Μαρίνα Φωκίδη
Επιμελήτρια εκθέσεων, κριτικός τέχνης, συγγραφέας και εκδότρια του περιοδικού SOUTH. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και καλλιτεχνική διευθύντρια της Kunsthalle Athena
«Η Kunsthalle Athena ξεκίνησε το 2010, ακριβώς λόγω της κρίσης. Επειδή δεν είχαμε τίποτα, θεωρήσαμε ότι νόμισμά μας θα ήταν η αγάπη κι έτσι βρεθήκαμε με ένα δυνατότερο νόμισμα στα χέρια. Δεν δείχναμε εικονογραφήσεις της κρίσης. Το κτίριο-ερείπιο, όπου βρισκόμασταν, αρκούσε για να το δηλώσει αυτό. Ξεκινήσαμε με την ιδέα ότι θα κάναμε μια έκθεση και τελικά μείναμε εκεί πέντε χρόνια, παρουσιάζοντας μία ή δύο εκθέσεις τον χρόνο και πολλές δράσεις (που ήταν συζητήσεις πολιτικού περιεχομένου).
Για το κλείσιμό της είχαμε κανονίσει να μείνει ανοιχτή επί τρία 24ωρα. Θα επιχειρούσαμε να αφήσουμε στον χώρο όσο το δυνατό περισσότερα ίχνη από τις εκθέσεις που είχαμε κάνει, ως υπόσχεση ότι θα ξανασυναντηθούμε. Το πλάνο αυτό συνέπεσε τυχαία με την επιβολή των capital controls και την παγωμάρα που προκάλεσαν. Πιστεύαμε ότι δεν θα πατούσε κανένας και σκεφτήκαμε να ακυρώσουμε τη διαδικασία. Οι πιο τολμηροί, όμως, αρνήθηκαν κι έτσι, έκπληκτοι, διαπιστώσαμε ότι μέσα σ' εκείνον τον φόβο μαζεύτηκε ο περισσότερος κόσμος που είχαμε ποτέ. Ο χώρος λειτούργησε σαν καταφύγιο όπου γινόταν ένα ξέφρενο πάρτι και μαζί ομιλίες και παρουσιάσεις. Ήταν κάτι σαν ομαδική θεραπεία και αυτό ήταν μια δικαίωση.
Το SOUTH δημιουργήθηκε ως αντίδραση στη στάση του σκληρού ευρωπαϊκού Βορρά. Ο Νότος έγινε μια κατάσταση του μυαλού που έδινε στίγμα συμπεριφοράς αντισυμβατικό σε σχέση μ' εκείνο της βορειοδυτικής Ευρώπης. Όσο για την documenta 14, θα μπορούσα να πω πάρα πολλά, αλλά θα σταθώ μόνο στο ότι ο Άνταμ Σίμτσικ είχε μια πολύ καλή εικόνα για την οικονομική κρίση που, όπως αποδείχτηκε, μετεξελίχθηκε σε μεταναστευτική. Τη δεκαετία αυτή γεννήθηκε εδώ η τεράστια δυναμική τού να κάνεις ό,τι είναι να κάνεις, χωρίς να έχεις τίποτα. Και κάπως έτσι διαμορφώθηκε η σημερινή πόλη των αντιφάσεων που, ενώ δεν έχει μουσείο σύγχρονης τέχνης, διαθέτει πάνω από 100 εκθεσιακούς χώρους».
Ελπίδα Καραμπά
Θεωρητικός τέχνης, επιμελήτρια εκθέσεων και διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
«Το αντικείμενό μου είναι ο δημόσιος χώρος και η δημόσια σφαίρα με τη διευρυμένη έννοιά τους και όχι μ' εκείνην του φυσικού χώρου. Αναγκαστικά, λοιπόν, αγγίζω ζητήματα της επικαιρότητας, η οποία όμως δεν με ενδιαφέρει, επειδή με απασχολούν τα φαινόμενα των καιρών. Ως προς αυτό συμμερίζομαι τον Μπένγιαμιν που λέει ότι ο καλλιτέχνης οφείλει να ασχολείται με αυτά και όχι με την επικαιρότητα ‒ δεν τον ξεχνώ στην πρακτική μου. Το 2014 ίδρυσα την ΠΑΤ, την Προσωρινή Ακαδημία Τεχνών, ένα υβρίδιο επιμελητικό και εκπαιδευτικό που εστιάζει στο ζήτημα της σύνδεσης τέχνης και γνώσης στο πλαίσιο του "γνωσιακού καπιταλισμού" που είναι η φάση που ζούμε τώρα και έχει ονομαστεί έτσι επειδή, με πολύ οξύ τρόπο πλέον, εκεί όπου διακινείται η γνώση παρευρίσκεται και η εξουσία.
Αυτό βέβαια ίσχυε πάντα, αλλά σήμερα είναι πιο ορατό μέσα από τη λογική των αξιολογήσεων πανεπιστημίων και εκπαιδευτικού προσωπικού, την επαναφορά της έννοιας της αριστείας και τον διαχωρισμό των μαθητών σε ομάδες διαφορετικών ταχυτήτων που αντικατοπτρίζουν τις ταξικές διαφορές. Είναι πράγματα που πλέον συμβαίνουν απροκάλυπτα.
Επίσης, με ενδιέφερε πάντα η φεμινιστική μεθοδολογία σε σχέση με τα κρίσιμα πράγματα. Είναι η βάση όλων των υπολοίπων σπουδών, π.χ. εκείνων της διαφοράς των φύλων ή του queer, της αποικιοκρατικής αντίληψης και γενικότερα όλων αυτών των σπουδών που ανέκυψαν με μεγάλη ένταση την περίοδο που θεωρούμε περίοδο της κρίσης. Έχουν επιστρέψει με τόση οξύτητα ακριβώς επειδή βλέπουμε πάρα πολλές αντιδραστικές δυνάμεις να αναδύονται στην εξουσία (φασίστες, νεοναζί, ορθόδοξους, εθνικιστές κ.λπ.), κουβαλώντας όλο και περισσότερη βία. Η περίπτωση της Ζάκι Ο (Ζακ Κωστόπουλος), για παράδειγμα, ήταν κομβική. Ακούστηκαν στον δημόσιο λόγο πολύ περισσότερα πράγματα για το queer κίνημα και δημιουργήθηκε ένα momentum φοβερό που συσπείρωσε πολύ το κίνημα lgbtq+, όπως συνέβη και με τις γυναικοκτονίες στη Λατινική Αμερική.
Κατά τα άλλα, σχετικά με την έκθεση "Actopolis", ο πυρήνας των δράσεών μας που οδήγησαν σ' αυτήν ήταν ότι θέλαμε να ασχοληθούμε με τον όρο της διπλωματίας που λέγεται "soft power" και στην ουσία αναφέρεται στην πίεση που ασκεί ένας πολιτιστικός μηχανισμός. Προσπαθούσαμε να σκεφτούμε τι σημαίνει όταν ένα μεγάλο ίδρυμα, σαν το Ινστιτούτο Γκαίτε, που μας χρηματοδοτούσε, καλεί ένα μικρότερο, σαν την ΠΑΤ. Θέλαμε να διερευνήσουμε εάν η ΠΑΤ μπορεί, ως αντίδραση, να ασκήσει κι εκείνη soft power στη soft power του μεγαλύτερου ιδρύματος. Παράλληλα, βέβαια, κατευθυνόμασταν και στο πρώτο επίπεδο των στόχων μας, που ήταν να δώσουμε μια εξήγηση στο γιατί μετατοπίζεται το κέντρο της πόλης στην παραλία της.
Όταν ασχολείσαι με την τέχνη στον δημόσιο χώρο σε συσχετισμό με την οικονομία και την πολιτιστική πολιτική, διαπιστώνεις, κατασκευάζοντας υποκείμενα μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση, ότι αυτό δεν είναι κάτι που ξεπήδησε ξαφνικά ούτε είναι κάτι που το προκάλεσε η δίνη της οικονομικής κρίσης. Για την ακρίβεια, συμβαίνει το αντίστροφο: η κρίση προέκυψε από αυτή την κατασκευή».
Ηλιάνα Φωκιανάκη
Επιμελήτρια εκθέσεων και ιδρύτρια και διευθύντρια του State of Concept, της πρώτης μη κερδοσκοπικής αίθουσας σύγχρονης τέχνης, που ιδρύθηκε το 2013
«Ίσως η πιο αξιοσημείωτη χρονιά της δεκαετίας να ήταν το 2013. Ήταν η τρίτη και ίσως η χειρότερη χρονιά της κρίσης και σαφώς εκείνη του ανθελληνικού κρεσέντο, στα γερμανικά κυρίως έντυπα. Λόγω αυτής της συνθήκης είχαμε συχνές αφίξεις στην Αθήνα ξένων καλλιτεχνών από τη σκηνή της παγκόσμιας διανόησης. Και ήταν η πιο ώριμη φάση της Μπιενάλε της Αθήνας, με την 4η διοργάνωσή της με τίτλο AGORA, που κατ' ουσίαν τοποθετήθηκε απέναντι στο ζήτημα της χρησιμότητας των μπιενάλε.
Μέσω της επιμελητικής πρότασής της αποτέλεσε, επίσης, συλλογική προσπάθεια δεκάδων επιμελητών, κάτι που ελάχιστοι είχαν επιχειρήσει πρωτύτερα σε τέτοια κλίμακα. Επιπλέον, "εργαλειοποίησε" την αρχιτεκτονική της πόλης με τον πιο σημαίνοντα ίσως τρόπο, μετατρέποντας το εμβληματικό κτίριο του Παλιού Χρηματιστηρίου σε εργοστάσιο παραγωγής κοινωνικοπολιτικού λόγου. Η μορφή του θεσμού ως μελισσιού παραγωγής ιδεών τοποθέτησε την Αθήνα στο διεθνές πλαίσιο της διαλεκτικής για την επιμέλεια (ως μια πρόταση για τη σύγχρονη τέχνη που συνδιαλέγεται άμεσα με την κοινωνία, άλλες επιστήμες και τέχνες κ.λπ.). Όλοι νιώσαμε ότι πιθανώς να αποτελέσει αφετηρία για νέα πράγματα.
Θα ξεχωρίσω, επίσης, το "Εκ Νέου", την έκθεση νέων καλλιτεχνών του ΕΜΣΤ, επειδή κατάφερε να νομιμοποιήσει κάποιες εικαστικές πρακτικές καλλιτεχνών που ως τότε έδειχναν σε υπόγεια και underground χώρους, καθώς και καλλιτεχνών που η δουλειά τους υπήρχε σε μη εικαστικό πλαίσιο.
Για να επιστρέψω στο θέμα του ανθελληνικού κρεσέντο, θα πω πως σαφώς δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα αλλά ολόκληρο τον ευρωπαϊκό Νότο. Νομίζω ότι το 2013, με τα PIGS κ.λπ., έγινε ξεκάθαρο το πόσο διαχωρισμένη είναι η Ευρώπη σε Βορρά και Νότο. Θεωρώ ότι αυτό δεν έχει αναλυθεί ακόμα αρκετά μέσα από το εικαστικό και θεωρητικό πλαίσιο της εντόπιας εικαστικής σκηνής. Και ίσως δεν έχουμε καταλάβει την ευθεία γραμμή από το τότε στο σήμερα της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού και του εθνικισμού ‒ ερωτήματα που στο εξωτερικό ο πολιτισμός διερευνά έντονα. Αυτά τα ερωτήματα και αυτές τις θεματικές προσπαθούμε να αναλύσουμε και να εξερευνήσουμε από το 2013 στο State of Concept, θέτοντας τα από την ιδιαιτερότητα του εντόπιου σε συνδιαλλαγή με το πανευρωπαϊκό πλαίσιο».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια