Ψίθυροι, κραυγές και φωνές κατηγορίας, τραύματα που περνούν από γενιά σε γενιά, αυτοτραυματισμοί και αυτοκτονίες – όλα μέρος του έργου «Sisters, Saints, Sibyls» της Ναν Γκόλντιν, μιας προβολής σε τρεις οθόνες που δημιουργήθηκε ακριβώς πριν από 20 χρόνια και τώρα είναι εγκατεστημένη σε ένα αποχαρακτηρισμένο ουαλικό παρεκκλήσι στο κέντρο του Λονδίνου. «Είναι σημαντικό που προβάλλεται σε μια εκκλησία», λέει η ίδια στον Έιντριαν Σιρλ, κριτικό τέχνης της «Guardian», στο διαμέρισμά της στο Μπρούκλιν.
Η ιστορία ξεκινάει σαν προβολή διαφανειών που λένε την ιστορία της Αγίας Βαρβάρας μέσω μιας αλληλουχίας από ιστορικά έργα τέχνης. Η Γκόλντιν εξηγεί: «Την κλείνουν μέσα λόγω των πεποιθήσεών της, καταφέρνει να επαναστατήσει και να δραπετεύσει, ασπάζεται τον χριστιανισμό, οι τοίχοι δακρύζουν και την επισκέπτεται το άγιο πνεύμα. Είναι μια σπουδαία ιστορία». Αλλά τελειώνει άσχημα, με τον αποκεφαλισμό της από τα χέρια του πατέρα της, ο οποίος στη συνέχεια πέφτει νεκρός, χτυπημένος από μια βιβλική αστραπή.
Το «Sisters, Saints, Sibyls» μας μεταφέρει από τη ζωή και το μαρτύριο της Αγίας Βαρβάρας στην ιστορία της μεγαλύτερης αδελφής της Γκόλντιν με το ίδιο όνομα, Μπάρμπαρα, ενός έξυπνου και ανυπότακτου παιδιού που στάλθηκε σε ορφανοτροφεία, αναμορφωτήρια και ψυχιατρικά ιδρύματα στην εφηβεία και αυτοκτόνησε το 1965, σε ηλικία μόλις 19 ετών. Το «Sisters, Saints, Sibyls» θίγει το θέμα ευθέως και καταπιάνεται με τις συνέπειές του.
Το «Sisters, Saints, Sibyls» αφορά το τραύμα που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, με όλες τις συνέπειές του. Πρόκειται για μια αλυσίδα που είναι δύσκολο να σπάσει.
Η Γκόλντιν αφηγείται την ιστορία της αδελφής της, καθώς υπήρξε καθοριστική για εκείνη. Όπως το μεγαλύτερο μέρος του έργου της, είναι μια αυτοβιογραφία με άλλα μέσα. «Ήμουν πραγματικά αμφίθυμη απέναντι στο έργο για μεγάλο διάστημα. Πίστευα ότι ήταν υπερβολικά αυτάρεσκο. Αλλά τώρα μου αρέσει πολύ. Προσπαθώ επίσης να αποφεύγω την αυτολύπηση».
Στο διαμέρισμά της, σ' ένα κόκκινο κουτί πάνω στο τζάκι, βρίσκεται ο Χρυσός Λέων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας του 2022, τον οποίο κέρδισε μαζί με τη σκηνοθέτιδα Λόρα Πόιτρας για την ταινία «All the Beauty and the Bloodshed». Το προσωπικό και το πολιτικό είναι άρρηκτα συνδεδεμένα στην καίρια, ασυμβίβαστη τέχνη της Γκόλντιν. Μαζί με ένα εκτενές σχόλιο για το έργο και τη ζωή της καλλιτέχνιδας, στην ταινία αναδεικνύεται και όλη η ακτιβιστική της δράση, ιδιαίτερα όσον αφορά τις καταγγελίες της για την οικογένεια Sackler, ιδιοκτήτρια της φαρμακευτικής εταιρείας που ευθύνεται για μεγάλο μέρος της επιδημίας οπιοειδών φαρμάκων στην Αμερική.
Στο «Sisters, Saints, Sibyls» τα ασπρόμαυρα στιγμιότυπα φαινομενικά ευτυχισμένων οικογενειών και παιδιών που μεγαλώνουν δίνουν τη θέση τους στις φωτογραφίες της ίδιας της Γκόλντιν από τα νοικοκυρεμένα και καταπράσινα προάστια της Ουάσινγκτον όπου μεγάλωσε, και στη συνέχεια στους ζοφερούς διαδρόμους και τα υπνοδωμάτια των ορφανοτροφείων, τις άθλιες σκάλες και τις κλειδωμένες πόρτες των ιδρυμάτων όπου έστειλαν οι γονείς της την αδελφή της. Άναρχη βλάστηση δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές, τσακισμένα δέντρα και τρένα που περνάνε και φεύγουν.
Βλέπουμε την Γκόλντιν στην κλινική αποτοξίνωσης στο Priory, στην υγρή αγγλική ύπαιθρο, και το νεκροταφείο όπου είναι θαμμένη η αδελφή της. Ορισμένες εικόνες είναι ακατανόητες. Κάποιος σε μια καρέκλα καλυμμένος ολόκληρος με μια κουβέρτα, ένας μίζερος χιονάνθρωπος που λιώνει, ένα όρνιο που κάνει κύκλους σε έναν άδειο ουρανό. Οι εικόνες συνεχίζονται καθώς ξετυλίγεται η ιστορία. Κι ενώ η ταινία σε αιχμαλωτίζει, κάποιες στιγμές είναι δύσκολο να τις παρακολουθήσεις.
«Τι καλύτερο απ' το να κάνεις κάποιον να λιποθυμήσει με το έργο σου, σωστά;» λέει η Γκόλντιν, μιλώντας για μια σειρά σταθερών εικόνων στις οποίες καίει το χέρι της με ένα αναμμένο τσιγάρο. Υπάρχουν κι άλλα εγκαύματα στο χέρι της, που είναι χαλαρά δεμένο εξαιτίας μιας προηγούμενης κρίσης ψυχαναγκαστικού αυτοτραυματισμού. Η σκηνή είναι σύντομη, αλλά από τότε που το «Sisters, Saints, Sibyls» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά, στο Παρίσι το 2004, και κάποιοι θεατές στο συγκεκριμένο σημείο όντως λιποθύμησαν ή σηκώθηκαν να φύγουν, την έχει μοντάρει ξανά ώστε να διαρκεί λιγότερο.
«Έκοψα δύο λεπτά που με έδειχναν να καίγομαι και άλλαξα τη λέξη “νέγρος” σε “μαύρος”», λέει. «Ίσως δεν έπρεπε να το κάνω γιατί το “νέγρος” ήταν αυτό που γράφτηκε σε μια ψυχιατρική έκθεση για την αδελφή μου. Νόμιζαν ότι είχε “νέγρο” φίλο. Πρόσθεσα επίσης ότι οι ψυχίατροι πίστευαν ότι η μητέρα μου, η κυρία Γκόλντιν, ήταν εκείνη που έπρεπε να βρίσκεται στο νοσοκομείο. Δουλεύοντας πάνω στην ταινία, ξεκλειδώσαμε το κουτί της Πανδώρας. Ο πατέρας μου ζήτησε όλο αυτό το υλικό από τα ιδρύματα όπου κρατούνταν η αδελφή μου και μου το έδωσε χωρίς να το διαβάσει προηγουμένως».
Η Γκόλντιν μιλάει εκτενώς για το προβληματικό οικογενειακό της υπόβαθρο. «Η μητέρα μου δεν ήξερε πού έμπλεκε. Δεν είχε ιδέα. Ήταν θύμα σεξουαλικής κακοποίησης για χρόνια. Ο πατέρας της δεν έκανε τίποτα για να τη βοηθήσει. Ήταν ανορεξική και στις δεκαετίες του '40 και του '50, όταν όλοι έπρεπε οπωσδήποτε να κάνουν παιδιά, ένας ψυχίατρος είχε πει στους γονείς μου να μην κάνουν.
Η αδελφή μου πρέπει να έφερε τρομερό τραύμα που γεννήθηκε σε αυτή την οικογένεια και την πίεζαν να είναι τέλεια. Όταν θέλησα να μιλήσω στη μητέρα μου για όλα αυτά, είχε ήδη άνοια και δεν καταλάβαινε για τι πράγμα μιλούσα. Ήταν εντελώς κατεστραμμένη. Όλη της η ζωή ήταν ο πατέρας μου. Κι εκείνος, όπως η μητέρα μου, είχε μεγαλώσει σε μια πολύ ορθόδοξη οικογένεια, αλλά τα είχε αφήσει πίσω του όλα αυτά. Όταν γεννήθηκα εγώ, ήταν άθεος».
Η Γκόλντιν μεγάλωσε σε εβραϊκή γειτονιά. Σαράντα τέσσερις οικογένειες συγκεντρώθηκαν κάποτε και έχτισαν σπίτια ταυτόχρονα. Ενώ δούλευε επάνω στο «Sisters, Saints, Sibyls», επέστρεψε για να φωτογραφίσει το σπίτι της. Λέει ότι ήθελε να αναπνεύσει τον αέρα του, αλλά οι άνθρωποι που ζούσαν σ' αυτό δεν την άφησαν να μπει. Το πρώτο μέρος που είχαν στείλει οι γονείς της την αδελφή της ήταν ένα ορφανοτροφείο. Την είχαν στείλει και σε ένα αναμορφωτήριο. Η Γκόλντιν τα επισκέφθηκε όλα.
Θυμάται: «Το ορφανοτροφείο είναι εκεί που ακούς το κοριτσάκι να κλαίει πίσω από μια πόρτα και τη νοσοκόμα να προσπαθεί να το παρηγορήσει. Οι ήχοι είναι αληθινοί. Ήξεραν ότι κάναμε γυρίσματα. Ένα από τα ιδρύματα στα οποία την έστειλαν ήταν κάπως κυριλέ, αλλά υπήρχαν γυμνά στρώματα στο πάτωμα και κλειδωμένα δωμάτια. Δεν ήταν ωραίο μέρος. Και αυτό ήταν το 2003. Το πιο τραγικό είναι ότι η αδελφή μου είχε πει: "Θέλω να πάω σπίτι μου, αλλά δεν έχω σπίτι"».
Η Γκόλντιν επιμένει ότι η πραγματική Μπάρμπαρα ήταν αστεία και δημιουργική, μια καταξιωμένη πιανίστρια από νεαρή ηλικία. «Η κριτική της για τη μητέρα μου, την οικογένεια και την κοινωνία ήταν εκπληκτική. Έβλεπε τα προάστια ως παγίδα. Μακάρι να είχε γνωρίσει τις γυναίκες της γενιάς των μπιτ».
Ορισμένες ιστορίες δεν τελειώνουν ποτέ. Η ταινία, που έχει διάρκεια μισής ώρας και προβάλλεται παράλληλα σε τρεις οθόνες, παίζεται αυτήν τη στιγμή σε μια αναδρομική έκθεση της Γκόλντιν που περιοδεύει στην Ευρώπη. Είναι ενδεικτικό ότι έχει τον τίτλο «This Will Not End Well» («Αυτό δεν θα έχει καλό τέλος»). Τι θα κάνει η Γκόλντιν από εδώ και πέρα;
Λέει: «Αν σταματούσα, δεν θα είχα τίποτα να κάνω». Πρόσφατα άρχισε να συγκεντρώνει υλικό από ζώα που κάνουν σεξ, κουνέλια, χελώνες, αλεπούδες. Την ενδιαφέρουν τα ψάρια, αλλά δεν έχει ιδέα πώς αναπαράγονται. Συμπληρώνει: «Δουλεύω πάνω σε ένα νέο κομμάτι για την έκλειψη, γυρισμένο σε 16mm. Θα είναι η πιο απολίτικη δουλειά που έχω κάνει. Δεν θέλω να με καταδικάσουν λόγω πολιτικής στους καιρούς που ζούμε».
Τον περασμένο Απρίλιο, στην ομιλία της κατά την παραλαβή του βραβείου για το σύνολο του έργου της από το Κέντρο Φωτογραφίας στο Woodstock της Νέας Υόρκης, εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση εναντίον του πολέμου στη Γάζα, εναντίον της λογοκρισίας και μίλησε για το πώς είναι να βλέπεις εικόνες ζωής και θανάτου σε πραγματικό χρόνο, κάθε μέρα, στο Instagram. «Ως Εβραία, το βρίσκω τόσο ντροπιαστικό. Μεγάλωσα πιστεύοντας ότι οι Εβραίοι, όπως εγώ, είμαστε εξαιρετικοί άνθρωποι με καλοσύνη και ανθρωπιά. Η γενοκτονία στη Γάζα με έχει επηρεάσει πάρα πολύ βαθιά», λέει.
Τι μπορούμε να κάνουμε, αναρωτιέται, όταν η Γάζα σύντομα θα είναι ισοπεδωμένη σαν γήπεδο γκολφ; «Ζούμε ανατριχιαστικές εποχές μακαρθισμού και αποτελεσματικής προπαγάνδας από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης. Υπάρχει μια ολόκληρη γενιά τραυματισμένων ανθρώπων στην Παλαιστίνη και φυσικά ριζοσπαστικοποιούνται από αυτό που συμβαίνει», προσθέτει.
Το «Sisters, Saints, Sibyls» αφορά επίσης το τραύμα που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, με όλες τις συνέπειές του. Πρόκειται για μια αλυσίδα που είναι δύσκολο να σπάσει. «Μπορεί οι φοιτητές να επικρατήσουν στην Αμερική, αλλά δεν θα ψηφίσουν τον Μπάιντεν», λέει. «Αυτό σημαίνει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα κερδίσει;», αναρωτιέται ο Έιντριαν Σιρλ. Η Γκόλντιν απαντά χαμογελώντας: «Δεν είναι πολύ αργά για να μπει κάποιος άλλος στο ψηφοδέλτιο. Ίσως μια ηλικιωμένη, μικροκαμωμένη Εβραία. Είναι κι αυτό μια ιδέα».