ΟΙ ΠΙΟ ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ της ECM (στην Ελλάδα από την AN Music) βρίσκονται για μιαν ακόμη φορά στον προμαχώνα της σύγχρονης τζαζ. Μουσικοί με τεράστια ιστορία, που ξεκίνησαν στην δεκαετία του ’60 ή και πιο πριν –τότε που άλλαξαν πολλά ή τα πάντα σε σχέση με την τζαζ– και άλλοι, πολύ νεότεροι, που γεννήθηκαν μετά τα μέσα του ’80, προτείνουν άλμπουμ, σίγουρα ξεχωριστά, που έχουν τον τρόπο να κρύβουν όχι εύκολες συγκινήσεις.
Michael Mantler
Coda – Orchestra Suites
[ECM Records, 2021]
Ο 78χρονος αυστριακός συνθέτης και τρομπετίστας της contemporary music Michael Mantler εξακολουθεί να βρίσκεται επί των επάλξεων προτείνοντας νέα άλμπουμ – όχι αναγκαστικά με νέα μουσική, αλλά σίγουρα νέα, όσον αφορά στις ενορχηστρώσεις που ετοιμάζει γι’ αυτά, και άρα νέα σε σχέση με τις σημερινές δημιουργικές απόψεις του.
Στο πιο πρόσφατο, το “Coda – Orchestra Suites”, ο Michael Mantler αντλεί από το παρελθόν του ιδέες, συνθέσεις ολόκληρες δηλαδή, τις οποίες αναπλάθει και μεταμορφώνει μέσω μιας καταπληκτικής ορχήστρας, που μπορεί να μην έχει όνομα, αλλά μοιάζει με την Jazz Composer’s Orchestra Update (που είχε δώσει εκείνο το άλμπουμ στην ECM, το 2014), την μετεξέλιξη, ας το πούμε έτσι, της περίφημης Jazz Composer’s Orchestra.
Στο “Coda – Orchestra Suites” ο Michael Mantler αντλεί υλικό από τα άλμπουμ του: α. “13 & 3/4” [WATT, 1975], που συνυπέγραψε τότε με την Carla Bley, για την δημιουργία τής σημερινής “Two thirteen suite”, β. “Folly Seeing all This” [ECM, 1993], για την ανάπλαση τής τωρινής “Folly suite”, γ. “Alien” [WATT, 1985], που ολοκλήρωσε μαζί με τον Don Preston, προκειμένου να επανα-ενορχηστρώσει, τώρα, την “Alien suite”, δ. “Cerco Un Paese Innocente” [ECM, 1995], για την διασκευή τής “Cerco suite”, συν ε. και στ. “Hide and Seek” [ECM, 2001] και “For Two” [ECM, 2011], για τον επαναπροσδιορισμό τής “HideSeek suite”.
Ο Michael Mantler έχει την γνώμη πως ένα μεγάλο κομμάτι των καταγραμμένων συνθέσεών του χρειάζεται ξανακοίταγμα (και δεν είναι ο μόνος φυσικά, στην ομήγυρη των συναδέλφων του). Πως υπάρχουν κρυμμένες διαστάσεις, τέλος πάντων, σε διάφορες συνθέσεις του, τις οποίες οφείλει να αναδείξει μέσω μιας σημερινής προσέγγισης και παραγωγής.
Ο 78χρονος αυστριακός συνθέτης και τρομπετίστας της contemporary music Michael Mantler εξακολουθεί να βρίσκεται επί των επάλξεων προτείνοντας νέα άλμπουμ – όχι αναγκαστικά με νέα μουσική, αλλά σίγουρα νέα, όσον αφορά στις ενορχηστρώσεις που ετοιμάζει γι’ αυτά, και άρα νέα σε σχέση με τις σημερινές δημιουργικές απόψεις του.
Και αυτό πράττει στο “Coda – Orchestra Suites” ο αυστριακός μουσικός, με την βοήθεια τούτης της εκπληκτικής 27μελούς ομάδας υπό τον Christoph Cech, που διαθέτει όλα τα κλασικά όργανα, δηλ. φλάουτο, όμποε, κλαρίνο, μπάσο κλαρίνο, τρομπέτα (παίζει ο ίδιος ο Michael Mantler), γαλλικό κόρνο, τρομπόνι, τούμπα, και ακόμη sections με βιολιά, βιόλες, βιολοντσέλα και κοντραμπάσο, συν βιμπράφωνο, μαρίμπα, πιάνο (παίζει ο David Helbock) και ηλεκτρικές κιθάρες (πολύ σημαντικός, εδώ, ο ρόλος του Bjarne Roupé, από τα παλαιά δανέζικα γκρουπ EGBA και Alpha Centauri, μα και με συμμετοχή στο “Aura” του Miles Davis, ανάμεσα σε δεκάδες άλλα άλμπουμ).
Έτσι, λοιπόν, εκείνο που τελικά εμφανίζεται στο “Coda – Orchestra Suites” είναι ένα «νέο έργο» συνολικά, αποτελούμενο από πέντε σουίτες, με διάρκειες περί τα δέκα και έντεκα λεπτά η καθεμιά, που ηχούν με συναρπαστικό τρόπο, εμφανίζοντας έναν «κομψό» και λυρικό, από συνθετικής πλευράς, Michael Mantler, με εμφανείς επιρροές από μεγάλο φάσμα της σύγχρονης μουσικής, από το ’60 και μετά (jazz, improv, contemporary music, fusion, progressive rock, chamber music, new classical κ.λπ.), κεντρίζοντας και έλκοντας την προσοχή του ακροατή, όχι με πειραματισμούς, ενορχηστρωτικές ατασθαλίες και «προχωρημένα» patterns, μα με μια βαθιά πρόταση –που προκαλεί και ανασύρει εικόνες, εμφανίζοντας, σε μεγάλο μέρος της, cinematic χαρακτηριστικά– απολύτως γόνιμη και εντελώς συναρπαστική καθ’ όλη την διάρκεια και εξέλιξή της!
Η ηχογράφηση από το Vienna’s Porgy & Bess Studio τον Σεπτέμβριο του 2019 και η μείξη στα γαλλικά Studios La Buissonne είναι αναφοράς.
Craig Taborn
Shadow Plays
[ECM Records, 2021]
O αμερικανός πιανίστας Craig Taborn (γενν. το 1970 στο Detroit) είναι ένας ξεχωριστός και σημαντικός μουσικός για την σύγχρονη σκηνή – με τις ιδέες του να μετατρέπονται συνεχώς σε άλμπουμ, διαφορετικά άλμπουμ, που δείχνουν απλώς, πως μπορεί να κινείται με μεγάλη άνεση τόσο εντός, όσο και εκτός ορίων.
Να θυμηθούμε την ηχογράφησή του με τους Junk Magic “Compass Confusion” (2020), τον κοινό δίσκο του με τον συνάδελφό του Vijay Iyer “The Transitory Poems” (2019) την παρουσία του στους σπουδαίους Chris Lightcap’s Bigmouth (ένας από τους δεκάδες σχηματισμούς, με τους οποίους έχει συνεργαστεί) κ.λπ. Καινοτόμος και ρηξικέλευθος, δοκιμάζοντας πολύ με ηλεκτρονικά, σε παράξενες κατευθύνσεις, μα και πιο «κλασικός», όταν το θελήσει, ο Craig Taborn, φιλοδοξεί με κάθε νέα δουλειά του να κάνει την διαφορά.
Κάτι που συμβαίνει και με την τελευταία ηχογράφησή του για την ECM, το εντελώς προσωπικό, πιανιστικό, CD “Shadow Plays”, ένα σόλο-πιάνο άλμπουμ ηχογραφημένο στο Wiener Konzerthaus (της Βιέννης), στις 2 Μαρτίου 2020.
Το άλμπουμ περιλαμβάνει επτά συνθέσεις-αυτοσχεδιασμούς του Taborn, από σχεδόν έξι λεπτά έως και σχεδόν δέκα εννέα (!), με το σετ να περιλαμβάνει ακόμη 17λεπτα και 12λεπτα tracks!
Όπως αντιλαμβάνεστε εδώ έχουμε μια πολύ ιδιαίτερη πρόταση, που θα μπορούσε να θεωρηθεί, κατά μίαν έννοια, και ως συνέχεια του “Avenging Angel” [ECM, 2011], ενός άλλου σόλο-πιάνο CD τού Αμερικανού, που είχε αναδείξει, όσο καλύτερα γινόταν, την συνθετική και αυτοσχεδιαστική πληρότητά του.
Δεινός αυτοσχεδιαστής, που εκμεταλλεύεται όλα τα volumes και τα ηχοχρώματα, από την ησυχία και την θωπεία των πλήκτρων, μέχρι την πλήρη και καταιγιστική πιανιστική έκρηξη, από τα αργά και νωχελικά tempi, μέχρι τα δυναμικά clusters, και από τις ιμπρεσιονιστικές μελωδίες μέχρι τις μινιμαλιστικές και contemporary παρεκτροπές, ο Craig Taborn είναι εδώ για να συνομιλήσει με το κοινό του με πολύ απαιτητικούς όρους – όπως συμβαίνει, εξάλλου, με κάθε σημαίνοντα αυτοσχεδιαστή.
Andrew Cyrille Quartet
The News
[ECM Records, 2021]
Ο μεγάλος σε αξία τζαζ ντράμερ Andrew Cyrille μπορεί να είναι πια 82 ετών (μεγάλος και σε ηλικία δηλαδή), τούτο όμως δεν τον εμποδίζει να βρίσκεται συνεχώς στα πράγματα, υπογράφοντας καινούρια αξιόλογα άλμπουμ. Το πιο πρόσφατο απ’ αυτά λέγεται “The News” και ολοκληρώνεται από το Andrew Cyrille Quartet, το οποίο συναποτελούν οι Bill Frisell κιθάρα, David Virelles πιάνο, συνθεσάιζερ και Ben Street κοντραμπάσο.
Μια πρώτη μορφή αυτού του κουαρτέτου εμφανίστηκε στο CD “The Declaration of Musical Independence” [ECM, 2016], στο οποίο την θέση τού πιανίστα-κιμπορντίστα κατείχε, τότε, ο γνωστός μας από τους Musica Elettronica Viva κ.λπ. Richard Teitelbaum. Μετά τον θάνατο, όμως, του R. Teitelbaum, τον Απρίλιο του 2020, η θέση θα πληρωνόταν από τον Κουβανό David Virelles (σήμερα στα 38 χρόνια του), έναν νεότερο μουσικό με ακμαία παρουσία στην ECM την τελευταία δεκαετία (τόσο με προσωπικά άλμπουμ, όσο και με παρουσίες σε εγγραφές των Tomasz Stanko και Chris Potter).
Στο “The News” καταγράφονται οκτώ συνθέσεις –επτά των μελών του σχήματος, συν μία διασκευή στο “Leaving east of Java” του πιανίστα Adegoke Steve Colson, ενός παλαιότερου συνεργάτη του Andrew Cyrille–, με την ηχογράφηση να προέρχεται από τον Αύγουστο του 2019 (Sound on Sound, New Jersey).
Έχουμε λοιπόν ένα αμερικάνικο άλμπουμ εδώ (τρεις Αμερικανοί κι ένας Κουβανός), το οποίο διαθέτει ύφος και συνοχή, και βεβαίως τέλεια παιξίματα, από μουσικούς με τεράστια ιστορία ή εν πάση περιπτώσει αξιοπρόσεκτη (για τους νεότερους).
Οι συνθέσεις είναι άλλοτε στηριγμένες στην ηλεκτρική κιθάρα του σπουδαίου Bill Frisell, που σουινγκάρει άψογα σε κομμάτια όπως το “Go happy lucky” για παράδειγμα (δικό του track) ή παίζοντας ένα αποδιαρθρωμένο blues στο “Baby” (επίσης δικό του), και άλλοτε στο πιάνο του Virelles (που συνήθως ακολουθεί στα soli), με τον ίδιο να παίζει με «σύγχρονο κλασικό» και avant-jazz τουσέ, ιδίως στα πιο προχωρημένα κομμάτια τού CD, όπως είναι το φερώνυμο “The news” (του Andrew Cyrille).
Αυτό ειδικά το track, δημιουργεί, εκεί στην μέση περίπου του άλμπουμ, μία άλλη πολύ «προχωρημένη» ατμόσφαιρα, η οποία προκύπτει ξαφνικά, χωρίς να έχει προηγηθεί κάτι σχετικό νωρίτερα – με το “Dance of the Nuances” (Cyrille / Virelles) λίγο πριν το τέλος να πιστοποιεί (και) αυτή την jazz-avant διάσταση του εγχειρήματος.
Marcin Wasilewski Trio
En Attendant
[ECM Records, 2021]
Πέρυσι είχαμε το άλμπουμ “Arctic Riff” [ECM, 2020] του Marcin Wasilewski Trio και του τενορίστα Joe Lovano. Φαίνεται, λοιπόν, πως το πολωνικό γκρουπ βρίσκεται σε δημιουργική φάση, και κάπως έτσι έχουμε τώρα έναν επόμενο δίσκο του, που αποκαλείται “En Attendant”, ηχογραφημένο τον Αύγουστο του 2019 (σχεδόν πάντα υπάρχει ένα χάντικαπ ανάμεσα στις εγγραφές και τις εκδόσεις της ECM, και αυτό δεν είναι ανεξήγητο).
Σ’ αυτό το άλμπουμ το Marcin Wasilewski Trio (Marcin Wasilewski πιάνο, Slawomir Kurkiewicz κοντραμπάσο, Michal Miskiewicz ντραμς), ένα από τα πιο αξιοζήλευτα ευρωπαϊκά jazz-trios της εποχής μας, καταπιάνεται με ποικίλο ρεπερτόριο, καθώς από τα επτά tracks τα τρία ανήκουν στο trio, ένα είναι σύνθεση του Wasilewski, ενώ τα υπόλοιπα τρία αφορούν σε διασκευές του πάνω σε συνθέσεις του J.S. Bach (“Variation 25”), της Carla Bley (“Vashkar”) και των Doors (“Riders on the storm”). Το “Vashkar” το είχαν αποδώσει και στο “Arctic Riff”, και μάλιστα δύο φορές(!) – και κάπως έτσι μία τρίτη δισκογραφημένη εκδοχή, μέσα σε τόσο λίγο διάστημα, όσο να ’ναι παραξενεύει.
Τέλος πάντων, τα τρία αυτά tracks (του Μπαχ, της Bley και των Doors) περιγράφουν ένα μεγάλο μέρος των αναφορών των μελών του γκρουπ – μουσικούς, δηλαδή, που έχουν μεγαλώσει, όπως λέμε, με την γενικότερη «κλασική μουσική» (ο Μπαχ, βεβαίως, είναι συνθέτης της ύστερης μπαρόκ και όχι της «κλασικής») και ακόμη με την τζαζ, στις πιο προχωρημένες συνθετικές φόρμες της, και βεβαίως με την ποπ και το ροκ, ως νέοι άνθρωποι (ή όχι και τόσο νέοι πια, αφού ο Wasilewski είναι 46 ετών).
Όλα αυτά συμβολίζονται μέσα από τις επιλογές του τρίο, αλλά και ενσωματώνονται με τέτοιο τρόπο στα patterns και τις συνθέσεις του, ώστε το όλον set να εμφανίζει ανεπαίσθητες μεταπτώσεις – σε ύφος, εντάσεις, ατμόσφαιρα και συναισθηματικό δόσιμο.
Το πώς το καταφέρνει, έτσι ακριβώς, το Marcin Wasilewski Trio είναι εύκολα εξηγήσιμο, καθώς αποτελείται από μία τριάδα άσσων οργανοπαικτών, που δεν έχουν απολύτως τίποτα να αποδείξουν, προτείνοντας μία μουσική σύγχρονη, αργή και υποβλητική στην εξέλιξή της, εντός της οποίας η τζαζ αποτελεί απλώς μία επιρροή.
Σίγουρα δεν είναι ένα τυπικό jazz-trio το Marcin Wasilewski Trio, και το γεγονός πως το πιο τζαζ track εδώ είναι μάλλον το “Riders on the storm” αυτό κάτι δείχνει. Προκαλούν εννοούμε, με την δημιουργική έννοια, οι Πολωνοί, παίρνοντας έναν κλασικό ροκ ύμνο, τον οποίον μετατρέπουν, σταδιακώς, σε μιαν αυτοσχεδιαστική έκπληξη.
Όμως και τα δικά τους συνθέματα είναι εξαιρετικά, όπως η τριλογία “In motion” και βασικά το δεύτερο μέρος της, εκεί προς την μέση του CD, που ορίζει και μια κατεύθυνση αν θέλετε, στην ηχογράφηση, σε σχέση με όσα προηγήθηκαν και με όσα θα ακολουθήσουν.
Ayumi Tanaka Trio
Subaqueous Silence
[ECM Records, 2021]
Γνωστή μας και από την ECM Records, καθώς συμμετείχε στην δεύτερη εκδοχή τού άλμπουμ τού Thomas Strønen “Time is a Blind Guide” (2018), όπως και από την νορβηγική Losen Records, ως μέλος του κουαρτέτου Mongrel στο άλμπουμ “Thick as Thieves” (2016), η ιαπωνίδα πιανίστρια Ayumi Tanaka (γενν. το 1986) κάνει τώρα το προσωπικό ντεμπούτο της στην γερμανική εταιρεία μέσω του “Subaqueous Silence”, ενός CD το οποίον υπογράφει με το τρίο της – δηλαδή με τους Christian Meaas Svendsen κοντραμπάσο και Per Oddvar Johansen ντραμς.
Ο Per Oddvar Johansen, εν τω μεταξύ, είναι ένας αρκετά γνωστός ντράμερ, με προσωπικές δουλειές (“The Quiet Cormorant”, στην Losen το 2020), όπως και με συμμετοχές (στο Helge Lien Trio), ενώ και ο κοντραμπασίστας Christian Meaas Svendsen (παρότι νέος ακόμη, στα 33 του) έχει δεκάδες εμφανίσεις σε sessions και δίσκους (συμμετέχοντας έως και στο άλμπουμ “Pastoralia” των νορβηγών progsters Jordsjø).
Τέλος πάντων πολλή... Νορβηγία έχουμε εδώ (εξάλλου το “Subaqueous Silence” είναι ηχογραφημένο στο Όσλο, τον Ιούνιο του 2019), καθώς και η Ayumi Tanaka διαμένει πλέον στην σκανδιναυική χώρα, συνεργαζόμενη στενά με ντόπιους μουσικούς.
Τώρα... και όσον αφορά στο “Subaqueous Silence” θα μπορούσε κάποιος να το χαρακτηρίσει ως ένα μάλλον παράξενο άλμπουμ, αλλά στην πράξη δεν είναι. Δεν είναι για τα ειωθότα της ECM, μα και για τα ειδικότερα ειωθότα τούτης της... ιαπωνο-νορβηγικής συνεργασίας.
Η «Υποβρύχια Σιωπή» είναι κατ’ αρχάς ένα άλμπουμ «προχωρημένης» jazz. Οπωσδήποτε κλίματος-ECM, με πολλές και αναμεμιγμένες nordic και ιαπωνικές (διάβαζε ζεν) αναφορές. Οι συνθέσεις, όλες πρωτότυπες γραμμένες κυρίως από την Tanaka, μα και από τα υπόλοιπα μέλη του trio, εξελίσσονται αργά, δίχως να εκβιάζουν τον χρόνο, έχοντας διάρκειες ποικίλες (από τρίλεπτες έως εννιάλεπτες).
Οι παρασπονδίες συμβαίνουν κυρίως μέσω του κοντραμπάσου –πολύ εφευρετικός ο Christian Meaas Svendsen, ιδίως στα παιξίματα με δοξάρι–, διασπαρμένες στα περισσότερα κομμάτια του CD, προσθέτοντας στις συνθέσεις επιπλέον «ιεροτελεστικά» vibes. Λεπτολόγος στα παιξίματά του και ο ντράμερ Per Oddvar Johansen, χειρίζεται επιμελώς τα πιατίνια, δημιουργώντας λεπτά και minimal επίπεδα, πάνω στα οποία προσαρμόζεται το σχήμα.
Υπάρχουν πολλά σημεία βαθιά και ακαθόριστα στην ηχογράφηση, ιδίως στα πιο μικρά σε διάρκεια tracks, με τις νότες από το πιάνο να πέφτουν συχνά, αργά, και με μικρά χρονικά κενά από την προηγούμενη προς την επόμενη, στηρίζοντας ένα «τοπίο» περισσότερο υπαινικτικό, παρά δραστικό / δυναμικό.
Οπωσδήποτε οι αναφορές από την ιαπωνική μουσική παράδοση καταλαμβάνουν κύρια θέση στην εγγραφή / παραγωγή, η οποία (εγγραφή / παραγωγή), διατηρώντας τα βασικά στοιχεία του «ήχου-ECM», αναδεικνύεται, εδώ, σ’ έναν... τέταρτο οργανοπαίκτη.
Marc Johnson
Overpass
[ECM Records, 2021]
Κοντραμπασίστας από αυτούς που θα αποκαλούσαμε ιστορικούς, ο Marc Johnson (γενν. το 1953) έχει καινούριο προσωπικό CD στην ECM, και μάλιστα σόλο, το οποίον αποκαλείται “Overpass”.
Λέμε, φυσικά, για τον άνθρωπο που έπαιξε μπάσο στο τελευταίο τρίο τού θρύλου πιανίστα Bill Evans, με παρουσία έκτοτε σε πάμπολλες ηχογραφήσεις δίπλα σε τεράστια ονόματα. Στην wiki καταγράφονται κοντά στα 200(!) άλμπουμ, στα οποία έχει εμφανιστεί ο Marc Johnson, μαζί με τους John Abercrombie, Enrico Pieranunzi, Eliane Elias (ο Johnson είναι σύζυγος της βραζιλιάνας πιανίστριας), Peter Erskine, Bill Evans, Stan Getz, Woody Herman, John Lewis, Pat Martino, John Scofield και άπειρους άλλους (και άλλες).
Φυσικά και στην ECM έχει συνεχή ή έστω τακτική παρουσία ο Johnson, από τα μέσα του ’80 και μετά, με το πρώτο προσωπικό άλμπουμ του εκεί να καταγράφεται το 1986 (“Bass Desires”).
Στο “Overpass”, τώρα, που είναι ηχογραφημένο στο São Paulo, τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 2018, ο Marc Johnson έχει να αντιπαρατεθεί μόνο με τον εαυτό του – και με το κοντραμπάσο του φυσικά. Διαλέγει, δε, γι’ αυτήν την «μάχη» οκτώ συνθέσεις, πέντε δικές του και τρεις versions, στα “Freedom jazz dance” (Eddie Harris), “Nardis” (Miles Davis) και “Love theme from Spartacus” (Alex North).
Μάλιστα ανοίγει το άλμπουμ του με τα “Freedom jazz dance” και “Nardis”, παίζοντας σόλο φυσικά, μα μόνο πιτσικάτο (τσιμπητό), και μάλιστα, αν δεν μας παραπλάνησε κάτι, δίχως «διπλή» εγγραφή. Ό,τι ακούμε, δηλαδή, φαίνεται πως είναι γραμμένο «με την μία».
Το δέσιμο που υπάρχει ανάμεσα στον οργανοπαίκτη και στο όργανο, και στα δύο tracks, είναι προφανές πως βρίσκεται στον υψηλότερο βαθμό, και καθώς δεν έχεις εικόνα του συμβάντος, εύκολα επίσης νοιώθεις όλο αυτό που φθάνει στ’ αυτιά σου «σαν ένα».
Επίσης, έχοντας στο νου σου τις βασικές μελωδίες αντιλαμβάνεσαι εδώ πόσο πασχίζει ο Marc Johnson να περιγράψει και μελωδικά τις συνθέσεις, οριοθετώντας κάθε επιμέρους μετρική αλλαγή.
Φυσικά, όταν χρησιμοποιεί δοξάρι,, στα δύο από τα οκτώ κομμάτια, δηλαδή στα δικά του “Samurai fly” και “Yin and yang”, τα μελωδικά δεδομένα αλλάζουν, καθώς ακούμε σαφώς πλέον τις επιρροές του από τις μουσικές της Άπω Ανατολής. Εννοείται πως σ’ αυτά τα tracks υπάρχουν και διπλές εγγραφές, καθώς ακούγεται συγχρόνως και «τσιμπητό» κοντραμπάσο.
Το “Overpass” είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ, χωρίς να απευθύνεται μόνον στους ρέκτες του οργάνου, διαθέτοντας πολλά υποβλητικά χαρακτηριστικά, που είναι ικανά να συναρπάσουν ακόμη και τον αμύητο (αλλά με καλή διάθεση) ακροατή.
Mathias Eick
When We Leave
[ECM Records, 2021]
O Mathias Eick είναι ένας νορβηγός τρομπετίστας, ο οποίος έχει παίξει live και στην χώρα μας (στο Jazz + Πράξεις της Πάτρας, τον Ιούνιο του 2019) και που τώρα έχει ένα νέο άλμπουμ να μας παρουσιάσει, πάντα από την ECM – την εταιρεία, που αποτελεί το βασικό του «σπίτι», για τις προσωπικές δουλειές του, την τελευταία 13ετία.
Το άλμπουμ αποκαλείται “When We Leave”, είναι ηχογραφημένο τον Αύγουστο του 2020 στο Όσλο και συμμετέχουν σε αυτό οι Mathias Eick τρομπέτα, πλήκτρα, Håkon Aase βιολί, κρουστά, Andreas Ulvo πιάνο, Audun Erlien μπάσο, Torstein Lofthus ντραμς, Helge Andreas Norbakken ντραμς, κρουστά και Stian Carstensen pedal steel κιθάρα.
Το “When We Leave” κινείται γενικώς σε χαμηλούς τόνους –λογικό από μια μεριά, αναλογιζόμενοι προηγούμενες δουλειές τού Eick στην ECM–, εμφανίζοντας πολλά λυρικά passages, που αναπτύσσονται σε μεσαίες και αργές ταχύτητες κυρίως, δίνοντας διέξοδο σε ποικίλες αναφορές, με τις περισσότερο jazz μα και με τις φολκλορικές να κυριαρχούν.
Αυτή η «άπλα» των συνθέσεων του Eick (και οι επτά, που καταγράφονται στο “When We Leave”, είναι δικές του) είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του άλμπουμ. Συνθέσεις που μοιάζει να αποτελούν ηχητικές προεκτάσεις ατελείωτων βορειοευρωπαϊκών τοπίων –πετρωδών και δασωδών εκτάσεων ούτως ειπείν (σαν εκείνες των φωτογραφιών του booklet), χαμηλών κυρίως υψωμάτων– και που ενοργανώνονται (οι συνθέσεις) για ουκ ολίγα όργανα.
Από την μια μεριά λοιπόν είναι καταγραμμένη μία εκφραστική λιτότητα, στις μελωδίες, αλλά από την άλλη παρουσιάζεται κι ένας ηχοχρωματικός πλούτος στην απόδοσή τους, δημιουργώντας μιαν αντίθεση. Μιαν αντίθεση που «λειτουργεί» πάντως, που δεν είναι ξεκρέμαστη, και που δίνει εν τέλει στο “When We Leave” την δική του καλώς εννοούμενη ιδιοτροπία.
Πολύ λεπτή και ουσιαστική η παρουσία τής pedal steel κιθάρας, που μεταφέρει σε τούτη την nordic εγγραφή, εικόνες άλλου είδους «ανοιχτών τοπίων» (της αμερικανικής ενδοχώρας) και αποδοτικό το, σε λογικά πλαίσια, ανέβασμα της έντασης στα «δύο προτελευταία» tracks, το “Arvo” και το “Playing”.