Δύσκολα μπορεί να βρει κανείς έναν πιο «εγκεκριμένο» και «καθεστωτικό» εκπρόσωπο της κλασικής μουσικής από τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, όπως τουλάχιστον παραδοσιακά απεικονίζεται ως ο νηφάλιος Λουθηρανός με την περούκα που εργαζόταν στην υπηρεσία της εκκλησίας και των ευγενών, δημιουργώντας εκατοντάδες καντάτες, φούγκες, ορχηστρικά έργα και πλήθος συνθέσεων που δοξολογούν τον Θεό.
Κι όμως, ο αληθινός Μπαχ ήταν πολύ διαφορετικός από αυτή τη στερεοτυπική φιγούρα. Θα μπορούσε μάλιστα να αποτελέσει αντικείμενο περιπτωσιολογικής μελέτης σχετικά με το πώς ιδιοσυγκρασιακοί «αντιφρονούντες» στην ιστορία της κλασσικής μουσικής μεταμορφώθηκαν επιμελώς σε σύμβολα κομφορμισμού στο κατεστημένο και παρουσιάστηκαν ως τέτοια στις επόμενες γενιές.
Ποτέ δεν είναι αργά για να αναστραφεί μια τέτοια εσφαλμένη αντίληψη. «Είναι καιρός να τον δούμε ως έναν απροσδόκητο επαναστάτη», όπως προτείνει ο διευθυντής ορχήστρας Τζον Έλιοτ Γκάρντινερ στο αναθεωρητικό του πόνημα για τον μεγάλο συνθέτη με τίτλο "Bach: Music in the Castle of Heaven". Ο διάσημος μουσικολόγος Λόρενς Ντρέιφους σε μια ενθουσιώδη διάλεξή του το 2011, το προχωρά ακόμα περισσότερο φτάνοντας στο σημείο να χαρακτηρίσει τον στωικό εκκλησιαστικό συνθέτη ως «Μπαχ ο ανατρεπτικός».
Ο Μπαχ φαινόταν να αναζητά διαρκώς μεθόδους αμφισβήτησης της εξουσίας ενώ εμφανιζόταν και βαθιά δύσπιστος απέναντι σε πάσης φύσεως αξιωματούχους και χρηματιστές, εκδηλώνοντας την αυτονομία του όποτε του παρουσιαζόταν η ευκαιρία.
Το εκπληκτικό είναι ότι ακόμα και στις μέρες μας εκδηλώνεται άμεσα έντονη αντίδραση απέναντι σε τέτοιες «αναθεωρητικές» προσεγγίσεις της προσωπικότητας του Μπαχ, που τολμούν να μολύνουν την ατμόσφαιρα ευπρέπειας και σεβασμιότητας που έχει αγκιστρωθεί πάνω σ΄ αυτή την επιβλητική και εμβληματική φιγούρα που παραμένει μέχρι σήμερα για πολλούς η απόλυτη ενσάρκωση της «σοβαρής μουσικής»
Όπως σημείωνε ο Ντρέιφους στη διάλεξή του, το μεγαλύτερο μέρος ακόμα και της σύγχρονης βιβλιογραφίας και αρθρογραφίας για τον Μπαχ μοιάζει «να έχει ως μοντέλο τους βίους των αγίων».
Ακόμα και άνθρωποι πολύ εξοικειωμένοι με τη ζωή και το έργο δεν γνωρίζουν ότι κάποτε είχε φυλακιστεί για ένα μήνα ούτε έχουν ακούσει ότι είχε βγάλει μαχαίρι απέναντι σε συνάδελφό του μουσικό που του είχε ζητήσει τον λόγο πριν ακολουθήσει άγρια συμπλοκή μεταξύ τους στη μέση του δρόμου.
Ούτε έχουν πληροφορηθεί ίσως τις μεθυσμένες εξορμήσεις του: σε ένα «επαγγελματικό» ταξίδι του είχε χρεώσει την εκκλησία δεκαοχτώ γρόσια για μπύρες - ποσό το οποίο αντιστοιχούσε τότε σε πάνω από οχτώ γαλόνια μπύρας – ενώ το συμβόλαιό του με τον Δούκα της Σαξονίας συμπεριλάμβανε τον όρο της αφορολόγητης αγοράς μπύρας από το επίσημο ζυθοποιείο του δουκάτου.
Δεν ξέρουν επίσης ίσως ότι κάποτε είχε κατηγορηθεί ότι συνευρέθηκε με γυναίκα αγνώστων στοιχείων μέσα στο κουβούκλιο του εκκλησιαστικού οργάνου ή ότι είχε τη φήμη ότι δεν πήγαινε ποτέ σε προγραμματισμένες εμφανίσεις χωρίς εξήγηση ή απολογία.
Δεν ξέρουν για την ερωτική του ζωή όπως δεν ξέρουμε κι εμείς, είναι η αλήθεια, αλλά τι να υποθέσουμε για κάποιον που είχε είκοσι (αναγνωρισμένα) παιδιά, πολύ περισσότερα από οποιονδήποτε συνθέτη στην ιστορία (μια «αναπαραγωγική» καριέρα που είχε εμπνεύσει σε κάποιους σύγχρονους του το αστείο με «το όργανο του Μπαχ που δεν κάνει παύσεις»);
Ο Μπαχ φαινόταν να αναζητά διαρκώς μεθόδους αμφισβήτησης της εξουσίας ενώ εμφανιζόταν και βαθιά δύσπιστος απέναντι σε πάσης φύσεως αξιωματούχους και χρηματιστές, εκδηλώνοντας την αυτονομία του όποτε του παρουσιαζόταν η ευκαιρία. Αν τελικά κατέστη σύμβολο του status quo, είναι επειδή το status quo αποφάσισε να οικειοποιηθεί τις επιλογές του και όχι το αντίστροφο.
Με στοιχεία από το άρθρο του μουσικολόγου Ted Gioia, "J.S. Bach the Rebel" που δημοσιεύτηκε στο Lapham's Quarterly
σχόλια