Τετρακόσια πενήντα χρόνια έχουν περάσει από τον θάνατο του Μάαρτεν φαν Χέιμσκερκ (Maarten van Heemskerck), του ξεχασμένου γίγαντα της ολλανδικής τέχνης, ενός ζωγράφου αξιοσέβαστου κατά τη διάρκεια του βίου του, που άσκησε σημαντική επιρροή, ιδιαίτερα στους καλλιτέχνες του Χάαρλεμ.
Ήταν γνωστός για την εισαγωγή της ιταλικής τεχνοτροπίας στη βόρεια Ολλανδία, ειδικότερα με τη σειρά των «Θαυμάτων του Κόσμου», η οποία διαδόθηκε με τη μορφή χαρακτικών.
Φέτος, κάποιες δεκαετίες μετά την τελευταία του μεγάλη έκθεση το 1980 στο Rijksmuseum στο Άμστερνταμ, που εξέταζε την ολλανδική τέχνη πριν από τα μεγάλα εικονομαχικά γεγονότα του 1566, το έργο του τιμάται με τρεις εκθέσεις.
Ο πρωτοπόρος αυτός καλλιτέχνης θα παρουσιαστεί μέσα από 130 έργα σε τρία ολλανδικά μουσεία. Γεννημένος το 1498 ως καθολικός, έζησε αρκετό καιρό για να δει τη γενέτειρά του, τη βόρεια Ολλανδία, να γίνεται προτεσταντική. Μέχρι τη δεκαετία του 1560, τα εξαιρετικά ιταλικά έργα του είχαν καταστραφεί ή διασκορπιστεί, σε ένα κύμα καλβινιστικής εικονομαχίας. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, ενώ με τη σταθερή παραγωγή τοπίων συνέβαλε στη διαμόρφωση της σύγχρονης ολλανδικής ταυτότητας, παραδόθηκε σταδιακά στη λήθη και λίγοι φρόντισαν να τον θυμούνται.
Οι αγελάδες, τα λιβάδια και οι νεκρές φύσεις που κυριαρχούσαν στην ολλανδική τέχνη του 17ου αιώνα και ζουν σήμερα ως εθνικά σύμβολα, ήταν αντίθετα από αυτά που φανταζόταν ο Φαν Χέιμσκερκ.
Στο Χάαρλεμ, την πόλη στην οποία εκπαιδεύτηκε και αργότερα εργάστηκε, το Μουσείο Frans Hals θα εξετάσει τις πρώτες δεκαετίες της καριέρας του, μέχρι το σημείο που αναχώρησε για τη Ρώμη, το 1532. Σε μικρή απόσταση με τα πόδια, το Μουσείο Teylers της πόλης θα παρουσιάσει 65 έργα του, συμπεριλαμβανομένης της σειράς του «Wonders of the World» («Τα θαύματα του κόσμου»). Εν τω μεταξύ, 30 χιλιόμετρα βόρεια, το Μουσείο Stedelijk Alkmaar θα εξετάσει τα τέσσερα χρόνια που πέρασε στη Ρώμη του Μιχαήλ Άγγελου και τα όσα ακολούθησαν τις επόμενες δεκαετίες.
Οι τρεις αυτές εκθέσεις αντικατοπτρίζουν χρόνια έρευνας γύρω από τη ζωή και το έργο του καλλιτέχνη, με επικεφαλής τον Ολλανδό μελετητή Ilja M. Veldman. Η δουλειά του Veldman οδήγησε σε μια σειρά από νέες ταυτοποιήσεις έργων του, συμπεριλαμβανομένου του πορτρέτου μιας γυναίκας που πιστεύεται τώρα ότι είναι η πρώτη σύζυγος του καλλιτέχνη, η Marie Jacobsdr de Coninck, το οποίο χρονολογείται γύρω στο 1543-44 και θα εκτεθεί στο Μουσείο Stedelijk Alkmaar.
Η μοίρα του Φαν Χέιμσκερκ άλλαξε για τα καλά μετά την παραμονή του στην Ιταλία. Ο πίνακάς του με τίτλο «Man of Sorrows» (1532) μετέτρεψε αυτό που θεωρούνταν συνήθως μια μικρή λατρευτική σκηνή με μια φιγούρα που στοχαζόταν τα πάθη του Χριστού σε ένα μνημειώδες κοντινό πλάνο του ανθρώπινου πόνου.
Ο Μάαρτεν φαν Χέιμσκερκ αξιοποίησε στο έπακρο τη διαμονή του στη Ρώμη, όπου δημιούργησε σχεδόν 200 σχέδια, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων είναι τώρα μέρος της συλλογής του Kupferstichkabinett του Βερολίνου. Αρκετά από αυτά τα σχέδια θα φτάσουν στην Ολλανδία, συμπεριλαμβανομένου ενός σκίτσου με πένα και καφέ μελάνι του Belvedere Torso (1532-36), του αρχαίου θραύσματος από ένα άγαλμα ύψους 5 μέτρων που είχε τεράστια επίδραση στον Μιχαήλ Άγγελο, μεταξύ άλλων.
Ο αντίκτυπος των χρόνων που πέρασε στη Ρώμη εξετάζεται στον πίνακα «Αυτοπροσωπογραφία με το Κολοσσαίο» (1553), δάνειο από το Μουσείο Fitzwilliam στο Cambridge. Εδώ, με τον ίδιο σε πρώτο πλάνο, ο καλλιτέχνης μετατρέπει τη Ρώμη σε ένα είδος ονειροπόλησης, με το Κολοσσαίο ως σύμβολο του χρόνου.
Μετά τη Ρώμη, ο Φαν Χέιμσκερκ συνεργάστηκε σε χαρακτικά με τον Dirck Volkertsz Coornhert από το Άμστερνταμ, έναν αληθινό αναγεννησιακό άνθρωπο: τυπογράφο, θεολόγο, συμβολαιογράφο και πολιτικό. Το Μουσείο Teylers παρουσιάζει τους καρπούς των κόπων του με έργα όπως το «The Devil Fills the Human Heart with Desire for World Things» («Ο διάβολος γεμίζει την ανθρώπινη καρδιά με επιθυμία για τα εγκόσμια») του 1550, τα οποία θα παρουσιαστούν μαζί με τα πρωτότυπα σχέδιο του Φαν Χέιμσκερκ που τα ενέπνευσαν. Η συγκεκριμένη χαλκογραφία δείχνει τον διάβολο να κρατάει παλέτα και πινέλο, σε μια παρωδία του μοτίβου «ο καλλιτέχης επί τω έργω», και να ζωγραφίζει σατανικά σύμβολα στην ανθρώπινη καρδιά.
Ο Ρέμπραντ ήταν θαυμαστής των χαρακτικών του φαν Χέιμσκερκ. Αλλά οι νέες ιδέες για την «ολλανδικότητα» που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του Ρέμπραντ δεν είχαν θέση για τις τάσεις της υψηλής Αναγέννησης του Φαν Χέιμσκερκ. Οι αγελάδες, τα λιβάδια και οι νεκρές φύσεις που κυριαρχούσαν στην ολλανδική τέχνη του 17ου αιώνα και ζουν σήμερα ως εθνικά σύμβολα, ήταν αντίθετα από αυτά που φανταζόταν ο Φαν Χέιμσκερκ, λέει ο Veldman.
Η έκθεση στο Μουσείο Teylers περιλαμβάνει χαρακτικά του Ρέμπραντ που εμπνεύστηκαν άμεσα από το έργο του καλλιτέχνη του Χάαρλεμ.
Ο Μάαρτεν φαν Χέιμσκερκ γεννήθηκε στο χωριό Χέιμσκερκ της βόρειας Ολλανδίας, που βρίσκεται ανάμεσα στο Άλκμααρ και το Χάαρλεμ. Ήταν γιος αγρότη. Σύμφωνα με τη βιογραφία του, ξεκίνησε την εκπαίδευσή του με τον ζωγράφο Κορνέλιους Βίλεμς στο Χάαρλεμ, αλλά ο πατέρας του τον κάλεσε να επιστρέψει για να εργαστεί στο αγρόκτημα της οικογένειας.
Φιλονίκησε με τον πατέρα του και έφυγε για το Ντελφτ, όπου σπούδασε ζωγραφική αρχικά με τον Γιαν Λούκας, πριν πάει ξανά στο Χάαρλεμ, όπου έγινε μαθητής του Γιαν φαν Σκόρελ, μαθαίνοντας να ζωγραφίζει στο ανανεωτικό ύφος του δασκάλου του, που ήταν επηρεασμένο από την ιταλική τέχνη. Στη συνέχεια πήγε να μείνει στο σπίτι του εύπορου βοηθού ιερέα Πίτερ Γιαν Φόπες, για τον οποίο δημιούργησε ένα πολύ γνωστό σήμερα οικογενειακό πορτρέτο.
Η Ιταλία του Μάαρτεν φαν Χέιμσκερκ
Πριν ξεκινήσει για την Ιταλία το 1532, ο Φαν Χέιμσκερκ ζωγράφισε ένα πίνακα, στον οποίο ο Άγιος Λουκάς ζωγραφίζει την Παναγία. Μια ένθετη επιγραφή αναγράφει: «Αυτός ο πίνακας είναι αναμνηστικό του ζωγράφου του, Μάαρτεν Χέιμσκερκ. Εδώ αφιερώνει τους κόπους του στον Άγιο Λουκά ως ένδειξη σεβασμού στους συναδέλφους του στο επάγγελμα αυτό, του οποίου ο Άγιος είναι προστάτης» (ο Άγιος Λουκάς είναι ο προστάτης των ζωγράφων και από τον ευαγγελιστή πήρε το όνομά της και η περίφημη συντεχνία των Ολλανδών ζωγράφων.)
Ταξίδεψε σε ολόκληρη τη βόρεια και κεντρική Ιταλία, σταματώντας στη Ρώμη, όπου συνεργάστηκε με τους Αντόνιο ντα Σανγκάλο τον νεότερο, Μπατίστα Φράνκο και Φραντσέσκο ντέι Ρόσι στην αναδιακόσμηση της πύλης του Αγίου Σεβαστιανού (Porta San Sebastiano) της Ρώμης. Ο συγγραφέας και ιστορικός Τζόρτζιο Βαζάρι γράφει για τις τολμηρές σκηνές μαχών που είχε φτιάξει ο Φαν Χέιμσκερκ. Στη Ρώμη δημιούργησε πολυάριθμα σχέδια κλασικών γλυπτών και αρχιτεκτονημάτων, πολλά από τα οποία έχουν διασωθεί και τα οποία χρησιμοποίησε ως υλικό αναφοράς σε όλη την υπόλοιπη σταδιοδρομία του.
Επιστρέφοντας στην Ολλανδία το 1536, εγκαταστάθηκε στο Χάαρλεμ, όπου έγινε επικεφαλής στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά το 1540. Διέθετε μεγάλο και επικερδές εργαστήριο, αν και η αλλαγή του ύφους του μετά το ταξίδι στην Ιταλία δεν ήταν αρεστή σε όλους. Το 1572 έφυγε από το Χάαρλεμ για το Άμστερνταμ, για να αποφύγει την πολιορκία της πόλης από τους Ισπανούς. Ήταν ένας από τους πρώτους Ολλανδούς καλλιτέχνες που δημιούργησαν σχέδια ειδικά για αναπαραγωγή από επαγγελματίες χαράκτες.
Πέθανε σε ηλικία 76 ετών στο Άμστερνταμ και η διαθήκη του σώζεται μέχρι σήμερα. Δείχνει ότι ήταν αρκετά εύπορος και άφησε χρήματα και γη στο ορφανοτροφείο του Χάαρλεμ, με τους τόκους να κληροδοτούνται σε όποιο ζεύγος ήθελε να τελέσει τη γαμήλια τελετή του στην επιτάφια πλάκα του στον καθεδρικό του Χάαρλεμ. Υπήρχε μια πρόληψη στην καθολική Ολλανδία που έλεγε ότι ένας γάμος που θα τελούνταν εκεί θα εξασφάλιζε τη γαλήνη στον ενταφιασμένο.
Οι εκθέσεις για τον Maarten van Heemskerck (Μάαρτεν φαν Χέιμσκερκ) θα πραγματοποιηθούν στο Μουσείο Frans Hals και στο Μουσείο Teylers στο Χάαρλεμ και στο Μουσείο Stedelijk Alkmaar από τις 28 Σεπτεμβρίου 2024 ως τις 19 Ιανουαρίου 2025.