Μια πλούσια συλλογή εικόνων γεμάτων με χρώμα και ενέργεια ξεπηδά από το κανάλι του ιδρύματος Louis Vuitton στο YouTube και προσφέρει σε όλους την ευκαιρία να γνωρίσουν το έργο του Jean-Michel Basquiat, που, ξεκινώντας από γκράφιτι σε τοίχους της Νέας Υόρκης, κατέληξε να καθορίσει, ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο καλλιτέχνη, το πνεύμα της εποχής του στον κόσμο των εικαστικών τεχνών.
Η διαδικτυακή έκθεση περιλαμβάνει έργα που είχαν παρουσιαστεί το 2017 στη μεγάλη αναδρομική έκθεση στο έργο του Basquiat που οργάνωσε το Barbican Center, στο Λονδίνο και η οποία, στη συνέχεια, παρουσιάστηκε στο Παρίσι στον εκθεσιακό χώρο της Fondation Louis Vuitton. Για την έκθεση στο Λονδίνο είχε γραφτεί ένα εκτενές άρθρο στην LiFO, το οποίο αναδημοσιεύουμε με στόχο να γίνει ένας χρήσιμος συνοδός στην τωρινή διαδικτυακή περιπλάνηση στα έργα του.
Με 100 πίνακες του Basquiat συγκεντρωμένους μαζί, οι οποίοι παρουσιάζονται τώρα διαδικτυακά, η αναδρομική αυτή έκθεση υπήρξε πραγματικά μεγάλης κλίμακας. Κι έτσι, πρόσφερε πλήρη κάτοψη του ταλέντου αυτού του ανθρώπου που, εκτός από αυτοδίδακτος καλλιτέχνης, υπήρξε ποιητής, μουσικός και DJ, ενώ μέχρι σήμερα, για πάρα πολύ κόσμο, αποτελεί ένα άφθαρτο ίνδαλμα, σύμβολο της επιλογής να ξεφύγεις από το πεπρωμένο σου για να ζήσεις σαν πεφταστέρι.
Ο τίτλος της έκθεσης του Λονδίνου ήταν «Boom for real» που, σε απελπιστικά ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά, θα σήμαινε «αυθεντικό πανδαιμόνιο». Προέρχεται από την επιφωνηματική έκφραση, το λαϊτμοτίφ, που ο Basquiat προτιμούσε κάθε φορά που κάτι του άρεσε.
Η τέχνη του αφήνει να μιλήσουν από μόνα τους τα «πανταχού παρόντα θεμελιώδη και υποδηλωτικά δίπολα», όπως ο πλούτος και η φτώχεια, η κοινωνική ένταξη και ο κοινωνικός αποκλεισμός, η εσωτερική ψυχική διεργασία ως αντίστιξη στην έξωθεν εμπειρία.
Ο Jean, όπως τον αποκαλούσαν οι στενότεροι φίλοι του, γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης στις 22 Δεκεμβρίου του 1960. Ήταν δηλαδή Αμερικανός, αλλά κατά το εκ πατρός ήμισυ ήταν αϊτινής καταγωγής και πορτορικανικής κατά το εκ μητρός. Η οικογένειά του ήταν αυτό που θα λέγαμε μεσοαστική (με ιδιόκτητη κατοικία και προθυμία να αναπτύξει το ενδιαφέρον των παιδιών της για τα γράμματα και τις τέχνες). Ήταν ένα παιδί με πρόωρη ανάπτυξη, υπό την έννοια ότι ήξερε να διαβάζει και να γράφει από 4 ετών, ενώ είχε αρχίσει να διαφαίνεται η καλλιτεχνική φλέβα του, η οποία στην πορεία επιβεβαιωνόταν ποικιλοτρόπως. Για παράδειγμα, ως παιδί περνούσε ώρες φτιάχνοντας κόμικς βασισμένα σε ταινίες του Χίτσκοκ.
Καλλιέργησε περαιτέρω την καλή σχέση του με τις εικαστικές τέχνες χάρη στην παρότρυνση της μητέρας του, η οποία τον πήγαινε σε μουσεία και τον είχε κάνει μέλος της λέσχης «νεαρών φίλων» του Μουσείου Καλών Τεχνών του Μπρούκλιν. Όμως οι γονείς του χώρισαν όταν εκείνος ήταν 7 ετών. Τα παιδιά έμειναν με τον πατέρα και 6 χρόνια αργότερα είδαν τη μητέρα τους να νοσηλεύεται για πρώτη φορά σε ψυχιατρική κλινική. Έκτοτε, ακολούθησαν κι άλλοι τέτοιοι εγκλεισμοί όλη την υπόλοιπη ζωή της.
Τα τραυματικά περιστατικά για τον Jean δεν θα τελείωναν εκεί. Ήρθε η ώρα που έγινε ένας τινέιτζερ που το έσκασε από το σπίτι του. Έτσι βίωσε όλα τα «αξεσουάρ» μιας τέτοιας απόδρασης (άστεγος σε πάρκα, απένταρος, αναζητούσε κάθε βράδυ άλλη ερωτική συντροφιά για να βγάλει τουλάχιστον τη νύχτα κ.λπ.). Όμως κατέληξε να είναι ένα παιδί που γνώριζε πώς να επιβιώνει στον δρόμο. Μέσα σ' αυτήν τη συνθήκη ήταν αληθινός κι ένιωθε ευσταθής.
Ήταν επίσης όμορφος, έξυπνος και χαρισματικός, τρεις σπουδαίες αρετές που βοηθούν έναν που είναι μόνος του, σε όποια περίσταση κι αν βρεθεί. Κάπως έτσι μάλλον, σε διάστημα μερικών ετών και κρατώντας τη μοίρα του στα χέρια του, ο Basquiat διήνυσε το χάσμα που χωρίζει τη φάση κατά την οποία κάποιος είναι άστεγος κι απένταρος από εκείνη που πουλά κάθε πίνακά του προς 25.000 δολάρια. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή.
Η διαδρομή προς την επιτυχία ξεκίνησε το 1978, όταν με τον φίλο του Al Diaz και με το ψευδώνυμο SAMO© άρχισαν να γεμίζουν με γκράφιτι τη Νέα Υόρκη. Δεν ήταν όμως σαν τους κοινούς street artists. Τα γκράφιτί τους είχαν κάτι παραπάνω από το αναμενόμενο − κάτι το αινιγματικό, κάτι που άγγιζε το ποιητικό. Εξάλλου, ήταν κυρίως φράσεις, ολόκληρες ή απομονωμένα κομμάτια τους, γραμμένες με κεφαλαία, αραιά γράμματα.
Για παράδειγμα, έξω από ένα εργοστάσιο είχε γράψει: «Η καταγωγή του βαμβακιού». Αλλού: «SAMO© ως εναλλακτική στους πλανόδιους πωλητές πλαστικής τροφής» ή «SAMO© ως ένας τεράστιος συνεταιρισμός από κοιμώμενες ιδιοφυΐες». Γενικά, εκείνες οι «φράσεις» ηχούσαν σαν να προέρχονταν από κάποιον με τεράστια αυτοπεποίθηση και πάρα πολλά νεύρα για τον κόσμο της τέχνης. Γι' αυτόν το λόγο αρκετοί πίστευαν ότι πίσω από το ψευδώνυμο SAMO© κρυβόταν ένας σπουδαίος και καταξιωμένος καλλιτέχνης που εκτονωνόταν με επιγραφικούς καταπέλτες.
Σήμερα, θα μπορούσε κάποιος να αντιμετωπίσει εκείνα τα αλλοπρόσαλλα συνθήματα ως ίχνη που εσκεμμένα αφήνει πίσω του ένας καλλιτέχνης της περφόρμανς. Γενικότερα, η σύνδεση του Basquiat με την τέχνη της περφόρμανς εκκολάπτεται επίμονα στην εποχή μας, η οποία ανανοηματοδοτεί με ζέση όλα τα παλιά. Πρόκειται για συσχέτιση που βασίζεται στο γεγονός ότι εκείνος ζωγράφιζε τα έργα του παρουσία κοινού. Δεν τους καλούσε για να τους επιδείξει τον τρόπο που ζωγράφιζε αλλά το στούντιό του ήταν ένας χώρος ανοιχτός και φιλόξενος, γεμάτο πάντα κόσμο, κι επειδή εκείνος δούλευε συνεχώς, μοιραία ζωγράφιζε ενώπιον κοινού.
Το 1979, ο Basquiat δημιούργησε την μπάντα του, που είχε την ονομασία Gray, και ξεκίνησε τις εμφανίσεις. Γρήγορα εξελίχθηκε σε αστέρι της underground σκηνής και αυτό του έφερε νέες συνεργασίες, καθώς και έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «New York Beat Movie» πλάι στην Debbie Harry των Blondie. Η πορεία του συγκροτήματός του έφτασε στο τέλος της ταυτόχρονα με την απογείωση της ζωγραφικής του. Η δε ζωγραφική του απογειώθηκε ταυτόχρονα με τη μετάλλαξη του East Village, στο Μανχάταν, από καμένη γη, στην οποία κατοικούσαν μόνο ηρωινομανείς, σε επίκεντρο της πρωτοποριακής εικαστικής παραγωγής. Την εποχή εκείνη, άλλωστε, το να είσαι ένα ταλέντο που κανείς δεν περιμένει να συναντήσει στο σημείο που το συναντά ήταν το είδος της καλλιτεχνικής και κοινωνικής «λάμψης» που εξαργυρωνόταν πιο εύκολα από οποιοδήποτε άλλο στην αγορά.
Η πρώτη «θεσμικά» εικαστική έκθεση στην οποία ο Basquiat συμμετείχε ήταν μια ομαδική με τίτλο «New York/New Wave» στο PS1 στο Long Island, το 1981. Την οργάνωσε ο συνιδρυτής του Mudd Club και επιμελητής εκθέσεων Diego Cortez. Στην έκθεση εκείνη είχε παραχωρηθεί ένα τοίχος στον Basquiat, στον οποίο κρέμασε 20 έργα που δημιούργησαν μεγάλη αίσθηση. Στην τωρινή έκθεση στο Barbican Center θα γίνει μια απόπειρα αναπαραγωγής εκείνης της πρώτης παρουσίασης έργων του, καθότι υπάρχουν διαθέσιμα τα 16 από αυτά και μερικές καταγραφές της διάταξής τους από φωτογραφίες της εποχής.
Κατά την περίοδο πριν από την οριστική είσοδό του στις γκαλερί και επειδή δεν είχε λεφτά για να αγοράζει καμβάδες και τελάρα, ο Basquiat ζωγράφιζε σε ό,τι του πρόσφεραν τα σκουπίδια (πόρτες, χαρτοφύλακες, λάστιχα αυτοκινήτων κ.λπ.). Ζωγράφιζε επίσης παντού μέσα στο σπίτι: σε συσκευές, τοίχους, ρούχα κ.λπ. Μία από τις πολλές κοπέλες με τις οποίες είχε σχέση και με την οποία συνέζησαν για ένα διάστημα πούλησε πρόσφατα, μέσω του οίκου Christie's, έναν τοίχο του σπιτιού της, στον οποίο ο Basquiat είχε ζωγραφίσει μια Όλιβ Όιλ (βλ. μνηστή του Ποπάι). Ο τοίχος αφαιρέθηκε με προσοχή για να προσφερθεί στον πλειστηριασμό και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με υαλότουβλα.
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το ζωγραφικό έργο του Basquiat συνοψίζεται σε μια διαρκή περιστροφή γύρω από το θέμα της ηρωικής φιγούρας: προφήτες, πολεμιστές, αστυνομικοί, μουσικοί, βασιλείς και ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Στις συνθέσεις του το κεφάλι του εικονιζόμενου προσώπου συνήθως τοποθετείται στο κέντρο και φοράει κορόνες, καπέλα ή φωτοστέφανα. Η τέχνη του αφήνει να μιλήσουν από μόνα τους τα «πανταχού παρόντα θεμελιώδη και υποδηλωτικά δίπολα», όπως ο πλούτος και η φτώχεια, η κοινωνική ένταξη και ο κοινωνικός αποκλεισμός, η εσωτερική ψυχική διεργασία ως αντίστιξη στην έξωθεν εμπειρία. Η Suzanne Mallouk, η οποία υπήρξε για μεγαλύτερο διάστημα κοπέλα του και για τον λόγο αυτό, μετά τον χωρισμό τους, όλοι αναφέρονταν σ' αυτήν με το παρατσούκλι «χήρα Basquiat» (παρά το ότι ο Basquiat δεν είχε φύγει ακόμα από τη ζωή), έλεγε πάντα πως ό,τι κι αν έφτιαχνε εκείνος ήταν μια επίθεση στον ρατσισμό. Όλα τα υπόλοιπα μηνύματα αποκτούσαν δευτερεύουσα σημασία.
Ο Basquiat είχε τη μανία να κάνει και μουτζούρες σαν αυτές που κάνουμε όλοι όταν π.χ. μιλάμε στο τηλέφωνο ή όταν τρέχει αλλού ο λογισμός μας. Τέτοιου είδους σχέδια, που συχνά έφτιαχνε με ξυλομπογιές, άρχισε να ενσωματώνει στα τελευταία του έργα και είχαν όλα το ίδιο αυθόρμητο, λίγο άτσαλο, ασαφές και γρήγορο στυλ που έχουν και οι πίνακές του. Γενικότερα, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι τη δουλειά του −με όποιο μέσο κι αν καταπιάστηκε− τη διέπει ένας παιδικού τύπου ενθουσιασμός για τη διαδικασία της καλλιτεχνικής παραγωγής. Αυτό αποτελεί και μια καλή εξήγηση του γιατί αρέσει σε τόσο πολύ κόσμο και σε τόσο πολλά παιδιά. Η πτυχή του έργου του που είναι πολύ λιγότερο «παιδική» ορίζεται από όλα εκείνα τα στοιχεία που θα ικανοποιούσαν έναν γραφομανή, κάποιον που γράφει συνεχώς και μάλιστα κυρίως ασήμαντα πράγματα. Του άρεσε να γράφει πάνω στα έργα του κι ακόμα περισσότερο του άρεσαν τα ορνιθοσκαλίσματα.
Εξίσου του άρεσαν οι τροποποιήσεις, οι διορθώσεις και οι επεξηγηματικές σημειώσεις σε όσα είχε προηγουμένως γράψει. Το ίδιο συνέβαινε και με τα σημειωματάριά του. Χαιρόταν να βλέπει σ' αυτά μετέωρες αινιγματικές φράσεις, θραύσματα προτάσεων και απρόσμενους συνδυασμούς. Ένιωθε ένας αθώος δέσμιος αυτής της ιδιότυπης λεξιλαγνικής απόλαυσης. Πίστευε ότι οι λέξεις «πετάγονταν ξαφνικά μπροστά του», ότι του εμφανίζονταν για να του απευθύνουν ένα μήνυμα, όπως θα έκαναν οι καλές νεράιδες των παραμυθιών ή οι θεοί της μυθολογίας. Η μόνη διαφορά ήταν ότι αυτές οι «αποκαλύψεις» συνέβαιναν κάπως πιο πεζά, ξεπηδούσαν, ας πούμε, από μια συσκευασία προϊόντος ή από κάποια αφίσα στον δρόμο. Σε κάθε περίπτωση, εκείνος ήταν έτοιμος να υποδεχτεί κάθε τέτοια λέξη σε ένα έργο του, να εκτιμήσει τις υπονομευτικές της ιδιότητες, τη γοητεία της, το διττό και το κρυφό νόημά της.
Οι λέξεις, τα χρώματα, τα σχέδια και η μεταξύ τους διάρθρωσή στα έργα του Basquiat είναι στοιχεία που ο καθένας αποκρυπτογραφεί με τον τρόπο του και οδηγείται σε μια αφήγηση. Όμως, το βάθος της πλήρους σύνθεσης παραμένει πάντα αστάθμητο, επειδή το όλον έχει ελλειμματική συνοχή. Αυτή με τη σειρά της καταλήγει να γίνεται μυστηριώδης και για τον λόγο αυτό ελκυστική. Η ηρεμία και η χαρά του θεατή μπροστά σε έναν πίνακα του Basquiat σχετίζεται με το ότι ο θεατής πιστεύει πως «μισοξέρει» την αλήθεια του έργου.
Επίσης, σχετίζεται με το ότι αντέχει να μην ξέρει το άλλο μισό της αλήθειας. Για την ακρίβεια, ευχαριστιέται επειδή αντέχει το ανεξήγητο μυστήριο που φωλιάζει αναπαυτικά και ήρεμα στο έργο. Εξάλλου, η υπερβολικά προσεκτική ανάλυση των έργων του Basquiat δεν προχωρεί πολύ πιο μακριά από εκεί όπου σε οδηγεί η πρώτη εντύπωση. Αυτό είναι όμως όλο το κλου: συμβιβάζεσαι ήπια και ευπρόσδεκτα με μια αξιοθαύμαστα υπολογισμένη δόση ασυναρτησίας, η οποία είναι τόση όση απαιτείται για να παραμένει το έργο πάντα γοητευτικό. Μόνο οι πιο επίμονοι αναλυτές βλέπουν κάποιο πρόβλημα σε όλα αυτά. Κι αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή νομίζουν ότι ερμηνεύοντας λέξεις, σύμβολα, μορφές και γενικά ό,τι άλλο μοιάζει να προσφέρεται για ερμηνεία θα καταλήξουν σε κάποιο σημείο κοινής συμφωνίας, ενώ αυτό είναι κάτι που δεν συμβαίνει εύκολα.
Η πρώτη ατομική έκθεση του Basquiat έγινε το 1982 στην γκαλερί Annina Nosei στο Soho της Νέας Υόρκης. Μια χαριτωμένη ανεκδοτική ιστορία λέει ότι η Ιταλίδα γκαλερίστα έλεγε σε φίλους της και συλλέκτες: «Έχω κλειδωμένο στο υπόγειο της γκαλερί ένα πανέξυπνο, ατίθασο και μυστήριο μαύρο αγόρι που ζωγραφίζει κάτι απίθανα αριστουργήματα υπό τους ήχους του "Μπολερό" του Ραβέλ». Ο ίδιος ο Basquiat, σε τέτοιου είδους αναφορές στο πρόσωπό και στην τέχνη του, αντιδρούσε ανασύροντας στην επιφάνεια τη ρατσιστική βάση τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε πει πως αν ήταν λευκός, η γκαλερίστα του θα τον είχε περιγράψει απλώς ως «φιλοξενούμενο καλλιτέχνη». Από τη σκοπιά του είχε απόλυτο δίκιο να στέκεται σε αυτό το σημείο, γιατί πράγματι η ρατσιστική νότα ήταν εκκωφαντική. Ωστόσο, παρέβλεπε κάτι χειρότερο: την καταναλωτική νότα. Διότι, από την πλευρά της η Annina Nosei μάλλον αδιαφορούσε για τη ρατσιστική αιχμή, γιατί η ίδια ήταν περισσότερο κατειλημμένη από την όρεξή της για Basquiat (ή όποιον άλλο Basquiat).
Όπου αλλού δεν είναι τόσο αισθητό το ειδικό βάρος της ιστορίας της δουλείας, που βαραίνει πάντα τις ΗΠΑ, μια αντίστοιχη κυρία θα έλεγε το ίδιο πράγμα, αλλά θα ηχούσε σαν να είχε πει: «Μου έχουν στείλει ένα βιολογικό γουρουνόπουλο που μεγάλωσε παντελώς ελεύθερο σε χωριό και φαίνεται λουκούμι! Σας προσκαλώ, λοιπόν, να το φάμε όλοι μαζί». Αυτό σημαίνει ότι ο Basquiat, μέσα στον λόγο των εκπροσώπων της αγοράς της τέχνης, περισσότερο ή λιγότερο εσκεμμένα, ήταν εξαρχής ένα «προϊόν προς κατανάλωση». Και η αλήθεια είναι ότι ο ίδιος γνώριζε πως θα έπαιζε αυτόν το ρόλο και συναίνεσε όσο ζούσε γιατί διαφορετικά ίσως να μην κατακτούσε ποτέ το status του σταρ της εικαστικής σκηνής. Ούτε την επιτυχία τού να πουλά γρηγορότερα απ' όσο προλάβαινε να ζωγραφίζει. Κι ας ζωγράφιζε συνέχεια. Χάρη σ' εκείνη την επιλογή όμως, τώρα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του, το όνομά του είναι ένα από τα ισχυρότερα brands στην αγορά τέχνης.
Μερικοί σοβαροί κριτικοί τέχνης απαξίωναν τα έργα του. Δεν τους άρεσαν ως συνθέσεις, ούτε και ο τρόπος με τον οποίο κατασκευαζόταν η «τρέλα για Basquiat». Το ΜοΜΑ αρνήθηκε να αγοράσει έργα του ενόσω εκείνος ζούσε. Αλλά και τώρα εξακολουθεί να μην έχει στη συλλογή του σημαντικά δικά του κομμάτια (ωστόσο εκθέτει έργα του, τα οποία δανείζεται). Εν κατακλείδι, η επιρροή του Basquiat είναι πιο αισθητή στους δρόμους παρά στα μουσεία. Και ως παράδειγμα αυτής της αλήθειας ας σημειωθεί ότι από το 2014 και σε συνεργασία με το ΜοΜΑ (όσο κι αν αυτό ακούγεται παράξενο), η γιαπωνέζικη φίρμα ένδυσης χαμηλού κόστους Uniclo παρουσίασε αρκετές κολεξιόν στις οποίες φιγουράρουν μοτίβα από έργα του Basquiat.
Ο Basquiat ήταν απολύτως ενήμερος για την «ανανεωμένη εμμονή στην έννοια της διασημότητας» («σελέμπριτι», για μια ακριβέστερη απόδοση στα ελληνικά), δηλαδή για την εμμονή που η δεκαετία του '80 μας έφερε για να μας μείνει. Επίσης, ήταν πανέτοιμος να παίξει σε αυτό το παιχνίδι. Το 1985 το «The New York Times magazine», σε ένα άρθρο που είχε τον εντυπωσιακό τίτλο «Νέα Τέχνη, Νέο Χρήμα: Το μάρκετινγκ ενός Αμερικανού καλλιτέχνη», περιγράφει το φαινόμενο Basquiat, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν ήδη ένας επιτυχημένος με πολλά λεφτά, αλλά και ένας ηρωινομανής που βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο στον εθισμό του. Για την εικονογράφηση εκείνου του άρθρου είχε φωτογραφηθεί φορώντας κοστούμι Armani και ξυπόλυτος. Αυτή η «εκλεκτικιστική» εμφάνιση, τόσο κατά την κρίση του όσο και κατά την κρίση των περισσότερων την εποχή εκείνη, είχε μια κλίση προς το αντισυμβατικό. Εκ των υστέρων ίσως να την αξιολογούσε κάποιος ως ένα σαφές δείγμα πρώτης αφομοίωσης του νεοσυντηρητικού στοιχείου που έφερνε η δεκαετία του '80. Η αντισυμβατικότητα του Basquiat όμως ήταν αυθεντική. Αυτό επιβεβαιώθηκε καλύτερα αργότερα, όταν εκείνος εμφανιζόταν με φορεσιά Αφρικανού φύλαρχου στα πάρτι των συλλεκτών τέχνης που τον θαύμαζαν.
Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι ενώ ο Basquiat γινόταν όλο και πιο επιτυχημένος, πιο πλούσιος και πιο αναγνωρίσιμος, οι ρατσιστικές προσβολές προς το πρόσωπό του, κυρίως εκείνες οι διαρκώς επαναλαμβανόμενες και ανεπαίσθητες που κρύβονταν σε όλα τα τετριμμένα της καθημερινότητας, δεν σταματούσαν ποτέ. Πίστεψε ότι θα γλίτωνε από αυτές αν μετακόμιζε την καθημερινότητά του στο σύμπαν της πολυτελούς διαβίωσης (με μετακινήσεις με λιμουζίνες, με τη διαβόητη πλέον προτίμησή του για τα κοστούμια Armani, τα οποία φορούσε για να ζωγραφίζει, με τα πανάκριβα κρασιά του κ.λπ.). Αλλά κι έτσι δεν απέφευγε το λόγχισμα από τις λοξές ρατσιστικές ματιές, οι οποίες μάλλον αυξάνονταν εξαιτίας της ακατάπαυστης δικής του τάσης για επίδειξη πλούτου. Κι έτσι, γευόταν ανά πάσα στιγμή την πολύ πικρή γεύση που έχει στην Αμερική το να είσαι «ο μόνος μαύρος της παρέας».
Ψύχραιμος παρατηρητής σε όλα αυτά ήταν πάντα ο Andy Warhol. Παρακολουθούσε τις εξελίξεις με την πατρική συμπόνια με την οποία ο Βίκτωρ Φρανκεστάιν αντίκριζε το γιγαντόσωμο τέρας με το κίτρινο δέρμα και τα πεταχτά μάτια που ο ίδιος είχε δημιουργήσει. Και γιατί όχι άλλωστε, αφού όλα στον Warhol επιβεβαίωναν ότι η φαντασίωσή του για την πορεία της τέχνης έβαινε καλώς προς την πραγμάτωσή της. Η νέα γενιά πάνω στην οποία θα στηριζόταν αυτή η καινούργια πραγματικότητα ήταν ήδη εκεί και ήταν παραγωγική. Ο δε Basquiat ήταν ένα υπέρλαμπρο αστέρι της.
Η πρώτη τους γνωριμία συνέβη τυχαία σε ένα εστιατόριο. Ο Basquiat τον αναγνώρισε καθώς ο Warhol έτρωγε εκεί με φίλους του και αυτοπαρουσιάστηκε αυθορμήτως, πείθοντάς τον να αγοράσει μερικές από τις «καρτ ποστάλ» που έφτιαχνε τότε. Ωστόσο, η επίσημη γνωριμία τους έγινε αργότερα μέσω του Bruno Bischofberger (ο οποίος υπήρξε ο πιο σταθερός dealer έργων του Basquiat). Μετά τη συνάντησή τους ο Basquiat έφτιαξε γρήγορα ένα έργο που έδειχνε εκείνον και τον Warhol και του το παρέδωσε εντός διώρου αφότου αποχαιρετίστηκαν και ενώ οι μπογιές δεν είχαν στεγνώσει ακόμα. Αυτή ήταν η αρχή της στενής φιλίας τους.
Ο Basquiat ήταν ο άνθρωπος χάρη στον οποίο αποκαλύφθηκε στον κύκλο τους ότι ο Warhol ήταν ικανός να επιδείξει τρυφερότητα για κάποιον άλλο άνθρωπο. Τους συνέδεσε αυτό που θα λέγαμε «ρομάντζο», μένοντας όμως πάντα μόνο φίλοι. Διήρκεσε τρία χρόνια και στο διάστημα αυτό συνεργάστηκαν για την παραγωγή περισσότερων από 140 έργων. Το 1985, εξαιτίας μιας κακής κριτικής που γράφτηκε μόνο για το έργο του Basquiat, ενώ παρουσίαζαν έργα τους μαζί στην ίδια γκαλερί, η σχέση τους έπαψε να είναι αυτή που ήταν. Εξάλλου ήταν και η ηρωίνη με όλες τις χοντροκομμένες παρεκτροπές που προκαλεί στον εθισμένο. Ο Warhol λυπόταν τον Basquiat για τη βουλιμική σχέση του με τα ναρκωτικά. Οι περισσότεροι από τους άλλους φίλους του τον είχαν εγκαταλείψει. Όταν πέθανε ο Warhol, το 1987, όσοι είχαν απομείνει κοντά στον Basquiat ήξεραν ότι είχε χαθεί και η τελευταία δικλείδα ασφαλείας που θα μπορούσε να τον συγκρατήσει από το να γίνεται φρικτός και να μην ανέχεται κανένα όριο.
Πράγματι, τον Αύγουστο του 1988, ενάμιση χρόνο μετά τον θάνατο του Warhol, ο Basquiat, σε ηλικία μόλις 27 ετών, πήρε τη μοιραία υπερβολική δόση που αποτελούνταν από μια εντυπωσιακή ποικιλία ναρκωτικών ουσιών. Δεν επρόκειτο για αυτοκτονία, ήταν απλώς η αναπόφευκτη κατάληξη μιας πορείας. Ο επιμελητής εκθέσεων και γκαλερίστας Jeffrey Deitch εκφώνησε τον επικήδειο πάνω από τον τάφο του καλλιτέχνη. Εις μνήμην του, την ίδια χρονιά, ο Keith Haring δημιούργησε το έργο «Σωρός από κορόνες για τον Jean-Michel Basquiat».
Οι θαμμένοι στο νεκροταφείο του Μπρούκλιν είναι περισσότεροι από 500.000. Ανάμεσά τους υπάρχουν περί τις 400 ευρέως γνωστές προσωπικότητες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ο εφευρέτης της ραπτομηχανής Elias Howe, ο συνθέτης Leonard Bernstein και ο ηθοποιός Frank Morgan που έπαιξε τον Μάγο στον «Μάγο του Οζ». Ωστόσο, ο περισσότερος κόσμος που επισκέπτεται «τουριστικά» το κοιμητήριο το κάνει για έναν φόρο τιμής στον Basquiat.
Ο Basquiat πούλησε το πρώτο έργο του το 1981. Μέχρι το 1985 οι τιμές τους ανέβαιναν με εντυπωσιακούς ρυθμούς. Ήταν ο πρώτος Αφροαμερικανός καλλιτέχνης που κατάφερνε να πουλά σε τόσο υψηλές τιμές. Από τον θάνατό του το 1988 και μετά η πορεία των τιμών των έργων του ακολούθησε παράλληλη καμπύλη με εκείνην της αγοράς τέχνης. Αυτό συνέβη μέχρι τη σπουδαία κορύφωση αυτών των αξιών κατά το έτος 2007, που στους πλειστηριασμούς τα έργα του συγκέντρωσαν αθροιστικά περί τα 115 εκατομμύρια δολάρια. Τα έργα του της πρώτης περιόδου της δουλειάς του μεταξύ 1981-83 είναι αυτά που εμφανίζονται σπάνια στην αγορά και αποσπούν τις υψηλότερες τιμές στις δημοπρασίες.
Ξεκινώντας από το 2016, ένας Ιάπωνας μπίζνεσμαν και συλλέκτης με όμορφο χαμόγελο, ο κύριος Yusaku Maezawa, γεννηθείς το 1975 και επιχειρηματίας στο Διαδίκτυο, καταχωρισμένος ως ο 14ος πλουσιότερος Ιάπωνας με συνολική περιουσία που ξεπερνά τα 4,5 δισ. δολάρια, απέκτησε δύο έργα του Basquiat. Το πρώτο τού κόστισε 57,3 εκατομμύρια δολάρια. Το δεύτερο είναι ένα άτιτλο έργο του 1982 που δείχνει ένα ανθρώπινο κεφάλι μεν, αλλά με υπερτονισμένες τις γραμμές που του δίνουν τη μορφή κρανίου. Αυτό κατοχυρώθηκε στο όνομά του κυρίου Maezawa, τον Μάιο του 2017, προς 110.487.500 δολάρια και καταγράφηκε ως το ακριβότερο έργο Αμερικανού καλλιτέχνη που έχει πουληθεί μέχρι τώρα, ξεπερνώντας ακόμα και το έργο του ίδιου του Andy Warhol με τον τίτλο «Silver Car Crash (Double Disaster)» που πουλήθηκε προς 105 εκατομμύρια δολάρια το 2013. Είναι ένα έργο με κομμένες φλέβες, από τις οποίες ρέει η Ιστορία της Τέχνης. Μακάρι αυτό να βοηθήσει τον άνθρωπο που το αγόρασε ώστε να καταφέρει να το πουλήσει ακόμα ακριβότερα, αν θελήσει ποτέ να το διοχετεύσει ξανά στην αγορά.
Ο Basquiat έφτιαξε συνολικά περί τα 2.000 έργα. Το 85-90% αυτών ανήκουν σήμερα σε ιδιώτες. Η Debbie Harry των Blondie ήταν ο πρώτος άνθρωπος που αγόρασε έργο του. Είχε τον τίτλο «Cadillac Moon» και το αγόρασε 100 δολάρια (δηλαδή το ένα εκατομμυριοστό της εκτιμώμενης αξίας του σήμερα). Έργα του έχει και η Madonna, η οποία για ένα πολύ μικρό διάστημα, της τάξεως του διμήνου, στην αρχή της καριέρας της, διατηρούσε σχέση μαζί του.
Γενικότερα, όμως, ο Basquiat θεωρείται ο Αμερικανός καλλιτέχνης τον οποίο συλλέγουν οι αθλητές, οι ηθοποιοί, οι μουσικοί και οι επιχειρηματίες. Για παράδειγμα, ο ντράμερ των Metallica, Lars Ulrich, ο ράπερ Jay-Z, ο τενίστας John McEnroe, καθώς και οι χολιγουντιανοί τζέντλεμεν Leonardo di Caprio και Johnny Depp. Ο Leonardo, που είναι αξιοσημείωτος συλλέκτης σύγχρονης τέχνης, έχει πει ότι το πρώτο έργο που απέκτησε ποτέ ήταν ένα σχέδιο του Basquiat και ότι παρέμεινε έκτοτε σπουδαίος θαυμαστής του. Ο Johnny, ωστόσο, πούλησε το 2016 δύο από τα έργα του Basquiat που είχε στην κατοχή του. Ίσως απλώς και μόνο επειδή διαπίστωσε ότι τώρα είναι η στιγμή που θα του απέφεραν το μεγαλύτερο όφελος.
Ο Basquiat όμως είναι πολύ αγαπητός στους καλλιτέχνες ακόμα κι αν δεν τον συλλέγουν. Παράδειγμα, ο Banksy, ο περίφημος άγνωστος Βρετανός street artist (μη χάσει ευκαιρία κι αυτός, τσουπ, εκεί!), ο οποίος την Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017 δημιούργησε δύο «τοιχογραφίες» προς τιμήν του Basquiat, κοντά στο Barbican Center. Δεν είναι μόνο φόρος τιμής, είναι και ένδειξη του ότι μια γενεαλογία συνεχίζεται.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 5.11.2017