Πριν κλείσει τα οκτώ της χρόνια, η Chandra Oppenheim τα είχε δει όλα. Ή τουλάχιστον όλα όσα θα ήθελαν να έχουν δει (ή ισχυρίζονται ότι είδαν τότε) όλοι οι αμέτρητοι θαυμαστές του απείρως και διηνεκώς επιδραστικού ως τις μέρες μας νεοϋρκέζικου underground από τα μέση των '70s ως την αυγή των '80s: την γέννηση του πανκ, τους New York Dolls και τα άλλα θρυλικά γκρουπ του «βομβαρδισμένου» downtown σε μέρη όπως το Max's Kansas City, το Mudd Club και το CBGB, τον δημιουργικό οργασμό στους επικίνδυνους δρόμους, την εικαστική πρωτοπορία στις γκαλερί.
Πριν κλείσει τα έντεκα ήταν ήδη πρώην εικαστικός η ίδια και νυν σταρ της post-punk / no wave σκηνής της Νέας Υόρκης ως ηγέτιδα του γκρουπ που είχε πάρει το μικρό της όνομα. Στα 13 της όλα αυτά είχαν τελειώσει.
Και τώρα, στα 50 της, επιχειρεί εδώ και κάποιο καιρό, να ξαναπιάσει το νήμα από εκεί που έμεινε μετέωρο. Είχε αποπειραθεί κάποιες επανεμφανίσεις από το 2014 ήδη, το ανανεωμένο και έντονο ενδιαφέρον όμως για την περίπτωσή και για το (μικρό αλλά άξιο) έργο της πραγματικά ξεκίνησε πριν δύο χρόνια όταν το κομμάτι της «Subways» απετέλεσε ως sample τη βάση της ομώνυμης επιτυχίας των Avalanches. Τον ερχόμενο μήνα θα επανακυκλοφορήσει επίσης το EP «Transporation» που κυκλοφόρησε το γκρουπ της το 1980, ένα εξαιρετικό δείγμα μελωδικού μετα-πανκ (ποπ-φανκ ουσιαστικά) στο ύφος των ESG και της Lizzy Mercier Descloux.
Η Chandra Oppenheim δεν είχε βρεθεί τυχαία στον πυρήνα τόσο δημιουργικών εξελίξεων ούτε το είχε σκάσει από κάποιο ορφανοτροφείο. Είναι κόρη του γνωστού εννοιακού καλλιτέχνη, γλύπτη, φωτογράφου Dennis Oppenheim (απεβίωσε το 2011) και από μωρό είχε γαλουχηθεί με την αισθητικές αναζητήσεις του πατέρα της που χρησιμοποιούσε τακτικά και την ίδια στα έργα του, και με του ήχους των Velvet Underground, της Patti Smith, των Television.
Επτά χρονών μόλις, και βαθιά μπολιασμένη με τις εικαστικές ευαισθησίες του πατέρα της, παρουσίαζε και η ίδια ως παιδί-θαύμα δείγματα performance art σε μέρη όπως το Kitchen and Franklin Furnace, μια θρυλική avant-garde «τρύπα» όπου μουσικός διευθυντής ήταν ο πρόωρα χαμένος πρωτοπόρος της μετα-πανκ σκηνής Arthur Russell. Σταδιακά, η μικρή Chandra κατευθύνθηκε προς τη μουσική και τη δημιουργία ενός γκρουπ, τα τραγούδια του οποίου βασίζονταν στους «ημερολογιακού» τύπου στίχους της και μια επαγγελματική σχεδόν ερμηνεία που δεν πρόδιδε την ηλικία της.
Υπήρξαν κολακευτικά δημοσιεύματα σε έντυπα κύρους όπως οι New York Times και η βρετανική μουσική εφημερίδα NME, καθώς και εμφανίσεις στην τηλεόραση. Όταν όμως έφτασε στα 13, αντί να κυνηγήσει πιο εστιασμένα το όνειρο, επέλεξε να πάει στο γυμνάσιο και εύλογα αναρωτιέται κανείς ποια θα ήταν η εξέλιξη ενός τόσο προφανούς ταλέντου αν είχε συνεχίσει την πορεία της στο ροκ κύκλωμα ανάμεσα στα πλοκάμια της κραταιής τότε μουσικής βιομηχανίας.
Ή πώς θα ήταν αν έβγαινε σήμερα, στην εποχή του YouTube μια χαρισματική δεκάχρονη αρχηγός μια μπάντας μελωδικού post-punk, είδος που ακούγεται «φρέσκο» και ζωντανό στις μέρες μας, πιο πολύ από ποτέ ίσως. Το αποτέλεσμα θα έμοιαζε ίσως (και πιθανότατα θα ήταν) «μαγειρεμένο», προμελετημένο, φτιαχτό, ύποπτο.
Με στοιχεία από τον The Guardian
σχόλια