Αντισυμβατικός, κάπως παράξενος, ο γαλλο-ελβετός Ζαν Ετιέν Λιοτάρ, που γεννήθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα στη Γενεύη από οικογένεια Ουγενότων, έμεινε στην ιστορία της Τέχνης, ως ο δημιουργός των πιο λεπταίσθητων, φίνων στην απόδοση τους, προσωπογραφιών. Μυημένος στην τέχνη της μινιατούρας στη Γενεύη και διάσημος πορτρετίστας των Παρισίων, ο Λιοτάρ αγαπούσε να ζωγραφίζει απευθείας στον καμβά, χωρίς ενδιάμεσα προσχέδια και ζωγραφικές ασκήσεις. Αυτό, μάλλον διότι αφουγκραζόταν καλά τις ανάγκες της εποχής της, ανάγκες της υψηλής κοινωνίας κυρίως για προσωπογραφίες, γεγονός που τον έκανε περιζήτητο και κοσμοπολίτη, εν αντιθέσει με τους σύγχρονους του καλλιτέχνες, που αναζητούσαν την έμπνευση, κλεισμένοι στο εργαστήριο τους. Ο Λιοτάρ τότε είχε καταφέρει μέσα σε λίγα χρόνια να γυρίσει όλη την Ευρώπη, να δει τη ζωή στο Παρίσι, τη Νάπολη, τη Φλωρεντία και τη Ρώμη, πριν αποφασίσει να εγκατασταθεί και για τουλάχιστον 5 χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, το 1738.
Από εκεί θα επέστρεφε με μία θηριώδη γενειάδα, αλλά και με πολύτιμες γνώσεις και μία περίεργη αισθητική για το γυναικείο ντύσιμο και κυρίως για τα στέμματα που φορούσαν οι βασιλείς και οι βασίλισσες της εποχής. Προστατευόμενος της Μαρίας Θηρεσίας έμεινε στη Βιέννη για περίπου 2 χρόνια -από το 1743 έως το 1745- φιλοτεχνώντας τα πορτρέτα όλης της βασιλικής οικογένειας και φυσικά της ιδίας. Το 1748 βρέθηκε μετ' επαίνων και συστάσεων στο Παρίσι για να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο του Λουδοβίκου XV, σε μία περίοδο που τόσο η φήμη όσο και οι αμοιβές του είχαν εκτιναχθεί στα ύψη. Με κακεντρέχεια τότε ο επαγγελματικός του αντίζηλος, αλλά όχι ιδιαίτερα γνωστός ζωγράφος Andrea Soldi παρατηρούσε ότι "οι αμοιβές του συναγωνίζονταν το μήκος της γενειάδας του".
Όμως, ο Λιοτάρ δεν είχε χρόνο γι' αυτά. Αφού έμεινε για λίγο καιρό στο Λονδίνο, βρέθηκε στην Ολλανδία. Έμεινε εκεί για περίπου έναν χρόνο, μελετώντας τους καλλιτέχνες της Χρυσής Ολλανδικής Εποχής και εμπλούτισε τη δική του προσωπική συλλογή με περίπου 60 έργα εκείνης της εποχής. Επίσης ερωτεύθηκε και παντρεύτηκε (και μόνο τότε αποφάσισε να αποχωριστεί το θηριώδες μούσι του). Η Marie Fargue, μία Ολλανδέζα επίσης από οικογένεια Ουγενότων, κατά πολλά χρόνια νεότερη του, σκλάβωσε την καρδιά του καλλιτέχνη, όταν πόζαρε με ένα τουρκικό ένδυμα, για να δημιουργήσει ο ζωγράφος ένα από τα πιο υπέροχα πορτρέτα του. Αυτός ο πίνακας ανήκει πλέον στο Rijksmuseum.
Πολύ πριν επιδράσουν βαθιά στην τέχνη του οι Ολλανδοί καλλιτέχνες του 17ου αιώνα, πριν βρεθεί καν στην Ολλανδία, ο Λιοτάρ είχε αναπτύξει μια ισχυρή, κατάδικη του τεχνοτροπία, που αδιαφορούσε για τα στυλιζαρισμένα πορτρέτα, με τις συμβολικές χειρονομίες και τους κάποτε οξείς μορφασμούς που κάτι ήθελαν να δηλώσουν μέσα από τον πίνακα και για λογαριασμό του ιδιοκτήτη τους. Εκείνος έφερε μία φυσική, ρεαλιστική απεικόνιση, μακριά από την εκζήτηση των καιρών, μερικές πιο εσωτερικές πινελιές που έμοιαζαν να αδιαφορούν για όλο αυτόν τον πλούτο, την πολυτέλεια... Κάποτε αδιαφορούσε ακόμη και για το επάγγελμα, το κύρος ή την ιδιότητα του προσώπου που ζωγράφιζε, αναζητώντας μόνο την αλήθεια του προσώπου που είχε απέναντι του. Αυτή του η τάση είχε ερείσματα βεβαίως στην προγενέστερη τέχνη του Βερμεέρ, του Γκερί Ντου και άλλων.
Η Νεαρή Ολλανδέζα που παίρνει το Πρωινό της, λάδι σε καμβά, είναι ένας πίνακας τέτοιας τεχνοτροπίας. Είναι επίσης ο πίνακας που έκανε τον Λιοτάρ τον πρώτο μη Ολλανδό καλλιτέχνη, μέσα από τις δημιουργίες του οποίου αναβίωνε η Χρυσή Εποχή των Ολλανδών ζωγράφων. Ο πίνακας "μιλά" για ένα σεμνό νεαρό κορίτσι να απολαμβάνει το πρωινό ρόφημα του, σε έναν ολλανδικής προέλευσης εσωτερικό χώρο. Το ξύλινο πάτωμα, η ξύλινη ντουλάπα, το τραπεζάκι και ο ολλανδικής προέλευσης πίνακας που κρέμεται πάνω από τη νεαρή γυναίκα είναι μερικές μόνο αναφορές στην ολλανδική τέχνη.
Το συγκεκριμένο έργο, σπάνιο ακριβώς, επειδή πρόκειται για λάδι σε καμβά, θεωρείται σπάνιο, λόγω της ιστορικής ομοιότητας που παρουσιάζει με τα έργα τεράστιων ονομάτων της ολλανδικής τέχνης. Πρόκειται επίσης για ένα έργο που ο ζωγράφος κράτησε στην κατοχή του για περισσότερα από 20 χρόνια και τελικά πούλησε το 1774 σε μία δημοπρασία του οίκου Christie's. Ο αγοραστής ήταν ο Σερ William Ponsonby, στενός φίλος και χορηγός του Λιοτάρ, που είχε γνωριστεί μαζί του σε ένα ταξίδι το 1738 και από τότε θα γινόταν ένας από τους θερμότερους υποστηρικτές της τέχνης του: είχε αποκτήσει περισσότερα από 70 έργα του μέσα στα πιο δημιουργικά χρόνια του ζωγράφου.
Ο πίνακας με την Ολλανδέζα παρέμεινε στην κατοχή της οικογένειας Ponsonby για περίπου 242 χρόνια και και μόλις τον περασμένο Ιούλιο πωλήθηκε κατά τη διάρκεια δημοπρασίας του οίκου Sotheby's για 5.695.000 δολάρια. Αγοραστής ήταν το Εθνικό Μουσείο της Ολλανδίας που για την ώρα φρόντισε να τοποθετήσει το Κορίτσι, δίπλα στη Γαλατού, τον διάσημο πίνακα του Βερμεέρ. Μέχρι το τέλος του τρέχοντος μηνός, το Rijksmuseum θα έχει βρει τη μόνιμη και οριστική θέση του στον τομέα με τους καλλιτέχνες του 18ου αιώνα, για να γραφτεί το χρυσό τέλος της ιστορίας που ενέπνευσε ένα τόσο δημοφιλές έργο.
σχόλια