Γίνεται ένα άβαταρ να είναι το μέλλον της ποπ μουσικής; Η Hatsune Miku, που τα τελευταία 7 χρόνια είναι 16 ετών, έχει γίνει κάτι σαν θρύλος για ένα μεγάλο μέρος των πιτσιρικάδων σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Miku είναι μία από τις πιο διάσημες ποπ σταρ της Ιαπωνίας, έχει ανοίξει συναυλίες της Lady Gaga, έχει συνεργαστεί με τον Pharell, έχει 2,5 εκατομμύρια θαυμαστές στο facebook κι έχει εμφανιστεί καλεσμένη στο «Late Show» του David Letterman. Πραγματική σταρ, ναι. Το ζήτημα όμως είναι ότι δεν είναι καθόλου πραγματική.
Η Miku είναι ένα άβαταρ που προβάλλεται σε μια τρισδιάστατη οθόνη, ένα δημιούργημα της Crypton Future Media, ένα Vocaloid: ένα πρόγραμμα που χρησιμοποιεί ηχογραφημένες φωνές σε μια βάση πληροφοριών, που της επιτρέπουν να τραγουδάει. Και πώς τραγουδάει; Ανθρώπινες φωνές ηχογραφούνται σε σύντομα δείγματα, αυτά αποθηκεύονται σε μια βάση πληροφοριών, η οποία γίνεται το λογισμικό για τραγουδιστές και παραγωγούς, και μετά χρησιμοποιούνται ως ένα εναλλακτικό της φωνής της.
Παρόλο που είναι εντελώς ψηφιακή, η επιτυχία της βασίζεται στην ανθρώπινη ικανότητα. Ακόμα πιο επαναστατικό είναι το γεγονός ότι η μουσική της –συμπεριλαμβανομένων των τραγουδιών που λέει στις συναυλίες– είναι γραμμένη από τους θαυμαστές της, κάποιοι από τους οποίους δεν μπορούν να διαβάσουν μουσική και δεν είχαν νιώσει την ανάγκη να γράψουν ένα τραγούδι πριν εμφανιστεί η Miku. Στέλνουν τραγούδια, αυτά περνούν από επεξεργασία και μετά ακούγονται με τη φωνή της. Έτσι δικαιολογείται ακόμα περισσότερο ο πανζουρλισμός που προκαλεί με τις «ζωντανές» εμφανίσεις της. Είναι ένα άβαταρ διαδραστικό. Είναι περισσότερο ένας «αγωγός» μέσα από τον οποίο ένα σωρό κόσμος μπορεί να εκφραστεί.
Και μπορεί να βρίζεις και τη Miku. Τουλάχιστον είναι από τα ελάχιστα ποπ icons με κοινό που ακούει τα κομμάτια της.
Τον περασμένο Νοέμβριο ήταν μεγάλο θέμα στο «New York», που έγραφε: «Εξαρτάται ποιον ρωτάς: μπορεί να είναι ο προάγγελος ενός ριζικά διαφορετικού μέλλοντος στην ποπ μουσική ή ένας ολογραφικός δαίμονας της Αποκάλυψης».
H Miku είναι η ενσάρκωση της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Τραγουδάει ποπ τραγούδια γραμμένα από τους θαυμαστές της με ανώδυνους τίτλους, όπως «Μοιράσου τον κόσμο», και αυτοί οι ίδιοι φαν της ουρλιάζουν ο ένας στον άλλο όταν την βλέπουν στη σκηνή. Από την άλλη, η Miku δεν υπάρχει. Και αν τόσοι άνθρωποι έχουν ήδη γίνει φανατικοί οπαδοί ενός άβαταρ, σε πόσο καιρό θ' αρχίσουμε όλοι να λατρεύουμε μια ποπ κουλτούρα δημιουργημένη από υπολογιστές και χωρίς ψυχή; Όσο για το πόσο ζωντανή είναι η εμφάνισή της όταν μπορεί να βρίσκεται σε δύο ή και περισσότερα μέρη ταυτόχρονα, σε διαφορετικά σημεία του κόσμου, είναι μάλλον αστείο να το συζητάς. Μπορεί ένα άβαταρ να έχει οπαδούς, ακόμα κι αν δεν μπορεί να ποζάρει για φωτογραφίες ή να μοιράζει αυτόγραφα; Μπορεί ένα άβαταρ να είναι celebrity; Φυσικά και μπορεί, το θέμα είναι τι θα απογίνουν οι πραγματικοί σταρ (από σάρκα και αίμα).
Η Miku είναι κάτι όπως το YouTube ή το Soundcloud, αλλά με πρόσωπο και «προσωπικότητα», κατά μία έννοια. Και σκιαγραφεί πώς έχει αλλάξει η μουσική βιομηχανία: «Οι μουσικοί μπορούν να γράφουν, να κάνουν παραγωγή και να διανέμουν τη δουλειά τους σε μια μεγάλη ποικιλία από πλατφόρμες, για ένα τεράστιο κοινό. Οι καλλιτέχνες δεν χρειάζονται την εταιρεία για τη διανομή πια, εξελίσσονται ανεξάρτητα και μπορούν να διαθέσουν οι ίδιοι τη δουλειά τους, απευθείας.
Και δεν είναι μόνο η Miku η απόδειξη ότι έχει αλλάξει εντελώς ο τρόπος που αντιλαμβάνεται ο σημερινός ακροατής τη μουσική – και όχι μόνο την ποπ μουσική».
Πόσο καιρό έχεις να ακούσεις μουσική από κανονικό ηχοσύστημα; Πότε αγόρασες τελευταία CD; Πότε άκουσες τελευταία ολόκληρο άλμπουμ; Το streaming σήμανε το τέλος της μουσικής, τουλάχιστον όπως την γνωρίζαμε. Υπάρχουν μυριάδες τρόποι να ακούσεις μουσική σήμερα –στο ραδιόφωνο, σε κάθε συσκευή, στα πάντα εκτός από CD (RIP)–, αλλά αυτό που δίνει τον πιο μεγάλο έλεγχο στον ακροατή είναι το Ίντερνετ μέσα από sites όπως το Spotify, το Pandora και το Rdio, όπου οι χρήστες βάζουν τα μουσικά τους γούστα και «διδάσκουν» ποια τραγούδια είναι δημοφιλή ή ποιοι καλλιτέχνες. Έπειτα, αυτά μπορούν να παίξουν παρόμοια μουσική ή που να ταιριάζει με τα γούστα τους. Αυτός ο μηχανισμός που καταλαβαίνει τι αρέσει στους ακροατές μπορεί να φαίνεται ιδιοφυής, αλλά δεν είναι τέλειος. Η διαδικασία που χρησιμοποιεί δεδομένα για να εντοπίσει τι μας αρέσει καταλήγει σε φιάσκο. Όσο πιο πολύ ακούμε ένα τραγούδι, τόσο πιο πολύ εμφανίζεται μέχρι αηδίας (παντού!) και τόσο πιο πολύ τα στούντιο θέλουν να το αναπαράγουν. Κι επειδή σε όλους αρέσει το οικείο, οι ίδιοι ήχοι επανεμφανίζονται, κάνοντας την ποπ μουσική μονότονη. Ποτέ δεν είχες πιο μεγάλη ποικιλία από ήχους για να επιλέξεις (δωρεάν), αλλά ποτέ δεν ήταν και πιο «απρόσωπες» και βαρετές οι επιτυχίες. Γι' αυτό και είναι εντελώς αναλώσιμες και μετά από μερικές ημέρες, κυριολεκτικά, δεν τις θυμάται κανείς.
Και παρόλο που έχεις μια τεράστια δεξαμενή από τραγούδια που ανανεώνεται καθημερινά, τα πιο πολλά από αυτά που γίνονται επιτυχίες είναι όσα ανακυκλώνονται συνέχεια στις πλατφόρμες που παρακολουθείς.
Το 2015 υπήρξαν τρία νέα μοντέλα για να κυκλοφορεί κανείς μουσική, που κανένα δεν είναι στην ουσία καινούργιο: η διαρροή του άλμπουμ (Madonna, Björk, χιλιάδες άλλοι), το άλμπουμ-έκπληξη χωρίς καμία ανακοίνωση (Beyoncé, Drake, Kendrick Lamar) και το άλμπουμ που κυκλοφορεί με το ζόρι ως application-δώρο στο iΡhone (U2-Apple Songs of Innocence).
Η μουσική έχει γίνει τόσο αναλώσιμη και τόσο προσιτή, που σχεδόν δεν την προσέχεις. Σε συνοδεύει την ώρα που δουλεύεις, αλλά δεν την επιλέγεις, τσεκάρεις αποσπασματικά και απλώς δοκιμάζεις. Ακούς από τα ηχεία του laptop και το πολύ να κάνεις ένα κλικ για να μπει το τραγούδι στα αγαπημένα σου. Μετά πας στο επόμενο. Ακυρώνεις μήνες δουλειάς, ηχολήπτες, ακούς μόνο μουσική συμπυκνωμένη σε 4 MB και μετά μιλάς για την κατάντια της μουσικής και τις απρόσωπες επιτυχίες. Και μπορεί να βρίζεις και τη Miku. Τουλάχιστον είναι από τα ελάχιστα ποπ icons με κοινό που ακούει τα κομμάτια της.
σχόλια