Μια κυρία που θεωρεί και θεωρείται ότι είναι εμπειρογνώμων στην κεντητική τέχνη επισκέφθηκε την έκθεση «Ροζ Μπουντουάρ» του Κωνσταντίνου Λαδιανού και έμεινε άναυδη από θαυμασμό για τη χρήση των μεταλλικών κυρίως κλωστών στα κεντήματά του, που είναι «τόσο δύσκολες». Μιλούσε όμως και για μια γενικότερη δεξιότητα στο κέντημα που είναι ανήκουστη στα χρονικά αυτής της τέχνης. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη παγίδα στην οποία μπορεί να πέσει ο επισκέπτης του «Ροζ Μπουντουάρ»: να μείνει τόσο έκθαμβος ενώπιον της μαστοριάς, ώστε να αδιαφορήσει για την ουσία.
Ο Κωνσταντίνος Λαδιανός είναι ένας ζωγράφος που δεν διστάζει να παραδεχτεί ότι είναι προσκολλημένος στην τεχνική και στην αφηγηματικότητα και ότι στις συνθέσεις του υπάρχουν πάντα αναφορές σε γνωστά έργα από την Iστορία της Tέχνης. Ωστόσο, η μέχρι τώρα πορεία του και κυρίως οι συμμετοχές του σε επιμελητικά πρότζεκτ τον τοποθετούν, μεταξύ των ομοτέχνων του, πιο κοντά σε εκείνους που αναγνωρίζονται ως «εμπροσθοφυλακή» της σύγχρονης τέχνης λόγω της προσήλωσής του στην οντολογία της σύγχρονης ύπαρξης περισσότερο απ' ό,τι στην τεχνική τελειοθηρία και στην εκζήτηση της φόρμας.
Όμως το πρώτο «προβληματάκι» που μπορεί να αντιμετωπίσει ο θεατής της έκθεσης είναι να παραλύσει από ηδονή ενώπιον των κεντημάτων (όπως η εμπειρογνώμων κυρία) και να μη συλλάβει το «όλον» που συνιστούν αυτά τα κεντήματα, με τη «σιδερόφρακτη» και τους δύο πίνακες «αφύλαχτης» ζωγραφικής του.
Το ανδρικό σώμα προσφέρεται ως αντικείμενο ηδονοβλεπτικής ευχαρίστησης αντίστοιχης με εκείνην που πρόσφερε η πορνογραφία της μπελ επόκ, με φόντο σατέν και κορδέλες. Το αντρικό σώμα καταλαμβάνει μια θέση που στο παρελθόν καταλάμβανε το γυναικείο.
Η αφορμή για να ξεκινήσει την ενότητα των κεντημάτων ήταν κάποιες μεταξωτές κορδέλες και σατέν υφάσματα που τυχαία βρέθηκαν στα χέρια του. Είναι του τύπου που στο παρελθόν υπήρξαν τόσο πολύ συνδεδεμένα με μια εύθραυστη θηλυκότητα, πανέτοιμη να θρέψει ιπποτικού τύπου έρωτες. Κεντημένα τώρα φαίνονται σαν να μην έχουν πουθενά ξηλώματα (ο ίδιος επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχουν), αλλά ούτε αόρατα λαθάκια. Πώς το πετυχαίνει κάποιος αυτό; «Το πρώτο μου κεντηματάκι το έκανα όταν ήμουν 13 ετών» λέει ο καλλιτέχνης. Και είχε ήδη τότε διαφανεί η ξεχωριστή του ευχέρεια στο είδος.
Υπάρχουν περιοχές της σύνθεσης, όπως, ας πούμε, οι πατούσες των ποδιών του μοντέλου σε δύο έργα, που είναι υπερβολικά κεντημένες. Εκεί μπορεί να παρατηρήσει κάποιος ότι κατά σημεία αλλάζει η φορά με την οποία η κλωστή εισχωρεί στο ύφασμα, ούτως ώστε η διαφορετική λάμψη του πέλους του μεταξωτού νήματος να λειτουργεί σαν ξεχωριστή απόχρωση και να αποδοθεί όγκος. Το αποτέλεσμα είναι ένα εφέ τριών διαστάσεων, πολύ πιο ξεκάθαρο απ' όσο θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη ζωγραφική.
Αλλού πάλι η κλωστή ξεπετάγεται από το ύφασμα και γίνεται τρίχα του εικονιζόμενου σώματος. Θα μπορούσε να πιστέψει ο θεατής ότι το στοιχείο του σώματος που ορίζει και συμπυκνώνει όλο το ανδρικό σεξ-απίλ είναι η αίσθηση που παράγει η τρίχα σε κάθε της παραλλαγή (τρίχα ποδιών, εφηβαίου, μαλλιών, γενιών, βλεφαρίδων). Αυτό που κάνει άνδρα τον άνδρα στα κεντήματα του Λαδιανού είναι οι τρίχες, γι' αυτό και επωφελείται η απόδοσή τους με κλωστές και το κέντημα ως μέσο είναι ιδανικό για να αποδώσει το σεξ-απίλ της τρίχας.
Γιατί τόση υλικότητα σε αυτό ειδικά το σημείο; Μήπως ο καλλιτέχνης προκαλεί τον θεατή να πέσει στα γόνατα και να αρχίσει να γλείφει τις κλωστές;
«Ναι!» ομολογεί ο ίδιος, αυτό θα ήθελε να πετύχει.
Έχει υπερσεξουαλικοποιήσει τα κεντήματα και το ερώτημα είναι πλέον αν εκεί ολοκληρώνεται ο στόχος του. «Όχι ακριβώς. Ο κύριος στόχος αυτών των έργων είναι να αποδείξουν την ισοτιμία των φύλων απέναντι στο βλέμμα που τα κοιτάζει». Το ανδρικό σώμα προσφέρεται ως αντικείμενο ηδονοβλεπτικής ευχαρίστησης αντίστοιχης με εκείνην που πρόσφερε η πορνογραφία της μπελ επόκ, με φόντο σατέν και κορδέλες. Το αντρικό σώμα καταλαμβάνει μια θέση που στο παρελθόν καταλάμβανε το γυναικείο. Μια οπτική «αντιφαλλοκρατική» γεννιέται μέσα από μια φαλλοκρατική δομή θέασης.
Αλλά τίποτα δεν είναι στην «κανονική» του θέση σε αυτή την έκθεση, όπου σε έναν πίνακα μια κοπέλα εικονίζεται να τηγανίζει αυγά με βραδινή τουαλέτα, πάνω σε αγνώστου ταυτότητας πλωτό μέσο, μάλλον μέσα στο σπίτι της.
Είναι ουσιώδες πάντως ότι ο καλλιτέχνης δεν κοιτάζει τα μοντέλα του με τη λιγούρα πορνογράφου, όπως, για παράδειγμα, κοιτούσε ο φακός του Paul Morrissey τον Joe Dallesandro στην ταινία Σάρκα (Flesh), παραγωγής Άντι Γούορχολ (1968). Στις εικόνες του Λαδιανού υπάρχει άλλου είδους αγνότητα και τα πρόσωπα που φιγουράρουν είναι επενδυμένα με συναίσθημα. Ο ίδιος πιστεύει ότι αυτές οι συνθέσεις του θυμίζουν «τούρτα ή γλυκό και αυτό γίνεται "ορεκτικό" και ευπρόσδεκτο και, εν πάση περιπτώσει, καθόλου άγριο και επιθετικό».
Ωστόσο, τα πιο δραματικά ερωτήματα που θέτει η έκθεση σχετίζονται κυρίως με το «μάτι της διαίσθησης», αυτό που γνωρίζει τα πάντα και φιγουράρει σε ένα κέντημα τοποθετημένο ψηλότερα όλων. Το μάτι που κατά παράδοση αλλά και επιλεκτικά εδώ θεωρείται εκείνο που κατέχει τον ρόλο του πατέρα και του αποδίδεται μια επαφή με το θείο. Το μάτι που συμπεριλαμβάνει κάθε άνθρωπο στην κληρονομιά του προβλήματος της ζωής. Χωρίς αυτήν τη «γονική παροχή» θα κληρονομούσες και πάλι το πρόβλημα, απλώς στις περισσότερες των περιπτώσεων οι γονείς σου προφταίνουν και σ' το κληροδοτούν πρώτοι.
Τα αλουμινένια «καφασωτά» που καλύπτουν αρκετά από τα εκτιθέμενα έργα είναι ένας προστατευτικός φράχτης από αυτό το μάτι και από όλους τους επίβουλους που θα σκόπευαν να δουν, να εξετάσουν και να καπηλευτούν το θαύμα του έρωτα. Όχι μόνο του σαρκικού έρωτα αλλά και το θαύμα της «ποικιλίας» που πρέπει να υπάρχει παντού και που υπάρχει, αλλά δεν την παραδεχόμαστε ποτέ. Της «ποικιλίας» που δεν είναι παρά αυτό που ευρέως ονομάζεται διαφορετικότητα.
Info:
Kωνσταντίνος Λαδιανός, Pink Boudoir
Can Christina Androulaki Gallery,
Π. Αναγνωστοπούλου 42, Κολωνάκι.
Μέχρι τις 10 Μαρτίου.