Ομολογώ ότι είχα τρομερό άγχος για τη συνέντευξη που θα διαβάσετε. Στη διαδρομή, το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο έπαιζε Τρίτο Πρόγραμμα και η φωνή του παραγωγού μάς πληροφορούσε ότι ακούμε συνθέτες της βρετανικής Αναγέννησης. «Άσ' τα, Πάρι», γυρνάω και λέω του φωτογράφου μας, «ό,τι πρέπει για συνθέτες της Αναγέννησης είμαστε εκεί που πάμε»... Από τη μία ο τραγουδιστής Τάσος Μπουγάς ανέκαθεν ήταν το πουλέν των μεσημεριανάδικων και των κουτσομπολίστικων εντύπων, απ' την άλλη όμως είναι και ένας άνθρωπος με συναρπαστικό βίο: έναρξη καριέρας σε εφηβική ηλικία, μακρόχρονη θητεία στη νύχτα, τεράστια επιτυχία με χαβαλεδοτράγουδα αλλά και φυλάκιση με την κατηγορία της μαστροπίας, καθώς και γνωριμία με τον μεγάλο συνθέτη Άκη Πάνου κάτω από τις πιο ανορθόδοξες συνθήκες. Πώς να πείσεις, λοιπόν, έναν τέτοιο άνθρωπο να ανοιχτεί και να μιλήσει, να μην αναλωθεί μοιραία σε πράγματα που θα έκαναν την Τατιάνα Στεφανίδου, και μόνον αυτή, να ευφρανθεί; Ευτυχώς, η εμπιστοσύνη κερδήθηκε απ' τα πρώτα δέκα λεπτά της συνάντησης σε ένα σκηνικό που θύμιζε... Καλιφόρνια! Απέναντί μας οι ξαπλώστρες της παραλίας και παραδίπλα μας ο ολόφωτος τροχός ενός λούνα-παρκ. Δεν έκοψα τίποτε από τα λεγόμενα του «Πλανητάρχη», δεν του έκανα καμία ωραιοποίηση και ήταν επόμενο οι φαινομενικά ευτελείς εκφράσεις και οι βωμολοχίες να μην πέσουν απλώς στο πάτωμα αλλά να συνθέσουν μια αυθεντική και άκρως ενδιαφέρουσα, για μένα τουλάχιστον, προσωπικότητα. Κι όταν η κουβέντα έφτασε στη φυλακή και στον Άκη Πάνου, τα απανωτά «yeah, yeah» κόπηκαν και ο Μπουγάς σοβάρεψε, σαν να μην ήταν ο ίδιος άνθρωπος που έβγαινε τότε στα παράθυρα των καναλιών και διαπληκτιζόταν με καλλιτέχνες, δικηγόρους και δημοσιογράφους. Πλέον μπορώ να το πω: ο Τάσος Μπουγάς είναι ένας από τους πιο σοβαρούς, έξω καρδιά και ατόφιους λούμπεν ανθρώπους που έχω γνωρίσει ίσαμε τώρα. Διότι και το λούμπεν έχει την αμέριστη γοητεία του στη ζωή αυτή.
— Κύριε Μπουγά, στο βιογραφικό σας στο Διαδίκτυο αναφέρεται ότι είστε γεννημένος στις 27 Φεβρουαρίου του 1944. Δεν το πιστεύω, μοιάζετε νεότερος.
Δεν είμαι γεννημένος στις 27.2 αλλά στις 27.1, και όχι του '44. Έχω γεννηθεί το 1953. Είναι όλα λάθη αυτά που γράφουν. Κανείς δεν με ρώτησε. Από κει και πέρα, λέω ότι είμαι τριακόσια πενήντα ετών. Γεννήθηκα στον Πύργο Ηλείας. Ο πατέρας μου είχε ένα μπακάλικο και κάτι κτήματα. Πότε με είχε στο μπακάλικο ο πατέρας μου, πότε η μάνα μου. Μικρό παιδί που γύρναγα απ' το σχολείο, πήγαινα και καθόμουν στο μπακάλικο κι εγώ.
— Φιλόμουση οικογένεια, το 'χατε το τραγούδι στο σπίτι;
Τραγουδούσανε πολύ ωραία και ο πατέρας μου και η μάνα μου. Ως παιδί θυμάμαι τις εορτές συγγενών και φίλων, που μαζεύονταν όλοι και τραγουδούσαν. Γινόταν γλέντι. Έτσι άρχισα να τραγουδάω κι εγώ.
Πιστεύω στον Θεό, αλλά άμα δεν πιστεύεις στον εαυτό σου, τι να σου κάνει κι ο Θεός;
— Ένα πρώτο σχολείο ήταν αυτό, έτσι;
Αν το πάρουμε έτσι, ναι.
— Που οδήγησε όμως σε μια οντισιόν, όπου σας άνοιξε η τύχη.
Σε ηλικία 16 μισό με διάλεξαν ανάμεσα σε 27 νέους τραγουδιστές. Ο πιο μικρός ήμουν εγώ. Ο Μίνως Μάτσας, ο πατέρας του Μάκη Μάτσα, που τότε είχε την Odeon Parlophone, έκανε οντισιόν στη Ριζούπολη, στο στούντιο Κολούμπια. Εκείνη τη μέρα πήραν μόνο εμένα και τη Μανταλένα από γυναίκες.
— Και κάπως έτσι μπαίνετε στη δισκογραφία ως έφηβος.
Έτσι. Μετά, τον Σεπτέμβριο, γράφω το πρώτο μου τραγούδι, την «Αριάννα». Από κει και μετά, άρχισαν να μου δίνουν τραγούδια.
Τραγούδια στα οποία η φωνή σας θυμίζει πολύ αυτήν του πρώιμου Καζαντζίδη ή και του Μανώλη Αγγελόπουλου.
Εμένα γιατί με πήρανε; Να σου εξηγήσω τον λόγο. Επειδή είδανε ότι μπορώ να αλλάξω και να μη μιμηθώ κανέναν απ' αυτούς. Όποιος μιμείται, δεν έχει προκοπή, θα μείνει ένας μίμος.
— Άλλωστε, και του Καζαντζίδη του 'λεγαν στο ξεκίνημά του ότι μιμείται τον Στράτο Παγιουμτζή.
Τώρα που το λες, δούλεψα πολύ με τον Παγιουμτζή, απ' τον οποίο πήρα πολλή τέχνη, στο τραγούδι εννοώ. Δηλαδή πώς να τραγουδάω από δω που κάθομαι μέχρι την άλλη βδομάδα και να μην κουραστώ.
— Θέμα τεχνικής, λοιπόν. Ενδιαφέρον.
Ναι, το πώς να δουλεύω το τραγούδι και να περνάει όλο απ' το διάφραγμα. Εντάξει, πρέπει και να το βιώνεις το τραγούδι.
— Δηλώνετε βιωματικός τραγουδιστής;
Ναι, ναι, κάθε λέξη που θα πω, κάπου είμαι. Προσπαθώ με αυτό που γράφει κάθε φορά ο στίχος να βρεθώ μες στο θέμα.
— Ως παιδί που βρεθήκατε ανάμεσα στον Καζαντζίδη, στον Ζαγοραίο, στον Αγγελόπουλο κ.λπ., εισπράξατε ανταγωνισμούς;
Πάρα πολλούς. Ονόματα δεν θα σου πω. Τα καλά μπορώ να σου τα πω, τα άσχημα δεν θέλω. Όπως σου είπα, επτά-οκτώ μήνες έκανα να πάρω απ' τον Παγιουμτζή αυτά που έμαθα. Κυρίως να μπορώ να αποδώσω τα τραγούδια χωρίς να φωνάζω. Θέλει χαμηλή φωνή, αλλά γεμάτη το τραγούδι, δεν χρειάζεται να φωνάζεις. Συνεργάστηκα με πολλά μεγάλα ονόματα. Να, στο Τρίτο Νεκροταφείο όπου με βρήκατε πέρσι, στην κηδεία του Ζαγοραίου, είχα δουλέψει πολύ μαζί του.
— Καλός άνθρωπος ήταν αυτός, λένε.
Άκου να σου πω κάτι, φίλε! Ανθρώποι που δεν ζηλεύουνε μπορούν να σου πουν τα καλύτερα, ανθρώποι που 'ναι στη δουλειά μας, στο επάγγελμα, και ζηλεύουνε, μπορούν να σου πουν τα χειρότερα. Και για τον Ζαγοραίο και τον κάθε Ζαγοραίο, για τον κάθε Μπουγά, για τον κάθε Καζαντζίδη και για οποιονδήποτε τραγουδιστή! Τι να σου πω, εγώ από μικρό παιδί έμαθα να μη ζηλεύω. Επίσης, από μικρό παιδί άλλη δουλειά δεν ξέρω να κάνω εκτός απ' το να τραγουδάω.
— Έγινε κάτι που σταμάτησε την τόσο νεανική σας άνοδο στο τραγούδι;
Για καλή και για κακή μου τύχη, η μάνα μου είχε έναν πρώτο ξάδερφο που ήταν μεγαλοδικηγόρος στην Αθήνα και αρχηγός κόμματος, και και και... Εγώ δεν έχω κλείσει τα 18 κι έχω πει γύρω στα 30 τραγούδια στην τότε MINOS. Στέλνει αυτός μια εξώδικο, ότι και καλά το 'στελνε ο πατέρας μου, ότι «η εταιρεία αισχροκερδίζει απ' τον γιο μου τον ανήλικο» και πάνω κει το διαλύει η εταιρεία. Ευτυχώς, πρόλαβα να πω άλλα δύο τραγούδια σε άλλη εταιρεία που έγιναν τεράστιες επιτυχίες λίγο πριν πάω στρατιώτης.
— Ποια ήταν αυτά;
Ο «Παπαγάλος», όχι αυτό που 'πε ο Πανταζής, και το «Μ' αγαπάς, αγάπη μου, σ' αγαπώ, αγόρι μου» με τη Φούλη Δημητρίου. Σκέψου πως όταν πήγα στρατιώτης αυτά παίζονταν τρελά από παντού.
— Στρατιώτης πήγατε στην Κύπρο, στην ΕΛΔΥΚ αν δεν κάνω λάθος.
Δεν κάνει να μιλάω γι' αυτά...Δεν ήμασταν ο νόμιμος στρατός της Ελλάδας στην Κύπρο. Ό,τι κατάλαβες, κατάλαβες. Όπως κάθεσαι τώρα εσύ απέναντί μου ντυμένος, έτσι ντυνόμουν κι εγώ. Ωστόσο, η διαμονή μου εκεί πέρα ήταν 18 Ιουλίου με 18 Ιουλίου του άλλου χρόνου.
— 1972 με '73;
Yeah, yeah! Τόσοι μήνες εκεί, σταμάτησα. Έπρεπε να ξαναξεκινήσω απ' την αρχή. Ο στρατός ανάκοψε την πορεία μου στο τραγούδι.
— Θα το χρεώνατε στη χούντα αυτό;
Σε κανέναν δεν το χρεώνω. Έτσι ήταν η τύχη μου, να πάω εκεί.
— Αμέσως όμως μετά τον στρατό δεν χάθηκε και η συνέχειά σας, αφού φύγατε για τη Γερμανία;
Πήγαινα - γύριζα, έφευγα - ξαναρχόμουν, αλλά έμεινα και 7 χρόνια στη Γερμανία. Από κει πήγαινα παντού για τραγούδι, γιατί άμα μείνεις στάσιμος σ' ένα μαγαζί ή σ' ένα μέρος, αυτά δεν ανεβαίνουνε ποτέ.
— Φαντάζομαι τι λεφτά θα περάσανε απ' τα χέρια σας, ε;
Περάσανε πολλά, εντάξει. Έχω περάσει και καλά. Και περνάω και καλά!
— Έχει τόση αξία το χρήμα, λέτε;
Μόνο για να περνάς καλά.
Άκου να σου πω κάτι, φίλε! Ανθρώποι που δεν ζηλεύουνε μπορούν να σου πουν τα καλύτερα, ανθρώποι που 'ναι στη δουλειά μας, στο επάγγελμα, και ζηλεύουνε, μπορούν να σου πουν τα χειρότερα. Και για τον Ζαγοραίο και τον κάθε Ζαγοραίο, για τον κάθε Μπουγά, για τον κάθε Καζαντζίδη και για οποιονδήποτε τραγουδιστή!
— Και τη δεκαετία του '80 τα πήγατε καλά από δισκογραφία.
Πρώτα απ' όλα, εγώ ξεκίνησα τις ζωντανές ηχογραφήσεις. Άρχισα πρώτος να μιλάω μες στα τραγούδια. Είχε έρθει ένας Νίκος που 'χε μια δισκογραφική κι είχε δει ότι τα βράδια μάς γράφαν πολλοί στα κασετόφωνά τους. Εγώ, ας πούμε, χόρευε κάποιος κι έλεγα το όνομά του, χόρευε μια ωραία γυναίκα και της έλεγα «έλα, ρε παιδάκι μου, κουνήσου» κι όλα αυτά, και τους άρεσε. Έρχεται αυτός ο Νίκος και μου λέει: «Θέλω να σε γράψω την ώρα που μιλάς και μετά μπαίνουμε και στο στούντιο λίγο».
— Ήσασταν ο πρόδρομος του εν Ελλάδι χιπ-χοπ, ένα πράγμα.
Ναι, αν και μετά άρχισαν όλοι οι τραγουδιστές, επώνυμοι και μη, να λένε «Τι μιλάει αυτός τώρα μες στα τραγούδια, τι θέλει;». Ε, έπειτα από 5-6 χρόνια άρχισαν κι αυτοί να κάνουν το ίδιο, βλέποντας την πέραση που είχα. Από μένα ξεκίνησε που τραγουδούσαν όλοι παλιά, ξεχασμένα τραγούδια στα live τους. Πριν, νόμιζαν ότι ήταν δικά μου τα τραγούδια αυτά.
— Όπως;
«Γεννήθηκες για την καταστροφή». Είχανε σταματήσει, δεν παιζόντουσαν πουθενά αυτά τα τραγούδια. Όχι στα μαγαζιά, εννοώ ο κόσμος δεν τα 'ξερε.
— Μήπως έπαιξε ρόλο και το πολιτικό τραγούδι της Μεταπολίτευσης;
Σωστά, ναι, έπαιξε ρόλο αυτό. Εγώ αυτό που έμαθα από κείνη την περίοδο, το σπουδαιότερο, είναι πως όταν είσαι τελευταίος στο πρόγραμμα, το μεγάλο όνομα δηλαδή, και το μαγαζί ανεβαίνει, τότε πρέπει ν' αλλάζεις μαγαζί. Ε, συνέχισα να κάνω επιτυχίες, να αλλάζω δισκογραφικές και γενικώς πάντα είχα επιτυχία.
— Επιτυχία είχατε και στις γυναίκες. Αληθεύει ότι κάνατε 12 γάμους;
Ναι, 10 στο εξωτερικό και 2 στην Ελλάδα.
— Και πώς, χωρίζατε και ξαναπαντρευόσασταν;
Άκου να σου πω τι γίνεται μ' αυτό. Στο εξωτερικό για να έμενες, έπρεπε να σε δηλώσει κάποιος ότι είσαι εκεί για δουλειά. Αν έμενα στο μαγαζί το δικό σου, σε ένα μαγαζί, κι είχα επιτυχία, θα έμενα όντως εκεί, αφού θα δούλευα. Θα με πλήρωνες, όμως, όπως ήθελες εσύ. Για να μην έχω ανάγκη, λοιπόν, εγώ εσένα, ο μόνος τρόπος για να παρέμενα στο εξωτερικό ήταν να παντρευτώ. Να 'βρισκες μια γυναίκα, να πέρναγες και καλά, yeah, why not; (γέλια)
— Ναι, βρε παιδί μου, αλλά να αλλάζεις 10 γυναίκες είναι λίγο ασυνήθιστο.
Και τι να 'κανα; Αφού ερχόταν η μία στο μαγαζί το πρωί και με πετύχαινε με μιαν άλλη – είχα και πέραση. Ε, και μετά χωρίζαμε και πήγαινα στην επόμενη. Yeah, man, yeah!
— Παιδιά έκανες; (σ.σ. μοιραία κόπηκε μαχαίρι ο πληθυντικός)
Έχω έναν γιο.
— Καμιά σχέση με το τραγούδι;
Ούτε τον άκουσα ποτέ να κάνει ένα «α». Ψυχολόγος είναι.
— Στη δουλειά σου συναναστράφηκες λεσβίες και πούστηδες;
Μίλαγα και μιλάω με όλους αυτούς. Δεν τους παρεξήγησα ποτέ. Ούτε τους το έδειξα ποτέ, άλλο αν πούμε μεταξύ μας τι παίζει με τον καθένα κάποια στιγμή. Δεν με ένοιαξε ποτέ τι γουστάρει ο άλλος, άσε που ζούμε σε μια προχωρημένη, υποτίθεται, κοινωνία, όπου οι άνθρωποι δεν ξέρουν γιατί ζούνε, όχι γιατί γαμάνε ή γαμιούνται. Εδώ ο άλλος αυτοκτονεί επειδή δεν έχει δουλειά, το πώς τον δίνει ή τον παίρνει θα μας ενδιαφέρει;
— Είναι ώρα να πάμε στον «Πλανητάρχη».
Θα σου πω τα πράγματα όπως δεν τα 'χω πει ποτέ. Δουλεύω Θεσσαλονίκη κι έρχομαι σε ένα ρεπό μου στην Αθήνα. Κάθομαι σε μια καφετέρια και τότε το φλέγον θέμα ήταν ο Κλίντον και η Λεβίνσκι. Έρχεται ένας φίλος: «Ρε, γράψε ένα τραγούδι», «ρε, άσε με να πιω τον καφέ» – φραπέ έπινα τότε. Θα μου το 'πε καμιά σαρανταριά φορές! «Ε, α γαμήσου» του λέω, να πούμε, και φωνάζω του σερβιτόρου: «Ρε Θανάση, φέρε ένα στυλό κι ένα χαρτί». Σε τρία λεπτά το 'χα γράψει το τραγούδι! Γύρισα και του 'πα αυτουνού: «Τι να γράψω, μωρέ μαλάκα; Για τους μπουλκουμέδες που 'κανε η Φυσαρμόνικα στον Κλίντον;». «Γράψε», μου λέει, «ό,τι θες». Και το 'γραψα!
— Και τι απίστευτος στίχος: «Τα μέσα ενημέρωσης με το Σι-Εν-Ε εβγάλαν στον αέρα του Μπίλη το λεκέ». Πώς σου 'ρθε, αντί για Σι-Εν-Εν, να το κάνεις Σι-Εν-Ε; Για ρίμα με τον λεκέ;
Άμα ξέρεις να γράφεις, όλα τα πετυχαίνεις (γέλια). Θυμάμαι, ήταν Τετάρτη, είχαμε ένα έξτρα στην Κοζάνη με 4.000 κόσμο. Μιλάμε, δυο μέρες αφότου είχα γράψει το κομμάτι! Λέω στους μουσικούς «πάμε να το παίξουμε», μου λέγανε «εντάξει, μωρέ, μαλακία θα είναι». Ρε φίλε, την αλήθεια σου λέω, άμα δεν έπιανε βροχή στις 5:30 το πρωί, ακόμη εκεί θα 'μασταν και θα το παίζαμε. Θα το είπα πάνω από 10 φορές εκείνη την πρώτη φορά του. Σταματάγανε τα πάντα, φωνάζανε: «Τον ίδιο! Τον "Πλανητάρχη", τον "Πλανητάρχη"!». Γυρνάμε Αθήνα, το φτιάχνω στο στούντιο, το πάω στην εταιρεία. Άκου εδώ τώρα, έχει μεγάλη ιστορία. Μου λεν' απ' την εταιρεία: «Μαλακία, δώσ' το αλλού». «Ε, πώς θα το δώσω αλλού, αφού έχω συμβόλαιο», «Δεν μου κάνει, δεν μου κάνει», τέλος πάντων, βρίσκω μια άκρη και το δίνω στο περιοδικό «Πίστα». Μέσα σε έναν μήνα κάνει τέσσερις ανατυπώσεις το τεύχος και δίνει από 33.000 CD! Σύνολο: περίπου 150.000 CD!
— Οι άλλοι στην εταιρεία δεν τρελάθηκαν;
Όπως το λες! Έχουνε τρελαθεί στην εταιρεία και μου κάνουν αγωγή. Έλα όμως που αυτό το κασετόφωνο που 'χεις εσύ τώρα μπροστά μου το 'χω κι εγώ. Δύο τέτοια έχω, μάλιστα. Παίρνω, λοιπόν, τρεις τύπους μαζί μου και πάμε απ' την εταιρεία πριν να δώσω το τραγούδι στο «Πίστα». Ήθελα να καταγράψουν τον εταιρειάρχη που θα μου 'λεγε «είναι μαλακία, δώσ' το αλλού και δεν σου κάνουμε τίποτα». Κι έτσι απαλλάχθηκα απ' την αγωγή! Τράβηξε, βέβαια, η ιστορία γιατί μου ζητάγαν 60.000.000, τόσα έλεγαν είχαν χάσει.
— Εσύ 'σαι γάτα, όμως, και πήραν τ' αρχίδια τους.
Ναι, ναι, αυτά πήραν! Έτσι δεν θέλανε και το «Έλα στον παππού».
— Με εντυπωσιάζει που μπήκες στη λογική μεταξύ δημοσιογράφου και ντετέκτιβ προκειμένου να μη χάσεις το δίκιο σου.
Το μυαλό μου παίρνει στροφές, δουλεύει. Το άλλο το ξέρεις; Μια φορά που 'χα ένα δικαστήριο για μια μάντρα στο σπίτι μου που μου τη βγάλαν παράνομη και τελικά αθωώθηκα, ήρθαν και με βρήκαν από τον ΟΠΑΠ. Θέλανε να μου δώσουν 5.000.000 στο χέρι για να παίζεται το τραγούδι μου «Τόσα χρόνια σαν τυφλός» στην τηλεόραση, στο Μουντιάλ. Τελικά, υπόγραψα μαζί τους, αφού θα το 'παιζαν σε όλα τα κανάλια, όχι μόνο αυτά που θα 'δειχναν την μπάλα.
Δεν με ένοιαξε ποτέ τι γουστάρει ο άλλος, άσε που ζούμε σε μια προχωρημένη, υποτίθεται, κοινωνία, όπου οι άνθρωποι δεν ξέρουν γιατί ζούνε, όχι γιατί γαμάνε ή γαμιούνται. Εδώ ο άλλος αυτοκτονεί επειδή δεν έχει δουλειά, το πώς τον δίνει ή τον παίρνει θα μας ενδιαφέρει;
— Ευκαιρίας δοθείσης, τι πρόβλημα αντιμετωπίζεις με τα μάτια σου;
(σ.σ. βγάζει τα γυαλιά του και κάνει γκριμάτσα με τα μάτια) Τόσα χρόνια με ρωτάνε «γιατί δεν βγάζεις τα γυαλιά;» και τους λέω «γιατί είμαι γκαβός». Ξέρεις τι θα πει γκαβός;
— Αλλήθωρος;
Έτσι το λένε; Να, που κοιτάει το 'να μάτι στην Ακρόπολη και τ' άλλο στις Σπέτσες. Τα βλέπεις τα μάτια μου;
— Ναι, τα βλέπω! Άρα μούφα είναι όλο αυτό, παραμύθι;
Oh yeah, yeah (σ.σ. έχουμε σκάσει στα γέλια). Ε, βέβαια είναι παραμύθι. Από τότε που ήρθα στην Ελλάδα από το εξωτερικό ήθελα να κάνω μια στυλιστική αλλαγή: πούρο και μαύρα γυαλιά. Και την κράτησα! Όσο για το τραγούδι, το «Τόσα χρόνια σαν τυφλός», δεν είναι δικό μου. Ένα παλιό, απ' αυτά τα μελό λαϊκά, του Απόστολου Καλδάρα είναι.
— Πάμε τώρα στους τίτλους των τραγουδιών σου: «Πότε τον παίρνεις, πότε τον τρως», «Πάρε μου μια πίπα», «Πρόσεχε πού θα την βάλεις»...
Άκου, πώς είπαμε το όνομα σου;
— Αντώνης.
Άκου, Αντώνη, εγώ μετά τα προγράμματά μου δεν πάω στο σπίτι μου. Γυρνάω παντού, στα κλαμπ, κι ακούω τι «παίζεται», τι λέει η νεολαία και αντιγράφω. Όπως αντιγράφουν άλλοι εμένα, έτσι εγώ αντιγράφω τους πιτσιρικάδες.
— Οι οποίοι συχνά θα πουν «πάρε μου μια πίπα».
Ξέρεις ότι αυτό το τραγούδι το 'γραψε ένας στιχουργός που 'χει κάνει τεράστιες επιτυχίες, όπως το «Σ' αγαπάω μ' ακούς» του Σαλαμπάση;
— Τι μου λες τώρα!
Αυτός με παίρνει μια μέρα και μου λέει: «Σου 'χω ένα τραγούδι που μόνο εσύ μπορείς να το πεις». Τον συναντάω σε μια καφετέρια στα Σεπόλια και μου το φέρνει. Επειδή εγώ, φίλε, έχω κάνει στο εξωτερικό, την είχα δει τη νύχτα. Όπως βλέπεις τώρα πολλούς και κρατάνε μια πίπα κι αρχίδια - χαρτοπόλεμο, να πούμε, έτσι το είπα το τραγούδι και πέρασε. Δεν λέει μαλακίες το τραγούδι. Σήμερα όλοι αγοράζουν πίπα για να κόψουν το τσιγάρο. Ξέρεις ότι στα πρώτα τραπέζια πίστα όλοι έχουνε πίπες; Και βγαίνω κι εγώ και λέω: «Πριν από λίγα χρόνια είπα ένα τραγούδι και όλοι με παρεξήγησαν, μα, τώρα, να το, το βλέπω μπροστά μου!». Και μόλις αρχίζω «Πάρε μου μια πίπα», τούμπα όλα τα τραπέζια στην πίστα!
— Πώς βλέπεις τον έντονο σεξισμό στα τραγούδια σου;
Ε, εντάξει, έχουν σεξισμό, τα γουστάρω. Και χαβαλέ επίσης. Αλλιώς θα πεις τα τραγούδια γι' αγάπες και λουλούδια κι αλλιώς τα παιχνιδιάρικα. Σίγουρα έχω καταλάβει και το ξέρω ότι πρόκειται για τραγούδια του χαβαλέ και μόνο. Αυτά δεν τα λες στις 12, τα λες αργά, τα ξημερώματα.
— Τα ονόματα Θεοδωράκης - Χατζιδάκις σου κάνουν κάτι;
Μεγάλα ονόματα αυτά (σ.σ. σκέφτεται λίγο). Τώρα δεν ξέρω αν πρέπει να σ' το πω αυτό... Ετοιμάζω κάτι και θα σ' το πω και θα 'σαι κι ο πρώτος. Ήρθε και με βρήκε ένας πολύ μεγάλος μαέστρος που διευθύνει συχνά στο Μέγαρο Μουσικής για να κάνει τη μεγάλη «Ανατροπή με τον Τάσο Μπουγά», έτσι ονομάζει την παράσταση. Η συμφωνία είναι να βγω και να μην πω κανένα απ' τα δικά μου τραγούδια, αλλά 17 από 19 τραγούδια του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Ξαρχάκου και 2 του Πλέσσα, αν θυμάμαι καλά. Θέλει όμως κι άλλη ανατροπή: να βγω με το γυαλί, αλλά πριν αρχίσω το τραγούδι, να το βγάλω. Δεν θέλω όμως να βγάλω το γυαλί μου!
— Εντάξει, αλλαγή ρεπερτορίου είναι, βγάλ' το κι εσύ, σιγά το πράγμα.
Λες, ε; Καλά κάνουμε και το συζητάμε τώρα. Αυτά τα τραγούδια, «Στρώσε το στρώμα σου για δυο», «Το πέλαγο είναι βαθύ», τα λέγαμε εμείς από παλιά.
— Θα μου πεις το όνομα του μαέστρου που είχε την ιδέα;
Ο Αλεξανδράτος είναι. Ήρθε κι έρχεται ακόμη και με βρίσκει εδώ και τα λέμε. Θέλω να το κάνω, γιατί ξέρω ότι φωνητικά μπορώ να τα υπηρετήσω τα τραγούδια αυτά. Ξέρω ότι θ' ακουστούν πολλές αντιδράσεις του στυλ «Αυτός που τραγούδησε "Πάρε μου μια πίπα", τραγουδάει Χατζιδάκι;». Εγώ δεν πρόκειται να μιλήσω, ας αφήσω τους άλλους να μιλήσουν. Εγώ θα μιλήσω με την ερμηνεία μου, γιατί πιστεύω στον εαυτό μου, μέχρι πού φτάνουν οι αντοχές μου και οι ικανότητές μου. Σε όλη μου τη ζωή κινήθηκα με την αυτοπεποίθησή μου.
— Μόνο; Στον Θεό πιστεύεις;
Ε, βέβαια, να! (σ.σ. τραβάει απ' το πουκάμισό του πέντε-έξι χρυσά σταυρουδάκια). Είδες; Πιστεύω στον Θεό, αλλά άμα δεν πιστεύεις στον εαυτό σου, τι να σου κάνει κι ο Θεός;
— Σωστό κι αυτό. Πάμε στον Άκη Πάνου, ήταν ο λόγος που ήθελα να σε συναντήσω περισσότερο.
Τον Άκη Πάνου εγώ τον γνώρισα από μια ατυχία που μου συνέβη, γιατί ποτέ δεν καταδικάστηκα και ποτέ δεν έγινε δικαστήριο. Κατηγορήθηκα για γυναίκες κι έτσι, μαστροπία, αλλά απαλλάχθηκα με βούλευμα του προέδρου, πώς τους λένε αυτούς. Στη φυλακή τον γνώρισα και πήγαινα και τον έβλεπα.
— Σε άλλο θάλαμο ήταν;
Σε άλλο κτίριο. Με αφήνανε και πήγαινα, πρώτον γιατί ήμουν ο Μπουγάς. Δεύτερον, ο άνθρωπος ήταν ήδη στα τελειώματά του, που πάλευε με τον καρκίνο. Εννοείται πως τον ήξερα από πριν κι είχα πει τραγούδια του. Τότε πήγαινε και τον έβλεπε η κόρη του, αλλά από καθαρό συμφέρον. Ήθελε να της γράψει πριν πεθάνει ό,τι είχε και δεν είχε. Εμένα ο Πάνου μου είπε: «Πάρε τα τελευταία μου τραγούδια και πες τα, αλλά τα λεφτά να πάνε στα παιδικά χωριά SOS» πράγμα που παραδέχτηκε κι ο μεγαλοδικηγόρος του. Έβλεπε ο Πάνου ότι η κόρη του τον έγλειφε για τα φράγκα και σου λέει «δώσ' τα του Μπουγά τα κομμάτια, που θα πάνε σίγουρα τα κέρδη στα φτωχά παιδάκια». Ήθελε να κάνει ένα καλό κι εγώ θα το έκανα, ήταν και ήμουν σίγουρος. Κάθε μέρα ήμασταν στα κανάλια όλοι, περίπου 15 άτομα στα παράθυρα, από την οικογένειά του μέχρι συναδέλφους τραγουδιστές.
—Πραγματικά, θυμάμαι δηλώσεις του Νταλάρα και της Γαλάνη που έλεγαν πως είναι αδύνατον ο Άκης Πάνου να εμπιστεύτηκε τα τραγούδια του στον Τάσο Μπουγά. Συγγνώμη, θα το πω και δεν έχει να κάνει με τις κατηγορίες για τις οποίες αθωωθήκατε, αλλά θεωρώ πιο «έντιμο» ένας «δολοφόνος» να δώσει τα τραγούδια του σε έναν «μαστροπό».
Ο Πάνου ήταν πολύ ντόμπρος άνθρωπος. Κάποτε παρεξηγήθηκε με ένα πολύ μεγάλο όνομα, συνάδελφο, επειδή άκουσε να τον κακολογεί. «Έτσι είσαι;» είπε και τον έκοψε απ' τα τραγούδια του. Εμένα, όμως, μου είχε επιτρέψει να λέω το «Άσ' τον τρελό στην τρέλα του» μετά την α' εκτέλεση με τον Μητσιά.
Ξέρω ότι θ' ακουστούν πολλές αντιδράσεις του στυλ «Αυτός που τραγούδησε "Πάρε μου μια πίπα", τραγουδάει Χατζιδάκι;». Εγώ δεν πρόκειται να μιλήσω, ας αφήσω τους άλλους να μιλήσουν. Εγώ θα μιλήσω με την ερμηνεία μου, γιατί πιστεύω στον εαυτό μου, μέχρι πού φτάνουν οι αντοχές μου και οι ικανότητές μου. Σε όλη μου τη ζωή κινήθηκα με την αυτοπεποίθησή μου.
— Στη φυλακή σού είχε μιλήσει για το θέμα του;
Όχι, μιλάγαμε για τραγούδια. Δεν τον ρωτούσα κι εγώ όμως. Πάντως, κατά τη γνώμη μου, απ' αυτό που κατάλαβα, δεν τον έκανε αυτός τον φόνο. Δεν μου είπε ποτέ τίποτα, το τονίζω, αλλά πιστεύω ότι ήθελε να καλύψει κάποιον. Σου λέει «έχω που έχω την αρρώστια, ας το πάρω κι αυτό πάνω μου». Τρομερά τραγική ζωή!
— Αυτοθυσία, δεδομένου του ότι αυτό τον άνθρωπο και μέγιστο καλλιτέχνη τον συνοδεύει μετά θάνατον η ρετσινιά του «δολοφόνου».
Άσχημο πράγμα... Χειρότερο πράγμα είναι ο φόνος, εκτός κι αν απειλείται η ζωή σου και βρίσκεσαι σε άμυνα. Αν πρόκειται να σε φάνε, τότε ναι.
— Και τι απόγιναν τα τραγούδια αυτά;
Τα έχω. Τα έχει, δηλαδή, ο δικηγόρος μου, γιατί το ψάξαμε το θέμα πολύ. Ενδιαφέρθηκαν πολλές εταιρείες, αλλά έπρεπε να πάρω την έγκριση της κόρης του και του γιου του, με τους οποίους βριστήκαμε πολύ άσχημα στα κανάλια. Ούτε θυμάμαι τι της είπα αυτηνής, έχω κρατημένα όλα τα ρεπορτάζ. Ούτε το πότε πέθανε ο Πάνου θυμάμαι, γιατί όταν έγινε, εγώ ήμουν έξω.
— Τι αποκόμισες από τη φυλακή εσύ;
Ήταν μεγάλη η αδικία. Ξέρεις τι είναι να 'σαι έξω και να βρεθείς κλεισμένος σε ένα κελί; Πω, πωωω... Προσπαθούσα να μη σκέφτομαι, τίποτε άλλο δεν έκανα. Θεωρώ τα κανάλια υπαίτια για τον εγκλεισμό μου. Οδυνηρή εμπειρία, αλλά μου έκανε καλό στη δουλειά μου, παρά τη φαινομενική δυσφήμηση. Ο κόσμος δεν μάσησε, πρώτα απ' όλα γιατί αν ήταν αληθινές οι κατηγορίες, θα 'μουν ακόμα μέσα. Σε όποια μαγαζιά πήγαινα μετά απ' όλο αυτό, διώχναμε κόσμο! Βέβαια, είχαν γίνει επιτυχίες και τα τραγούδια μου – έπαιξε μεγάλο ρόλο ο «Πλανητάρχης».
— Πόσο έμεινες μέσα;
Έναν μήνα.
— Τίποτα.
Έλα κάτσε εσύ ένα βράδυ μέσα και σου λέω εγώ μετά (γέλια). Το μόνο που θυμάμαι και δεν το ξεχνάω είναι που οι κρατούμενοι, 500 άτομα, με υποδέχτηκαν, φωνάζοντας «Μπουγάς, Μπουγάς» με ρυθμό! Λέω «τι έγινε, ρε πούστη μου, φυλακή μπαίνω ή πάω να βγω στην πίστα;». Σηκώνεται η τρίχα μου τώρα που το λέω! Όλοι ερχόντουσαν «Όποιος σε πειράξει, εγώ είμαι εδώ» κι απαντούσα «Γιατί να με πειράξει; Δεν με πειράζει κανένας εμένα». Ακούγανε συνέχεια τα τραγούδια μου.
— Τραγούδαγες εσύ καθόλου εκεί μέσα;
(σ.σ. σοβαρεύει) Όχι... Άσε που κάθε κελί είχε τηλεόραση και όλοι παρακολουθούσαν τα ρεπορτάζ και τα παράθυρα των καναλιών. Ερχόντουσαν την άλλη μέρα, «γράφ' τους στ' αρχίδια σου» μου λέγανε.
— Με τη Βάγια τη Ζήση ποια ήταν η σχέση σου; Ήταν η γυναίκα που λένε ότι σε έμπλεξε και που τη γάζωσε η μαφία έξω απ' το σπίτι της το 2003.
Ναι, είχα σχέση μαζί της. Η γυναίκα μπορεί να ήταν μπλεγμένη, αλλά όχι, δεν με έμπλεξε πουθενά. Τη γνωρίζω στα μπουζούκια, έρχεται και μ' ακούει κάθε βράδυ. Βγαίνουμε σε μια καφετέρια και τα φτιάχνω για λίγο μαζί της. Μετά έφυγα κι ήρθε και με βρήκε στο εξωτερικό. Όταν γύρισα, είναι η μόνη γυναίκα που δεν μου έλεγε «πού πήγες, τι έκανες, αν γάμησες, αν δεν γάμησες» και όλα αυτά. Δεν μου ασκούσε δηλαδή καμία πίεση, καμία γκρίνια. Έκανα τη ζωή μου κι όταν γύρναγα σπίτι τα έβρισκα όλα στην εντέλεια. Τι άλλο να θέλει ένας άντρας;
— Και δεν ήξερες ότι η γυναίκα αυτή, πρώην πουτάνα, ήταν ιδιοκτήτρια πολλών μπουρδέλων στην Αθήνα;
Έπειτα από 55 μέρες το 'μαθα, μου το 'παν. Είχα έναν φίλο χρόνων από το Αιγάλεω, με πιάνει και μου λέει: «Ρε συ, αυτή έχει μπουρδέλα παντού». «Τι λες, ρε μαλάκα;» του κάνω. Τέλος πάντων, πάω και της λέω: «Εσύ στις δουλειές σου, εγώ στις δικές μου. Το δέχεσαι;». Κι έτσι μείναμε μαζί. Όταν έγινε η φάση, αυτή έβγαινε στα κανάλια και φώναζε: «Αφήστε τον Μπουγά, δεν έχει καμία σχέση!». Όταν με φώναξε ο ανακριτής, του είπα: «Δες εδώ, από Αυστραλία γύρισα. Άμα έβγαζα εγώ 5.000.000 την ημέρα από μπουρδέλα, θα είχα ανάγκη να δουλέψω στην άλλη άκρη του κόσμου;». Υπ' όψιν, εκείνο τον καιρό έφευγα κάθε Παρασκευή και πήγαινα και τραγούδαγα στη Γερμανία επίσης, σε ελληνάδικα. Μου λέει: «Εγώ πραγματικά δεν μπορώ να σας κρατήσω, έχετε δίκιο». Τότε παρουσιάζεται μια εισαγγελέας, και λέει: «Όχι, θα πάει μέσα, γιατί ήταν μαζί μ' αυτήν τη γυναίκα!». Αυτή, δηλαδή, και να 'χε σκοτώσει, θα 'χα σκοτώσει με το ζόρι κι εγώ.
— Ένιωσες άσχημα με τον θάνατό της, παρόλη την περιπέτεια που πέρασες;
Στενοχώρια... Όπως και να το κάνεις, θάνατος είναι. Άσε που με παίρναν τηλέφωνο εδώ, γιατί ήξεραν πως μπορεί να είχαμε χωρίσει, αλλά επαφές κρατήσαμε. Πάντως, το λέω τώρα σε σένα, η Βάγια ήξερε ότι θα πεθάνει. Δυο μέρες πριν είχε έρθει απ' το μαγαζί. Μου λέει μετά: «Θέλω να έρθεις απ' το σπίτι» και δεν εννοούσε η γυναίκα για πήδημα κι έτσι. Όχι ότι δεν άξιζε γι' αυτό, απλώς το 'χε βαρεθεί τόσα χρόνια μαζί μου. Απόδειξη ότι μου ζήτησε να πάμε ένα διήμερο κάπου οι δυο μας. Της λέω: «Και να πέσουν σαν τα κοράκια πάνω μας όλα τα κανάλια;». Φεύγουμε, ξυπνάω εγώ το μεσημέρι και το βράδυ τη φάγανε. Δεν ξέρω, ρε φίλε, αλλά πάντα είχα μια βαθιά προαίσθηση. Της είχα πει όταν πήγε και πήρε εκείνο το ξενοδοχείο στη Ζάκυνθο: «Αυτό που έκανες θα 'ναι και η τελευταία σου συναλλαγή. Απ' αυτό θα πας!». Τελικά, τη φάγανε οι μπράβοι απ' αυτούς εκεί πέρα. Γιατί δεν είναι τυχαίο που τρεις μέρες αφότου γύρισε από κει, ήρθε και μου 'πε: «Πήρα τα χρήματα που μου χρωστάγανε». Γιατί δεν βρέθηκε η επιταγή 603.000 ευρώ όταν τη φάγανε; Πού πήγε η επιταγή;
— Πού να ξέρω; Δεν είμαι κι ο Λάκι Λουτσιάνο...
Ε, ναι, τίποτε άλλο δεν βρέθηκε, ούτε της πήρανε. Την επιταγή θέλανε. Πώς αυτή η κοπέλα που τη συνόδευε κάθε βράδυ σπίτι κι ήξερε πού βάζει τα λεφτά της, ενώ ήταν αδέκαρη, βρέθηκε μετά τον θάνατο της Βάγιας με σπίτι και με απ' όλα; Δεν ξέρω, εγώ τα 'χα καταλάβει όλα, τα 'χα δει με μιαν ενόραση που έχω από μικρό παιδί. Σαν να με προφυλάει εμένα κάτι. Θα μου πεις, σε προφυλάει και μπήκες φυλακή; Εντάξει, ήταν μια εμπειρία κι αυτή. Και θα μου πεις πάλι, τη χρειαζόσουν αυτή την εμπειρία; Όχι, ποτέ! Πολύς κόσμος έχει πάει τζάμπα μέσα κι ακόμα πάει. Τρώνε κάτι εικοσάρες και μετά αθωώνονται. Ποιος θα εξηγήσει όμως στα μικρά παιδιά που δεν ξέρουν πως αυτός δεν είναι δολοφόνος, αφού έχει κάνει φυλακή; Είναι το στίγμα, κατάλαβες; Εδώ πήγα κι επισκέφτηκα φίλο μου στις φυλακές της Χαλκίδας. Τηλεφώνησα του διευθυντή: «Σε παρακαλώ, θέλω να δω έναν άνθρωπο που 'χω κάνει 50 δισκογραφήσεις μαζί του, μη μου το αρνηθείς». Ρωτάει: «Θα του φέρετε ή θα πάρετε κάτι;». «Ούτε να του φέρω, ούτε να πάρω, μόνο να τον δω θέλω!». Σε πληροφορώ, με άφησαν και μπήκα χωρίς καν να με ψάξουν. Στη φυλακή συνήθως ισχύει το «άλλος γαμάει, άλλος πληρώνει», άλλος κάνει το έγκλημα δηλαδή και άλλον χώνουν μέσα. Αυτό σ' το υπογράφω!
— Να ελαφρύνω λίγο το κλίμα; Τον ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο τον ξέρεις;
Ακουστά τον έχω.
— Να σου διαβάσω ένα απόσπασμα από το μνημειώδες έργο του «Ο Μέγας Ανατολικός»; Θέλω να μου το σχολιάσεις μετά. «Διότι, μόλις απέσυρε με βαθύτατον αναστεναγμόν ικανοποιήσεως τον κάθυγρον πελώριον πούτσον του από το σπερματοβριθές μουνί της, ο Τζακ, χωρίς να αφήσει ούτε δέκα δευτερόλεπτα την άγνωστον γαμομανή να αναπαυθή, έσπευσε οπίσω από τους γλουτούς της και ενώ εσφάδαζε χύνουσα ακόμη τον μουνοχυμόν η κυρία, κατέλαβε την θέσιν του Τζεφ και ήρχισε πάραυτα να την γαμά και αυτός μετά μανίας».
Ωραίος, yeah, yeah! Δεν νομίζω να έχει καμία διαφορά απ' τα τραγούδια που 'χω πει. Αυτός μιλάει για τον μουνοχυμό της κυρίας του κι εγώ λέω «Πάρε μου μια πίπα», το ίδιο δεν λέμε; Αυτό δεν περίμενες να σου απαντήσω; (σ.σ. γελάμε αμφότεροι) Πονηρές λέξεις δεν υπάρχουν, πονηρά μυαλά υπάρχουν.
— Κλείνοντας, θα μου επιτρέψεις να ρωτήσω το εξής: όταν σου τηλεφώνησα για τη συνέντευξη και δεν σε βρήκα, μου έκανες μετά αναπάντητη για να σε πάρω εγώ. Σκέφτηκα, λοιπόν, μήπως κοτζάμ «Πλανητάρχης» δεν έχει λεφτά να βάλει μια κάρτα στο κινητό του.
Καλά κάνεις και ρωτάς, αλλά ξέρεις τι γίνεται; Έχω δύο τηλέφωνα. Σ' αυτό που με πήρες εσύ, άμα δεν σου κάνω αναπάντητη, δεν μπορώ να αποθηκεύσω το νούμερό σου. Το δε άλλο, σπάνια το σηκώνω, γιατί είναι ένας μαλάκας που με παίρνει και μου κάνει όλο «χρου-χρου» κι εγώ του λέω «πες, ρε πούστη, ποιος είσαι, γιατί μπορώ να σε βρω άμα θέλω!». (σ.σ. έχουμε ξεκαρδιστεί)
— Τάσο Μπουγά, να 'σαι πάντα καλά και σ' ευχαριστώ για την εξομολόγηση.
Εγώ σ' ευχαριστώ και αν με ρωτούσες για μια ευτυχισμένη στιγμή στη ζωή μου, ξέρεις τι θα σου απαντούσα; Πολλές ευτυχισμένες στιγμές έχω και μία απ' αυτές ήταν και αυτή εδώ η συνέντευξη!
σχόλια