Η Barbara Panther είναι ένα όμορφο, παράξενο πλάσμα. Την παρατηρώ, καθώς μπαίνω στον χώρο, που είναι καθισμένη μπροστά σ’ ένα λάπτοπ. Έχει πολύ κοντά, σγουρά μαλλιά, σκούρα αφρικάνικη επιδερμίδα και, καθώς σηκώνεται για να με χαιρετήσει, διαγράφεται η πολύ λεπτή, σχεδόν κοκαλιάρικη σιλουέτα της μέσα απ’ το μαύρο, αραχνοΰφαντο ένδυμά της. Φοράει μπλε ελεκτρίκ παπούτσια κι ένα δαχτυλίδι σε σχήμα κλειδιού, που γράφει τη λέξη open, στο δεξί της χέρι.
Βρέθηκε στην Αθήνα, στην καρδιά του φετινού καλοκαιριού, κάπως έτσι: « Ήθελα να είμαι σ’ ένα μέρος που να κάνει ζέστη και να γνωρίσω ζεστούς ανθρώπους, κι έτσι αγόρασα ένα εισιτήριο δίχως επιστροφή για την Αθήνα». Η Barbara γεννήθηκε στη Ρουάντα, τη χώρα των νομάδων Τούτσι, ενώ τα τελευταία πέντε χρόνια ζει κι εργάζεται ως μουσικός στο Βερολίνο. Η ιστορία της, βέβαια, πάει λίγο πιο μακριά απ' αυτό. Προσγειώθηκε στο Βέλγιο όταν ήταν τριών ετών, μαζί με τ’ αδέλφια και τους γονείς της, οι οποίοι άφησαν όλα τα παιδιά τους για υιοθεσία. Τι απέγιναν οι γονείς; Θ’ αρκεστεί μονάχα να πει ότι «είχαν άλλα σχέδια», μια και η ίδια και τ’ αδέλφια της υιοθετήθηκαν από διαφορετικές οικογένειες Βέλγων.
Το γεγονός ότι έπρεπε να προσαρμοστεί σ’ αυτήν τη νέα κατάσταση πραγμάτων την έκανε δύσκολο παιδί. Οι συχνές αποβολές απ’ το σχολείο ώθησαν τους θετούς της γονείς να τη γράψουν σ’ ένα καθολικό σχολείο που διηύθυναν καλόγριες. «Δεν έμεινα πολύ καιρό εκεί. Οι καλόγριες πίστευαν ότι είμαι αυτιστική. Στην πραγματικότητα, είχα πολλή ενέργεια και δεν μπορούσα να κάνω αυτό που μου λένε. Μέσα μου πίστευα ότι πρέπει να υπάρχει κάτι παραπάνω εκεί έξω».
Αυτή η ίδια πεποίθηση ήταν που την ώθησε να μετακομίσει πριν από πέντε χρόνια στο Βερολίνο. Αφορμή στάθηκε η γερμανική ηλεκτρονική μουσική που άκουσε στο ραδιόφωνο, ενώ βρισκόταν στο σπίτι της στις Βρυξέλλες.
« Έχω μια φράση που έχει πει ο Νίτσε γραμμένη βαθιά μέσα μου. Λέει: “Αν δεν μπορείς να εξελιχθείς κάπου, μετακόμισε κάπου αλλού”». Εκτός από την ενασχόλησή της με τη μουσική, έχει να μου διηγηθεί και μια μακριά κι αρκετά ενδιαφέρουσα πορεία στον χορό. « Έχω ασχοληθεί πολύ με τον μοντέρνο χορό και γι’ αυτόν το λόγο έχω ταξιδέψει πολύ. Έχω ζήσει για κά- ποιο διάστημα στη Νέα Υόρκη, τη Βενετία και αλλού». «Πόσων χρόνων είσαι;», αναρωτιέμαι φωναχτά, για να λάβω την εξής αφοπλιστική απάντηση: «Δεν λέω ποτέ την ηλικία μου, όχι επειδή έχω κάποιο πρόβλημα μ' αυτό. Αντιθέτως, δεν θεωρώ ότι είναι κάτι σημαντικό. Θα μπορούσα να έχω γεννηθεί προ Χριστού ή να είμαι ένα απ’ τα πρώτα έμβια όντα του πλανήτη και να είμαι ακόμα ζωντανή. Έχω γερά κόκαλα και καλή επιδερμίδα. Είμαι ταυτόχρονα πρωτόγονη κι έρχομαι απ’ το μέλλον. Θα μπορούσα να είμαι αρχαία, ενώ την ίδια στιγμή θα μπορούσα να είμαι κι ένα παιδί».
Αμέσως μετά τις καλόγριες πήγε σε σχολή παραστατικών τεχνών στις Βρυξέλλες, όπου ανακάλυψε την αγάπη της για τον χορό. Αργότερα πήγε σε μια οντισιόν για τη διάσημη σχολή Alvin Ailey στη Νέα Υόρκη. «Κέρδισα την υποτροφία κι έτσι έζησα εκεί για ένα χρονικό διάστημα», ενώ λίγο αργότερα βρέθηκε στη Βενετία να σπουδάζει σε μια ακαδημία χορού μετά από παρακίνηση της εξαιρετικής Φινλανδής χορογράφου Carolyn Carlson. Η χρονιά αυτή που έζησε στη Βενετία δίπλα της ήταν σαν ψυχοθεραπεία. «Μου δίδαξε κάτι παραπάνω από χορό. Μου εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύμπαν και πώς ν’ αντεπεξέρχομαι στις δυσκολίες της ζωής, ή καλύτερα σε αυτό το τραύμα που ονομάζεται ζωή. Μου έμαθε να είμαι “ενέργεια”, όπως οι υπόλοιπες ενέργειες». «Λίγο πριν από τη Βενετία αποφάσισα ότι ήθελα να πάω στη Ρουάντα για να έρθω σ’ επαφή με τις ρίζες μου».
Ταξίδεψε, λοιπόν, στον τόπο καταγωγής της και ανακάλυψε την τρομακτική αλήθεια. Έναν τόπο με έκδηλα ακόμα τα σημάδια του πολέμου και της καταστροφής. «Είχα σοκαριστεί και ταυτόχρονα είχα συγκεντρώσει πολύ μεγάλο θυμό μέσα μου. Άρχισα να κρατώ σημειώσεις σ’ ένα ημερολόγιο γι’αυτά που είδα εκεί. Είχα πάθει μεγάλο σοκ και δεν μπορούσα να μιλήσω». Κάθισε και διάβασε όλα αυτά που είχε γράψει, προσπαθώντας να μετατρέψει τις σημειώσεις της σε στίχους. Ήταν ιστορίες φρίκης. Έγραφε για την ασχήμια που αντίκρισε, για τα κόκαλα, τον φόβο και τον θάνατο. «Αυτή η διαδικασία έμοιαζε σαν να προσπαθούσα ν’ αναλύσω τον ίδιο μου τον εαυτό. Σαν να έβγαινα απ’ το σώμα μου και να έβλεπα τον εαυτό μου από απόσταση. Κατά κάποιον τρόπο, προσπάθησα να βρω τη δική μου γλώσσα, τη δική μου ποίηση». Την ίδια στιγμή πειραματιζόταν με τη μουσική και μετακόμιζε στο Βερολίνο.
«Είναι μια πόλη που δεν σε πιέζει. Αυτό, βέβαια, μπορεί να είναι “επικίνδυνο”, ειδικά αν είσαι λίγο τεμπέλης ή αναβλητικός. Από την άλλη, είναι μια πόλη με διάχυτη την αίσθηση του ανολοκλήρωτου. Νιώθεις ότι βρίσκεται μονίμως υπό κατασκευή. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να σε κάνει να χάσεις την αίσθηση του χρόνου. Επιπλέον, είναι μια πόλη επίπεδη, τα κτίρια είναι ευρύχωρα κι έχεις την αίσθηση ότι υπάρχει αρκετός χώρος. Έτσι, πιστεύω ότι στο Βερολίνο μπορεί κανείς να βρει τον χώρο και τον χρόνο για να κάνει αυτό που θέλει, αρκεί να είναι πειθαρχημένος».
Ωστόσο, η Barbara ήταν αφοσιωμένη σε αυτό που έκανε. Μου λέει ότι η σύνθεση των κομματιών της υπήρξε μια πολύ μοναχική πορεία. Πράγματι, αυτό το ντεμπούτο άλμπουμ, που φέρει ως τίτλο το ονοματεπώνυμό της, έχει να παρουσιάσει ένα μοναδικό, τελείως προσωπικό στυλ, με αρκετά αβανγκάρντ στοιχεία. Η ίδια αποκαλεί το στυλ της «ηλεκτρονική μπαρόκ μουσική», ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι την παραγωγή έκανε ο περίφημος Matthew Herbert. «Απ' αυτόν το σπουδαίο άνθρωπο έμαθα δύο πολύ σημαντικά πράγματα: ότι μπορείς να φτιάξεις ήχους απ’ το οτιδήποτε και ότι τα λάθη πρέπει να είναι πάντα καλοδεχούμενα. Είναι αυτά που μπορούν ν’ αλλάξουν την πορεία του κομματιού σου», λέει η ίδια. Τη χρονιά που πέρασε συνόδευσε και τον Caribou σ’ ένα κομμάτι της ευρωπαϊκής του περιοδείας.
Λίγο αργότερα θα μου πει ότι όλα της φαίνονται διαφορετικά στην Αθήνα, και ειδικά το γεγονός ότι είναι μια πόλη η οποία έχει χτιστεί προ Χριστού. «Όταν στάθηκα στην Ακρόπολη και κοίταξα προς τα κάτω, ένιωσα αυτή την ενέργεια της αρχαίας πόλης. Μου αρέσει η Αθήνα. Επίσης μ’ ενδιαφέρουν τα ζώα, ο ωκεανός, ο ήλιος, το Διάστημα, οι πλανήτες, οι άνθρωποι, οι πολιτισμοί, η τεχνολογία, αλλά πιο πολύ απ’ όλα η φύση. Εξακολουθεί να με εκπλήσσει το γεγονός ότι από τη γη φυτρώνει, για παράδειγμα, η ρίζα τζίντζερ, που είναι αφροδισιακή, ενώ ταυτόχρονα δίνει αυτή την πιπεράτη γεύση στο φαγητό.
Αυτό είναι το θαύμα της φύσης. Όταν αρχίσεις να καταλαβαίνεις την πολιτική, τον τρόπο που αναπτύσσονται οι πολιτισμοί ή πώς λειτουργεί το σύμπαν, έχεις ξαφνικά μια διαύγεια και όλο αυτό το βάρος που σου προκαλεί η άγνοια εξαφανίζεται και είσαι ελεύθερος». Λίγο πριν αποχαιρετιστούμε, μ’ ενημερώνει ότι τις επόμενες μέρες θα επισκεφθεί οπωσδήποτε τη Σαντορίνη. «Θέλω πολύ να δω την Ατλαντίδα από κοντά», θα μου πει, αφήνοντάς με μ’ ένα βλέμμα απορίας στο πρόσωπο. «Μα, δεν υπάρχει», της λέω. «Υπάρχει, και θα σου φέρω φωτογραφία για να σου το αποδείξω», μου λέει με σιγουριά.
σχόλια