Το 2003, ο David Keenan, ένας από τους πιο γνωστούς αρθρογράφους του περιοδικού «The Wire», βρέθηκε στο Βερμόντ των ΗΠΑ για να καλύψει το διήμερο Brattleboro Free Folk Fest. Σε ένα από τα άρθρα που προέκυψαν από αυτή την εμπειρία του κατέγραψε τη γέννηση ενός νέου μουσικού κινήματος ή, πιο σωστά, μια γενιά Αμερικανών μουσικών που στιγμάτισαν την πορεία της παγκόσμιας μουσικής σκηνής για τα επόμενα χρόνια. Βάφτισε το κίνημα «New Weird America». Εισήγαγε, επίσης, επίσημα τον όρο «free folk», ο οποίος στη συνέχεια έγινε «freak folk» ή, πιο ευρέως, «psych folk», βάζοντας στην ίδια κατηγορία μουσικούς που φαινομενικά δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους, όπως ο Jack Rose, οι Charalambides και ο Devendra Banhart.
Η νέα γενιά που περιγράφει ο Keenan, μολονότι στηρίζεται στην κλασική folk, θα έλεγε κανείς ότι την αποδομεί, της επιτίθεται και τέλος πειραματίζεται περισσότερο με την αισθητική μουσική φόρμα της. Κι αυτό την κάνει πιο undergound.
Σύμφωνα με τον Keenan, η folk μουσική είναι «ο πιο αυθεντικός και παλιός απ’ όλους τους ανθρώπινους τρόπους έκφρασης». Το είδος δεν εξαφανίστηκε τη δεκαετία του ’80 ή του ’90. Υπήρχαν μεμονωμένα αριστουργήματα ή μεταλλάξεις της, όπως π.χ. το neofolk. Απλώς, τις αρχές της νέας χιλιετίας γνώρισε την πιο πετυχημένη αναγέννησή της από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Ο Keenan στο άρθρο του θεωρούσε ότι το συγκεκριμένο κίνημα ήταν στη βάση του παρόμοιο με αυτό που περιέγραφε στο βιβλίο του «Invisible Republic» (1998) ο Greil Marcus για την Old Weird America, όπου συνέδεε τον Bob Dylan με τους προπολεμικούς folk μουσικούς που είχε συγκεντρώσει ο μυστικιστής και εθνομουσικολόγος Harry Smith σε μια συλλογή με τον τίτλο «Anthology of American Folk Music».
Η νέα γενιά που περιγράφει ο Keenan, μολονότι στηρίζεται στην κλασική folk, θα έλεγε κανείς ότι την αποδομεί, της επιτίθεται και τέλος πειραματίζεται περισσότερο με την αισθητική μουσική φόρμα της. Κι αυτό την κάνει πιο undergound. «Όπως και ο Smith, οι κύριοι εκφραστές του κινήματος θεωρούν ότι η μουσική τους είναι ο καταλύτης για μια κοινωνική αλλαγή» γράφει ο Keenan. «Η μουσική είναι ένας τρόπος έκφρασης μιας κοινότητας αυτοσυντηρούμενης από άτομα με την ίδια φιλοσοφία, που έχουν αφοσιωθεί στην ανακάλυψη της δικής τους φωνής και στη δημιουργία μιας τέχνης όσο γίνεται πιο ελεύθερης από εξωτερικές επιρροές». O Κeenan σημειώνει τη σπουδαιότητα που έχουν οι ζωντανές εμφανίσεις, «τη στιγμή που οι κυκλοφορίες λειτουργούν περισσότερο ως ακατέργαστα αρχειακά στιγμιότυπα που καταγράφουν ένα έργο σε εξέλιξη, παρά ένα τελικό εμπορικό προϊόν». Αυτό εξηγεί εν μέρει την εκτενή και χαοτική δισκογραφία πολλών συγκροτημάτων και μουσικών, που φαίνεται να αντλεί επιρροή από καλλιτέχνες όπως ο Sun Ra. Και αν οι κυριότερες επιρροές τους είναι όλη η σκηνή του ’60 και ’70, με πρώτους και καλύτερους τους John Fahey και Robbie Basho, τον Sandy Bull και τους Holy Modal Rounders, αλλά και Βρετανούς όπως ο Roy Harper, o Simon Finn και οι Pentangle, The Incredible String Band, οι Donovan και Comus, ένα άλλο στοιχείο που τους συνδέει με την τζαζ είναι ο άκρατος αυτοσχεδιασμός τους, μόνο που εδώ απογυμνώνεται από την υπερβολική χρήση του drone.
Το πόσο σημαντικές είναι οι αυτοσχεδιαστικές ζωντανές εμφανίσεις εκείνης της περιόδου, οι οποίες χαρακτηρίζονται από έντονο διονυσιακό χαρακτήρα, το αναφέρει στο άρθρο του ο John Moloney, o άνθρωπος πίσω από τους Sunburned Hand Of The Man.
«Υπάρχει πάντοτε ένα ασαφές σχέδιο που ανατρέπεται τη στιγμή που ανάβουμε τους ενισχυτές μας. Όπως και στο Brattleboro, η μουσική, οι ήχοι, η ένταση, απλώς παίρνουν τον έλεγχο. Νιώθω σαν να μαζεύουμε ήχους από το υπερπέραν. Πραγματικά, αισθάνομαι ότι είμαστε κάτι σαν κανάλι ενέργειας ή μέντιουμ. Όχι σαν τα σκουπίδια του new age αλλά ένα είδος συνειδητής σύμπτωσης. Είναι μια ξεσηκωτική εμπειρία και είμαστε περήφανοι που κάνουμε το κοινό να χαμογελάει και να βγαίνει έξω από τον εαυτό του, έστω και για λίγο».
Πέρα, όμως, από τους Sunburned Hand of Man, οι άλλοι μουσικoί-κλειδιά της σκηνής είναι ο Chris Corsano (o δεξιοτέχνης ντράμερ που έμελλε να γίνει στενός συνεργάτης της Βjörk στο άλμπουμ «Volta» και να τη συνοδεύει στις περιοδείες της), o Matt Valentine (από τους διοργανωτές του φεστιβάλ στο Βερμόντ), ο αδικοχαμένος Jack Rose και ο Ben Chasny (ο Six Organs of Admittance). Χρειάζεται, επίσης, να αναφερθούν τα ονόματα όσων έπαιζαν με αυτό τον τρόπο πολλά χρόνια πριν και βρήκαν επιτέλους ένα γόνιμο έδαφος για να κινηθούν και να ανακαλυφθούν εκ νέου, όπως ο sir Richard Bishop των Sun City Girls, οι Jackie O Motherfucker ή ο Dredd Foole.
Ένα άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι η freak folk ήταν γεμάτη γυναίκες δημιουργούς. Σε κάθε συγκρότημα υπήρχε τουλάχιστον ένα ισότιμο και ιδρυτικό γυναικείο μέλος (η Marcia Barrett των Double Leopards, η Heather Murray και η Christina Carter των Charalambides, η Erika Elder των MV&EE). Μερικές από τις πιο σημαντικές γυναικείες φωνές του 21ου αιώνα ξεπήδησαν από εκεί, όπως η Tara Burke (Fursaxa), η Josephine Foster, η Scoutt Niblet, η Jana Hunter, η Marissa Nadler και, φυσικά, η Joanna Newsom. Επίσης, χάρη σε αυτήν τη σκηνή αναστήθηκαν κυριολεκτικά καριέρες ξεχασμένων τραγουδοποιών, όπως η Vashti Bunyan και η Linda Perhacs.
Το πρώτο περιοδικό που ξεκίνησε να γράφει εκτενέστερα για το συγκεκριμένο είδος και τους καλλιτέχνες του ήταν το «Arthur», που είχε ως βάση του το Λος Άντζελες. Στο «Golden Apples οf the Sun», μια συλλογή που επιμελήθηκε ο Devendra Banhart, με artwork που σχεδίασε ο ίδιος για το περιοδικό, για πρώτη φορά φάνηκε πόσο διαφορετικά ήταν αυτά τα σχήματα και οι μουσικοί μεταξύ τους. Στα 20 κομμάτια που περιέχονται στο CD υπάρχει ένα συνονθύλευμα ειδών και επιρροών, από acid folk μέχρι tropicalia και free jazz, μαζί με hip hop και noise από μπάντες όπως οι Espers και οι Vetiver, σε συνεργασία με τη Hope Sandoval των Mazzy Star, μέχρι τον Iron & Wine. Στο peak του το freak folk έφτασε γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’00, με την επιτυχία του Devendra Banhart, της Joanna Newsom, των CocoRosie, του Antony and the Johnsons, των Animal Collective, του Bon Iver, του Father John Misty και του σούπερ σταρ Sufjan Stevens. Ξαφνικά, το είδος έγινε mainstream (μέχρι και ο Πάπας έβγαλε φέτος ένα folk άλμπουμ αλλά και οι Arcade Fire έκαναν τα πρώτα τους βήματα). Παράλληλα, πέρασε και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, με τρανταχτά παραδείγματα από την ανεξάρτητη σκηνή της Βρετανίας, της Φιλανδίας και του Βελγίου, όπως οι Ashtray Navigations, ο James Blackshaw, o Kemialliset Ystävät, o Ignatz κ.ά.
Για λίγα χρόνια είχε κατακλύσει τα πάντα στην ανεξάρτητη μουσική βιομηχανία και αν δεν ήσουν μουσικός που έπαιζες κάτι παρόμοιο, το Pitchfork απλώς σε έθαβε. Δεν γνώρισαν, όμως, όλοι οι καλλιτέχνες του είδους την επιτυχία που τους αναλογούσε. Ο Chasny π.χ. παρέμεινε ταυτισμένος με το είδος και ξεχάστηκε σταδιακά, παρά τις συχνές κυκλοφορίες του. Βέβαια, στα τέλη του 2015 συνεχίζουν να βγαίνουν μικρά διαμάντια από καλλιτέχνες (ο πρόσφατος νέος δίσκος της Circuit Des Yeux) που διακατέχονται από το ίδιο ελεύθερο πνεύμα εκείνης της περιόδου αλλά και «τεράστιοι» δίσκοι, όπως το «Carrie & Lowell», ο φετινός του Sufjan Stevens, ένας ύμνος για τη σχιζοφρενή μητέρα του.
Όσον αφορά την Ελλάδα, είχαμε την τύχη να δούμε πολλούς από αυτούς τους καλλιτέχνες στην αρχή την καριέρα τους ή στην καλύτερη φάση τους.
Από τους πρώτους που ήρθαν στην Αθήνα ήταν η Marissa Nadler και η Jana Hunter το 2005, στο Μικρό Μουσικό Θέατρο. Και οι δύο έφυγαν με τις καλύτερες αναμνήσεις. Η Nadler ξαναέπαιξε στην Αθήνα, στο six d.o.g.s αυτήν τη φορά, το 2014. Στο Μικρό Μουσικό Θέατρο έπαιξε και ο James Blacksaw το 2007 και το 2012 στο six d.o.g.s – μια χρονιά πριν είχε εμφανιστεί με τους Current 93. Μαζί τους ήρθε και ο Ben Chasny το 2006 στο θέατρο «Δημήτρης Χορν». Για δεύτερη φορά, οι Six Organs of Admittance έπαιξαν τον Δεκέμβριο του 2009 σε ένα άδειο Rodeo, λόγω των ταραχών με αφορμή την επέτειο του ενός χρόνου από τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Επίσης, πολλές φορές μας έχει επισκεφθεί και ο Chris Corsano, και μαζί με την Björk το 2008 αλλά και το 2006 και το 2011 μόνος του. Οι CocoRosie, επίσης, μας έχουν κάνει την τιμή το 2005 στο Bios και 6 χρόνια μετά στο Gagarin205. Τέλος, από την Ελλάδα έχουν περάσει και ο Antony and the Johnsons και ο Devendra Banhart. Έπαιζαν την ίδια ζεστή μέρα του Ιουλίου, σε διαφορετικά venues. O πρώτος στο Θέατρο Βράχων και ο δεύτερος σε ένα καταϊδρωμένο Underworld club – και όποιος πρόλαβε να δει και τα δύο, πρόλαβε. Το τρομερό με την περίπτωση του Banhart ήταν ότι είχε ξανάρθει το 2003 για να ανοίξει για τον Michael Gira, μόνο που τότε δεν τον ήξερε ούτε η μάνα του. Είχε καταφέρει, όμως, να κλέψει την παράσταση!
σχόλια