Η Νατάσσα Μποφίλιου δεν βγαίνει. Το αποφεύγει, προσπαθεί να μην καταπονεί τη φωνή της, αυτό λέει στον Λάζαρο που έχει τον Ίμερο, ενώ μπαίνει για πρώτη φορά στο μπαρ του. Της αρέσει το μέρος που στέκεται Αλεξάνδρας και Μαυροματαίων γωνία και έχει πάρει το όνομά του από τον δαίμονα της ακολουθίας της Αφροδίτης, την προσωποποίηση του ερωτικού πάθους, τον αδελφό του έρωτα και του αντέρωτα. Σε αυτό το αφτεράδικο που ξενυχτάει τον κόσμο του μέχρι το πρωί με «ελληνικά», εμείς έχουμε πάει πολύ νωρίς για να το βρούμε αδειανό.
Τυχαίνει να πιάσει τον νέο της δίσκο πρώτη φορά εκείνη τη μέρα, και ενώ τον ξετυλίγει αναρωτιέται δυνατά πόσο ακόμα θα κυκλοφορούν CD. Το «Κάτι Καίγεται» είναι κόκκινο, όπως κόκκινος γίνεται και ο Ίμερος από τον μονίμως ζεστό φωτισμό του – θεώρησα ότι θα της πήγαινε να τη φωτογραφίσουμε εκεί πριν ακόμα μάθω ότι δεν ξενυχτάει. Εκείνη αστειεύεται με το γεγονός ότι έλεγε στην αδελφή της να συνεχίσει να βγαίνει έξω για να νομίζουν πως είναι αυτή – η αλήθεια είναι πως μοιάζουν πολύ και στον χαμηλό φωτισμό ενός μπαρ μπορεί να τις μπερδέψεις.
Με τον Γεράσιμο δουλεύουμε μαζί είκοσι χρόνια και τον πιο προσωπικό μου στίχο τον έγραψε τώρα, δέκα δίσκους μετά, “το ’χεις όλο, μη φοβάσαι”. Αν θα ήθελα κάτι να γυρίσω να πω στον εαυτό μου θα ήταν αυτό, θα ήταν πολύ αλλιώς τα πράγματα, θα είχα γλιτώσει πολύ σκοτάδι.
Παρ’ όλα αυτά, όταν της προτείναμε να βγούμε έξω, δέχτηκε αμέσως. Τη συναντώ για πρώτη φορά, ωστόσο δεν είναι από τους ανθρώπους με τους οποίους ο πάγος δεν σπάει με τίποτα. Στέκεται μόνη της και με άνεση σε έναν από τους τοίχους, περιμένοντας τον Πάρι να τη φωτογραφίσει, και σιγοτραγουδάει το «Μου ’ταξες ταξίδι να με πας» όσο εκείνος ρυθμίζει τον φακό του.
«Δεν πίστευα ότι θα ακούσω ποτέ σε μπαρ αυτό το τραγούδι». Μέχρι να συντονιστούμε και να βρούμε πού θα καθίσουμε, μπαίνει το «Μήλο» της Αφροδίτης Μάνου – αυτό το τραγουδάει πιο δυνατά, συγκινείται κιόλας. Δεν το γνωρίζω καθόλου το κομμάτι και φαίνεται, μου λέει πως είναι φεμινιστικό το νόημά του και να το βάλω με ησυχία να το ακούσω, ευχαριστεί τη Μαριλένα πίσω από το μπαρ που το επέλεξε, που της το θύμισε, μπορεί να το συμπεριλάβει σε κάποιο live της.
Κάπως με έχει φέρει σε αμηχανία για λίγο το γεγονός ότι προσέχει τη φωνή της για να έχει κι εγώ την έχω φέρει σε μπαρ που παίζει δυνατά, δεν πέρασε από το μυαλό μου αυτό το ενδεχόμενο. Καθόμαστε, λοιπόν, σε ένα πάσο κοντά στο παράθυρο γιατί νομίζω ότι έτσι δεν θα χρειάζεται να μιλάμε πολύ δυνατά. Φοράει έναν κορσέ του ’40 που κάποτε φορούσε η γιαγιά του συντρόφου της μέσα από τα ρούχα και ρίχνει από πάνω της μια ’80s vintage ζακέτα που κάποτε ανήκε στην ίδια γυναίκα. «Γαμάτη, ε; Έχω τρέλα με τα vintage». Το μανικιούρ της είναι ένα μοντέρνο γαλλικό με χρώμα, έχει βρει τον τρόπο να είναι ανάμεσα στο παλιό και το σήμερα, ισορροπημένα. Ας πούμε, για την προώθηση του «Κάτι Καίγεται», μαζί με τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο και τον Θέμη Καραμουρατίδη έχουν βγάλει vidcast για καθένα από τα δέκα κομμάτια του δίσκου, ξεφεύγοντας από τις αγκυλώσεις για τις οποίες συχνά κατηγορούνται οι εκπρόσωποι αυτού που λέμε «έντεχνο». «Θεωρώ ότι η μουσική που κάνουμε είναι με έναν τρόπο ποπ και απευθύνεται σε όλους, γιατί δεν έχουμε καμιά υπεροψία στον τρόπο που την παράγουμε». Στα vidcasts αναλύουν τη δουλειά και το συναίσθημά τους για κάθε τραγούδι, αλλά σπάνε και πλάκα, λένε και αλήθειες – έτσι κυλούν πολύ ευχάριστα.
Πριν συναντηθούμε δεν ανήκα στο σκληροπυρηνικό κοινό της, γιατί τέτοιο έχει. Βάζοντας να ακούσω το «Κάτι Καίγεται», κάπως ένιωσα ότι τόσο το ομώνυμο κομμάτι όσο και το «Μπάλωμα», που έχουν αναδειχθεί στα πιο δημοφιλή μέχρι τώρα του δίσκου, έχουν μια ορμή εθιστική, ότι μπορεί και να «αλλάζουν πίστα» οι τρεις τους, που λέει κι ένας στίχος, με αυτήν τη δουλειά. «Όταν τον φτιάχναμε, δεν ξέραμε πού θα μας βγάλει. Για μένα σίγουρα ήταν κάπως ψυχαναλυτικό το ταξίδι που έκανα μέσα από αυτόν και είχε και πολλές δύσκολες στιγμές. Ήταν από τις δουλειές που μου άνοιξαν κουτάκια με σκοτεινές σκέψεις· μπορεί να έχει να κάνει με την εποχή που με βρήκε. Όταν κάναμε την “Εποχή του θερισμού” ήταν σαν να άνοιξε μια πόρτα και να βρέθηκα σε ένα μέρος πολύ φωτεινό και απελευθερωτικό. Το τωρινό άλμπουμ έχει κάτι πιο βαθύ, πιο επαναστατικό σε σχέση με την ίδια την ύπαρξη, κι έτσι βούτηξα μέσα σε αυτό. Ήταν και ένας πολύ δύσκολος ο χρόνος, όπως και ο προηγούμενος, οπότε στο τέλος όλο αυτό το ταξίδι ήταν για μένα σαν να πήδηξα από μια φάση ζωής σε μια άλλη».
Κάτι καίγεται
Δεν χρειάζεται να τη ρωτήσω, μου λέει μόνη της πως δεν μπορεί να φανταστεί να σβήνει ποτέ η συμπόρευση με τον Ευαγγελάτο και τον Καραμουρατίδη δημιουργικά. «Και να συμβεί, και αυτό υγιές θα είναι, και δικό μας. Όμως όσο είμαστε μαζί, το όραμά μας είναι κοινό και έχει να κάνει με έναν άνθρωπο που απελευθερώνεται για να φτάσει σε κάτι πιο πέρα από αυτό που του λένε ότι είναι». Ανοίγει πολλές φορές η κουβέντα για το αν υπάρχει ή όχι σύγχρονο πολιτικό τραγούδι. Τα δικά τους κρίνω πως είναι, ασχέτως του αν διαφωνούν μαζί μου κάθε φορά οι διαδηλωτές γύρω από το Σύνταγμα που δεν έχουν ανανεώσει τη λίστα τους με αυτά. Στον Γεράσιμο Ευαγγελάτο αρέσει πιο πολύ να χρησιμοποιεί τη λέξη «κοινωνικό» για το τραγούδι που κάνουν, «επειδή περιλαμβάνει όλες τις εκφάνσεις της ζωής ενός ανθρώπου. Εμένα, επειδή έχω μια άλλη σχέση με τους αγώνες και τη δράση, με καλύπτει απόλυτα και ο χαρακτηρισμός του ως πολιτικό». Της λέω πως τα πιο πολυπαιγμένα κομμάτια του δίσκου μού βγάζουν μια αισιοδοξία. «Σκέφτομαι ότι όσοι δεν μας έχουν παρακολουθήσει πιστεύουν ότι τα τραγούδια μας είναι πολύ εσωστρεφή. Ξεκινάνε από μέσα, αλλά έχουν απεύθυνση, είναι τραγούδια ενδυνάμωσης με έναν τρόπο, γιατί ένας άνθρωπος ενδυναμώνεται μέσα από τις πληγές του. Σε κανέναν δεν έχουν συμβεί μόνο καλά πράγματα, κυρίως έχουν συμβεί δύσκολα, από αυτά δυναμώνεις και γίνεσαι πιο σοφός, παίρνεις κουράγιο να πας προς τον ιδανικό σου κόσμο και τόπο, άνθρωπο και δρόμο».
Μου έκανε εντύπωση η επιλογή του κομματιού «Καύκασος» για τον δίσκο, «δεν είναι ένα τραγούδι που έγραψε ο Γεράσιμος γι’ αυτόν τον δίσκο, φτιάχτηκε σε ένα άλλο πλαίσιο και όταν το έστειλε στον Θέμη εκείνος αμέσως ταυτίστηκε. Έχει να κάνει με τη ρίζα και όταν ξεκίνησε να γράφεται ο δίσκος θεώρησα ότι του ταιριάζει πολύ. Με ανακούφισε το ότι είπα ένα τραγούδι που μιλάει για όλο αυτό το πράγμα που βλέπουμε να διαδραματίζεται μπροστά μας, για τον ξεριζωμό, ο οποίος λειτουργεί μες στο τραγούδι όχι μόνο κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά». Ο «Αδερφός μου» είναι το κομμάτι που δυσκολεύεται να ολοκληρώσει ζωντανά χωρίς να την υπερβεί το συναίσθημα, «η αλήθεια είναι ότι όταν λες ένα τραγούδι πρέπει να το απευθύνεις και να το στείλεις στους άλλους, να συγκινηθούν πρώτα εκείνοι. Εγώ με αυτό ακόμα δεν τα έχω καταφέρει, είναι σαν να λέω μια δική μου ιστορία, των ανθρώπων που αγαπώ και όλων αυτών που αλλάζουν τον κόσμο».
Στις εμφανίσεις της στο Vox και σε μια βραδιά με συνολικά 34 κομμάτια τόλμησαν να βάλουν και τα δέκα καινούργια. Και λέω «τόλμησαν» γιατί νομίζω πως οι περισσότεροι από εμάς, όταν πάμε σε ένα live, θέλουμε να ξέρουμε να τραγουδήσουμε στους στίχους, να έχουμε προλάβει να τους «μεταβολίσουμε». «Δεν είχα αμηχανία γιατί δεν νιώθω ότι είναι κομμάτια τα οποία δεν μπορεί κάποιος να τα νιώσει απευθείας και να μπει σε αυτά. Είμαστε κι εμείς περιπτωσάρες, βέβαια, έπαιξε κι αυτό τον ρόλο του». Τη ρωτάω αν έχει τσεκάρει καθόλου τα σχόλια κάτω από τα vidcast, αλλά είναι κάτι που δεν κάνει πια. «Δεν είναι ότι δεν το ψάχνω επειδή φοβάμαι ότι θα διαβάσω κάτι και θα επηρεαστώ, το έχω ξεπεράσει πολλά χρόνια αυτό, δεν θα πάρω από εκεί την επιβεβαίωση ή την απόρριψη. Αυτό που κάνω βασίζεται πάρα πολύ στην επικοινωνία, γεννιέται κάθε φορά που έχω απέναντί μου τον κόσμο, έτσι δοκιμάζω την αντοχή των κομματιών στην πραγματική ζωή. Έχω συναντήσει ανθρώπους που τους έχω δει να με κράζουν ή να γράφουν κριτικές για εμάς χωρίς να έχουν δει ποτέ αυτό που κάνουμε και όταν τελικά ήρθαν κάποια στιγμή, όλο αυτό μεταστράφηκε. Μου έχει συμβεί πάρα πολλές φορές, όχι μία. Οπότε, κάπως μέσα μου σταμάτησε να έχει σημασία τι κάνει ένας άνθρωπος πίσω από ένα άβαταρ που του δίνει περισσότερο θάρρος. Πολλά νέα παιδιά μού στέλνουν μηνύματα, γράμματα, mails, αναζητώντας μια συμβουλή για το πώς να αντιμετωπίσουν όσους τους συμπεριφέρονται άσχημα στο Ιnstagram. Σκέφτομαι ότι θα ήθελα να τους κάνω να καταλάβουν με έναν τρόπο ότι δεν έχει καμία σημασία, γιατί αυτού του είδους τα σχόλια δεν αφορούν την πραγματική ζωή. Βέβαια, ό,τι και να σου πει κάποιος, αυτό είναι κάτι που το καταλαβαίνεις μόνος σου κάποια στιγμή».
Έβλεπα stories από την έναρξη της φετινής «Ταράτσας» του Φοίβου Δεληβοριά που έγραφαν «πήγα Νατάσσα / τους έφερα Νατάσσα», «πριν γράψω, πριν ονοματίσω, δεκαεννιά μηνύματα ήρθαν ότι έρχονται οι “Μέρες του Φωτός”», διάβασα σε ένα άλλο. Όταν τελειώνει τις εμφανίσεις της, το καμαρίνι της είναι πάντα ανοιχτό. «Έχω έναν φίλο, που είναι κι αυτός του χώρου, και μου λέει “μα δεν σου φαίνεται περίεργο που μπαίνουν άνθρωποι που δεν τους ξέρεις μέσα και τους αγκαλιάζεις όλους;”. Και του απαντάω πως, ναι, μπορεί να φανεί περίεργο σε κάποιον, αλλά αυτοί οι άνθρωποι έχουν συνδεθεί με κάτι πολύ δικό μου, δεν είναι κάποιοι που ταυτίστηκαν με ένα σουξέ. Έχει έρθει κάποιος ένα βράδυ, έχει κλάψει, έχει συγκινηθεί και μετά περιμένει σε μια ουρά ίσως και δύο ώρες για να μου πει πώς ένιωσε. Αυτόν τον άνθρωπο δεν τον ξέρω; Νιώθω ότι έχω την οικειότητα να τον αγκαλιάσω».
Είμαστε κάπως στριμωχτά εκεί που επιλέξαμε να κάτσουμε, έχει απλώσει τα πόδια της πάνω σε ένα διπλανό σκαμπό για να είναι πιο άνετα, ξεβολεύεται όμως για να ρωτήσει αν αυτό που ακούμε είναι απαγγελία από Ρίτσο. «Αυτά τα παίζεις μέχρι τις δέκα ας πούμε;» θα ρωτήσει τη Μαριλένα, και έχει δίκιο, ήταν όντως Ρίτσος. «Δεν θα το ξεχάσω ποτέ: ήμουν ΣΤ’ Δημοτικού, μου είχαν αγοράσει οι γονείς μου ένα walkman και μου είχαν γράψει μια κασέτα με τραγούδια του Θεοδωράκη. Eίχα πάει εκδρομή με το σχολείο και εκεί μου πήραν τα ακουστικά να δουν τι ακούω και άρχισαν όλοι να με κοροϊδεύουν. Ήμουν πάντα αυτό το παιδάκι, σαν αυτό που περιγράφεται στο “Ο αδερφός μου”. Eίχα όμως και ένα πείσμα, που το έμαθα φυσικά από τους γονείς. Μου έλεγαν να είμαι αυτό που είμαι, και περήφανη μάλιστα. Και κάπως, χωρίς να το πιστεύω ακριβώς, ένιωθα ότι πρέπει να το σεβαστώ. Με τον Γεράσιμο δουλεύουμε μαζί είκοσι χρόνια και τον πιο προσωπικό μου στίχο τον έγραψε τώρα, δέκα δίσκους μετά, “το ’χεις όλο, μη φοβάσαι”. Αν θα ήθελα κάτι να γυρίσω να πω στον εαυτό μου θα ήταν αυτό, θα ήταν πολύ αλλιώς τα πράγματα, θα είχα γλιτώσει πολύ σκοτάδι». Ο Λάζαρος θα έρθει προς το μέρος μας για να μας πει πως οι απαγγελίες ποιημάτων είναι κάτι που εισήγαγαν στον Ίμερο όταν ανάμεσα στα lockdowns τα μέτρα δεν επέτρεπαν στα μαγαζιά να παίζουν μουσική κι εκείνοι είπαν πως αν είναι να τους γράψουν, ας είναι για την ποίηση.
Περιγράφοντάς μου τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν οι τρεις τους, μου λέει πως όλα ξεκινάνε από τον «ιδιαίτερο, πολύ ποιητικό» στίχο του Γεράσιμου Ευαγγελάτου που ο Θέμης Καραμουρατίδης θα τον πάρει και θα τον κάνει «να ρέει. Δεν είναι καθόλου ματαιόδοξος, προτιμά να κάνει τον στίχο να μπορεί να μιλήσει σε όλους, θα θυσιάσει μια πολύπλοκη μελωδία από το να φλεξάρει, αν και σε αυτόν τον δίσκο φλέξαρε φουλ, αλλά πάλι με έναν τρόπο πάρα πολύ γειωμένο. Γι’ αυτό και περιμένει πάντα τον στίχο και δεν λέει “θέλω γι’ αυτήν τη μουσική να γραφτεί κάτι”. Ξέρει ότι υπηρετεί αυτό που λέγεται τραγούδι. Ο Θέμης είναι μεγάλος συνθέτης κατά τη γνώμη μου γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο».
Μου δίνει την εντύπωση ενός ανθρώπου με μεγάλη αυτοπεποίθηση, «έχω βαθιά πίστη, αυτό έχω. Δεν είναι ότι δεν με αμφισβητώ, κάνω πολλές τέτοιες σκέψεις, αλλά έχω και κάποια ακέραια πράγματα στα οποία πιστεύω. Βάζω πάντα αυτά μπροστά, ίσως κρύβω τον εαυτό μου πίσω τους, έτσι δεν αμφιβάλλω και βουτάω, όμως αυτό δεν έρχεται από αυτοπεποίθηση, έρχεται από πίστη· είναι λεπτή η διαφορά, αλλά μεγαλώνοντας και κάνοντας ψυχοθεραπεία, αυτό διαπίστωσα ότι με έχει οδηγήσει στο να τολμήσω τόσα πράγματα, γιατί έχω κάνει τρελές υπερβάσεις, έχω βάλει τον εαυτό μου σε διαδικασίες». Από τον υπολογιστή του γραφείου δεν εκτυπώνω, οπότε έχω στείλει το σκονάκι μου, που τελικά δεν χρειάστηκε, στη Βιβή, να μου το εκτυπώσει εκείνη, και καθώς πέφτει το μάτι της στις ερωτήσεις μού λέει, ενώ φεύγω, ότι τη μουσική της δεν την ξέρει καλά, αλλά η Νατάσσα Μποφίλιου της φαίνεται πολύ κουλ – και της το μεταφέρω. «Τέλειο, χαίρομαι πολύ, αν και νομίζω ότι δεν είμαι καθόλου κουλ, θα ήθελα να είμαι. Είμαι λίγο εμμονική σε κάποια πράγματα, προσπαθώ, και με τα χρόνια το βελτιώνω. Θέλω να είμαι πιο ψύχραιμη απέναντι στη ζωή και σε αυτά που συμβαίνουν, ακόμα όμως δεν το έχω καταφέρει. Και έχω ψυχαναγκασμούς, αυτό που σου έλεγα πριν, ότι δεν βγαίνω, λέω στον εαυτό μου “δεν θα βγεις και τελείωσε”, δεν αφήνομαι. Πήγα στα γενέθλια της κολλητής μου κι έφυγα στη μία ώρα, ενώ θα μπορούσα να κάτσω και δύο. Και σκέψου ότι μέσα μου είμαι ένα ρεμάλι, είμαι ο τύπος που ιδανικά θα ήθελα να είμαι σε ένα καφέ, να καπνίζω και να συζητάω για φιλοσοφία και τέχνη. Νομίζω όμως, πάλι, ότι ο λόγος που πειθαρχώ είναι η πίστη σε αυτό που κάνω. Θέλω να βγαίνω στη σκηνή και να είμαι στο 100%, γιατί ό,τι συμβαίνει εκεί πάνω με αποζημιώνει, γιατί εκείνη την ώρα δεν σκέφτομαι τίποτα. Μπορώ να κάνω κωλοτούμπα, μπορώ να περάσω πάνω από φωτιά, δεν καταλαβαίνω τίποτα, φαίνεται άλλωστε – και ένα βιντεάκι να δει μόνο κανείς θα πει “εντάξει, η κοπέλα είναι τελείως βαρεμένη”. Τα γράφω όλα εκείνη την ώρα, δεν υπάρχει τίποτα που θα με μπλοκάρει, γι’ αυτήν τη στιγμή που γίνομαι αυτό το άτομο αξίζουν όλα τα άλλα. Το δουλεύω όμως έτσι ώστε με τα χρόνια να γίνω και κουλ».
Έχω παρατηρήσει τελευταία ότι όταν παίζει κάποιο κομμάτι που μου αρέσει μπορεί να χάσω τη συγκέντρωσή μου. Πιάνω τη μελωδία από το «Λούνα Παρκ» και πριν αρχίσει να παίζει στο μυαλό μου τη ρωτάω αν είδε ή διάβασε κάτι πρόσφατα που τη συγκλόνισε· θα μου πει το «Rohtko» του Λούκας Τβαρκόφσκι, το «Ευαγγελισμός, το μιούζικαλ» του Άγγελου Τριανταφύλλου που ανέβηκε στο Εθνικό, στο οποίο και συμμετείχε. Είναι φίλοι από την εφηβεία, εκείνος είναι ο πρώτος που την κατάλαβε, που την έκανε να μη νιώθει αλλόκοτη που έκλαιγε σε τέτοια ηλικία με τη «Μήδεια» του Κραουνάκη, μπορούσε να του μιλήσει για την Πασπαλά και τη Μαρία Δημητριάδη και να πηγαίνουν μαζί στους πανελλήνιους διαγωνισμούς τραγουδιού. «Αργότερα, η γνωριμία μου με τον Γεράσιμο ήταν τα αποκαλυπτήρια του δρόμου και της ζωής που ήθελα να ζήσω, βρήκα τι ήθελα να είμαι σε αυτόν τον κόσμο, δεν ήθελα να γίνω τραγουδίστρια, εκείνος μου άνοιξε αυτόν τον δρόμο. Ήθελα να ασχοληθώ με το διπλωματικό σώμα και η πρώτη φορά που το σκέφτηκα ήταν όταν μας μιλούσαν οι γονείς μας για το Παλαιστινιακό. Πάντα ήθελα αυτό που θα κάνω θα έχει σχέση με τον άνθρωπο και ο Γεράσιμος μου έδειξε ότι μπορώ να το κάνω μέσα από κάτι απόλυτα δικό μου. Όταν άκουσα πρώτη φορά την “Ασπιρίνη”, τότε είπα ότι μάλλον δεν είναι το διπλωματικό σώμα για μένα αλλά το τραγούδι».
Στο ντοκιμαντέρ του Άρη Δόριζα «Γιάννης Σπανός: Πίσω απ’ τη μαρκίζα» σάστισα όταν κάποια στιγμή η Χαρούλα Αλεξίου είπε ότι δεν της άρεσε πάντα η φωνή της, ενώ είχε ήδη μπει επαγγελματικά στο τραγούδι. «Δεν το σκέφτηκα ποτέ, δεν ξέρω αν μου αρέσει η δική μου φωνή μου. Μου αρέσει που είναι το μέσο με το οποίο εκφράζομαι και δεν μου δημιουργεί σε αυτή την έκφραση εμπόδια».
Στα μπαρ βγαίνουμε πολλές φορές με συσσωρευμένο θυμό που όσο περνάει το βράδυ και τον συζητάμε καταλαγιάζει. Τι ρωτάω τι την έφερε στα όριά της πρόσφατα. «Τι εννοείς; Κάθε μέρα είναι εκατό χιλιάδες πράγματα που διαβάζω και μου το προκαλούν. Διάβασα για εκείνη (σ.σ. την πρώην κυβερνήτη της Νότιας Καρολίνας και πρώην πρέσβειρα των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Έθνη, Νίκι Χέιλι) που έγραψε με μαρκαδόρο πάνω σε οβίδα “αποτελειώστε τους”. Ξυπνάς το πρωί και πρέπει να κάνεις τεράστιο αγώνα για να φτιάξεις τη μέρα σου, που ξεκινάει με μια ματαίωση – θα βγω εγώ να διεκδικήσω κάτι για τη ζωή μου όταν γύρω μου συμβαίνουν όλα αυτά; Αν δεν είχα την ιδεολογία μου δεν ξέρω πως θα άντεχα, αυτή είναι που με σηκώνει. Είναι όλα τόσο μαύρα γύρω μας, που, αν δεν πιστεύω ότι, ναι, μπορώ να κάνω κάτι ατομικά, τότε δεν ξέρω, δεν βρίσκω κανέναν λόγο να σηκωθώ από το κρεβάτι μου». Δεν πιστεύει ότι στεκόμαστε απαθείς απέναντι στα πράγματα, «ακριβώς επειδή υπάρχουν τα social media απλώνεται η πληροφορία και φτάνει σε περισσότερους, ακόμα και σε εκείνους που δεν έχουν τόση ανησυχία ώστε να είναι πάνω από ένα ζήτημα και να παρακολουθούν όλες τις ειδήσεις γι’ αυτό. Πιστεύω ότι η πάλη είναι συλλογική, ότι είναι ένα ορμητικό ποτάμι που θα πνίξει την αδικία, το πιστεύω, αλλιώς δεν έχει κανένα νόημα τίποτε από αυτά που κάνω. Για ποια προσωπική ευημερία μιλάμε; Υπάρχει προσωπική χωρίς συλλογική; Όσοι έχουν αισθήματα τις ταυτίζουν αυτές τις δύο. Πρέπει να μείνεις ζωντανός, πρέπει και να επιβιώσεις, απλώς κάποιοι, πολλοί, επιλέγουν να το κάνουν χωρίς να θεωρούν ότι η προσωπική τους επιβίωση είναι το μόνο που μετράει. Θέλουν να μας πείσουν ότι είμαστε λίγοι αυτοί που σκεφτόμαστε έτσι, αλλά δεν ισχύει. Και όταν ακούω κάποιον να λέει πως όλοι είναι στην τηλεόραση και στον καναπέ, ξέρω πως είναι ο πρώτος που το κάνει και θέλει να μας πετάξει μια συλλογική ενοχή για τη δική του αδυναμία να αντεπεξέλθει στις περιστάσεις».
Την ώρα που έφτασε στον Ίμερο και γνωρίστηκαν, ο Λάζαρος της είπε πως έχει κρατήσει μια δική της στάση απέναντι στα πράγματα, πως τοποθετείται και πως αυτό είναι τολμηρό και το θαυμάζει. Εκείνη του απάντησε ότι προσπαθεί να την προσδιορίζει πρώτα η σχέση της με τη ζωή και μετά όλα τα υπόλοιπα. Είμαι βέβαιη ότι το κάνει, αλλά τη ρωτάω αν θα ψηφίσει στις ευρωεκλογές. «Ναι, το Κομμουνιστικό Κόμμα, έχοντας τις διαφωνίες μου, που τις έχω δηλώσει και στους συντρόφους μου και δημόσια, δεν είναι κάτι για το οποίο έχω κρυφτεί. Είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι τις διαφωνίες τις παλεύεις – άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που διαφωνώ με το Κόμμα, ούτε η τελευταία. Αλλά για μένα είναι η ιδεολογική μου μήτρα και ταυτότητα που μου επιβάλλει να συνεχίσω από αυτήν τη γραμμή του αγώνα να φωνάζω γι’ αυτό που θέλω να αλλάξω».
«Εννοείς αν θα με κρίνει από αυτή μου την ψήφο μου το κοινό (σ.σ. μετά την καταψήφιση από το ΚΚΕ του νομοσχεδίου για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και την τεκνοθεσία); Μπορεί και να με κρίνει. Αλλά δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι που θα πάνε να ψηφίσουν στις ευρωεκλογές ένα κόμμα συμφωνούν σε όλα μαζί του, ακόμα κι οι αριστεροί. Για μένα το κόμμα είναι ουσιαστικά το κίνημα που προετοιμάζει την αλλαγή ενός ολόκληρου συστήματος και έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Προσωπικά, δεν θέλω να διχάζω, γι’ αυτό και αποφεύγω να σχολιάζω την ευρύτερη αριστερά. Αλλά επειδή με ρώτησες και φαντάζομαι ότι θα πας να ψηφίσεις, πιστεύω πως ούτε εσύ ταυτίζεσαι 100% με αυτό που θα επιλέξεις. Ακόμα και όσους δεν ψηφίζουν αυτό που επιλέγω εγώ, αλλά κινούμαστε στην ίδια σφαίρα, τους θεωρώ ξαδέλφια μου ιδεολογικά και ξέρω με ποιους θα είμαστε μαζί όταν έρθει η ώρα να προχωρήσουμε, όπως ξέρω και ποιοι είναι απέναντί μου – αυτοί είναι η κόκκινη γραμμή μου. Την καταψήφιση του νομοσχεδίου ως Νατάσσα τη βίωσα σαν πένθος, αλλά δεν χαρίζω την ιδεολογία μου σε όσους πήραν μια απόφαση που επί της αρχής κατά τη γνώμη μου είναι άκυρη και το ίδιο το μέλλον θα την ανατρέψει».
«Το βαρύναμε», της λέω, «δεν πειράζει, για τα βαριά είμαι». Είμαστε σε ένα μπαρ και σε αυτά ο κόσμος πια αναλύει τις σειρές που είδε, μια και έχουμε εθιστεί σε αυτές. Η τελευταία που την ενθουσίασε είναι το «Shogun». Ο Λάζαρος θα βάλει Βοσκόπουλο να ερμηνεύει Θεοδωράκη για να το ακούσω, ούτε εκείνη το ήξερε, του λέει όμως πως της αρέσει πολύ στον Ζαμπέτα, εκείνον εξακολουθεί να μην τον ενθουσιάζει, απλώς μας λέει ποιο είναι το κομμάτι για να το παρατηρήσουμε και επιστρέφει προς τη μεριά της μπάρας. Στα μπαρ πια ο κόσμος μιλάει και για την ακρίβεια, μας ταλανίζει όλους, λιγότερο ή περισσότερο. «Είναι αδιανόητο αυτό που συμβαίνει, βγαίνεις από το σούπερ μάρκετ με μια τσαντούλα και έχεις δώσει εξήντα ευρώ. Εγώ σε αυτήν τη φάση της ζωής μου έχω την πολυτέλεια και το προνόμιο να μπορώ να φύγω από το σούπερ μάρκετ έχοντας δώσει αυτά τα λεφτά και να μπορώ να συνεχίσω. Θεωρώ όμως ότι είναι κάτι τυχαίο που μου συμβαίνει τώρα, αύριο μπορεί να μην είναι έτσι τα πράγματα, προέρχομαι από μια οικογένεια που έχει καταστραφεί ολοσχερώς οικονομικά δύο φορές, τους πλειστηριασμούς και τα κόκκινα δάνεια τα ξέρω πολύ καλά. Ξέρω, λοιπόν, ότι και αυτό που μου συμβαίνει τώρα μπορεί να ξυπνήσω αύριο και να μην υπάρχει. Γι’ αυτό δεν μπορώ να μείνω σιωπηλή και να θεωρήσω ότι αυτή η τυχαία προσωπική μου ευημερία μέσα στον καπιταλισμό είναι κάτι που με εξασφαλίζει – ούτε καν».
Αναρωτιέμαι με τι γελάει, θα πει με το «Κωνσταντίνου και Ελένης», με τον Θέμη Καραμουρατίδη, «μου αρέσουν πάρα πολύ τα καραγκιοζιλίκια, τα λατρεύω και δεν χάνω ευκαιρία να τα κάνω». Λίγο πριν κλείσω το μαγνητόφωνο, μπαίνει το «Κυκλοφορώ και οπλοφορώ» από το τρίδυμο Κραουνάκης - Νικολακοπούλου - Πρωτοψάλτη, που ήταν μάλλον το τελευταίο τρίδυμο της επιτυχίας πριν από αυτό στο οποίο συμμετέχει εκείνη. Το κλείνω τελικά, εκείνη σιγοτραγουδάει τα «Δίδυμα Φεγγάρια» και καλεί κάποιον, δεν ακούω ποιον, για να του πει ότι έχει βρει ένα μέρος που θα τον ενθουσιάσει.
Περπατάμε κοντά στο Μουσείο και πετυχαίνει τυχαία τη Σαπφώ, μου τη συστήνει ως μία από εκείνους τους μόλις σαράντα που είχαν μαζευτεί να την ακούσουν κάποτε στον Ιανό. Μερικές μέρες μετά πήγα κι εγώ να τη δω στην κατάμεστη Ταράτσα. Ήταν σύντομη η παρουσία της, αλλά η σκηνή ήταν δική της. Εκεί έμαθα ότι το τυχερό της κομμάτι, αυτό που είχε επιλέξει στα δεκαεννιά της να τραγουδήσει στην ακρόαση της Μικρής Άρκτου, είναι το «Ο ταχυδρόμος πέθανε». Πια δηλώνω φαν της.
Το νέο άλμπουμ «Κάτι Καίγεται» κυκλοφορεί από την Cobalt Music.
Η Νατάσσα Μποφίλιου θα παρουσιάσει σε μεγάλη καλοκαιρινή περιοδεία τη νέα παράσταση των Θέμη Καραμουρατίδη και Γεράσιμου Ευαγγελάτου «Κάτι Καίγεται». Η περιοδεία ξεκινά στις 10/6 από τη Λάρνακα, μερικοί από τους σταθμούς της περιλαμβάνουν τη Λάρισα (13/6), τη Θεσσαλονίκη (2/7), το Ηράκλειο (8/7), την Πάτρα (11/9), τη Λεμεσό (13/9) και τη Λευκωσία (14/9). Η περιοδεία θα κλείσει στην Αθήνα, στο Θέατρο Λυκαβηττού, στις 17/9. Πληροφορίες και εισιτήρια στο ticketservices.gr.