Με αφορμή την 150ή επέτειο από τη γέννηση του καλλιτέχνη, το Fondation Beyeler αφιερώνει μια ολοκληρωμένη έκθεση στον Ολλανδό ζωγράφο Πιετ Μοντριάν, συγκεντρώνοντας έργα από τη δική του συλλογή και σημαντικά διεθνή δάνεια.
Ως ένας από τους σημαντικότερους και πιο πολυσχιδείς καλλιτέχνες της πρωτοπορίας, ο Μοντριάν διαμόρφωσε αποφασιστικά την εξέλιξη της ζωγραφικής από την παραστατικότητα στην αφαίρεση.
Με 89 έργα από ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, η έκθεση «Mondrian Evolution» παρακολουθεί την εντυπωσιακή εξέλιξη του καλλιτέχνη από τον τοπιογράφο του 19ου αιώνα σε έναν από τους κορυφαίους πρωταγωνιστές της σύγχρονης τέχνης.
Η έκθεση προσφέρει μια σπάνια ευκαιρία να ρίξουμε μια νέα ματιά στον ζωγράφο, ο οποίος όχι μόνο επηρέασε σημαντικά την τέχνη του 20ού αιώνα, αλλά και άλλους τομείς όπως το ντιζάιν, η αρχιτεκτονική, η μόδα και η ποπ κουλτούρα. Πρόκειται για την πρώτη ατομική έκθεση αφιερωμένη στον καλλιτέχνη στην Ελβετία εδώ και 50 χρόνια.
Στα τοπία του, ο Πιετ Μοντριάν πειραματίστηκε με τη λάμψη και την εκρηκτικότητα του χρώματος, προσδίδοντας στους πίνακες αυτούς την έντονα φωτεινή και ζωντανή όψη τους, καθώς και με την επίδραση του φωτός και την εμπειρία του χώρου, της επιφάνειας, της δομής και των αντανακλάσεων.
Ενώ η συλλογή του Fondation Beyeler περιλαμβάνει κυρίως έργα από τις μεταγενέστερες περιόδους του Μοντριάν, η έκθεση εξετάζει κυρίως την εξέλιξη του πρώιμου έργου του. Ο Μοντριάν επηρεάστηκε αρχικά από την ολλανδική τοπιογραφία του τέλους του 19ου αιώνα, αλλά ο συμβολισμός και ο κυβισμός έπαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο στην καλλιτεχνική του εξέλιξη. Μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1920 μεταστράφηκε σε ένα εντελώς μη αναπαραστατικό ζωγραφικό ιδίωμα που αποτελείται αποκλειστικά από ευθύγραμμες διατάξεις μαύρων γραμμών και λευκών περιοχών και τα τρία βασικά χρώματα, μπλε, κόκκινο και κίτρινο.
Οι αφηρημένοι πίνακες του Μοντριάν είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας πάλης μεταξύ διαίσθησης και ακρίβειας, καθώς και αδιάκοπης και έντονης αυτοκριτικής. Θεωρούσε την αφαίρεση ως μια διαδικασία προσέγγισης της απόλυτης αλήθειας και ομορφιάς, την οποία επεδίωκε ως καλλιτέχνης. Η στυλιστική ευελιξία του προήλθε από τη συνεχή αναζήτηση της ενότητας και της ίδιας της ουσίας της εικόνας. Ο ίδιος χρησιμοποιούσε τον όρο «εξέλιξη» – όχι, ωστόσο, με την έννοια που τη χρησιμοποιούσε ο Κάρολος Δαρβίνος. Για τον Μοντριάν, «εξέλιξη» σήμαινε τη συσσώρευση εμπειριών, πάνω στις οποίες θα μπορούσε να στηριχθεί μια νέα φάση καλλιτεχνικής ανάπτυξης, που με τη σειρά της θα οδηγούσε σε περαιτέρω ενοράσεις.
Η έκθεση είναι σε μεγάλο βαθμό χρονολογική, ωστόσο αντλεί τη ζωντάνια της από την αντιπαράθεση πρώιμων και όψιμων έργων, η οποία φέρνει στο φως τις μετασχηματιστικές δυνάμεις που παίζουν στο έργο του. Σε εννέα αίθουσες, οι θεατές συναντούν επαναλαμβανόμενα μοτίβα όπως ανεμόμυλους, αμμόλοφους, τη θάλασσα, αγροικίες που αντανακλώνται στο νερό και φυτά σε διάφορες καταστάσεις αφαίρεσης. Στα τοπία του, ο Πιετ Μοντριάν πειραματίστηκε με τη λάμψη και την εκρηκτικότητα του χρώματος, προσδίδοντας στους πίνακες αυτούς την έντονα φωτεινή και ζωντανή όψη τους, καθώς και με την επίδραση του φωτός και την εμπειρία του χώρου, της επιφάνειας, της δομής και των αντανακλάσεων.
Ο «Μύλος στο φως του ήλιου», που ζωγραφίστηκε το 1908, προκάλεσε τότε αναστάτωση στους σύγχρονους κριτικούς λόγω της έκρηξης των χρωμάτων και της σκιτσογραφικής τεχνικής του. Στην έκθεση παρουσιάζεται επίσης το ατμοσφαιρικό έργο «Το κόκκινο σύννεφο», του 1907, το οποίο αποτυπώνει τη μαγική και φευγαλέα στιγμή κατά την οποία ο ήλιος μετατρέπει ένα σύννεφο σε φωτεινό κόκκινο, ενώ το τοπίο και ο ουρανός εξακολουθούν να έχουν ένα λαμπερό μπλε. Ο πίνακας ανήκει σε μια ομάδα έργων που δημιούργησε ο ζωγράφος το σούρουπο, όταν τα χρώματα και οι χρωματικοί συνδυασμοί υφίστανται έντονες αλλαγές.
Στις αυτοπροσωπογραφίες που ζωγράφισε το 1908 απεικονίζει επίσης τον εαυτό του στο λυκόφως, με τις κόρες του ορθάνοιχτες και δεκτικές ακόμη και στην παραμικρή μεταβολή της σκιάς που προκαλεί το φως. Ο πίνακας μεγάλης κλίμακας «Δάση κοντά στο Oele», του 1908, δάνειο από το Kunstmuseum Den Haag, δείχνει τη θέα προς τον ήλιο πάνω από τον ορίζοντα. Οι κλιμακωτοί βλαστοί των δέντρων, που φαίνονται κόκκινοι ή μοβ απέναντι στο φως, δημιουργούν την ψευδαίσθηση της χωρικότητας.
Μετά τις χρωματικές εκρήξεις των ετών 1907 έως 1911, ο Μοντριάν, εμπνευσμένος από τη γνωριμία του με τον κυβισμό στο Παρίσι, επέστρεψε σε λιγότερο λαμπερά χρώματα. Τα γκρι και οι ώχρες δίνουν πλέον τον τόνο των έργων και η γραμμή αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία. Ο Μοντριάν συνέχισε τη διερεύνηση θεμάτων όπως η αφαίρεση. Η μεταμόρφωση στις απεικονίσεις των δέντρων είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή και καθιστά δυνατή την ανίχνευση του λόγου πίσω από τις καλλιτεχνικές του αναζητήσεις. Η εμπειρία αυτών των εικόνων τού επέτρεψε να αφήσει πίσω του την παραστατικότητα. Η «Σύνθεση Νο IX», του 1913, από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, είναι μια διάταξη αλληλοεμπλεκόμενων σχημάτων που ορίζονται σε μεγάλο βαθμό από ορθές γωνίες.
Το «New York City 1» είναι το πιο πρόσφατο έργο της έκθεσης και ανήκει σε μια μικρή ομάδα πινάκων που δημιουργήθηκαν γύρω στο 1941. Ο πίνακας είναι ημιτελής και αποτελεί σημαντική μαρτυρία για τον τρόπο με τον οποίο ο Μοντριάν δούλευε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Στη Νέα Υόρκη είχε αρχίσει να αναδιαμορφώνει τους πίνακές του, χρησιμοποιώντας λωρίδες χαρτιού για να τους κάνει πιο δυναμικούς και ρυθμικούς. Οι χρωματιστές επιφάνειες έδωσαν τη θέση τους στις χρωματιστές γραμμές.
Γεννημένος το 1872 στο Amersfoort των Κάτω Χωρών, ο Μοντριάν ήρθε σε επαφή με την τέχνη από νεαρή ηλικία: ο πατέρας του ήταν δάσκαλος σχεδίου, ενώ ο θείος του επιτυχημένος ερασιτέχνης ζωγράφος επηρεασμένος από τη Σχολή της Χάγης, μια ολλανδική μορφή του ιμπρεσιονισμού. Μετά από μια καλβινιστική ανατροφή και εκπαίδευση ως δάσκαλος σχεδίου, μεταξύ 1892 και 1895 ο Μοντριάν σπούδασε στη Rijksakademie van Beeldende Kunsten στο Άμστερνταμ. Συνέχισε να εργάζεται ως δάσκαλος σχεδίου, ζωγράφισε πορτρέτα κατά παραγγελία και παρήγαγε επιστημονικά σχέδια για το Πανεπιστήμιο του Leiden. Παράλληλα, ακολουθούσε και τις καλλιτεχνικές του φιλοδοξίες και ανέπτυξε γρήγορα το δικό του ζωγραφικό στυλ. Τα περισσότερα από τα έργα αυτής της περιόδου, τα οποία παρουσιάζουν κυρίως ανεμόμυλους, ποτάμια και αγροικίες, εξακολουθούν να εμφανίζουν την επιρροή της Σχολής της Χάγης.
Η τέχνη του συνδέεται στενά με το ενδιαφέρον του για τη φιλοσοφία και τον εσωτερισμό. Ξεκινώντας το 1908, εντρυφούσε στη Θεοσοφία, και επηρεασμένος από τα γραπτά του Ρούντολφ Στάινμαϊερ –τότε ακόμα θεοσοφιστή– εντάχθηκε στο ολλανδικό παράρτημα της Θεοσοφικής Εταιρείας το 1909.
Η γνωριμία του με τον κυβισμό οδήγησε σε μια πρώτη παραμονή στο Παρίσι στα τέλη του 1911, η οποία διήρκεσε μέχρι το 1914, όταν το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου τον εμπόδισε να επιστρέψει εκεί. Το 1919 μετακόμισε οριστικά στο Παρίσι.
Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί καλλιτέχνες προσπάθησαν να κάνουν ένα ριζοσπαστικό πολιτιστικό νέο ξεκίνημα. Στις Κάτω Χώρες, μια ομάδα ομοϊδεατών καλλιτεχνών της πρωτοπορίας συγκεντρώθηκε και το 1917 άρχισε να εκδίδει το περιοδικό «De Stijl». Ο Mοντριάν διατύπωσε τη φιλοδοξία της ομάδας να καταστρέψει τις παραδόσεις προκειμένου να αναδιαμορφώσει όλες τις πτυχές της ζωής με βάση τα ουσιώδη στοιχεία της τέχνης, όπως τα έβλεπε ο ίδιος, και προσπάθησε να εκθέσει το καλλιτεχνικό του πρόγραμμα σε θεωρητικά δοκίμια. Ονόμασε τον νέο τρόπο έκφρασής του «νεοπλαστικισμό».
Πάνω απ' όλα, ο Μοντριάν αντιλήφθηκε τον νεοπλαστικισμό ως εστιασμένο στα βασικά εκφραστικά μέσα της ζωγραφικής: αφενός, το μαύρο και το λευκό, που βρίσκονται στα αντίθετα άκρα της χρωματικής κλίμακας. Από την άλλη πλευρά, τα βασικά χρώματα, κίτρινο, κόκκινο και μπλε. Κατά κανόνα, το μαύρο είναι το χρώμα των γραμμών που διατρέχουν τον πίνακα κάθετα και οριζόντια και συναντώνται σε ορθή γωνία. Η αλληλεπίδραση αυτών των στοιχείων δίνει άπειρες δυνατότητες ζωγραφικής σύνθεσης. Ο Μοντριάν ασχολήθηκε με την ουσιαστική εικόνα, τη δημιουργία μιας τέλειας αλλά και συναρπαστικής ισορροπίας, στην οποία όλα τα στοιχεία φαίνονται να παίρνουν τη θέση που τους αρμόζει.
Ο Μοντριάν πέρασε τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του στις τρεις πολιτιστικές μητροπόλεις της σύγχρονης εποχής: Παρίσι, Λονδίνο και Νέα Υόρκη. Από τα τέλη του 1911 έως το 1938, με μια διακοπή λόγω του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, έζησε στο Παρίσι. Μετά από μερικά ενδιάμεσα χρόνια στο Λονδίνο, το 1940 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου πέθανε το 1944 σε ηλικία 71 ετών. Ως μέλος της Θεοσοφικής Εταιρείας, απέδιδε μεγάλη σημασία στη διεθνικότητα. Από τη δεκαετία του 1920, ο Mondrian έγινε διάσημος ως καλλιτέχνης της πρωτοπορίας και συνιδρυτής της αφηρημένης ζωγραφικής. Τα εργαστήριά του ήταν θρυλικά και άκρως εμπνευσμένα, ιδίως για νεότερους καλλιτέχνες όπως ο Βίλεμ ντε Κούνινγκ και η Λι Κράσνερ.
Η έκθεση που συμπίπτει με τα 150 χρόνια από τη γέννησή του υμνεί την εξαιρετική ικανότητα του Ολλανδού καλλιτέχνη για επανεφεύρεση. Τα πρώιμα έργα του δηλώνουν τη διαρκή του ανησυχία, αλλά και ένα προοίμιο για τις επόμενες νεοπλαστικές συνθέσεις.
Ακόμα και όταν ήταν επηρεασμένος από τον κυβισμό στο Παρίσι, δημιουργούσε έργα με τη δική του γλώσσα και δεν ξέχασε ποτέ τη φύση, δημιουργώντας συνθέσεις εξίσου αφηρημένες, με έργα όπως το «Composition No. II» και με ριζοσπαστική χρήση των χρωμάτων. Ο τίτλος της έκθεσης, «Εξέλιξη», αφορά μια ιστορία όχι απόρριψης και επιβίωσης αλλά προσαύξησης. Τίποτα δεν χάθηκε, τίποτα δεν πετάχτηκε, έτσι ώστε τα διάσημά του πλέγματα να γίνονται το άθροισμα όλων όσων προηγήθηκαν. Η ικανότητα του Μοντριάν να μένει για πάντα νέος και να επανεφευρίσκει τον εαυτό του ήταν μοναδική στα 40, στα 50, στα 70 του χρόνια. Ποτέ δεν έμεινε ακίνητος.