Το χειμώνα του 1849, οι ζωγράφοι Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι και Γουίλιαμ Χόλμαν Χαντ ζωγράφιζαν μαζί, όταν ο φίλος τους Γουόλτερ Χάουελ Ντέβερελ εισέβαλε στο στούντιο. «Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι υπέροχο πλάσμα βρήκα, είναι σαν βασίλισσα, απίθανα ψηλή» είπε στους φίλους του.
Μιλούσε για την παράξενη ομορφιά της Ελίζαμπεθ Σίνταλ, που από εκείνη τη στιγμή άρχισε να γράφει ιστορία στον κύκλο των προραφαηλιτών ζωγράφων και έγινε το πιο περιζήτητο μοντέλο της εποχής της. Ο καλλιτέχνης που την ανακάλυψε, ο Γουόλτερ Ντέβερελ, πέθανε πολύ νέος από τη νόσο του Bright και είναι λίγοι αυτοί που τον θυμούνται αλλά ανήκε στον ίδιο κύκλο των ζωγράφων της Προραφαηλιτικής Αδελφότητας που ιδρύθηκε το 1848 και άλλαξε την ιστορία της βρετανικής ζωγραφικής.
Τη Σίνταλ την ανακάλυψε ο πατέρας του στο καπελάδικο που δούλευε, κοντά στην πλατεία Leicester, στο κεντρικό Λονδίνο και της πρότεινε να γίνει μοντέλο για τον ζωγράφο γιο του.
Η ιστορία αγάπης του Ροσέτι και της Λίζι Σίνταλ ήταν αληθινό σενάριο μιας «καταραμένης, δύσκολης αγάπης».
Η Λίζι δούλευε πολλές ώρες σε δυσάρεστες συνθήκες και η οικογένειά της ανησυχούσε για την ήδη ευαίσθητη υγεία της. Έτσι, η μητέρα της πήρε την πρωτοφανή απόφαση –εκείνη την εποχή η εργασία του μοντέλου ήταν συνώνυμη σχεδόν με την πορνεία– να της επιτρέψει να εργασθεί για ζωγράφους.
Ο Ντέβερελ, που δεν τολμούσε να το ζητήσει, έστειλε τη δική του πολύ αξιοσέβαστη μητέρα, με την μεγάλη άμαξά της, για να μιλήσει για τα οικονομικά. Η κ. Σίνταλ εξεπλάγη όταν έφτασε η άμαξα στο μικρό σπίτι της στον Old Kent Road. Μέσα σε λίγα χρόνια η Λίζι κέρδιζε αρκετά χρήματα και άφησε τη δουλειά στο καπελάδικο. Ήταν υπομονετική και επίμονη και οι ζωγράφοι λάτρευαν την ήρεμη νεαρή γυναίκα που μπορούσε να σταθεί ακίνητη για ώρες.
Το 1852 πόζαρε για την «Οφηλία», το διάσημο έργο του Τζον Έβερετ Μιλέ, επιπλέοντας σε μια μπανιέρα με νερό που ο ζωγράφος προσπαθεί να διατηρήσει ζεστό βάζοντας λάμπες γύρω από τη μπανιέρα. Απορροφημένος από το έργο του δεν πρόσεξε ότι οι λάμπες είχαν σβήσει. Συνέχισε να ζωγραφίζει χωρίς να δίνει σημασία στη Λίζι, που δεν παραπονέθηκε ούτε λεπτό. Τελικά έπαθε πνευμονία, μάλιστα ο πατέρας της απαίτησε από τον Μιλέ να πληρώσει την ακριβή ιατροφαρμακευτική της περίθαλψη, που η πρόσβαση σε αυτήν ήταν προνόμιο μόνο των πλουσίων.
Ήταν ο πίνακας που την έκανε διάσημη και περιζήτητη. Τη ζωγραφίζουν ο Ντέβερελ, ο Γουίλιαμ Χαντ, και το 1850 για πρώτη φορά ποζάρει για τον Ροσέτι, για έναν από τους λιγότερο γνωστούς πίνακές του, τη «Rossovestita». Σύμφωνα με τον συγγραφέα και κριτικό τέχνης Τζον Ράσκιν, προστάτη του Ροσέτι, σε όλη τη διάρκεια της σχέσης τους, ο πιο διάσημος των προραφαηλιτών τη ζωγράφισε χιλιάδες φορές.
Η ιστορία αγάπης του Ροσέτι και της Λίζι Σίνταλ ήταν αληθινό σενάριο μιας «καταραμένης, δύσκολης αγάπης». Η γυναίκα προερχόταν από μια οικογένεια της εργατικής τάξης και ο Ροσέτι φοβόταν να την παρουσιάσει στους γονείς του, ενώ οι αδερφές του τον έκριναν πολύ αυστηρά και έδειχναν την αποδοκιμασία τους για τη σχέση του. Έμειναν για δέκα χρόνια αρραβωνιασμένοι με τον Ροσέτι να αναβάλλει διαρκώς τον γάμο και τη Λίζι να πιστεύει ότι αναζητούσε να την αντικαταστήσει με μια νεότερη «μούσα», γεγονός που συνέβαλε στην κατάθλιψη και την κατανάλωση λάβδανου, αρχικά για να μπορεί να κοιμάται.
Ενώ στην αρχή της σχέσης τους είχαν απορροφηθεί ο ένας από τον άλλο επινοώντας ψευδώνυμα αγάπης και κρατώντας απόσταση από τους άλλους, ο έρωτας του Ροσέτι αρχίζει να ξεφτίζει. Παρόλο που σύμφωνα με τους ιστορικούς ήταν πολύ άπιστος, εξιδανίκευε τη Λίζι στα έργα του, ενώ στο ποίημα «A Last Confession» την παρουσιάζει ως ηρωίδα με μάτια στο χρώμα «της θάλασσας και του ουρανού μια γκρίζα ημέρα».
Στη διάρκεια της σχέσης τους η Λίζι αρχίζει να παίρνει μαθήματα ζωγραφικής από τον Ροσέτι και να δείχνει εκπληκτικά δείγματα ταλέντου, που εντυπωσίασαν τον Ράσκιν, που τη θεώρησε «ιδιοφυΐα» και της έδωσε μισθό 150 λίρες ετησίως για να ζωγραφίζει αποκλειστικά γι' αυτόν. Στο καπελάδικο που δούλευε έβγαζε 24 λίρες ετησίως. Στην έκθεση των προραφαηλιτών του 1857 ήταν η μοναδική γυναίκα που πήρε μέρος και όλα έδειχναν ότι το μέλλον της στη ζωγραφική προδιαγραφόταν λαμπρό.
Όμως εκείνη ζούσε στον ασφυκτικό κλοιό του χειριστικού Ροσέτι και αποφάσισε να αποδράσει από το Λονδίνο, καταφεύγοντας με μια από τις αδερφές της στη λουτρόπολη Μάτλοκ του Ντερμπισάιρ. Στη συνέχεια έφτασε στο Σέφιλντ, όπου αποφάσισε να μείνει με συγγενείς της –ήταν η γενέτειρα του πατέρα της– και γράφτηκε στη Σχολή Τέχνης του Σέφιλντ, αποφασισμένη να πάρει τον δικό της δρόμο στην τέχνη. Ο Ροσέτι την επισκεπτόταν αλλά τα νέα για τις ερωμένες του στο Λονδίνο έκαναν τη Λίζι να πάρει την απόφαση να χωρίσουν και η σχέση τους έληξε το 1858.
Τα επόμενα δυο χρόνια κανένας δεν ξέρει τι συνέβη στη ζωή της και τα πρώτα νέα που έφτασαν στο Λονδίνο πως ήταν βαριά άρρωστη κινητοποίησαν τον Ράσκιν και το Ροσέτι που τη βρήκαν τελικά στο Σάσεξ του Χέιστινγκς, με τον ζωγράφο να φτάνει κοντά της αποφασισμένος να την παντρευτεί. Παντρεύτηκαν το 1860 στην εκκλησία του Αγίου Κλήμεντος στο Χέιστινγκς, χωρίς καλεσμένους και μέλη των οικογενειών τους. Τότε ο Ροσέτι φιλοτέχνησε το διάσημο έργο του, «Regina Cordium», ως γαμήλιο πορτρέτο.
Το ζευγάρι αναχώρησε για το Παρίσι για τον μήνα του μέλιτος και όταν επέστρεψαν η Λίζι ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος. Γέννησε ένα νεκρό κορίτσι, πιθανότατα λόγω του εθισμού της στο λάβδανο. Ο γάμος και η σχέση τους κλονίστηκε για άλλη μια φορά, οι σκηνές ζηλοτυπίας πλήθαιναν και η γυναίκα που είχε γίνει περιβόητη για την τόσο διαφορετική ομορφιά της βυθίστηκε στην κατάθλιψη από την οποία δεν συνήλθε ποτέ.
Το 1862, όταν ο Ροσέτι επέστρεψε από το γεύμα του με τον ποιητή, θεατρικό συγγραφέα και κριτικό Άλτζερνον Τσαρλς Σουίνμπερν, βρήκε τη Λίζι στο κρεβάτι. Είχε καταναλώσει μισό μπουκάλι λάβδανο. Βγήκε για να κάνει ένα βραδινό μάθημα και όταν επέστρεψε το μπουκάλι ήταν άδειο. Προσπάθησε να την ξυπνήσει, στάθηκε αδύνατο. Στα χέρια της κρατούσε ένα σημείωμα που ο Ροσέτι έκρυψε και στη συνέχεια το έκαψε για να μη φανεί ότι αυτοκτόνησε και του αρνηθούν τη θρησκευτική ταφή.
Παρά τις προσπάθειες τεσσάρων γιατρών η Λίζι Σίνταλ πέθανε τα ξημερώματα της 11ης Φεβρουαρίου 1862. Η νεκροψία έδειξε ότι ήταν πάλι έγκυος. Όταν τάφηκε, ο Ροσέτι έβαλε στο φέρετρο το μόνο αντίγραφο των ποιημάτων που είχε γράψει και της είχε αφιερώσει. Ο θάνατος της Λίζι τον συνέτριψε. Δεν έπαψε να είναι η μούσα του και σε έργα μετά τον θάνατό της, αλλά επτά χρόνια αργότερα αποφάσισε ότι ήθελε πίσω τους στίχους που είχε βάλει στον τάφο της.
Η επιχείρηση που έγινε στο νεκροταφείο Highgate του Λονδίνου, με την επιστασία του Τσαρλς Ογκούστους Χάουελ, εμπόρου τέχνης, που όπως λένε οι πηγές εκβίαζε τον Ροσέτι –κάτι που στη συνέχεια ενέπνευσε τον Άρθουρ Κόναν Ντόιλ να γράψει την «Περιπέτεια του Καρόλου Αυγούστου Μίλβερτον»–, πέρασε στο μύθο.
Ο Ροσέτι έζησε είκοσι ακόμα χρόνια και ζωγράφιζε κυρίως τις ερωμένες του, τη Φάνι Κόρνφορθ και την Τζέιν Μπέρντεν, σύζυγο του συνεργάτη του, Ουίλιαμ Μόρις. Η πνευματική του κατάσταση ήταν ασταθής λόγω του εθισμού του στα ναρκωτικά. Η δημοσίευση των ποιημάτων που είχε ανακτήσει από τον τάφο της γυναίκας του –σαν κατάρα– επέσυρε σκληρή κριτική. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του απομονωμένος και πέθανε το 1882 στο Κεντ.