Ημερολόγιο δεν κρατούσε. Από κείμενά του έχουμε μόνο εκείνα που αφορούσαν τη μουσική και συμπληρώνουν με σκέψεις τις παρτιτούρες. Επιστολές προσωπικές ελάχιστες. Αρχειακό υλικό δυσεύρετο. Αποκαλυπτικά γράμματα και σημειώσεις διασώθηκαν μόνο όσα ξεγλίστρησαν από τα αυστηρά χέρια του. Παράλληλα, λείπουν τα προσωπικά του αντικείμενα που θα μας επέτρεπαν να συνθέσουμε, έστω, ένα παζλ εικόνων. Τότε, πώς καταφέρνεις να φτιάξεις το αφήγημα μιας έκθεσης; Να αποκρυπτογραφήσεις τον βίο ενός ιδιοφυούς μουσικού χωρίς βασικά «όπλα»;
Κι όμως, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τα κατάφεραν περίφημα, στήνοντας μια έκθεση με τίτλο «Ανακαλύπτοντας τον Σκαλκώτα», η οποία αποτελεί την κορωνίδα των εκδηλώσεων του Έτους Σκαλκώτα που γιορτάζεται με αφορμή τη συμπλήρωση 70 χρόνων από τον θάνατο του συνθέτη.
Για πρώτη φορά ο θεατής ανακαλύπτει επί χρόνια κρυμμένα τεκμήρια που αφορούν τη ζωή και το έργο του, «βυθίζεται» στον ήχο και τις μουσικές του, ανακαλύπτει θραύσματα από τη ζωή και πτυχές της προσωπικότητάς του, περπατά ανάμεσα σε χειρόγραφες παρτιτούρες, προγράμματα συναυλιών έργων του σε όλον τον κόσμο, φωτογραφίες, δίσκους και πολλά άλλα ντοκουμέντα από το αρχείο του (την ευθύνη της διοργάνωσης έχει ο σύλλογος «Οι Φίλοι της Μουσικής» και η Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη», στην οποία άλλωστε φυλάσσεται από φέτος του σπάνιο αρχείο).
Για πρώτη φορά ο θεατής ανακαλύπτει επί χρόνια κρυμμένα τεκμήρια που αφορούν τη ζωή και το έργο του, «βυθίζεται» στον ήχο και τις μουσικές του, ανακαλύπτει θραύσματα από τη ζωή και πτυχές της προσωπικότητάς του, περπατά ανάμεσα σε χειρόγραφες παρτιτούρες, προγράμματα συναυλιών έργων του σε όλον τον κόσμο, φωτογραφίες, δίσκους και πολλά άλλα ντοκουμέντα από το αρχείο του.
«Ο Σκαλκώτας ήταν, ούτως ή άλλως, ένας άνθρωπος εσωστρεφής. Κρίνοντας από την εμπειρία συλλογής αρχείων, θεωρώ ότι δεν ήταν καθόλου ο δημιουργός που θα μεριμνούσε για την υστεροφημία του. Οπότε, νομίζω ότι μ' έναν ανάποδο τρόπο, δηλαδή από τις ελλείψεις και τη σπανιότητα των ντοκουμέντωνμ η έκθεση φωτίζει ακριβώς το ποιος ήταν» αναφέρει η Βάλια Βράκα, υπεύθυνη του Αρχείου Ελληνικής Μουσικής της Μουσικής Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη» του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής».
«Προσωπικά πράγματα δεν υπάρχουν στο αρχείο του Σκαλκώτα κι αυτό είναι μια πολύ μεγάλη δυσκολία για μας που κληθήκαμε να τα εκθέσουμε, να φτιάξουμε ένα αφήγημα, να δείξουμε όλες του τις πλευρές και κυρίως να απευθυνθούμε στο ευρύ κοινό και όχι στους ερευνητές και γνώστες της μουσικής του» μας λέει η Ερατώ Κουτσουδάκη, αρχιτέκτων μουσειολόγος που, μαζί με την Ανδρομάχη Γκαζή, έχουν αναλάβει τον σχεδιασμό και την επιμέλεια της έκθεσης.
Δηλαδή, ποιες ήταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετώπισαν; «Ας ξεκινήσουμε απ' το ότι δεν υπήρχαν καθόλου προσωπικά αντικείμενα, από αυτά που ξεχωρίζεις αμέσως και ταυτίζεσαι μαζί τους όταν προσπαθείς να προσεγγίσεις κάποιον. Δεν είχαμε, για παράδειγμα, την πένα, ένα ζευγάρι γυαλιά, το καπέλο του, κάτι που να τον καθιστά οικείο, κάτι που να σε βοηθά να δημιουργήσεις την εικόνα του. Μόνο σημειώσεις και όποια αλληλογραφία διασώθηκε» λέει η Ερ. Κουτσουδάκη.
«Οι επιστολές, που αρχειακά είναι από τα σημαντικότερα ευρήματα που μπορεί να έχεις για κάποιον, καθώς αποτυπώνουν τη δεδομένη στιγμή τις σκέψεις και την τοποθέτησή του στην εποχή και στην κοινωνία, δυστυχώς δεν είναι πολλές» προσθέτει η Βάλια Βράκα. «Διασώζονται λίγες μόνο από την περίοδο που ζούσε στο Βερολίνο και επικοινωνούσε με την οικογένειά του στην Ελλάδα. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα δεν είχε σε ποιον να γράψει στο εξωτερικό. Κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι έχουν διασωθεί τόσο λίγα προσωπικά του σημειώματα δεν μπορεί παρά να υποψιάζει τον ερευνητή για το αν τελικά υπήρξε υλικό που καταστράφηκε για να μην εκτεθούν ποτέ οι πλέον απόκρυφες πτυχές του. Ακόμα και όταν ρωτήσαμε τον γιο του, που ζει στην Ελλάδα, αν έχει στην κατοχή του κάτι πολύ προσωπικό του, αυτός μας είπε: "Τίποτα πέραν του βιολιού"».
«Επίσης, χαρακτηριστικό του τρόπου που αυτός ο άνθρωπος αντιμετώπιζε τα έργα του είναι και η ευκολία με την οποία τα εγκατέλειπε. Την περίοδο που τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν στη Γερμανία και όλοι του ζητούσαν να γυρίσει στην Ελλάδα, εκείνος όντως άφησε το Βερολίνο, αλλά, καθώς χρωστούσε άπειρα νοίκια στη σπιτονοικοκυρά του, εκείνη του δέσμευσε 70 έργα, τα οποία δεν επέστρεψε ποτέ για να τα αναζητήσει. Άρα, αν όλα αυτά δεν έχουν γίνει πολτός, οι ερευνητές του μέλλοντος έχουν πολλή δουλειά ακόμα με τον Σκαλκώτα» προσθέτει η Ερ. Κουτσουδάκη.
Γεννημένος στη Χαλκίδα στις 8 Μαρτίου 1904, ο Νίκος Σκαλκώτας προερχόταν από οικογένεια μουσικών (ο πατέρας του Αλέκος ήταν φλαουτίστας στη Φιλαρμονική της Χαλκίδας) και, όπως ήταν αναμενόμενο, άρχισε από πέντε ετών να μαθαίνει βιολί με τον θείο του. Η οικογένειά του, που διέκρινε από νωρίς το σπάνιο χάρισμά του, μετακόμισε στην Αθήνα το 1910 για να του προσφέρει την ευκαιρία της πληρέστερης μουσικής μόρφωσης. Γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών και το 1918 αποφοίτησε με την ανώτατη διάκριση («Χρυσό Μετάλλιο») για την ερμηνεία του στο Κοντσέρτο για βιολί του Μπετόβεν.
Τρία χρόνια μετά λαμβάνει υποτροφία από το Ίδρυμα Αβέρωφ για ανώτερες σπουδές βιολιού στο Βερολίνο, όπου θα ανοίξει γι' αυτόν ο δρόμος της σύνθεσης. Με δασκάλους τον Κουρτ Βάιλ, τον Φίλιπ Γιάρναχ και τον «πάπα της πρωτοπορίας» Άρνολντ Σένμπεργκ, ο Σκαλκώτας θα μεγαλουργήσει, συνθέτοντας πάνω από 70 έργα, τα περισσότερα από τα οποία χάθηκαν. Οικονομικά ποτέ δεν έζησε ανέμελες στιγμές. Μπορεί ο Εμμανουήλ Μπενάκης να του ανανέωσε την υποτροφία όταν χρειάστηκε, αλλά το κύριο εισόδημά του προερχόταν από τις συμμετοχές του σε ορχήστρες ως σολίστ του βιολιού.
Εσωστρεφής, μελαγχολικός, πρωτοπόρος, σπάνια χαρισματικός, χωρίς ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση και πάντα συναισθηματικά ευάλωτος, ο Σκαλκώτας έκανε δύο γάμους και τέσσερα παιδιά. Με την πρώτη του σύντροφο, τη βιολονίστρια Ματίλντε Τέμκο, απέκτησαν δύο παιδιά, την Άρτεμη και ένα βρέφος που χάθηκε στη γέννα, αλλά ο χωρισμός τους ήταν οδυνηρός, καθώς την εγκατέλειψε και για χρόνια δεν απαντούσε στα γράμματά της (μάλιστα, οι άνθρωποι της Μουσικής Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη» έστειλαν στην εγγονή του πρόσκληση για την έκθεση, αλλά εκείνη δεν ανταποκρίθηκε).
Το 1946 παντρεύτηκε την πιανίστρια Μαρία Παγκαλή κι έναν χρόνο αργότερα ήρθε στη ζωή ο γιος τους Αλέκος, που διακρίθηκε ως ζωγράφος. Το δεύτερο παιδί τους, που φέρει το όνομά του, γεννήθηκε δύο μέρες μετά τον θάνατο του Νίκου Σκαλκώτα στις 20 Σεπτεμβρίου 1949 από επιπλοκές που προκάλεσε μια περισφιγμένη κήλη του που είχε παραμελήσει. Μάλιστα, λέγεται πως ο λόγος που, παρά τους πόνους, δεν επισκέφτηκε έγκαιρα ιδιωτικό γιατρό για τον ειλεό του ήταν το γεγονός ότι δεν ήθελε να ξοδέψει χρήματα, καθώς μετά βίας είχε συγκεντρώσει το ποσό που θα χρειαζόταν για την επερχόμενη γέννα της γυναίκας του.
Στην έκθεση του Μεγάρου, πάντως, τις περιόδους της ζωής του ορίζουν τα χρώματα. Μπλε για τα πρώτα, ανέμελα χρόνια σε Χαλκίδα και Αθήνα, κόκκινη για τα χρόνια του Μεσοπολέμου που πέρασε στο Βερολίνο, κίτρινη για την αναγκαστική επιστροφή στην Αθήνα. «Τα χρώματα που χρησιμοποιήθηκαν έχουν μια αφαιρετική και μάλλον αυθαίρετη σύνδεση με το Μπάουχαουζ, καθώς θεωρήσαμε ότι μέσα στην πρωτοπορία του Βερολίνου, όπου άκμασε και διαμορφώθηκε καλλιτεχνικά, δεν μπορεί παρά να είχε επαφή με αυτό το περιβάλλον» σχολιάζει η Ερ. Κουτσουδάκη.
«Η έκθεση απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Δεν απευθύνεται σε όσους έχουν πιο βαθιά γνώση του έργου του ούτε σε εκείνους που τον αγαπούν πολύ κι έχουν τα μουσικολογικά εργαλεία για να τον κρίνουν. Δεν είναι μια έκθεση για τους λίγους, είναι μια έκθεση για όλους. Το ζητούμενο είναι η γνωριμία, το συναίσθημα, η καθολική αναγνώριση» μας λέει η Στεφανία Μεράκου, διευθύντρια της Μουσικής Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη» του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής».
Η έκθεση ξεκινά με τον μαθητή Σκαλκώτα. Τα 17 πρώτα χρόνια της ζωής του χωρούν σε μια μικρή βιτρίνα που δυσκόλεψε αρκετά τους επιμελητές, καθώς είναι ελάχιστο το πρωτότυπο υλικό που είχαν. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι έβαλαν μεταξύ των ντοκουμέντων ένα βαθμολόγιο (στο νούμερο 10 διακρίνεται το όνομα του Σκαλκώτα, που έχει πάρει Ένα, δηλαδή άριστα) μαζί με μια επιστολή του προς τον γενικό γραμματέα του Ωδείου Αθηνών λίγο πριν αποχωρήσει για το Βερολίνο, στην οποία παραδέχεται ότι σκεφτόταν το ενδεχόμενο να πάει στο Παρίσι (δάνεια από το αρχείο του Ωδείου Αθηνών).
«Είναι η σύνθεση το μόνο μου ιδανικό. Και το μόνο μου ιδανικό είναι να μάθω να συνθέτω» γράφει στον τοίχο και η κόκκινη περίοδος ξεκινά. Είναι τα χρόνια του Βερολίνου (1921-1933), τα πιο χαρούμενα και ξέγνοιαστα, οπότε τον κέρδισε αδιαμφισβήτητα η σύνθεση. Ο δεκαεπτάχρονος Νίκος Σκαλκώτας φτάνει στο Βερολίνο, μια πόλη που σφύζει από μοντερνισμό. Παραδόξως, οι φωτογραφικές μαρτυρίες από τις κοινωνικές του δραστηριότητες φανερώνουν πως τα πρώτα χρόνια στη γερμανική πόλη ήταν σχετικά εξωστρεφής. Εικόνες από εκδρομές, συναναστροφές, ανεμελιά, αλλά και φωτογραφίες πίσω από τις οποίες κρύβονται μικρά, γλυκά σημειώματα στη μητέρα του, στην οποία γράφει: «Σου στέλνω χύμα και αμέτρητα φιλιά». Γύρω παντού περιοδικά, επιστολές, προγράμματα συναυλιών και μια Σονατίνα του 1927 (στα ακουστικά) που υπαινίσσεται ότι είναι στο κατώφλι του της δημιουργίας.
Έπειτα, όμως, τα πράγματα αλλάζουν. Επιστρέφει αναγκαστικά στην Ελλάδα (1933-1949), όπου το μουσικό κατεστημένο τον αντιμετωπίζει με μεγάλη καχυποψία. Αποτέλεσμα; Εκείνος βυθίζεται στη θλίψη λόγω της απόρριψης, γράφει πυρετωδώς περισσότερα από 100 έργα, αλλά δεν κατάφερε να τα ακούσει να παίζονται όσο ζούσε. Εκείνος δεν πίστεψε ποτέ στον εαυτό του, ωστόσο η αναγνώριση ήρθε με διάφορους τρόπους, ανάμεσά τους και το άρθρο του Χανς Κέλερ στο περιοδικό «The Listener» του BBC, που τον ονομάζει «Skalkotas an original genius». «Βρισκόμαστε στο 1954 και το δημοσίευμα αναφέρει ξεκάθαρα πως είναι ένας συνθέτης που θα πρέπει να προσέξουμε» λέει η Βαλια Βράκα, ενώ παρατηρούμε το άρθρο που στολίζει την έκθεση.
Στην τελευταία, μεγάλη ενότητα πρωταγωνιστής είναι ο ήχος του. Δεν μαθαίνουμε πια γι' αυτόν, μόνο ακούμε. «Συνδέουμε παρτιτούρες με τον ήχο. Ένα μαύρο δωμάτιο στο βάθος. Ακουστικά κρέμονται από το ταβάνι, αναλόγια έχουν ανοιγμένες τις συνθέσεις του και με τα ακουστικά που πέφτουν από το ταβάνι μεταφέρεσαι σε δευτερόλεπτα, ταξιδεύεις και περιδιαβαίνεις σε μερικά από τα σημαντικότερα και τα πιο εμβληματικά έργα του. Ο φωτισμός ελάχιστος. Ίσα να διακρίνεις τις νότες, που κι αυτές δεν χρειάζονται. Όλα τα λένε οι μελωδίες.
Τελικά, έχει εκτεθεί το σύνολο του αρχείου σε αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση; «Όχι, αν και προσπαθήσαμε να δώσουμε μια πλήρη εικόνα. Υποδεχτήκαμε στη Βιβλιοθήκη το αρχείο τον Ιούλιο του 2018 από το ίδρυμα Χουρμουζίου-Παπαϊωάννου. Θα το φιλοξενήσουμε, θα το φυλάξουμε, θα το τακτοποιήσουμε και θα το κάνουμε προσβάσιμο στους ερευνητές για μελέτη. Μιλάμε για ένα κορυφαίο αρχείο, μετρίου μεγέθους ως προς τον όγκο –αν και είναι αδόκιμος ο όρος–, καθώς ο Σκαλκώτας ως προσωπικότητα φαίνεται πως δεν νοιαζόταν για την υστεροφημία του. Αυτό είναι ένα στοιχείο του χαρακτήρα που δεν θα διευκολύνει τους μελλοντικούς του μελετητές» μας λέει η διευθύντρια της Μουσικής Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη» του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής», Στεφανία Μεράκου. «Είναι συγκλονιστικό να διαπιστώνεις, 70 χρόνια μετά τον θάνατο κάποιου και μέσα από ένα αρχείο, πτυχές του χαρακτήρα του, τις επιλογές του, τον τρόπο που αφέθηκε στη μοίρα. Ο Σκαλκώτας ήταν σίγουρος, ειδικά αφότου γύρισε στην Ελλάδα, ότι δεν επρόκειτο να επιτύχει στη δουλειά του. Και μάλλον δεν τον ενδιέφερε. Κατάφερε να εργάζεται ίσα-ίσα για να εξασφαλίζει τα προς το ζην και πικραμένος ανεχόταν να παραγκωνίζονται τα έργα του. Παρ' όλα αυτά, έγραφε ακατάπαυστα για μεγάλες ορχήστρες, για μικρά σύνολα, για φίλους μουσικούς».
Τότε, μήπως ενδόμυχα φλεγόταν από την επιθυμία της αναγνώρισης; «Μα, δεν έκανε καμιά απόπειρα να διαφυλάξει οτιδήποτε. Επίσης, τα χειρόγραφά του δεν είναι καθόλου καθαρογραμμένα. Μάλιστα, οι μετέπειτα ερευνητές επισημαίνουν πως αποκλείεται να τα έγραφε με αυτόν τον φρικτό, μπερδεμένο και άτσαλο τρόπο και να περίμενε ότι κάποιοι θα κατάφερναν να τα παίξουν. Είναι και η ακαταστασία στην παρτιτούρα ένα είδος παραίτησης. Από την άλλη, δεν μπορούμε να παραβλέπουμε ότι πέθανε νέος και εντελώς αναπάντεχα. Αρα, δεν ξέρουμε τι θα συνέβαινε ή πόσο θα φρόντιζε για τα υπάρχοντά του, αν είχε φτάσει τα 80...».
σχόλια