Το ότι έφτασα στο Παρίσι μετά τη FIAC είχε μια κάποια σημασία. Η διάσημη στον κόσμο των εμπόρων και των συλλεκτών παρισινή φουάρ, η οποία έγινε μετά από δυο χρόνια διά ζώσης, γιορτάστηκε με κάθε τρόπο από γκαλερί και παρισινά μουσεία, που είδαν τον κόσμο της τέχνης να επιστρέφει και κυρίως να αγοράζει με μεγαλύτερη ζέση από όσο πριν την πανδημία.
Οι γκαλερί της γαλλικής πρωτεύουσας έχουν βάλει τα καλά τους και ο κόσμος κυριολεκτικά έχει ξεχυθεί στα μουσεία που ήταν γεμάτα μέχρι αργά το βράδυ, ειδικά αυτά που έχουν την Πέμπτη ή την Παρασκευή ωράριο λειτουργίας μέχρι αργά.
Φυσικά, αυτό που θέλουν να δουν όλοι είναι το Bourse de Commerce, το πολυαναμενόμενο νέο μουσείο που στεγάζει τη συλλογή του πολυεκατομμυριούχου μαικήνα των τεχνών Φρανσουά Πινό, το οποίο άνοιξε μετά από καθυστερήσεις λόγω της πανδημίας. Στην πλευρά του μεγαλοπρεπούς κτιρίου προς τις Halles, μια χαρούμενη παρέα αστέγων πίνει τα κρασάκια της Πέμπτη απόγευμα, απολαμβάνοντας τις τελευταίες ηλιόλουστες μέρες στα σκαλιά του ανακαινισμένου παλιού χρηματιστηρίου, χαζεύοντας το κηπάκι με το ομορφάσχημο τέρας-φίδι, έργο της Νίκι ντε Σεντ Φαλ που είναι κλειστό επί του παρόντος.
Είναι απόγευμα Σαββάτου και το μουσείο πλημμυρίζει από κόσμο. Θυμίζει προηγούμενες καλύτερες εποχές, λίγο πιο ήρεμες, και αυτό σημαίνει λιγότερος κόσμος στις αίθουσες, κάπως πιο ελεγχόμενος, και απουσία των Ασιατών φιλότεχνων που ειλικρινά δεν μπορούν να μη δουν ΚΑΘΕ έργο πίσω από το κινητό τους και να το φωτογραφίσουν.
Στην ουρά με το πιστοποιητικό και την ταυτότητα (όπως σε όλες τις εκθέσεις) για να δούμε το έργο με την υπογραφή του Ταντάο Άντο, ενός από τους πιο διάσημους αρχιτέκτονες του κόσμου, που φιλοδοξεί να συνδέσει την πλέον σύγχρονη μουσειολογική αντίληψη, παραδόσεις, εμπειρίες και τη μεγαλύτερη κατανόηση των κόσμων που φιλοδοξούν να συνδεθούν μέσω της τέχνης.
Οι κόσμοι είναι παρόντες με τον πιο ανάγλυφο τρόπο. Οι παλιές προθήκες των εμπόρων σιτηρών φιλοξενούν έργα από πολυουρεθάνη ή νέον και στις αίθουσες και τους ορόφους καλλιτέχνες που γεννήθηκαν γύρω στη δεκαετία του 1950, όπως η Marlene Dumas, ο Thomas Schütte, η Miriam Cahn ή ο Kerry James Marshall, συναντιούνται με καλλιτέχνες που γεννήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όπως η Lynette Yiadom-Boakye, τη δεκαετία του 1980, όπως οι Florian Krewer, Xinyi Cheng, Claire Tabouret και Antonio Oba, ή τη δεκαετία του 1990 όπως η Ser Serpas.
Ο καλλιτέχνης-πρωταγωνιστής της πρώτης έκθεση του πολυαναμενόμενου μουσείου είναι ο Ουρς Φίσερ και το σύνολο των έργων του «Untitled» (2011), στη Ροτόντα του μουσείου, αποτελεί μια από τις πιο διάσημες εγκαταστάσεις του καλλιτέχνη που εμφανίζεται για πρώτη φορά στη Γαλλία. Έχει επανασχεδιαστεί από τον ίδιο ώστε να ταιριάζει με την κλίμακα του χώρου: μια «δημόσια πλατεία» κάτω από έναν τρούλο που φτάνει σχεδόν τα 40 μέτρα ύψος. Κάθε πρωί το προσωπικό του μουσείου ανάβει τα κεριά και τα αγάλματα καίγονται με τρόπο αργό μέχρι το τέλος της έκθεσης, τον Δεκέμβριο του 2021. Ήδη η φθορά έχει κάνει τη δουλειά της· στα πόδια μου βρίσκεται το χέρι του άνδρα του αντίγραφου του έργου του γλύπτη και αρχιτέκτονα του 16ου αιώνα Τζιανμπολόνια «Η αρπαγή των Σαβίνων γυναικών», ενώ ο φίλος του Φίσερ, ο καλλιτέχνης Ρούντολφ Στίνγκερ, καίγεται παρατηρώντας τους σχεδόν έκπληκτους θεατές που μπαίνουν για πρώτη φορά στη Ροτόντα. Έργα-σταρ τα in situ έργα, όπως το ποντίκι του Ryan Gander που έχει σκάψει τον σοβά στον τοίχο δίπλα στην είσοδο και είναι το πιο πολυφωτογραφημένο έργο του μουσείου, με τον κόσμο να σκύβει για χαιρετίσει το μικρό ποντίκι που έγινε σταρ στο ίνσταγκραμ, τύχη που δεν έχουν τα καθισμένα ψηλά στα κάγκελα του δεύτερου ορόφου περιστέρια του Μαουρίτσιο Κατελάν.
Πρώτος όροφος και δεύτερος αφιερωμένος σε μεγάλους ιστορικούς καλλιτέχνες της σύγχρονης τέχνης, αλλά και με φόρο τιμής στο παιγνιώδες, καλοκαιρινό, ανέμελο έργο του Martial Raysse «IciPlage, comme ici-bas» (2012) που υποδέχεται τους επισκέπτες δίπλα στο shop του μουσείου, με ασορτί της ατμόσφαιρας dusty rose ταμπουρέ και χαλί. Από τις ωραιότερες η γκαλερί 5 με τα έργα των Martin Kippenberger, Florian Krewer και Thomas Schütte που θα παραμείνουν μέχρι τις 17 Ιανουαρίου, ένα εξαιρετικό παράδειγμα διαλόγου και μια ακόμα ευκαιρία να καταλάβουμε πόσο μεγάλος καλλιτέχνης είναι ο Κιπενμπέργκερ και πόσο τυχεροί που είδαμε στην Αθήνα εξαιρετικά έργα του από το ΝΕΟΝ στο Κυκλαδικής.
Από το Bourse de Commerce, στην άλλη πλευρά της πόλης, στο Musée d’ Orsay, που είναι διαρκώς sold out για την έκθεση της Marlene Dumas και τη συλλογή έργων του Paul Signac.
Ο Γάλλος νεο-ιμπρεσσιονιστής ζωγράφος, εισηγητής, μαζί με τον Georges Seurat, του πουαντιγισμού, αυτοδίδακτος, έμαθε το επάγγελμά του κοιτάζοντας τα έργα των ιμπρεσιονιστών, ιδιαίτερα εκείνα των Claude Monet, Edgar Degas, Gustave Caillebotte ή Armand Guillaumin, τα περισσότερα από τα οποία εμφανίζονται στη συλλογή του. Το πρώτο του απόκτημα είναι ένα τοπίο του Paul Cézanne. Η συλλογή του είναι μια πραγματική περίπτωση εγχειριδίου, γιατί αντικατοπτρίζει την οπτική και τις προκαταλήψεις ενός καλλιτέχνη ιδιαίτερα ενεργού στην καλλιτεχνική σκηνή της εποχής του.
Σε συνεργασία με τα αρχεία Signac, τα οποία διατηρούν, εκτός από την αλληλογραφία του καλλιτέχνη, τα τετράδια στα οποία κατέγραφε τις αγορές του, αυτή η έκθεση είναι ένας ακριβής κατάλογος των έργων ζωγραφικής, των σχεδίων και των εκτυπώσεων που του ανήκαν.
Από την αρχή, ο ρόλος που έπαιξε στην ίδρυση και στη συνέχεια στην οργάνωση του Salon des Artistes Indépendants, του οποίου έγινε πρόεδρος το 1908, τον τοποθέτησε στο σταυροδρόμι διαφόρων τάσεων της avant-garde. Συγκεντρώνει έργα των νεοϊμπρεσιονιστών φίλων του, των Georges Seurat, Camille Pissarro, Maximilien Luce, Henri-Edmond Cross και των Nabis, Pierre Bonnard, Edouard Vuillard, Ker-Xavier Roussel, Maurice Denis και Félix Vallotton. Μεταξύ της επόμενης γενιάς, το πάθος του για το χρώμα τον οδήγησε να αγαπήσει τους φωβιστές, ιδιαίτερα τους Kees Van Dongen, Henri Matisse, Charles Camoin και Louis Valtat. Διότι ο συγγραφέας της πραγματείας του Eugène Delacroix για τον νεοϊμπρεσιονισμό υποδηλώνει αμέσως τη φυλή των καλλιτεχνών που από τον νεοϊμπρεσιονισμό οδηγεί στον φωβισμό. Η συλλογή επιφυλάσσει επίσης μερικές εκπλήξεις, συμπεριλαμβανομένων έργων που είναι λιγότερο αναμενόμενα από τον πρωταθλητή του χρώματος, όπως ένα όμορφο κάρβουνο από τον Odilon Redon ή έναν «κάπως πρόστυχο» πίνακα του Walter Sickert.
H Νοτιοαφρικανή Marlene Dumas στο ίδιο μουσείο, για να γιορτάσει τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Charles Baudelaire (1821-1867), δουλεύοντας μαζί με τον συγγραφέα και μεταφραστή Hafid Bouazza (1970-2021) δημιούργησε μια σειρά έργων ζωγραφικής με έμπνευση από το μποντλερικό «Spleen de Paris». Μαζί με τα πορτρέτα του Charles Baudelaire και της Jeanne Duval, βλέπουμε μοτίβα από τα ποιήματα -ο αρουραίος, το μπουκάλι- ζωγραφισμένα έτσι ώστε να συνδέονται άμεσα με τα κείμενα. Μαζί με αυτήν τη σειρά, τρία βασικά της έργα, τα «Τime and Chimera», «The Origin of Painting», «The making of», που έδειξε και στο φετινό Frieze, συνομιλούν με τα έργα της συλλογής του μουσείου.
Η έκθεση του Μαρτίν Μαρζελά στο Lafayette Anticipations έχει την πιο stylish ουρά επισκεπτών. Αγόρια με μάξι φούτερ και κουκούλες, κορίτσια της μόδας, γυναίκες με μαύρα γυαλιά στη σκόπιμα υποφωτισμένη έκθεση, που ζορίζονται λίγο -είναι η αλήθεια- να δουν τα έργα. Όλος ο κόσμος της μόδας θέλει να δει την παριζιάνικη έκθεση του μεγάλου εξαφανισμένου της τέχνης και στέκουν απορημένοι μπροστά στα σημάδια των έργων που λείπουν από τους τοίχους και υπάρχουν ορατά τα σημάδια τους – μέρος μιας αόρατης έκθεσης που αφορά την αποϋλοποίηση του έργου του καλλιτέχνη σε συνδυασμό με την περιβόητη αντι-διασημότητά του.
Η μακροχρόνια εμμονή του Μαρζελά είναι τα μαλλιά, που επανεμφανίζονται σε μια ολόκληρη σειρά έργων, όπως το «REDHEAD» και το «VANITAS» (και τα δύο έργα του 2019), στα οποία οι ασυνήθιστα φουντωμένες περούκες, σαν σφαίρες σε βιτρίνες, μιλούν για «τον μεταβαλλόμενο συμβολισμό» των κόκκινων μαλλιών, που από σημάδι του σατανά τον Mεσαίωνα και μαλλιά των μαγισσών, μετατράπηκαν σε μαλλιά των ευγενών στους πίνακες του Μποτιτσέλι. Τα πελώρια κόκκινα νύχια παραπέμπουν στο γκροτέσκο και την ποπ αρτ και στη «δημιουργία μιας τεχνητής γυναικείας ομορφιάς» και στο πώς η σεξουαλικότητα του γυναικείου σώματος έχει αλλάξει με την πάροδο του χρόνου, ακόμα και από τα άκρα. Σε μερικές περιοχές της έκθεσης δε μπορείς να μη σκεφτείς ότι η ίδια του η παρουσία, το όνομά του είναι πιο πολύτιμο από τα έργα τέχνης του.
Πολύ κοντά, στο Centre Georges Pompidou, μέσα στον Οκτώβριο, ο Tim Etchells με μια εγκατάσταση σαράντα τριών μέτρων, που αποτελείται από γράμματα ύψους τριών μέτρων, στερεωμένα στο εμβληματικό κτίριο, υποδέχεται τους επισκέπτες και νεύει στους περαστικούς θέτοντας ένα λεπτό ερώτημα με το έργο του από νέον «Qu'y a-t-il entre nous?» («Τι υπάρχει ανάμεσά μας;») σχετικά με το τι μοιραζόμαστε, τι μας δένει και τι μας χωρίζει. Είναι αδύνατο να μην επηρεαστείς από αυτή την οικεία και πολιτική χειρονομία, ειδικά αυτή την εποχή. Οι δυο εκθέσεις στο Pompidou είναι sold out, η πολυαναμενόμενη αναδρομική έκθεση της Georgia O'Keeffe με 150 έργα και η έκθεση του Georg Baselitz με αριστουργήματα των έξι δεκαετιών της ενεργούς παρουσίας του.
Είναι απόγευμα Σαββάτου και το μουσείο πλημμυρίζει από κόσμο. Θυμίζει προηγούμενες καλύτερες εποχές, λίγο πιο ήρεμες, και αυτό σημαίνει λιγότερος κόσμος στις αίθουσες, κάπως πιο ελεγχόμενος και απουσία των Ασιατών φιλότεχνων που ειλικρινά δεν μπορούν να μη δουν ΚΑΘΕ έργο πίσω από το κινητό τους και να το φωτογραφίσουν. Η έκθεση με τους διάσημους πίνακες με τα λουλούδια της O'Keeffe, είναι εξαιρετικά φωτισμένη, πολύ απλή, χρονολογική, με ένα εκτενές βιογραφικό σε μια κατασκευή Πι στην είσοδό της και τα έργα στους τοίχους ωραία τοποθετημένα, με αποστάσεις, να αναπνέουν και να αποκαλύπτονται ξανά σε ένα νέο πλαίσιο. Ο εικονογραφικός πλούτος του έργου της είναι πολύπλοκος και στην πραγματικότητα τα πολύ διάσημα έργα της έχουν επισκιάσει άλλα που δείχνουν ότι από τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης και τους αχυρώνες της λίμνης Τζορτζ μέχρι τα κόκαλα των βοοειδών που έφερε πίσω από τις περιπλανήσεις της στις ερήμους, η O'Keeffe δεν έπαυε να εξερευνά τα όρια πίσω από τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα της σε μια μεγάλη πορεία δεκαετιών. Ο επισκέπτης δεν μπορεί παρά να συμπεράνει ότι το έργο της ακουμπά σε μια παράδοση που έχει τις ρίζες της στη μεγάλη αίσθηση για τη φύση την οποία κληρονόμησε από τον ιστορικό ρομαντισμό και εμπλούτισε με μια πινελιά ερωτισμού στα τοπία και τα φυτικά μοτίβα της.
Σον ίδιο όροφο, με λιγότερους επισκέπτες, καθόλου τουρίστες, η έκθεση «Baselitz – The Retrospective», η πρώτη μεγάλη έκθεση του Γερμανού καλλιτέχνη στο Κέντρο Pompidou, είναι καθηλωτική. «Γεννήθηκα στη μέση μιας κατεστραμμένης τάξης, ενός τοπίου σε ερείπια, ενός λαού σε ερείπια, μιας κοινωνίας σε ερείπια. Και δεν ήθελα να εισαγάγω μια νέα τάξη. Είχα δει περισσότερα από αρκετά και αναγκάστηκα να αμφισβητήσω τα πάντα. Έπρεπε να είμαι αφελής και να ξαναρχίσω από το μηδέν. Δεν έχω ούτε την ευαισθησία, ούτε τη μόρφωση ή τη φιλοσοφία των Ιταλών μανιεριστών. Αλλά είμαι μανιεριστής με την έννοια ότι παραμορφώνω τα πράγματα. Είμαι βάναυσος, αφελής και γοτθικός» γράφει ο Μπάζελιτς στο σημείωμά του στην είσοδο της έκθεσης. Τα εκτυφλωτικά χρώματα, η σειρά έργων του «Ήρωες», τα ανεστραμμένα κορίτσια που κάνουν ποδήλατο μέσα στο λαμπερό κίτρινο, τα αγωνιώδη πρόσωπα, μάτια με έντονο βλέμμα, τσακισμένα φτερά αποκαλύπτουν όλες τις δημιουργικές περιόδους του, μέσα από τους πίνακες, τα γλυπτά, τα χαρακτικά και τα σχέδια της έκθεσης και τον διαρκή πειραματισμό του -με αριστουργηματικό τρόπο- με εικονογραφικές τεχνικές που αποκαλύπτουν την επίμονη μελέτη και τη βαθιά γνώση του έργου καλλιτεχνών όπως ο Edvard Munch, ο Otto Dix και ο Willem de Kooning, που επηρέασαν το έργο του, ως θραύσματα του παρελθόντος που οργανώνουν το σύνολο του έργου του με ένα παρόν που ανακαλύπτει ακόμα και σήμερα.
Στο μετρό είδα τη διαφήμιση της έκθεσης της Βίβιαν Μάγιερ στο Μusée du Luxembourg. Μην έχοντας κλείσει εισιτήριο, νόμιζα ότι η έκθεση δεν θα είχε κόσμο, λάθος μου. Ένα πολύχρωμο πλήθος επισκεπτών συνωστίζεται γύρω από την αυτοπροσωπογραφία της Vivian Maier (1926-2009) με τη Rolleiflex στα χέρια και το καπέλο της. Το Παρίσι τιμά την «νταντά» φωτογράφο στην πιο φιλόδοξη αναδρομική της μέχρι σήμερα, με 70 vintage και 144 αδημοσίευτες μέχρι στιγμής εκτυπώσεις φωτογραφιών της.
Τελικά είναι η ιστορία της, το κρυφό έργο της και η ανακάλυψή του ή οι ίδιες οι φωτογραφίες της που κάνουν την έκθεση τόσο ελκυστική, είναι η Βίβιαν Μάγιερ το μάτι της μεταπολεμικής Αμερικής και μαζί ένα φαινόμενο σε έναν κόσμο που τρελαίνεται για ανακαλύψεις;
Από το 2011, η εταιρεία παραγωγής της, diCHromA Photography, με έδρα τη Μαδρίτη, διανέμει ένα πυκνό σύνολο έργων 120.000 εκτυπώσεων σε παγκόσμια αποκλειστικότητα - πυροδοτώντας ένα φαινόμενο. Η ιδέα πίσω από αυτή την αναδρομική, όπως γράφει ο κατάλογος της έκθεσης -η πιο φιλόδοξη που έχει αφιερωθεί ποτέ στην καλλιτέχνιδα, η οποία βγήκε από την ανωνυμία από τύχη σε μια δημοπρασία δύο χρόνια πριν από τον θάνατό της- είναι να την καθιερώσει στη θέση που της αρμόζει, δίπλα σε άλλους όπως η Lisette Model, η Helen Levitt και η Diane Arbus. Μαζί με τις φωτογραφίες της προβάλλονται μια ντουζίνα σούπερ ταινίες 8 και 16 mm που δεν είχαν προβληθεί ποτέ. Εργαζόμενοι που φεύγουν από τα γραφεία τους, μια ουρά στα ταμεία για μια ταινία, μια παρέλαση αστροναυτών. Σε δυο σπάνια ηχητικά ντοκουμέντα ακούγεται η φωνή της και ο καθένας προσπαθεί να σκεφτεί κάτι για τον χαρακτήρα μιας τελικά μυθικής φωτογράφου. Πάντως, όταν έχεις δει τόσες φορές τις διάσημες φωτογραφίες της στο διαδίκτυο, είναι παράξενο να τις βλέπεις στην «αληθινή» τους διάσταση. Αλλά έχουν τη δύναμη να μεταφέρουν μέσα στη σιωπή και τα γκρίζα και μπλε χρώματα της έκθεσης τη βουή των αμερικάνικων μεγαλουπόλεων.
Κυριακή πρωί το Λούβρο δεν έχει τις ουρές που είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε όλα τα περασμένα χρόνια και η έκθεση «Παρίσι - Αθήνα. Γέννηση της σύγχρονης Ελλάδας (1675-1919)», είναι ήσυχη. Ωραία αντικείμενα και έργα από την Εθνική Πινακοθήκη, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, το Μουσείο Μπενάκη και τις Εφορείες Αρχαιοτήτων Ανατολικής Αττικής και Κυκλάδων, ανάμεσα σε άλλες, εξαιρετικές βυζαντινές εικόνες, αλλά μια έκθεση που δεν είναι ελκυστική, της λείπει η ραχοκοκκαλιά, μια πιο ενδιαφέρουσα αφήγηση. Να κάνω και μια παρατήρηση, που δεν είναι η ιδέα μου, φαίνεται και στις φωτογραφίες. Τα έργα, οι ελαιογραφίες, δύσκολα φωτίζονται από αυτά τα σποτάκια, γυαλίζουν τρομερά, για να δεις ένα μεγάλο έργο μετακινείσαι διαρκώς.
Το μουσείο του Λούβρου συνδέει την επέτειο της ελληνικής Επανάστασης με την πρώτη ημέρα του Μαρτίου του 1821, όταν οι Γάλλοι υποδέχτηκαν το άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου, που είχε ανακαλυφθεί στο νησί τον Απρίλιο του 1820. Εμένα αυτό δεν μου δημιουργεί καμία χαρά η σύνδεση αυτή, όπως δεν μου δημιουργεί χαρά ότι βλέπω επιτύμβια σε ιδιωτικές συλλογές ξένων περιηγητών, αλλά ανακαλώ στενάχωρα το πλιάτσικο που έγινε για αιώνες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θαυμάζω την τέχνη, αλλά φεύγοντας, και ενώ κάτι δεν έχει πάει καλά σε αυτήν τη σχεδόν σχολική αφήγηση, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι το πιο σημαντικό είναι να ανακαλύψουμε ξανά τα μικρά και μεγάλα μουσεία μας με τα καταπληκτικά αντικείμενα και τις εξαιρετικές τους συλλογές.