Τη νύχτα της 19ης Αυγούστου το 8ο Διεθνές Φεστιβάλ Μουσικής Μολύβου έριξε αυλαία για το 2022. Το Σάββατο στις 20 Αυγούστου, η Λητώ Ντάκου, η διευθύνουσα σύμβουλος της διοργάνωσης, ξεκίνησε δουλειά για το 2023. «After the Festival is before the Festival», χωρίς κενό, χωρίς διάλειμμα, γιατί για αυτήν τη γυναίκα, που είναι ένα κράμα ανεπανάληπτο Ελληνίδας μάνας και Ευρωπαίας οικονομολόγου και μάνατζερ με δική της εταιρεία στη Γερμανία, σημασία έχει η απρόσκοπτη συνέχεια του φεστιβάλ, το καλλιτεχνικό του «μεγάλωμα», μια ανάπτυξη ορατή όλο και περισσότερο κάθε χρόνο, και η διεύρυνση του κοινού του.
«Τελείωσε αισίως το 8ο φεστιβάλ και νιώθω ικανοποίηση. Είμαι ευχαριστημένη που σε μια δύσκολη χρονιά το φέραμε σε πέρας. Ήταν μια "Οδύσσεια" που βρήκε τον προορισμό της» μου λέει, ενώ χαιρετάει τους μουσικούς που λίγη ώρα πριν της έχουν κάνει έκπληξη τραγουδώντας της το «Happy Birthday» εν χοροίς και οργάνοις. Η ίδια απορούσε γιατί έφεραν τα βιολιά και τα λοιπά όργανα στην ταβέρνα στο λιμάνι, όπου όλα τα τραπέζια τραγούδησαν μαζί τους σε ατμόσφαιρα εντελώς οικογενειακή, ένα από τα κατορθώματα αυτού του φεστιβάλ. Οι άνθρωποι που εργάζονται, οι εθελοντές, οι συνεργάτες, οι μουσικοί και οι δημοσιογράφοι από την Ελλάδα και το εξωτερικό τρώνε και πίνουν μαζί μεσημέρι και βράδυ, σαν να είναι ο θίασος της Αριάν Μνουσκίν. Σε αυτό το φεστιβάλ μέχρι και πρόταση γάμου-έκπληξη από τον αγαπημένο μιας βιολονίστριας είδαμε, με τον κόσμο σε ένα beach bar να συμμετέχει στο γεγονός με φωνές και δάκρυα χαράς, μέχρι και την αναγγελία γάμου δυο μουσικών μάθαμε, που θα γίνει στον Μόλυβο την επόμενη χρονιά, αφού εκεί γνωρίστηκαν ως συμμετέχοντες πριν μερικά χρόνια.
Με την υπόλοιπη ιδρυτική ομάδα του φεστιβάλ, που την αποτελούν ο Δημήτρης Τρύφων και οι δυο κόρες της Λητώς, εξαιρετικές πιανίστριες με διεθνή καριέρα, καλλιτεχνικές διευθύντριες και curators του φεστιβάλ, Δανάη και Κυβέλη Ντέρκεν, δεν σταμάτησαν ούτε το 2020 ούτε το 2021· ο κορωνοϊός δεν φρέναρε τα σχέδιά τους.
Οι άνθρωποι που εργάζονται, οι εθελοντές, οι συνεργάτες, οι μουσικοί και οι δημοσιογράφοι από την Ελλάδα και το εξωτερικό τρώνε και πίνουν μαζί μεσημέρι και βράδυ, σαν να είναι ο θίασος της Αριάν Μνουσκίν.
Ενώ οι συνθήκες της πανδημίας ακύρωσαν το μεγαλύτερο ποσοστό των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων παγκοσμίως, «δεν θέλαμε να προδώσουμε την τοπική κοινωνία, δεν θέλαμε να αναχαιτίσουμε την εξέλιξη του φεστιβάλ και προσαρμοστήκαμε στις συνθήκες, την πρώτη χρονιά με direct streaming. Εκείνη τη χρονιά ήρθε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου και ο Νικόλας Γιατρομανωλάκης, και αυτό μας έδωσε μεγάλη δύναμη, είχαμε επτά μουσικούς από το εξωτερικό και πολλούς Έλληνες. Το 2021 το κάναμε κανονικά με λιγότερο κοινό και τηρώντας τα υγειονομικά πρωτόκολλα για να μην υπάρχει κανένα χάσμα στο φεστιβάλ. Γι' αυτό και υπάρχουμε οκτώ χρόνια», λέει η Λητώ.
Πολυβραβευμένο από την πρώτη χρονιά και με τελευταίο το Bravo Sustainability Award στο παλμαρέ του, με τις φετινές συναυλίες να έχουν επιλεγεί για να προβληθούν στο Idagio, την κορυφαία παγκοσμίως υπηρεσία streaming για κλασική μουσική, που το θεωρεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα φεστιβάλ της Ευρώπης, το Διεθνές Φεστιβάλ Μουσικής Μολύβου είχε θέμα την «Οδύσσεια», με κάθε έννοια, αλλά κυρίως ως αναφορά στο ταξίδι ζωής που σε γεμίζει με εμπειρίες και σε κάνει να βρεις τον εαυτό σου, την αριστοτελική κάθαρση στην απόλυτη μορφή της. «Για μένα η "Οδύσσεια" είναι η ζωή, η αγάπη, το ταξίδι, ο προορισμός», λέει η Λητώ που υποδέχτηκε σε αυτή την έκδοση είκοσι εξαιρετικούς μουσικούς από όλο τον κόσμο, όπως η βιολονίστα Άντιε Βάιτχαας, ο βιολίστας Αντριάν Λα Μάρκα και ο βιολοντσελίστας Μπενεντίκτ Κλέκνερ, αλλά και η νεαρή κολορατούρα σοπράνο Δανάη Κοντόρα, οι οποίοι μάγεψαν το κοινό για τέσσερα βράδια στον περίβολο του έξοχου πέτρινου δημοτικού σχολείου και στο συνεδριακό κέντρο Μήθυμνας.
Οι μέρες του φεστιβάλ ξεκινούν κυριολεκτικά με τη φωνή της Λητώς κάθε πρωί. «Καλημέρα, Μόλυβε», αντηχεί ο τόπος ως πέρα από τα μεγάφωνα του δημαρχείου, με την ίδια να ανακοινώνει το πρόγραμμα της μέρας με φωνή κελαρυστή που φτάνει από το λιμάνι και τα καντούνια μέχρι τη μικρή κατηφόρα από το ξενοδοχείο Δελφίνια όπου μένουμε, ένα μέρος σαν κόσμημα αντίκα, με όλη την παλιά του αρχοντιά να λούζεται στο φως του Αιγαίου.
«Η Λητώ πατάει δουλειά για πέντε άτομα», το λέει ο Γερμανός κριτικός που κάθεται δίπλα μας στο πρωινό, ακούγοντας τη φωνή της χαμογελώντας, το λένε οι ντόπιοι και οι μουσικοί και το νιώθεις και εσύ ότι αυτό είναι ένα πράγμα ατόφιο σε αξία, σοβαρό και χαρούμενο μαζί, ένα κράμα σκληρής δουλειάς και ευτυχίας και μεγάλης φροντίδας. Θα πω εδώ ότι τη μέρα που έφτασα στον Μόλυβο με δυο-τρεις ώρες καθυστέρηση, η Λιλιάνα, που είναι υπεύθυνη για τις μετακινήσεις (κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι είναι δεκάδες καθημερινά αν δεν το ζήσει, με μουσικούς να πηγαινοέρχονται στο αεροδρόμιο, να μεταφέρονται από τη μια μεριά του χωριού στην άλλη, πανάκριβα όργανα να μεταφέρονται επίσης ξεχωριστά και με μεγάλη προσοχή – ναι, ακόμα και το πιάνο), αφού μέχρι να φτάσουμε στο χωριό μου έκανε και ξενάγηση για το τι βλέπουμε γύρω μας, μου έδωσε και ένα τάπερ με φαγητό γιατί «ταλαιπωρήθηκα στο ταξίδι».
Αυτό το γράφω για να μεταφέρω το πνεύμα της φιλοξενίας που επικρατεί και ισχύει για όλους ανεξαιρέτως για όλο το 24ωρο. Από εκείνη τη στιγμή είδα άπειρα τάπερ να στέλνονται σε ηχολήπτες και τεχνικούς που ξενυχτούσαν και σε μουσικούς που έκαναν πρόβες μέχρι αργά και έχαναν το δείπνο. Οι μουσικοί σε αυτό το μέρος είναι όλη μέρα μαζί και συζητούν και κολυμπάνε και παίζουν πινγκ-πονγκ και κάνουν πρόβες, ατέλειωτες πρόβες, κάθε ώρα άκουγες στο ξενοδοχείο ένα βιολί ή ένα κλαρινέτο από κάποιο δωμάτιο ή ένα μουσικό κομμάτι από κάποιο λόμπι. Νέοι μουσικοί αλλά καταξιωμένοι, που έχουν εμφανιστεί στις μεγαλύτερες αίθουσες του κόσμου, οι οποίοι μπορούν και θέλουν να έχουν χημεία μεταξύ τους σε ένα φεστιβάλ μουσικής δωματίου, αναζητούν αυτή την επαφή και εδώ για μια εβδομάδα έχουν βρει τη μουσική τους Ιθάκη, στην οποία επιδιώκουν να επανέρχονται.
Εκτός από τις εναρκτήριες δράσεις που φέτος έγιναν με τις συναυλίες «Χαμένες Πατρίδες» στο Κάστρο Μυτιλήνης και «Διαδρομές της Μνήμης» στο Οβριόκαστρο Άντισσας, κάθε μεσημέρι υπήρχαν στο πρόγραμμα τα ΜΜΜ ή αλλιώς τα Molyvos Music Moments, με μουσικούς να παρουσιάζουν ένα σύντομο έργο σε διάφορα σημεία της πάνω γειτονιάς, σε ένα beach bar, στα βράχια του λιμανιού, με τον κόσμο να βγαίνει και να παρακολουθεί με ενθουσιασμό, και εκεί στα καφενεία και στα σοκάκια καταλαβαίνει κανείς ότι αυτό είναι «δικό τους», κάτι που το ενθαρρύνουν και το υιοθετούν και το αποζητούν, και δεν έχει καμία σημασία αν ξέρουν ποιον συνθέτη ακούνε, ακούνε καλή μουσική με έναν τρόπο άμεσο, αδιαμεσολάβητο, δεν βρίσκονται σε μια αίθουσα με σιωπή απόλυτη και ντυμένοι με τα καλά τους, είναι δίπλα στη θάλασσα με τα μαγιό τους, βγαίνουν από τις κουζίνες τους και τα μαγαζιά τους και σταματάνε ό,τι κάνουν, αντιδρούν με ενθουσιασμό και τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους μαζί μας.
Υπάρχουν διαφορετικοί κόσμοι που ενώνονται στο φεστιβάλ, οι ντόπιοι, οι νησιώτες, και ένα πιστό κοινό που κάθε χρόνο αυξάνεται, και έρχεται από το εξωτερικό, ακόμα και από την Αμερική και την Αυστραλία, κυνηγώντας τη μουσική ποιότητα. Έρχονται άνθρωποι που πάνε στο Σάλτσμπουργκ και μετά στον Μόλυβο, και αυτή είναι η βαθιά επιθυμία των διοργανωτών –που είδαν φέτος για τρίτη χρονιά να προτείνονται από το περιοδικό της Λουφτχάνσα ως μουσικός προορισμός–, να γεμίσει ο Μόλυβος μουσικόφιλους. Υπερασπίζονται θερμά την ιδέα τους, που αφορά όχι μόνο τη Μυτιλήνη και το Αιγαίο αλλά και όλη την Ελλάδα, ως παράδειγμα πολιτιστικής διπλωματίας και η σκληρή δουλειά τους αποδίδει όλο και περισσότερους καρπούς.
«Όταν τα αυτιά των ανθρώπων είναι ανοιχτά, μπορούν να ακούσουν και δημοφιλή και καινούργια ή κομμάτια που δεν ακούγονται πολύ. Η τοπική κοινωνία ήταν από την πρώτη στιγμή ανοιχτή στα καινούργια ακούσματα, κάτι που δεν υπάρχει στο εξωτερικό. Ακούνε Μέντελσον και Σένμπεργκ μέσα σε απόλυτη σιωπή και ξέρεις ότι ακούμπησες την καρδιά τους. Την ποιότητα αυτή αποκλείεται να μη την καταλάβει κάποιος», λέει η Λητώ.
Όταν ρώτησα πώς ξεκίνησαν όλα αυτά στον Μόλυβο, η Λητώ απάντησε σχεδόν αυτόματα: «Ήταν μια συγκυρία, κλασική μουσική δεν υπήρχε στη Λέσβο μέχρι το 2015, τα κορίτσια έπαιζαν πιάνο από μικρές και έτσι αποφασίσαμε εκεί γύρω στο 2012-13 ότι η μουσική αυτή θα τους ενδιέφερε εδώ και αποφασίσαμε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να προσφέρουμε κάτι που δεν υπήρχε. Το βλέπουμε και το αποδεικνύουν οι πεντακόσιοι άνθρωποι που έρχονται κάθε βράδυ να ακούσουν τις συναυλίες και οι άνθρωποι που ταξιδεύουν από πολύ μακριά για τη διοργάνωση.
»Αρχίσαμε το φεστιβάλ αυστηρά με ευρωπαϊκά πρότυπα. Ούσα Ελληνίδα που μεγάλωσε τις κόρες της στο εξωτερικό, ξέροντας τι σημαίνει ποιότητα και οργάνωση, θέλαμε να βοηθήσουμε αυτό τον τόπο με μια καινοτόμο ιδέα, βάζοντας όλες τις ειδικότητες που είχαμε και τα πλεονεκτήματα της θέσης μας. Γι' αυτό έχουμε τον Κάσπαρ Βόλχαϊμ, για παράδειγμα, που κάνει την ηχοληψία και ακούμε αυτό τον ήχο, και γενικά προσπαθήσαμε εξαρχής σε όλα τα ζητήματα να μην αφήσουμε τίποτα στην τύχη, να κάνουμε φεστιβάλ με προδιαγραφές εξωτερικού για να υπάρχει αυτό το αποτέλεσμα που απολαμβάνουμε σήμερα σε ένα μέρος όπου ακόμα και τα logistics είναι δύσκολα».
Στο πλαίσιο του φεστιβάλ η σημαντική Γερμανίδα εικαστικός Susanne Kessler, που έφτασε ως Artist in Residency στο Tryfon Art Residency, παρουσίασε στην άκρη του λιμανιού τη δική της «Οδύσσεια», με τα κεντήματα και τα νήματα που μπλέκει να συνδέουν γεωγραφικές θέσεις και διαδρομές «που διηγούνται ιστορίες για τις αμέτρητες φορές που τραβήξαμε λανθασμένες πορείες ή κατευθυνθήκαμε σε ελικοειδείς διαδρομές, παρακινώντας μας να αναλογιστούμε αυτούς που διακινδυνεύουν τη ζωή ανθρώπων σε δαιδαλώδη μονοπάτια πολέμου και καταστροφής», όπως λέει.
Υμνώντας το μεγαλείο της ανθρώπινης αντοχής, της δύναμης και της επινοητικότητας στο πρόσωπο του ήρωα της «Οδύσσειας», τα τέσσερα βράδια στον αύλειο χώρο του δημοτικού σχολείου ήταν χωρισμένα σε ενότητες: Αναχώρηση, Περιπλανήσεις, Δοκιμασίες, Πηνελόπη, Ιθάκη. Και δεν ήταν μόνο ενδιαφέροντα τα έργα που επέλεξαν η Δανάη και η Κυβέλη Ντέρκεν, αλλά παρουσιάστηκαν με μια σειρά που πολλοί curators θα ζήλευαν, με έναν τρόπο που δεν άφηνε τα αυτιά «ήσυχα», σε μια ποικιλία και σειρά απρόσμενη.
Ακούσαμε Γιοχάνες Μπραμς, Φραντς Σούμπερτ, Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Φέλιξ Μέντελσον, Ρίχαρντ Στράους, Bόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, Tόμας Σιμάκου, Μαξ Ρέγκερ, Χοακίν Ροντρίγκο, Σοφία Γκουμπαϊντούλινα, Αρκάντζελο Κορέλι, Κλοντ Ντεμπισί, Αντόνιο Καλντάρα, Αλεσάντρο Σκαρλάτι, Γιόχαν Κάσπαρ Μερτς, Ανρί Ντιπάρκ, Άιλις Φάρελ, Μιχάλη Σουγιούλ και Aττίκ και Άρνολντ Σένμπεργκ. Αφού δεν είμαι μουσικοκριτικός, έσπευσα να κάνω ρεπορτάζ με τους καθ' ύλην αρμόδιους, που μόνο καλά είχαν να πουν για μια πολύ σοβαρή διοργάνωση.
Εγώ ως απλή ακροάτρια που βαριέται εύκολα θα προσθέσω το συναισθηματικό κομμάτι: ήταν μαγεία το όλον, το φωτισμένο κάστρο πάνω από τα κεφάλια μας –όλοι εύχονται να ολοκληρωθούν τα έργα και να ανοίξει το 2023 και να ξαναγίνονται εκεί οι συναυλίες–, οι βιρτουόζοι μουσικοί που δεν έπαιρνες τα μάτια σου από πάνω τους, ο κόσμος που επί τέσσερα βράδια άκουγε σχεδόν κατανυκτικά και δεν ακούστηκε ούτε ένα μικρό βηχαλάκι, η συγκίνηση που ένιωθες όταν άκουγες κάτι που γνωρίζεις παιγμένο με εκπληκτικό τρόπο ή κάτι καινούργιο που πας μετά και το ψάχνεις στο YouTube. Στις 19 Αυγούστου ακούστηκε σε παγκόσμια πρώτη μια ανάθεση του φεστιβάλ, το έργο των Κώστα Μαντζώρου και Νίκου Χαριζάνου «Ιθάκη», έργο για ηθοποιό / αφηγητή, τρίο εγχόρδων και προηχογραφημένο υλικό.
Τις ημέρες που έμεινα στον Μόλυβο χάρηκα τον τόπο αυτό τον ευλογημένο –για να μην ξεχνάμε τα κλισέ τα αξεπέραστα–, ξαναβρήκα τον κόσμο τον απείραχτο από την πονηριά της τουριστικής ανάπτυξης, σκέφτηκα ότι μέρος πιο ιδανικό για ένα χωριό κλασικής μουσικής δεν μπορεί να υπάρξει άλλο από τον Μόλυβο, εκτίμησα τη φιλοξενία, τις σοβαρές συζητήσεις, τα χωρίς τελειωμό γέλια με ανθρώπους που βγάζουν τα σακάκια και αφήνονται να τους συνεπάρει η μουσική συνθήκη και ο μεγαλειώδης συνδυασμός τόπου και τέχνης, μίλησα με ανθρώπους που ξέρω χρόνια και δεν είχαμε ποτέ κάτσει απέναντι σε τραπέζι γιορτής, γιατί κάθε βράδυ ήταν σαν γιορτή, αλλά δεν σταμάτησα να σκέφτομαι τα πεζά πρακτικά. Πώς γίνεται αυτό το φεστιβάλ και τι περιμένουν αυτοί οι άνθρωποι; Θα περίμεναν μια σταθερή χρηματοδότηση γιατί πραγματικά αποτελούν ένα λαμπρό παράδειγμα του τι μπορούν να πετύχουν οι συνέργειες και ένα πρότυπο πολιτιστικής διπλωματίας. Για να μπορούν να μην ξεκινάνε κάθε χρονιά από το μηδέν.
Αν εξετάσει κανείς τις καριέρες της ομάδας που το τρέχει, θα διαπιστώσει πως κυριολεκτικά δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα. Το κάνουν γιατί έχουν λατρεία, σχεδόν εμμονή με τον τόπο τους και με τη μουσική και χαρίζουν απλόχερα και γενναιόδωρα μια ποιότητα σπάνια, που συναντάς σε μεγάλα φεστιβάλ, χαρίζουν στην Ελλάδα μια διοργάνωση με κύρος και στους τυχερούς που φτάνουν εκεί μια ανεπανάληπτη εμπειρία. Αξίζει μια φορά να κάνει κανείς διακοπές στον Μόλυβο τις μέρες του φεστιβάλ, δεν θα τις ξεχάσει ποτέ.