Μια ομάδα ακτιβιστών στοιβάζει μπουκαλάκια με χάπια σε πλαστικές σακούλες. Ανάμεσα σε αυτούς η διάσημη φωτογράφος Ναν Γκόλντιν. Μπαίνουν στο Met της Νέας Υόρκης και κατευθύνονται στην αίθουσα με τις αιγυπτιακές αρχαιότητες, στην πτέρυγα Σάκλερ. Οι κάμερες επιτήρησης καταγράφουν, το ίδιο και τα κινητά, αλλά και ο φακός της ντοκιμαντερίστριας Λόρα Πόιτρας.
Η οργάνωση PAIN, ιδρυτικό μέλος της οποίας είναι η Γκόλντιν, πετά τα μπουκάλια στην πισίνα του χώρου, όλοι μαζί φωνάζουν «Οι Σάκλερ λένε ψέματα, ο κόσμος πεθαίνει» και ξαπλώνουν στο πάτωμα μπροστά στους αμήχανους φύλακες και το κοινό που χειροκροτά. Τίτλοι. «Όλη η ομορφιά και η αιματοχυσία», με μουσική υπόκρουση το «Cold Song» του Κλάους Νόμι από τους «Ύμνους της Έκστασης».
Θα ακολουθήσουν κι άλλες διαμαρτυρίες αφύπνισης μετά το συμβάν του Μαρτίου του 2018. Η περιπέτεια αποκατάστασης της αλήθειας είναι μακρά και δύσκολη. Στόχος η οικογένεια Σάκλερ, του φερώνυμου γίγαντα της φαρμακοβιομηχανίας.
Μέσω της εταιρείας τους και της υπερσυνταγογράφησης του παυσίπονου Οξικόντιν θεωρήθηκαν κύριοι υπεύθυνοι για την πανδημία των οπιοειδών φαρμάκων από τα τέλη της δεκαετίας του '90 μέχρι σήμερα, στοιχίζοντας τη ζωή σε πάνω από μισό εκατομμύριο Αμερικανούς – οι περισσότεροι δεν πιστεύουν πως είχαν εξάρτηση, μάλλον γιατί τα χάπια δεν μοιάζουν με τα κοινά σκληρά ναρκωτικά.
Ο εμπορικός θρίαμβος της Purdue Pharma είχε ως αποτέλεσμα και παρενέργεια, με απλούς και σύντομους όρους, μια υγειονομική τραγωδία, από την οποία επέζησε η Γκόλντιν, έχοντας ξεκινήσει την αγωγή περίπου είκοσι χρόνια πριν, μετά από ένα ατύχημα στον καρπό της.
Η Γκόλντιν δεν ξεχώριζε τον εαυτό της από τα θέματα και τα «μοντέλα», τους φίλους και συνοδοιπόρους της, και εδώ για πρώτη φορά αποκαλύπτεται πλήρως, μιλώντας ακόμη και για τη θητεία της στα μπουρδέλα, ως σεξεργάτρια, μέσα από σχεδόν κλινικές φωτογραφίες των δωματίων στη Νέα Υόρκη.
Η ταινία της Πόιτρας διασταυρώνει αβίαστα και οργανικά την καλλιτεχνική με την ακτιβιστική πλευρά μιας γυναίκας που ξεκίνησε τη ζωή της με ένα τεράστιο τραύμα, την αυτοκτονία της μεγαλύτερης αδελφής της (μια κατάσταση που οι «ανίκανοι στην ανατροφή παιδιών» γονείς της δεν παραδέχτηκαν ποτέ), και την καριέρα της με την έκθεση των ανθρώπων που την ενδιέφεραν, με την ίδια πάντα στο κάδρο.
Η πρώτη αγάπη της, ο επίσης φωτογράφος Ντέιβιντ Άρμστρονγκ, ήταν εκείνος που βάφτισε Ναν τη Νάνσι της προαστιακής Βοστόνης και απελευθέρωσε την επιθυμία της να μοιράζεται την ψυχή της με τον κόσμο.
Η έκλυση της ενέργειας που έκρυβε το ντροπαλό κορίτσι έγινε μέσω της κάμερας – εκεί βρήκε τη γλώσσα και τη φωνή της, στα καταγώγια, στα κλαμπ και στα πεζοδρόμια, στην gay υποκουλτούρα, πριν αποκτήσει θεσμικά ακρωνύμια. Φύσηξε τη βρομιά και ανέδειξε την ομορφιά μιας μικρής αρχικά παρέας (η Κούκι των ταινιών του Τζον Γουότερς ανάμεσά τους) σε πορτρέτα πολύχρωμα και ζωντανά, ξεγυμνωμένα από περιττά στραφταλίσματα.
Η επιλογή της να παρουσιάζει τη δουλειά της με slide show, με αιχμή του δόρατος τη θεϊκή «Μπαλάντα της σεξουαλικής εξάρτησης», έδινε πάντα μια κινηματογραφική διάσταση στις ιστορίες που κατέγραφε, πέρα από τα ενσταντανέ που απαθανάτιζε.
Η σωστότερη περιγραφή του έργου της είναι η ημερολογιακή αφήγηση προσώπων σε χρονικές περιόδους και ο πλούτος των θεμάτων μέσα σε ένα κλικ είναι ανεπανάληπτος – οι φωτογραφημένοι έβλεπαν τους ίδιους και όλοι οι άλλοι ένα σωρό διαφορετικά πράγματα.
Εκτός από τις τεχνικές λεπτομέρειες και τον σπαρταριστό ρεαλισμό, σαν χρονικό μιας εποχής κάτω από την καλύτερη δυνατή οπτική γωνία, η Γκόλντιν έδινε υπόσταση στο μέχρι τότε αόρατο περιθωριακό σύμπαν που μέχρι τα μέσα των '70s κανείς γκαλερίστας δεν υπολόγιζε ως τέχνη ή έστω ως εμπορεύσιμο αξιοπερίεργο, όπως τα freaks της Άρμπους παλιότερα, για παράδειγμα.
Η Γκόλντιν όμως δεν ξεχώριζε τον εαυτό της από τα θέματα και τα «μοντέλα», τους φίλους και συνοδοιπόρους της, και εδώ για πρώτη φορά αποκαλύπτεται πλήρως, μιλώντας ακόμα και για τη θητεία της στα μπουρδέλα ως σεξεργάτρια, μέσα από σχεδόν κλινικές φωτογραφίες των δωματίων στη Νέα Υόρκη. Είναι ψύχραιμη και συγκινητική, ειλικρινής, αναμενόμενα αφτιασίδωτη.
Μέσα από το ντοκιμαντέρ παρακολουθούμε την πρώτη φάση της δουλειάς της – ενδεχομένως έκρινε πως η παρούσα στροφή της προς μια πιο ήσυχη απεικόνιση της οικογενειακής ζωής δεν ταιριάζει στη στράτευση που ενδιαφέρει και τη σκηνοθέτιδα.
Η βραβευμένη με Όσκαρ Πόιτρας πάντρεψε τη φωτογραφική διαδρομή της Γκόλντιν, η οποία αφηγείται με τη βαριά, smoky φωνή της, με την τεταμένη προσπάθειά της να κάνει τους Σάκλερ να πληρώσουν. Η πάμπλουτη οικογένεια είχε προνοήσει για την απόδραση των αστρονομικών κερδών στα υπεράκτια κρησφύγετα, πριν από τους εξωδικαστικούς συμβιβασμούς με εκατοντάδες ενάγοντες.
Η μάχη ήταν από την αρχή άνιση, αλλά το «Όλη η ομορφιά και η αιματοχυσία», που κέρδισε δίκαια τον Χρυσό Λέοντα σε ένα εξαιρετικό Φεστιβάλ Βενετίας, ανεβαίνει σταδιακά προς τον ηθικό θρίαμβο.
Δυο παρεμβατικά πνεύματα επιτέλους συναντιούνται. Κι όταν πέφτουν οι συμβολικές συνταγές του θανάτου από την οροφή του Γκούγκενχαϊμ, κυριαρχεί η αίσθηση της νίκης σε ένα συλλογικό τραύμα. Διότι ο λόγος που δυο καλλιτέχνιδες αποφάσισαν να συμπράξουν ήταν ο τρόπος που οι Σάκλερ μεθόδευσαν το πολυετές ξέπλυμα φήμης: τρυπώνοντας στα μουσεία και συνδέοντας το όνομά τους με την πιο αριστοκρατική όψη της καλής κοινωνίας, μέσα στο τέμπλο της, σε μια επαίσχυντη συμμαχία – ποιος ελέγχει τους πόρους τελικά;
Και η Γκόλντιν, δικαιώνοντας τους χαμένους φίλους και την μπέσα της, ήταν η πρώτη που απαίτησε να αποχωρήσει αν δεν τους αποκαθήλωναν άμεσα. Το εννοούσε. Και το πέτυχε.