Το 1959, ένα ζευγάρι, ο Άλμπερτ και η Πάουλα Σαλομόν, εμφανίστηκε στην πόρτα του μουσείου της πόλης του Άμστερνταμ Stedelijk, κρατώντας πέντε υφασμάτινα κουτιά και ρωτώντας αν το μουσείο ενδιαφερόταν για το περιεχόμενό τους. Τα είχαν κρατήσει στο σπίτι τους περισσότερο από δέκα χρόνια και περιείχαν το έργο της κόρης του Άλμπερτ Σαλομόν, Σαρλότ ή Λότε Σαλομόν, που εξοντώθηκε το 1943 στο Άουσβιτς σε ηλικία 26 ετών. Στις 20 Νοεμβρίου 1971 ο Άλμπερτ και η Πάουλα δώρισαν τη σειρά που περιλάμβανε περίπου 1300 γκουάς στο Εβραϊκό Ιστορικό Μουσείο του Άμστερνταμ.
Το 1961 έγινε η πρώτη έκθεση του έργου μιας ζωγράφου με την οποία ο κόσμος δεν σταμάτησε να ασχολείται μέχρι σήμερα και αποτέλεσε μια βαθιά πηγή έμπνευσης για όσους πιστεύουν ότι η τέχνη είναι το μεγάλο καταφύγιο της ζωής.
Η Σαρλότ Σαλομόν, σε ηλικία 23 ετών, μεταξύ του 1940 και του 1942, σε δεκαοκτώ μήνες, ζωγράφισε την ιστορία της ζωής της, με τίτλο «Ζωή ή θέατρο;», ένα συναρπαστικό σώμα ενός έργου- ημερολογίου το οποίο, όταν το ολοκλήρωσε, μέσα στη ναζιστική κατοχή, το μετέφερε από το ξενοδοχείο στο οποίο κατοικούσε στο St. Jean Cap Ferrat, το εμπιστεύθηκε στον γιατρό Moridis στο Villefranche sur Mer, με τις λέξεις «Είναι όλη μου η ζωή».
Ο γιατρός, μετά τον πόλεμο, παρέδωσε το έργο στην Ottilie Moore, μια Αμερικανίδα που είχε προσφέρει στέγη στη Σαρλότ και τον παππού της στη βίλα της στο Villefranche και στην οποία η Σαρλότ είχε αφιερώσει τα έργα της. Εκείνη με τη σειρά της παρέδωσε τα έργα και μια αυτοπροσωπογραφία της Σαρλότ στον πατέρα της και τη δεύτερη γυναίκα του, Πάουλα, οι οποίοι δεν είχαν ιδέα για την ύπαρξη του έργου.
Έπρεπε να περάσουν δεκατρία χρόνια για να ανακαλύψει η Σαρλότ Σαλομόν ότι στην οικογένειά της είχαν αυτοκτονήσει συνολικά οκτώ γυναίκες, κάτι που την οδήγησε σε μια κομβική απόφαση: να αρχίσει να ζωγραφίζει τη ζωή της, αντί να ακολουθήσει την ίδια μοίρα.
Η ιστορία της ξεκινά του 1913, με την αυτοκτονία μιας νεαρής γυναίκας, της Σαρλότ Γκούνβαλντ, κόρης μιας καλλιεργημένης οικογένειας Βερολινέζων. Η αδερφή της, Φρανζίσκα, σοκαρισμένη, αρχίζει να δουλεύει ως νοσοκόμα στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου ερωτεύτηκε έναν νεαρό χειρουργό με το όνομα Άλμπερτ Σαλομόν. Από τον γάμο τους στις 16 Απριλίου 1917 γεννιέται η Σαρλότ Σαλομόν που πήρε το όνομα της θείας της, που είχε αυτοκτονήσει.
Στον μεσοπόλεμο, η μικρή Σαρλότ, όταν φτάνει στην ηλικία των εννέα ετών, μαθαίνει ότι η μητέρα της πέθανε από γρίπη. Στην πραγματικότητα είχε αυτοκτονήσει πέφτοντας από το παράθυρο. Με τις αυτοκτονίες στη μεσαία τάξη μεταξύ των μορφωμένων Γερμανοεβραίων γυναικών εκείνη την εποχή να έχουν αυξηθεί δραματικά, το γεγονός κρατήθηκε κρυφό γιατί θεωρούνταν επικίνδυνο και επαίσχυντο. Έπρεπε να περάσουν δεκατρία χρόνια για να ανακαλύψει η Σαρλότ Σαλομόν ότι στην οικογένειά της είχαν αυτοκτονήσει συνολικά οκτώ γυναίκες, κάτι που την οδήγησε σε μια κομβική απόφαση: να αρχίσει να ζωγραφίζει τη ζωή της, αντί να ακολουθήσει την ίδια μοίρα.
Η μικρή Σαρλότ μεγάλωνε μοναχικά μέχρι το 1930, όταν ο πατέρας της παντρεύτηκε την Πάουλα Λίντμπεργκ, τραγουδίστρια της όπερας που έφερε τη Σαρλότ σε επαφή με τον κόσμο της μουσικής αλλά και με τη συναγωγή και την εβραϊκή θρησκεία. Η Σαρλότ άρχισε να ζωγραφίζει σε ηλικία 13 ετών τους πρώτους πίνακες.
Η άνοδος των ναζί στιγμάτισε τη ζωή της οικογένειας: ο πατέρας της έχασε τη δουλειά του και άρχισε να δουλεύει στο Εβραϊκό Νοσοκομείο του Βερολίνου, η Πάουλα έχασε την καριέρα της στην όπερα και άρχισε να τραγουδά για τον νεοσυσταθέντα Εβραϊκό Πολιτιστικό Σύλλογο. Και η Σαρλότ εγκατέλειψε το σχολείο. Το 1936 μπήκε στην Κρατική ακαδημία Τέχνης στο Βερολίνο, παρά το γεγονός ότι μόνο το 1,5% των μαθητών ήταν Εβραίοι. Στη σχολή πήρε μια εξαιρετική εκπαίδευση και στο πολιτιστικό εβραϊκό κέντρο είδε εξαιρετικές παραστάσεις, κάτι που καθόρισε τη στάση της και την αντίληψή της ότι η τέχνη είναι πηγή του ηθικού.
Ερωτεύτηκε παθιασμένα έναν άντρα με τα διπλά της χρόνια, τον μουσικό Άλφρεντ Γούλφσον που την ενθάρρυνε να αναπτύξει τη σχέση της με τη ζωγραφική. Μετά τη Νύχτα των Κρυστάλλων στις 9 και 10 Νοεμβρίου 1938, όλα άλλαξαν για την οικογένεια. Ο Άλμπερτ Σαλομόν συνελήφθη και βασανίστηκε στο στρατόπεδο Sachsenhausen και μετά την απελευθέρωσή του η Σαρλότ στάλθηκε στους παππούδες της στη νότια Γαλλία. Έφτασε στη Villefranche τον Ιανουάριο του 1939. Τον επόμενο χρόνο η γιαγιά της αυτοκτόνησε. Τότε έμαθε το τρομερό ιστορικό των γυναικών της οικογένειας και είδε τον εαυτό της σαν κληρονόμο μιας οικογενειακής κατάρας. Έγραψε στους γονείς της που είχαν φτάσει στο Άμστερνταμ ως πρόσφυγες: «Θα δημιουργήσω μια ιστορία για να μη χάσω το μυαλό μου».
Τον Μάιο του 1940 η γαλλική κυβέρνηση του Βισί φυλάκισε τους Γερμανούς πολίτες που ζούσαν στη Γαλλία. Η Σαρλότ και ο παππούς της στάλθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Gurs στα Πυρηναία, και όταν επέστρεψαν στη Villefranche φιλοξενήθηκαν στο σπίτι της Ottilie Moore, στην οποία η Σαρλότ αφιέρωσε το έργο της πριν καν το ξεκινήσει. Η τραυματική ανακάλυψη του παρελθόντος της την έκανε να φτάσει στο ερώτημα αν θα βάλει και εκείνη τέλος στη ζωή της ή θα έκανε κάτι εκκεντρικό και τρελό. Άρχισε να δουλεύει σε ένα ξενοδοχείο στο St. Jean Cap Ferrat.
Χρόνια αργότερα ο ξενοδόχος θυμήθηκε ότι η γυναίκα που ζωγράφιζε τραγουδούσε διαρκώς. Η Σαλομόν δημιούργησε το αυτοβιογραφικό της αριστούργημα, ένα έργο που θυμίζει πρόγραμμα παράστασης με ζωγραφισμένες σκηνές από τη ζωή της με κολλημένα χαρτιά σαν λεζάντες με μελωδίες και λόγια. Η ιστορία που αφηγείται αφορά τη ζωή της, την οικογένεια, την αγάπη, τον θάνατο, τον Νίτσε, τον Γκαίτε και τον Μπετόβεν. Υπάρχει στο φόντο η άνοδος του Τρίτου Ράιχ, αλλά το έργο της είναι πρωτίστως βαθιά προσωπικό.
Χρονολογεί τη γένεση μιας ζωγράφου από μια οικογένεια με σκοτεινά μυστικά, ψυχικές ασθένειες, νευρικές βλάβες, κακομεταχείριση, αυτοκτονίες, υπερβολικές δόσεις ναρκωτικών. Για να το πραγματοποιήσει χρησιμοποιεί όλες τις επιρροές, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, τις αυτοβιογραφίες, τις αναμνήσεις από την οπερέτα, πολιτικά σχόλια. Είναι μια ιστορία των διωγμών των Εβραίων σε όλη την Ευρώπη, πνευματώδης και τραγική με 700 εικόνες, με 32.000 λέξεις, σε εκατοντάδες σελίδες σημειωματάριου με ζωηρά χρώματα.
Το έργο της μοιάζει πολύ με ένα storyboard για μια ταινία. Υπάρχουν στοιχεία όπως πολλές λήψεις σε μία εικόνα, ξαφνικές κοντινές λήψεις, ενώ η κάμερα κάνει ζουμ και απομακρύνεται διαδοχικά. Σε σημεία θυμίζει ταινίες κινουμένων σχεδίων στις οποίες οι χαρακτήρες επιδίδονται σε μακρείς μονολόγους, με συνεχώς μεταβαλλόμενες εκφράσεις του προσώπου. Είναι ένα έργο χωρίς κατάταξη, ένα εμβληματικό εικονογραφημένο χρονικό μιας εποχής και μιας οικογένειας. Ζωγραφισμένο δίπλα στη Μεσόγειο, εκεί που «είδε βαθιά στην καρδιά της ανθρωπότητας».
Όταν η Ριβιέρα καταλήφθηκε από τους Ιταλούς, η Σαρλότ επέστρεψε στη Villefranche. Εκεί γνώρισε έναν άλλο Εβραίο πρόσφυγα, τον Alexander Nagler, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1943, ενώ είχε εμείνει έγκυος. Ο παππούς της πέθανε στη Νίκαια και θάφτηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1943.
Τον Σεπτέμβριο του 1943 ο Άιχμαν σε μια μεγάλη επιχείρηση εκκένωσης της Ριβιέρας από τους Εβραίους συνέλαβε τη Σαρλότ και τον Νάγκλερ και τους μετέφεραν στο στρατόπεδο διέλευσης Drancy έξω από το Παρίσι. Οι πρόσφυγες δεν είχαν ιδέα πού θα πήγαιναν. Στις 7 Οκτωβρίου 1943, το Transport No. 60 εγκατέλειψε τη Γαλλία και έφτασε τρεις ημέρες αργότερα σε άγνωστο προορισμό. Οι άντρες χωρίστηκαν από τις γυναίκες και τα παιδιά. Οι άντρες πήγαιναν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Οι γυναίκες που ήταν έγκυοι ήταν πρώτες στη λίστα της εξόντωσης. Η Σαρλότ Σαλομόν, που ήταν τεσσάρων μηνών έγκυος, δολοφονήθηκε την πρώτη ώρα που έφτασε στο Άουσβιτς.
Τι συνέβη στους ήρωες αυτής της μυθιστορηματικής ιστορίας; Οι γονείς της επέζησαν κρυμμένοι στο Άμστερνταμ. Ο Άλμπερτ Σαλομόν είναι μέχρι σήμερα γνωστός για τη μελέτη του σχετικά με τις πρώτες μαστεκτομές, που θεωρείται η αρχή της μαστογραφίας. Πέθανε το 1976. Η Πάουλα Σαλομόν έγινε διακεκριμένη δασκάλα μουσικής και πέθανε το 2000 σε ηλικία 102 ετών. Ο εραστής της Σαρλότ, Άλφρεντ Γούλφσον, γνώρισε την Πάουλα και τον Άλμπερτ Σαλομόν για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο, στο Άμστερνταμ το 1947. Πέθανε από φυματίωση το 1962, σε ηλικία 65 ετών. Μόνο έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του έμαθε για την τεράστια επιρροή που είχε στη ζωή και το έργο της Σαρλότ.
Η ζωή και το έργο της Σαρλότ έγιναν ταινία, όπερα και βιβλίο από τον Νταβίντ Φοενκινός. Το 2011 στο ολλανδικό ντοκιμαντέρ του σκηνοθέτη Frans Weisz, έγινε μια τρομερή αποκάλυψη για την οποία μέχρι σήμερα διαφωνούν οι μελετητές της. Τον Φεβρουάριο του 1943, οκτώ μήνες πριν σταλεί στο Άουσβιτς, η Σαρλότ σκότωσε τον παππού της.
Οι παππούδες της, όπως πολλοί Εβραίοι, είχαν φύγει από τη Γερμανία στα μέσα της δεκαετίας του 30, με ένα κοκτέιλ «μορφίνης, οπίου και Veronal» για να το χρησιμοποιήσουν όταν θα τελείωναν τα χρήματά τους. Η Σαρλότ δεν τον σκότωσε από έλεος για να μην πέσει στα χέρια των Ναζί, αλλά γιατί ο γιατρός Λούντβιχ Γκρούνβαλντ, ο παππούς της, συμβόλιζε όπως έγραψε «τους ανθρώπους στους οποίους έπρεπε να αντισταθώ». Η Σαρλότ είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά από τον παππού της.
Σε μια επιστολή που ήρθε πρόσφατα στο φως και η μητριά της είχε αποκρύψει από τα χαρτιά που παραδόθηκαν στο Εβραϊκό Μουσείο, σε 35 σελίδες περιγράφει ότι τον δηλητηρίασε βάζοντας βερονάλ στην ομελέτα του και μάλιστα τον ζωγράφισε την ώρα που πέθαινε. Η επιστολή αυτή απευθυνόταν στον εραστή της Άλφρεντ Γούλφσον, ο οποίος δεν την έλαβε ποτέ. Ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ είδε τις κομμένες σελίδες της μακράς επιστολής που έκρυβε η οικογένειά της για περισσότερα από 50 χρόνια, το 1975. Η μητριά της του ζήτησε να τις κρατήσει μυστικές, πράγμα που έπραξε για δεκαετίες. Το περιεχόμενό τους έχει αποδειχθεί συγκλονιστικό.
Το 2015, ο παρισινός εκδότης Le Tripode κυκλοφόρησε το γράμμα στο σύνολό του για πρώτη φορά. Όμως, αυτό που μένει από τη Σαρλότ Σαλομόν, τελικά, είναι μια σπουδαία καλλιτεχνική γραφή και ένα αδούλωτο πνεύμα που αποδεικνύει ότι οι ιδέες δεν πεθαίνουν.