικάνικα ταμπλόιντ και οι πολύχρωμες εικόνες της βίας, του σεξ και των ναρκωτικών και λίγο πιο πέρα η συλλογική μνήμη και ταυτότητα, όπως την εξερευνά η Ειρήνη Ευσταθίου, αντιπαραβάλλοντας διαμεσολαβημένες εικόνες αρχείου, δείχνουν όψεις του κόσμου από διαφορετικές πλευρές και μας παρακινούν να πάρουμε θέση ή και να αναλογιστούμε πού ανήκουμε.
Στη διπλανή αίθουσα, η Αναστασία Δούκα ολοκληρώνει το στήσιμο του έργου της. H Δούκα είναι εικαστικός καλλιτέχνις που εργάζεται κυρίως με γλυπτικά μέσα και το έργο της είναι μια νέα ανάθεση που έγινε κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Πιστεύει πως οτιδήποτε κατασκευασμένο μπορεί να σπάσει και να ανακατασκευαστεί προκειμένου να σπάσει ξανά και αυτό το βλέπουμε και στη δουλειά της εδώ. Ο τίτλος του έργου της είναι «Ο θυμός οργανώνει» και αφορά τη δημιουργία ενός αρχιτεκτονικού περιβάλλοντος που συσπειρώνεται γύρω από μία υπάρχουσα στήλη, εμπνευσμένου από ιδέες γύρω από την ανάφλεξη και τη θερμότητα. Αντλώντας έμπνευση από αυτήν τη σύλληψη, όπως και από το γεγονός ότι ο περισσότερος καπνός καλλιεργείται με σκοπό την καύση, το έργο της επιδιώκει να εξετάσει την κυκλικότητα των θερμικών και αγώγιμων σωμάτων και να δημιουργήσει έναν ιδανικό μηχανισμό.
Οι εργασίες συνεχίζονται πυρετωδώς καθώς κατευθυνόμαστε προς την έξοδο. Πίσω μας ακούγεται ο βόμβος από τη μεγάλη εγκατάσταση του Kutluğ Ataman, με δεκάδες τηλεοπτικούς δέκτες αναμμένους, δεκάδες ανθρώπους να αφηγούνται, δεκάδες καθίσματα κενά στα μικρά αυτοσχέδια σαλόνια, σαν υπενθύμιση ότι αυτό που περάσαμε για μήνες τετ α τετ με τις αναμμένες συσκευές μπορεί να είναι και μια νέα αρχή. Μένει να ανακαλύψουμε μια πύλη για να συνδεθούμε ξανά με τις λέξεις, τις εικόνες και τα νοήματα ενός ανήσυχου, αδάμαστα δημιουργικού κόσμου της σκέψης και της τέχνης.
Portals / Πύλες
11/6-31/12
Πρώην Δημόσιο Καπνεργοστάσιο - Βιβλιοθήκη και Τυπογραφείο Βουλής, Λένορμαν 218
Συνεργασία: Βουλή των Ελλήνων + ΝΕΟΝ
Επιμέλεια: Ελίνα Κουντούρη, διευθύντρια του ΝΕΟΝ & Madeleine Grynsztejn, Pritzker Director, Museum of Contemporary Art Chicago
Διοργάνωση: ΝΕΟΝ
Συμμετέχοντες καλλιτέχνες: Νίκος Αλεξίου, El Anatsui, Δημήτρης Αντωνίτσης, Kutluğ Ataman, Απόστολος Γεωργίου, Joana Choumali, Αναστασία Δούκα, Ειρήνη Ευσταθίου, Brendan Fernandes, Jeffrey Gibson, Robert Gober, Βαγγέλης Γκόκας, Sonia Gomes, Felix Gonzalez-Torres, Shilpa Gupta, Elif Kamisli, Βλάσης Κανιάρης, Kapwani Kiwanga, Πάνος Κοκκινιάς, Χρυσάνθη Κουμιανάκη, Γιαννης Κουνέλλης, Louise Lawler, Glenn Ligon, Liliane Lijn, Μαρία Λοϊζίδου, Tala Madani, Teresa Margolles, Steve McQueen, Sidsel Meineche Hansen, Marisa Merz, Ad Minoliti, Κώστας Μπασάνος, Άλεξ Μυλωνά, Νίκος Ναυρίδης, Toyin Ojih Odutola, Duro Olowu, Μυρτώ Ξανθοπούλου, Cornelia Parker, Μαρία Παπαδημητρίου, Δημήτρης Παπαϊωάννου, Adam Pendleton, Solange Pessoa, Francis Picabia, Gala Porras-Kim, Michael Rakowitz, Ed Ruscha, Dana Schutz, Paul Mpagi Sepuya, Elias Sime, Χριστιάνα Σούλου, Do Ho Suh, Αλέξανδρος Τζάννης, Anna Tsouhlarakis, Adriana Varejão, Erika Verzutti, Adrián Villar Rojas, Danh Võ, Daphne Wright, Billie Zangewa.
Οι νέες αναθέσεις είναι προς τους καλλιτέχνες: Αναστασία Δούκα, Brendan Fernandes, Elif Kamisli, Πάνο Κοκκινιά, Χρυσάνθη Κουμιανάκη, Glenn Ligon, Μαρία Λοϊζίδου, Teresa Margolles, Ad Minoliti, Duro Olowu, Gala Porras-Kim, Michael Rakowitz, Αλέξανδρο Τζάννη, Adrián Villar Rojas και Danh Võ.