Περισσότερο με είχε εντυπωσιάσει το πόσο φιλικοί, πόσο ζεστοί ήταν οι απλοί άνθρωποι, ειδικά στην επαρχία. Περνούσες από ένα κτήμα, σε πλησίαζαν, ρωτούσαν από πού είσαι, σου πρόσφεραν άνθη και σε καλούσαν στο σπίτι για ένα κέρασμα, χυμό, τσάι, γλύκισμα... Η φιλοξενία τους μου έμεινε αξέχαστη» μας λέει ο ίδιος. Γεννημένος στη Βιέννη το 1912, αλλά κάτοικος Λονδίνου ήδη από το 1935, βρέθηκε στην Ελλάδα τη δεκαετία του '60, όπου φωτογράφισε τοπία, ανθρώπους, ασχολίες και παραδόσεις λίγο πριν η επέλαση της νεωτερικότητας και της αστυφιλίας αλλάξει θεαματικά τα πρόσωπα και τα σημεία αναφοράς του.
Καθώς έκανα τη λήψη, σκεφτόμουν με δέος στα χνάρια πόσων χιλιάδων ανθρώπων ανά τους αιώνες βάδιζαν εκείνοι οι επισκέπτες... Είναι συγκλονιστική η αίσθηση να ξετυλίγεται μπροστά σου μια ζωντανή ιστορική συνέχεια.
Ο ίδιος είναι ιστορία ολόκληρη. Η οικογένειά του ήταν εβραϊκής μεν καταγωγής, αλλά άθεη και σοσιαλδημοκρατικών πεποιθήσεων. Ο πατέρας του διατηρούσε βιβλιοπωλείο με πολιτικές κυρίως εκδόσεις, οπότε ο Wοlf μεγάλωσε σε ένα κοσμικό, σκεπτόμενο και έντονα πολιτικοποιημένο περιβάλλον. Θυμάται, μάλιστα, καθώς αναφέρει, πόσο ενθουσιασμό και προσδοκίες είχε προκαλέσει η ρωσική επανάσταση του '17. Καπετάν-φασαρίας ο ίδιος στα γυμνασιακά του χρόνια, ανάγκασε τον πατέρα του να τον στείλει ένα διάστημα σε «ειδικό» σχολείο, ώστε να μάθει κάπως να πειθαρχεί. Πρώτη του αγάπη ήταν η ζωολογία, αλλά γρήγορα τον κέρδισε η φωτογραφία, στην οποία αποφάσισε να αναζητήσει την τύχη του εκτός Αυστρίας, όπου τη δεκαετία του '30 η κατάσταση για αριστερούς, και ειδικά Εβραίους, άρχισε να γίνεται ασφυκτική. Ταξιδεύει στην Ολλανδία κι έπειτα στην Αγγλία, όπου γνωρίζεται με τον σπουδαίο κινηματογραφιστή Paul Rotha και συνεργάζεται μαζί του σε πολλά ντοκιμαντέρ (ανάμεσά τους προπαγανδιστικές παραγωγές στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου) και ταινίες, με πιο γνωστές το War of Plenty (1943) και το No Resting Place (1951). Ο ίδιος αγάπησε περισσότερο ένα ιστορικό φιλμ για τον Ρώσο συγγραφέα Νικολάι Γκόγκολ, τον οποίο πολύ εκτιμά, ενώ στις καλύτερες φωτογραφικές δουλειές του βάζει και την παρούσα.
Η έκθεση στην Πινακοθήκη Γκίκα περιλαμβάνει 48 πρωτότυπες ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τη Σκιάθο, την Ύδρα και την Αθήνα. Μέσα από αυτές ζωντανεύει μια Ελλάδα της αγροτικής ζωής και των αυστηρά τηρούμενων ηθών, εθίμων και παραδόσεων, καθώς και πορτρέτα καθημερινών ανθρώπων, αντιπροσωπευτικά της ανεπιτήδευτης ομορφιάς και της φαινομενικής, έστω, αθωότητας ενός κόσμου που έμελλε γρήγορα να χαθεί. Πέρα από τρεις, που ανήκουν στο φωτογραφικό αρχείο της Πινακοθήκης και είχε δωρίσει ο Suschitzky στον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, οι υπόλοιπες φωτογραφίες ανήκουν στην προσωπική συλλογή του δημιουργού και παρουσιάζονται στην Ελλάδα για πρώτη φορά. Επιμελητές είναι ο Ian Collins, συγγραφέας και βιογράφος του John Craxton, και η Ιωάννα Μωραΐτη, υπεύθυνη του Αρχείου της Πινακοθήκης Γκίκα του Μουσείου Μπενάκη, ενώ τον σχεδιασμό έκανε η συντηρήτρια Ελευθερία Γκόφα.
Από τις φωτογραφίες που εκτίθενται ξεχωρίζει, λέει, μία του Παρθενώνα που ξεπροβάλλει πίσω από τις κολόνες του Ερεχθείου, με κάποιες ανθρώπινες φιγούρες στο βάθος να δίνουν μια ιδέα της κλίμακας: «Καθώς έκανα τη λήψη, σκεφτόμουν με δέος στα χνάρια πόσων χιλιάδων ανθρώπων ανά τους αιώνες βάδιζαν εκείνοι οι επισκέπτες... Είναι συγκλονιστική η αίσθηση να ξετυλίγεται μπροστά σου μια ζωντανή ιστορική συνέχεια» θα πει. Δεν βρήκε, πάντως, κάποια μοναδικότητα στο περιώνυμο «αττικό φως»: «Πρόκειται ουσιαστικά για ένα φως που λίγο-πολύ απαντά σε όλη τη Μεσόγειο και, ναι, έχει μια ιδιαίτερη ευκρίνεια που το κάνει ιδανικό για έναν φωτογράφο... Φοβάμαι ότι δυστυχώς δεν θα καταφέρω να ξαναδώ αυτά τα μέρη, πιστεύω όμως ότι το φως τους παραμένει το ίδιο λαμπρό, το ίδιο αφοπλιστικό!».
Θα αποκόμιζε, άραγε, τις ίδιες συγκινήσεις, αν η φωτογράφιση ήταν ψηφιακή; «Κοιτάξτε... Η ψηφιακή φωτογραφία έκανε αναμφίβολα πολύ ευκολότερη τη λήψη πραγματικά καλών φωτογραφιών, ακόμα και σε ακραίες συνθήκες φωτισμού. Με ανησυχεί, όμως, το ότι χάρη στις νέες τεχνολογίες και το Ίντερνετ παρατίθενται διαρκώς εικόνες σωρηδόν, συνήθως δίχως να τις συνοδεύει κάποιο κατατοπιστικό σχόλιο ή σημείωση... Στη δική μου εφηβεία μπορούσαμε, ανατρέχοντας στα οικογενειακά φωτογραφικά άλμπουμ, να υπολογίσουμε με μεγάλη ακρίβεια πότε έγιναν οι λήψεις, φτιάχνοντας στο μυαλό μας ένα μίνι ιστορικό. Αμφιβάλλω αν οι νεότεροι μπορούν να κάνουν το ίδιο. Εμφανίζοντας έπειτα το ασπρόμαυρο φιλμ σε έναν σκοτεινό θάλαμο μπορούσες να επέμβεις, να το "πειράξεις" με έναν τρόπο πιο δημιουργικό από το photoshop. Πιστεύω όμως ότι η αξία της κλασικής αυτής μεθόδου φωτογράφισης ήδη επανακάμπτει, κάτι ευχάριστο, αφού θα έχουν μεγαλύτερη ζήτηση φωτογραφίες σαν τις δικές μου!». Όμως τι, αλήθεια, τον δίδαξε ένας και πλέον αιώνας ζωής; «Να αγαπώ τον πλησίον μου, όποιος κι αν είναι αυτός. Να διατηρώ, επίσης, το χιούμορ μου, ακόμα και στις δυσκολότερες καταστάσεις... είναι η καλύτερη συνταγή νεότητας και υγείας!» καταλήγει και δεν έχω πραγματικά κανέναν λόγο να μην τον πιστέψω.
Wolf Suschitzky «Ταξίδι στην Ελλάδα του '60», Μουσείο Μπενάκη, Κτίριο Πινακοθήκης Γκίκα, Κριεζώτου 3, 210 3615702, διάρκεια 23/4-27/6/15.
σχόλια