Σας συναντάω ολομόναχο με τη σκύλα σας, τη Φρίντα, σε ένα τεράστιο σπίτι στη Λούτσα. Το συνηθίζετε αυτό;
Το καλοκαίρι έρχονται για σαββατοκύριακα τα παιδιά μου, για να πάνε στη θάλασσα, αλλά τον περισσότερο καιρό είμαι μόνος μου. Μ' αρέσει εδώ που τα λέμε και η μοναξιά λίγο, αφού επί 52 χρόνια είχα γυρίσει όλο τον κόσμο και ήμουν μέσα σε κόσμο. Ε, τώρα θέλω να ηρεμώ, έρχομαι εδώ, παίρνω ενέργεια, ξεκουράζομαι κι όταν προκύψει δουλειά, τα δίνω όλα.
— Πώς περνάτε μοναχικά το χρόνο σας;
Ωραία, γιατί εγώ γράφω στίχους και μουσική, ασχολούμαι με το ίντερνετ, μιλάω με φίλους, ανεβάζω – κατεβάζω βιντεάκια μου, γράφω και κάνα σενάριο.
— Να υποθέσω ότι δεν έχετε κάποιον άνθρωπο υπεύθυνο για το promo σας.
Όχι, ποτέ στην καριέρα μου δεν είχα μάνατζερ. Θεωρώ τον εαυτό μου ήρωα, γιατί ξεκίνησα από μια μικρή εταιρεία κι έγινα το είδωλο της Ελλάδος κι αυτό δεν μου το συγχωρήσανε ποτέ, αφού οι εταιρείες χαλούσαν τότε εκατομμύρια για να φτιάξουν το ίματζ κάποιου καλλιτέχνη. Μόνος μου έτρεχα, όλα εγώ τα έκανα και κατάφερα να γίνω το πιο πολυσυζητημένο πρόσωπο εποχές 1977 μέχρι ΄81.
Στη Θεσσαλονική δούλεψα κοντά στον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Γιώργο Λαύκα, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, κάναμε ντουέτο με τη Ρίτα Σακελλαρίου επίσης.
— Ναι, αλλά με το τραγούδι καταπιάνεστε αρκετά πιο πριν. Θα μας πείτε πότε ακριβώς;
Εγώ άρχισα να τραγουδάω το ΄61 – ΄62 στη Φλώρινα, 13 – 14 ετών παιδί, εξ ου και το όνομα μου.
— Το πραγματικό σας όνομα ποιο είναι;
Αποστολίδης, Πόντιος! Τότε λοιπόν τραγουδούσα απ' όλα. Τα πρώτα τραγούδια μου ήταν Γιάννης Βογιατζής κι από λαϊκά το ''Καρδιά μου καημένη'', το ''Δεν με πονάς'', τέτοια.
— Από τη Φλώρινα δε βρεθήκατε κατ'ευθείαν στην Αθήνα.
Σωστά. Μετά τη Φλώρινα κατέβηκα Θεσσαλονίκη. Εκεί δούλεψα σε πολλά μαγαζιά, ''δεύτερα'' στην αρχή και μετά σε καλά. Όλοι με λέγανε ''Ο μικρός Γιαννάκης'', αλλά είχα φτάσει 18, οπότε πάω και λέω του επιχειρηματία ''Σε παρακαλώ, ο μικρός Γιαννάκης μεγάλωσε. Θέλω και το επώνυμο μου''. ''Άσε'' μου λέει ''που να κάνουμε τώρα έξοδα για φωτεινές ταμπέλες'' και ''τώρα έκλεισα σχήμα'' και ''γιατί δε μου τό' λεγες νωρίτερα'' κλπ. Λέω ''Φεύγω''! Τα μαζεύω, φεύγω, μετά από δυο μέρες έρχεται και με βρίσκει: ''Έλα από το μαγαζί, σου'χω μια έκπληξη''. Αυτός μ' αγαπούσε πολύ, γιατί είχα μεγάλη επιτυχία στον κόσμο και με είχε κρατήσει τρεις σαιζόν. Πάω, βλέπω μια μεγάλη ταμπέλα ''Γιάννης Φλωρινιώτης''. ''Τι έγινε, πήρες άλλον στη θέση μου;'' ''Όχι, από σήμερα θα λέγεσαι Γιάννης Φλωρινιώτης''! Αυτό βγήκε επειδή στα ρεπό μου, όταν μου 'λεγε ''Που θα βγούμε έξω να πάμε;'', έλεγα ''Φλώρινα και πάλι Φλώρινα''.
— Αν τα λέω σωστά, εκεί είχατε την τύχη να δουλέψετε με μεγάλους ρεμπέτες.
Ακριβώς. Εκεί δούλεψα κοντά στον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Γιώργο Λαύκα, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, κάναμε ντουέτο με τη Ρίτα Σακελλαρίου επίσης. Μιλάω για εποχές ΄67 - ΄68, τότε που αυτός έφερνε κάθε 15 μέρες στο μαγαζί του έναν μεγάλο ρεμπέτη ή μία γνωστή τραγουδίστρια. Χαρά μου ήταν που με αγαπήσαν αυτοί οι άνθρωποι και που εξαιτίας τους με κάλεσαν στην Αθήνα κι έκανα τον πρώτο μου δίσκο με ρεμπέτικα τραγούδια. Τους άρεσε πολύ η χροιά μου.
— Πότε κάνατε τον πρώτο σας μεγάλο δίσκο;
Το 1970 στην Αθήνα. Είχα κάνει και σε εταιρεία της Θεσσαλονίκης κάποια μικρά δισκάκια με καινούργια λαϊκά τραγούδια της εποχής.
— Ήσασταν από πολυμελή οικογένεια;
Ήμασταν 7 αδέρφια. Το ένα αγοράκι πέθανε στα 6, το άλλο κοριτσάκι ενός έτους. Μείναμε 5. Τώρα δυστυχώς έχασα και τα άλλα μου δύο αδέρφια κι έχουμε μείνει τρεις.
Η χούντα εμένα με βρήκε όταν τραγουδούσα στην Κρήτη με ένα πενταμελές περιοδεύον σχήμα που είχα φτιάξει ερχόμενος από Φλώρινα. Δεν με επηρέασε, ποτέ δεν είχα μπερδευτεί με κόμματα – και σήμερα το ίδιο ισχύει – και ποτέ δεν ήμουν φανατικός με τίποτα.
— Οι γονείς θετικοί στο να γίνετε τραγουδιστής;
Τον πατέρα μου τον έχασα όταν ήμουν 6 ετών. Η μάνα μου δε μπορούσε να μας συντηρήσει και μπήκαμε σε ορφανοτροφείο, το ένα μάλιστα παιδί τό'δωσε σε άλλη οικογένεια για υιοθεσία. Ως μεγαλύτερος, η μόνη μου έννοια ήταν πως θα βγω από κει μέσα, να τακτοποιηθώ και να μαζέψω όλα τα αδέρφια μου. Πράγματι, όταν βγήκα από το ορφανοτροφείο, ξεκίνησα καριέρα και γύρισα από την Αμερική, έψαξα, βρήκα τον αδερφό μου και ένωσα όλα τα αδέρφια μου.
— Σαν ταινία του Ξανθόπουλου μού ακούγεται όλο αυτό. Είχατε ταυτιστεί τότε με τον Ξανθόπουλο στα μελό της εποχής;
Ναι, ναι, πάρα πολύ. Η ζωή μου όλη είναι μία ταινία. Να φανταστείτε ότι μετά τη Θεσσαλονίκη και τους ρεμπέτες, ήρθε ένας επιχειρηματίας από τον Καναδά και μου είπε να πάω εκεί γιατί θα γινόταν χαμός! Από τότε, μπορεί λεφτά να μην είχα, αλλά μου άρεσε το φανταχτερό ντύσιμο και έραβα κοστούμια. Ξεχώριζα από τότε!
— Πως σας ήρθε η έμπνευση αυτού του λαμπερού ενδυματολογικού στυλ;
Κάθε Κυριακή μας πηγαίναν εκκλησία με το ορφανοτροφείο. Μια μέρα λειτουργούσε ο Δεσπότης. Τον είδα με τα πετράδια, τα στρας, έλαμπε και είπα ''Παναγία μου, Δεσπότης θέλω να γίνω''! (γέλια) Και ήθελα να γινόμουν παπάς ή Δεσπότης, αλλά ευτυχώς στο ορφανοτροφείο τραγουδούσα στη χορωδία κι έλαμπα κι εκεί κι όλοι με συμπαθούσαν και μ' αγαπούσαν.
— Λογικό δεν είναι ένα φτωχόπαιδο μέσα σε ορφανοτροφείο να ελκύεται από τα στρας και τη λάμψη;
Κοίτα, όταν βγήκα να πρωτοτραγουδήσω φορούσα ένα άσπρο παντελόνι πλύνε – βάλε, ώσπου κάθισε η μάνα μου και μου έπλεξε μια μπλούζα και της είπα ''Βάλε και λίγο χρώμα μέσα''. Ήθελα κόκκινο, ένα τριαντάφυλλο απάνω, κάτι να ξεχωρίζει. Κάτι που δε θα ξεχάσω είναι ότι στο ξεκίνημα μου με γνώρισε μια γυναίκα που δούλευε σε οίκο ανοχής. Έβλεπα ότι έβγαινα όλο με τα ίδια κι τα ίδια και πήγε και μου ψώνισε παπούτσια, ρούχα, ρολόι...
— Αυτό δεν σας έκανε να αγαπήσετε από νωρίς τους ανθρώπους του περιθωρίου;
Α, ναι, πάρα πάρα πολύ! Ερχόταν αυτή η γυναίκα, με στήριζε, ''όποιος σε πειράξει, Γιαννάκη, καθαρίζω εγώ'' κλπ. Μετά από χρόνια που ήρθα στην Αθήνα έκλαιγα όταν διάβασα ότι κάποιοι τη βασάνισαν και τη σκότωσαν.
— Ήταν γνωστή;
Όχι, κυρία Μαίρη την ήξερα.
— Απασχόλησε όμως ο θάνατος της τις εφημερίδες.
Ναι, γιατί ήταν φονικό κι εγώ έκλαιγα επί μία βδομάδα με το που την είδα στις φωτογραφίες. Πρόσφατα ανέβασα ένα βίντεο, η ''Ιερόδουλος η Αμαρτωλή'' πού'χει κάνει 70.000 views. Το γυρίσαμε μέσα σε οίκους ανοχής με μια νεαρή πορνοστάρ, τη Μαρία Αλεξάνδρου. Κοινωνικό, όχι προστυχιά, πως πηγαίνει η κοπέλα για δουλειά, πως την περιμένουν οι πελάτες, αλλά όχι πως γίνεται η πράξη, γιατί εγώ τέτοια δεν τα θέλω σε βίντεο κλιπ μου.
— Το ότι βγαίνατε με στρας τότε δεν σας έφερε σε κόντρα με το ματσό στυλ του άντρα λαϊκού τραγουδιστή;
Ναι, βέβαια, και τότε ήμουν και λαϊκός βαρβάτος. Σε ηλικία 16 ετών ήμουν ο πιο περιζήτητος απ' όλους τους τραγουδιστές της Μακεδονίας, γιατί είχα τρομερό ρεπερτόριο: λαϊκά, ρεμπέτικα, ελαφρά.
— Δημοτικά;
Και δημοτικά, γιατί πριν να πάω με τους ρεμπέτες τραγουδούσα δυο χρόνια σε πανηγύρια. Μεγάλο σχολείο για μένα, καθώς αναγκάστηκα κι έμαθα τσάμικα και καλαματιανά.
— Εγώ σας ρωτάω όμως αν δεχτήκατε ρατσισμό λόγω εμφάνισης.
Ε, ναι, εντάξει, λέγανε τα συνηθισμένα, ξέρεις τώρα, αλλά εγώ αδιαφορούσα. Στην αρχή στενοχωριόμουν, κλεινόμουν μέχρι και στην τουαλέτα κι έκλαιγα όταν με πρόσβελνε κανείς απ' το κοινό, αλλά μετά είπα ''Ρε δε χέζονται όλοι;'', αφού αυτό έκανα κι αυτό άρεσε στον κόσμο. Και σήμερα δέχομαι ρατσισμό, τα ίδια λένε, αλλά εμένα μου άρεσε αυτό από τότε, δε μπορούσα να φορέσω κάτι απλό.
— Ο Ντέιβιντ Μπάουι σας άρεσε;
Ναι, ναι,ναι!
— Ο Μάνος Χατζιδάκις σας χαρακτήρισε έτσι.
Κι όχι μόνο! Όταν έκανα το μεγάλο σουξέ μου, ήμουν ο Έλληνας Τζον Τραβόλτα, τραγουδούσα και ντίσκο εκεί γύρω στο 78 -79. Πιο πολύ Τραβόλτα ήμουν, παρά Μπάουι. Βασικά εγώ λάτρευα έναν Τούρκο τραγουδιστή, τον Ζεκί Μουρέν. Φωνάρα, κλασικός τραγουδιστής, τον λάτρευε όλη η Τουρκία.
— Και ο Μανώλης Αγγελόπουλος και ο Στέλιος Καζαντζίδης.
Ακριβώς! Τότε έλεγα εγώ τόσο ωραία ένα τραγούδι του κι έρχονταν όλοι να τ'ακούσουν από μένα. Τη δεκαετία του ΄80 μια φίλη μου, τραγουδίστρια Τουρκάλα, μου έφερε μια εφημερίδα που με έγραφε ''Ο Έλληνας Ζεκί Μουρέν'' και δίπλα ο ίδιος ο Μουρέν μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για μένα!
— Την έχετε κρατήσει αυτή την εφημερίδα;
Κάπου την έχω ή την έδωσα σε κάποιο δημοσιογράφο, δε θυμάμαι. Πάντως μιλάω στο μ'αυτή τη φίλη μου στο Facebook και θα πάω Τουρκία να κάνουμε ένα ντουέτο και θα τραγουδήσει μαζί μας κι ένας νέος τραγουδιστής που θα εκπροσωπήσει την Τουρκία στην Eurovision!
Πριν να πάω με τους ρεμπέτες τραγουδούσα δυο χρόνια σε πανηγύρια. Μεγάλο σχολείο για μένα, καθώς αναγκάστηκα κι έμαθα τσάμικα και καλαματιανά.
— Όταν βγήκε ο πρώτος δίσκος με τα ρεμπέτικα, ήταν αυτό που πραγματικά θέλατε;
Μέχρι τότε οι λαϊκοί οι οι ρεμπέτες τραγουδούσαν στο πάλκο. Εγώ έβγαινα με μια κιθάρα, έκανα ότι έπαιζα, την πετούσα κάτω και γινόταν κέφι. Δεν άντεχα όταν ερχόταν η σειρά μου να κάθομαι στο πάλκο. Άρπαζα το μικρόφωνο και κατέβαινα μεσ' στον κόσμο. Ο επιχειρηματίας να με κυνηγάει! ''Τι θες;'' του έλεγα ''δε μπορώ να λέω ευχάριστα τραγούδια και νά'μαι μονίμως εκεί πάνω''. ''Άσ'τον νεαρό'' του φώναζε κι ο κόσμος! Από τότε ήμουν ο πρώτος που κατέβαινε απ' την πίστα κι έκανε σόου.
— Φοβερό πάντως ότι σε νεαρότατη ηλικία ταξιδέψατε στις ΗΠΑ.
Αφού αμέσως μετά τους ρεμπέτες μου έγινε η πρόταση! Πήγα στον Καναδά για τρεις μήνες και κάθισα οχτώ, λόγω της πολύ μεγάλης επιτυχίας. Ακολούθησε το Μόντρεαλ και μετά το Σικάγο στην Αμερική. Εκεί λατρεύθηκα πραγματικά! Οι καλύτεροι φίλοι που έχω ακόμη είναι από εκείνα τα χρόνια στο Σικάγο! Έλεγα τραγούδια της εποχής, ''Κι εσύ θα φύγεις'', ''Αγωνία'', ''Ντιρλαντά'', ''Κυρα – Γιώργαινα'' και τότε ο ιδιοκτήτης μου πρότεινε να κάνουμε δίσκο.
— Άρα ο δεύτερος προσωπικός δίσκος έγινε στην Αμερική, σωστά;
Ναι, ήταν παραγωγή του μαγαζιού. Μπήκαμε στούντιο, τυπώσαμε 1.000 κομμάτια και τα δώσαμε σε όλους τους φίλους που έρχονταν εκεί να μ' ακούσουν.
— Από το ορφανοτροφείο να γράφεις δίσκο στην Αμερική δεν ήταν κάπως ονειρικό;
Σίγουρα! Εκεί τραγουδούσα με τον συνθέτη Γιάννη Βέλλα, ο οποίος ειχε μαζί του τρεις κοπέλες, τις Olympia Sisters. Κάναμε μαζί σόου, χορεύαμε, παίζαν και λίγο μπουζούκι αυτές και στο τέλος έβγαινα εγώ ντυμένος τσολιάς κι αυτές βλάχες και κάναμε πρόγραμμα με δημοτικά για τους ξένους. Το πρώτο τραγούδι που είπα του Βέλλα σε δισκάκι μπήκε μετά στο μεγάλο δίσκο που λέγαμε στην Αμερική.
— Όλα αυτά ενόσω στην Ελλάδα είχαμε χούντα. Αναρωτιέμαι αν είχατε κάποια πολιτική συνείδηση.
Η χούντα εμένα με βρήκε όταν τραγουδούσα στην Κρήτη με ένα πενταμελές περιοδεύον σχήμα που είχα φτιάξει ερχόμενος από Φλώρινα. Δεν με επηρέασε, ποτέ δεν είχα μπερδευτεί με κόμματα – και σήμερα το ίδιο ισχύει – και ποτέ δεν ήμουν φανατικός με τίποτα. Το μόνο που έπαθα ήταν να μην τραγουδάω Θεοδωράκη, ''Στρώσε το στρώμα σου για δυο'' και άλλα τέτοια δικά του, γιατί έλεγα και Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, απ' όλα έλεγα. Μόλις έπεσε η χούντα ερχόταν και μ' άκουγε ο κόσμος να τραγουδάω Θεοδωράκη!
— Ωστόσο στη Μεταπολίτευση δεν επιχειρήσατε ένα άνοιγμα προς αυτούς τους συνθέτες.
Κάποια στιγμή στην εταιρεία μου είχε κάνει ένα δίσκο ο Θεοδωράκης κι ήταν να μπω κι εγώ με 2 – 3 τραγούδια, αλλά έλειπα πάλι εξωτερικό τότε.
— Πότε θα λέγαμε ότι γίνεται το μεγάλο σας πικ;
Όταν ήμουν στην Αμερική, μου λέγανε ''πόσο θα κάτσεις εδώ; Θα βαρεθεί ο κόσμος''. Μάζεψα λεφτουδάκια, τα έστειλα στη μάνα μου να αγοράσει σπίτι στον Κορυδαλλό, στον Πειραιά, ε κι έτσι γύρισα, πήρα τη μανούλα μου και τα αδέρφια μου και μέναμε όλοι μαζί. Αυτοί που μου λέγανε εν τω μεταξύ ''έλα εδώ και θα σε πάμε εμείς από μαγαζιά'', εξαφανίστηκαν ή με πήγαν από μαγαζιά που είχαν κλείσει πρόγραμμα. Έπρεπε όμως να δουλέψω, γιατί στην Αμερική τους είπα ψέματα για να μ' αφήσουν να φύγω ότι και καλά έκλεισα νέο επιτελείο στην Αθήνα. Σκεφτόμουν να γύρναγα Αμερική. Πως να τό'κανα; Να παρατούσα μάνα κι αδέρφια; Εκεί βρέθηκε κάποιος και μου είπε ''Υπάρχει ένα μαγαζί, σκυλάδικο, το πιο βαρύ λαϊκό της Αθήνας''. ''Τώρα;'' είπα μέσα μου ''Θα πω Φλωρινιώτη φτου κι απ' την αρχή''!
— Πως ήταν η πρώτη εμπειρία σ' ένα τέτοιο χώρο;
Πήγαινα κι έλεγα ''ευτυχώς που φεύγω ζωντανός''. Φασαρίες, σπασίματα, τσαμπουκάδες! Έλα όμως που με το δικό μου στυλ άλλαξε όλος ο κόσμος! Οι βαρύμαγκες και οι βαβουρατζήδες δεν τη βρίσκανε με μένα γιατί έβγαινα κι έλεγα ''Τάκα – τάκα – τάκα – τα'', τέτοια κομμάτια. Άρχισαν να φεύγουνε και νά'ρχονται οικογένειες με παιδάκια. Ο ιδιοκτήτης είχε πάθει πλάκα! Και, αν το πιστεύεις, με κρατούσε τρεις σαιζόν με το περίστροφο στον κρόταφο για να μη φύγω απ' το μαγαζί του!
— Σοβαρολογείτε;
Ναι, ναι, μέχρι τελευταία που έφυγα, με κυνηγούσε μέσα σ' ένα άλλο μαγαζί με το πιστόλι.
— Φοβηθήκατε για τη ζωή σας;
Ε, πως δε φοβήθηκα; Αφού έτσι με κρατούσε! Όταν ήταν να υπογράψουμε για νέα σαιζόν, μπήκα στο γραφείο του κι είχε ένα στιλέτο που χάιδευε ένα κομμάτι ξύλο. ''Τι αποφάσισες;'' με ρωτάει. ''Ε να, κύριε Μίμη μου, να πάω και σε κάνα άλλο μαγαζί να γνωρίσω κι άλλο κόσμο''...''Τι είπες;'' φωνάζει και κάνει μια χραπ με το μαχαίρι και σκίζει το ξύλο στα δύο! ΄΄Καλά, καλά, κύριε Μίμη μου, θα υπογράψω, θα μείνω'' του έλεγα κι εγώ (γέλια).
— Κάπου όμως σίγουρα θα χαιρόσασταν που είχατε γίνει τόσο απαραίτητος.
Ασφαλώς. Χαιρόμουν που με ήθελε τόσο πολύ, αλλά εγώ είχα άλλα όνειρα. Έλεγα ''θα ξεκινήσω από δω και θα φτάσω στο μεγαλύτερο μαγαζί των Αθηνών''. Ας μιλάμε στον ενικό...
— Έγινε! Οπότε, Γιάννη, δεν είχες καθόλου μέσα σου αυτό που λέμε τσαμπουκά.
Μπα, χαλαρός ήμουν, όπως και τώρα. Ούτε θυμώνω, ούτε νευριάζω.
— Αυτό είναι πάντα καλό;
Και κακό είναι γιατί ο άλλος με εκμεταλλεύεται.
— Στη φάση με τα χασίσια μπήκες ποτέ;
Α πα πα, ποτέ. Μια φορά μόνο στην Αμερική, θυμάμαι, είχα βαφτίσει ένα παιδί κι έπρεπε να γυρίσω να κοιμηθώ για να πάω το βράδυ στη δουλειά. Είχα υπερένταση, δε μπορούσα να κοιμηθώ, οπότε μου λέει ένας ''Πάρε λίγο απ' αυτό''! ''Δεν έχω δοκιμάσει ποτέ'' του λέω ''τα φοβάμαι αυτά''. ''Ρε πάρε και θα κοιμηθείς και θα ηρεμήσεις'' επέμενε αυτός. Φίλε, μια ρουφηξιά πήρα, γουρλώσαν τα μάτια μου, έκανα εμετό, παρέλυσαν χέρια – πόδια, μόνος μου εγώ τώρα στο ξενοδοχείο, γιατί ο άλλος μου το άφησε κι έφυγε. Λέω ''Παναγία μου'', ένιωθα το πάγωμα στην καρδιά!
— Καλά, όλα αυτά με μια τζούρα; Τι σου έδωσε πια;
Ξέρω γω; Τηλεφωνώ σ' ένα κουμπάρο, λέω ''σας παρακαλώ, ελάτε στο δωμάτιο μου κι αν δεν ανοίγω, σπάστε την πόρτα''. Μαζεύει αυτός δυο-τρεις άλλους, έρχονται, ''μα τι έπαθες;'', να παίρνουν κρεμμύδια να μου τα βάζουν εδώ (δείχνει τον καβάλο του παντελονιού του), να με χώνουν κάτω απ' το ντουζ κι εγώ να ουρλιάζω ''Φωνάξτε χασικλήδες να με σώσουν, εσείς δεν κάνετε τίποτα'' (έχουμε πεθάνει αμφότεροι στα γέλια).
— Στο εξωτερικό τότε, τέλη του ΄60, δεν σε είχαν κερδίσει οι Beatles, όλο αυτό το κλίμα;
Όχι, δεν έβλεπα καθόλου ξένα συγκροτήματα. Θα μπορούσα να μιμηθώ και κάτι απ' αυτούς, αλλά δεν, γι'αυτό και έφτιαξα δικό μου τελείως στυλ.
— Σωστά, εδώ μου 'πες ότι έβγαινες τσολιάς με τις τρεις βλάχες, τι σε ρωτάω για Beatles;
Ε ναι, καλύτερα, έκανα κάτι πιο αυθεντικό που έβγαινε από μέσα μου, που έλεγα ''αυτό το θέλω έτσι και τ'αλλο έτσι'' κ.ο.κ.
— Ξαναπάμε όμως τότε που έφυγες απ' το βαρύ λαϊκό μαγαζί. Τι ακολούθησε;
Με πήρε μαζί της η Ρίτα Σακελλαρίου πού'χε κάνει ήδη μεγάλη επιτυχία με το ''Ιστορία μου – αμαρτία μου'' του Ψυχογιού. Το ΄73 περίπου ήταν αυτό. Περνούσα απ' έξω απ' τα μεγάλα μαγαζιά κι έβλεπα τις μαρκίζες ''Διονυσίου, Βοσκόπουλος, Γαβαλάς'' κι έλεγα ''μια μέρα θά'ναι και το δικό μου όνομα έτσι''. Είχα έρθει με πολλή όρεξη, ονειρευόμουν να κατακτήσω την Αθήνα. Το κατάφερα! Απ' το σκυλάδικο που ξεκίνησα, αν και δε μ' αρέσει η λέξη ''σκυλάδικο'', κατέληξα το ΄80 στο μεγαλύτερο μαγαζί των Αθηνών, τα ''Δειλινά''. Είχαμε φέρει μπαλέτο 100 άτομα από το Χόλιγουντ!
— Σ' αυτό το μπαλέτο δεν ήταν και οι αδερφές Γαρμπή;
Α, όχι, τις αδερφές Γαρμπή τις είχα μαζί μου από το ΄77. Πάντα είχα ωραίες κοπέλες μαζί μου, τις μάθαινα να χορεύουν, να ντύνονται, να κάνουν ωραίο σόου. Πέρασαν πολύ ωραίες κοπέλες από δίπλα μου, όπως η Τίνα Σπάθη, που έπαιζε σε σοφτ πορνό, η Δήμητρα Παπίου επίσης και μετά πήρα μαζί μου και αγόρια, σαν τον Βασίλη Λέκκα. Μου τηλεφωνεί μια μέρα ένας καλός φίλος από Θεσσαλονίκη και μου λέει ''Σε παρακαλώ, έχω ένα φτωχό παιδάκι, καλό τραγουδιστή, πάρ'τον στο πρόγραμμα σου''. ''Ότι θέλεις'' λέω του φίλου μου που τον αγαπούσα πολύ, ''στείλ'τονα''. Ήρθε μαζί μου ο Βασίλης, εξαιρετικός τραγουδιστής, έλεγε Νταλάρα τότε, τον είχα για τρεις σαιζόν κι από κει τον είδε ο Χατζιδάκις και τον πήρε τραγουδιστή. Τού'χα μιλήσει κι εγώ του Χατζιδάκι με τα καλύτερα λόγια. Στενοχωρήθηκα, πάντως, γιατί σε όλες τις συνεντεύξεις του, ο Λέκκας λέει ''Δεν ξέρω πως βρέθηκα στην Αθήνα, ξέρω πώς γνώρισα τον Χατζιδάκι''..Κακό ήταν ν' αναφέρει το όνομα μου, τόσο υποτιμητικό είναι πια; Κι εγώ τον έβαζα σε καλή θέση, εννοώ όχι ν'ανοίγει πρόγραμμα, αλλά μετά, στη μέση, για να τον ακούει πολύς κόσμος.
— Οι γυναίκες ανέκαθεν ήταν συμπληρωματικό στοιχείο των εμφανίσεων σας;
Πάντα. Και στην Αμερική είχα τις Olympia Sisters και μετά εδώ είχα παρτενέρ τη Μαριώ.
— Ποια Μαριώ; Τη νεορεμπέτισσα τη Θεσσαλονικιά;
Ναι, αυτή. Το ΄67, εκεί με τους ρεμπέτες, η Μαριώ έπαιζε ακορντεόν και τραγουδούσε ελαφρολαϊκά. Λέγαμε και ντουέτο σουξέ της εποχής.
— Η γνωριμία με τον Ψυχογιό πότε έγινε; Ένας συνθέτης που σας καθόρισε πραγματικά.
Τον είχε φέρει μια μέρα ο φίλος μου ο Κώστας Καφάσης. ''Πάμε ν' ακούσεις έναν τραγουδιστή'' του είπε ''που θα σ' αρέσει πολύ''. Ήρθαν, με άκουσαν και μετά ερχόταν ο Κώστας ο Ψυχογιός στα κρυφά.
— Γιατί στα κρυφά;
Δεν ήθελε να ξέρουν ποιος ειν' αυτός πού'χει γράψει τις μεγάλες λαϊκές επιτυχίες κι έτσι. Ένα βράδυ με πίάνει και μου λέει ''Ήταν να κάνω δίσκο με τον Καφάση, αλλά παρεξηγηθήκαμε και τα σπάσαμε κι ο μόνος που μπορεί να τα πει ξέρω ότι είσαι εσύ''. Άρχισε να μου γράφει μεγάλες επιτυχίες. Ψάξαμε, βρήκαμε νέα κορίτσια κι εκεί μπαίνουν οι αδερφές Γαρμπή στο μπαλέτο. Πριν, τραγουδούσαν σ' ένα μαγαζάκι ημιυπόγειο και πήγαμε και τις ακούσαμε.
— Έχεις επαφές σήμερα με την Καίτη Γαρμπή;
Έχω! Την αγαπάω, τη λατρεύω, ήταν απ' τα καλύτερα κορίτσια που είχα. Και η Καίτη και η Λιάνα η αδερφή της! Μαζί πήρα ακόμη την αδερφή του Νταλάρα, την Ελένη Νταράλα, πιτσιρίκα κι αυτή τότε, και τις έμαθα να χορεύουν. Τις είχα μαζί μου για 8 χρόνια.
— Τα τραγούδια του Ψυχογιού συμβάδιζαν με το εκκεντρικό σκηνικό look σου;
Βασικά μου είχε κάνει συμφωνία. ''Κοίτα'' μου είπε ''τα τραγούδια μου είναι λαϊκά – λαϊκά και άμα θες μη φοράς στην πίστα τα λαμέ''. ''Αχ, ξέρεις τι μου κάνεις;'' του λέω ''εγώ μ' αυτά τα ρούχα έχω δεθεί και ο κόσμος με θέλει έτσι''...Τον άκουσα, γιατί το όνειρο μου ήταν να κάνω δισκογραφία καλή. Έβαλα στην άκρη τα κοστούμια μου και έραψα άλλα, σοβαρά.
— Σκέτη καταπίεση, έτσι;
Δε λες τίποτα, τραγουδούσα κι έκλαιγα. Στο μεταξύ γέμιζα μαγαζιά χωρίς δίσκο, ο κόσμος με είχε μάθει απ' τα σόου. Του λένε λοιπόν κάποιοι: ''Βρε Ψυχογιέ, ωραία τα τραγούδια σου, αλλά εμείς ήρθαμε να δούμε τον Φλωρινιώτη να λάμπει με τα στρας και τα λαμέ του''. Ήρθε κι αυτός και μου λέει ''Άντε, ξαναπήγαινε φέρε τα κοστούμια σου κι εγώ θα σου γράψω άλλα τραγούδια να μπορείς να τα χορεύεις''. Κι έτσι μου έγραψε το ''Πειράζει που είσαι μεγάλη φίρμα''!
— Καλά, αυτό είναι το μεγαλύτερο ever σουξέ σου!
Μα και τώρα, απ' το ΄78 που βγήκε, το ξαναείπα με τα παιδιά μου και ξανάγινε επιτυχία. Μετά το έκανα χιπ – χοπ, μετά άλλη εκτέλεση και πάντα η ίδια επιτυχία! Μου τηλεφωνούν φίλοι, ''Άκου Γιάννη'' και μου βάζουν ν'ακούσω τα μωρά τους: ''Πειλάζει πού'σαι μεγάλη φίλμα; Πειλάζει;'' (γέλια) Σκέψου ότι του έλεγα του Κώστα ''Τι τραγούδι ειν' αυτό τώρα, τι θέμα έχει; Δώσε μου κάνα άλλο''.
— Άρα δεν ήσουν διορατικός.
Ο συνθέτης ξέρει πάντα καλύτερα.
— Στον Ψυχογιό οφείλεις πολλά.
Τα πάντα. Μόνο στον Ψυχογιό! Αν δεν υπήρχε αυτός, δε θα υπήρχε κι ο Φλωρινιώτης, γιατί δε με θέλαν κι οι εταιρείες λόγω εκκεντρικότητας. Κανείς συνάδελφος δεν ήθελε να δουλέψει μαζί μου και θα σου πω παρακάτω τι μου είπε ο Μάνος Χατζιδάκις γι' αυτό.
— Δηλαδή έκανες προτάσεις συνεργασίες και έβρισκες απόρριψη;
Και τώρα κανείς δε θέλει να δουλέψει μαζί μου. Μόνο με τη μεγάλη Τζένη Βάνου και τη Μπεζαντάκου δουλέψαμε στο ''Skyladiko''. Δικαίωμα τους είναι, αλλά εγώ ποτέ δεν είπα ''Δε δουλεύω μ' αυτόν ή με τον άλλον''...Εγώ δεν είμαι ανασφαλής και δουλεύω με τον οποιονδήποτε.
— Πως γνώρισες τη Μελίνα Μερκούρη;
Το ΄77 - ΄78 στη ''Νέα Αθηναία'' , που τώρα λέγεται ''Θέατρο'', είχα κάνει τα σουξέ και καθιερωθεί στην Αθήνα. Μου γράφαν ''το φαινόμενο Φλωρινιώτης'' με αποτέλεσμα όλο το θέατρο, όλοι οι πολιτικοί, όλοι οι σελέμπριτις να είναι κάθε βράδυ εκεί. Τη μια έβλεπες τη Μελίνα με την παρέα της, την επόμενη, την Ειρήνη Παππά με την παρέα της, παραδίπλα η Βουγιουκλάκη με την Καρέζη, τη Λάσκαρη, τη Ντενίση! Όποια έβγαινε Σταρ Ελλάς θα περνούσε από κει με όλο το επιτελείο της!
— Φαντάζομαι δε θα υπήρχε μεγαλύτερη ηθική ικανοποίηση.
Ε ναιαι! Όταν ήμουν μικρός αντί για καραμέλες έδινα το χαρτζιλίκι σε φωτογραφίες ηθοποιών. Έλεγα ''Αχ Θεούλη μου, θα μ'αξιώσεις ποτέ να πάω στην Αθήνα, να τους χτυπήσω την πόρτα και να μου βάλουν το αυτόγραφο τους πάνω στις φωτογραφίες αυτές;'' Κι ήρθαν έτσι τα πράγματα που αντί να πάω εγώ, ήρθαν όλοι αυτοί σε μένα για αυτόγραφο!
— Φοβερό! Και η Μελίνα;
Η Μελίνα ήταν γλυκύτατη! Ερχόταν, μου μιλούσε για την πολιτική, μου έλεγε ''Αχ τι να κάνω...'', σα να με συμβουλευότανε.
— Με τον Ζιλ Ντασέν είχαν έρθει ποτέ;
Όχι, με τον Ντασέν δεν είχαν έρθει. Μού'χε φέρει όμως τον Χατζιδάκι και μετά άλλες παρέες δικές της, γιατί εκεί πέρα όποιος ερχόταν μια φορά, μετά ξαναρχόταν με άλλη παρέα. Άσε, δε, τους δημοσιογράφους. Ουρά στο καμαρίνι για να μου πάρουν συνέντευξη κι εγώ να μην τους προλαβαινω κι άλλους να βλέπω εκεί, άλλους στο σπίτι μου. Χαμός!
— Ας πάμε στην περιβόητη γνωριμία με τον Μάνο Χατζιδάκι. Ξέρεις, χρόνια ακούω και γράφω γι' αυτό, αλλά τώρα θα τ'ακούσω από σένα τον ίδιο!
Βασικά βγαίνω ένα βράδυ στην πίστα να τραγουδήσω και βλέπω – παπ – τον Χατζιδάκι στο πρώτο τραπέζι! (χαμογελάει) Λέω ''Τώρα τι κάνω; Θα φρίξει ο άνθρωπος μ' αυτά που τραγουδάω και θα σηκωθεί να φύγει''. Ξέρεις, όλοι θεωρούσαν τα τραγούδια μου ευτελή και τέτοια, αλλά μετά τους έδωσε ο Χατζιδάκις και καταλάβανε! Έβαλα τα δυνατά μου κι έλεγα να τελειώσω, να πάω στο καμαρίνι μου ν' αλλάξω και μετά απ' την παρέα του να τον γνωρίσω. Ο Χατζιδάκις παραδόξως δεν κοιτούσε τα μπαλέτα. Είχε στρέψει αλλού το κεφάλι, άκουγε μόνο με τεντωμένο τ' αυτί (κάνει την κίνηση) και κοιτούσε αλλού. Έλεγα ''Πω, πω, με σνομπάρει''. Πάω στο καμαρίνι, λέω του αμπιγιέρ μου ''φτιάξε με γρήγορα, χτένισε με να πάω απ' τον Χατζιδάκι μη φύγει'' κι εκείνη την ώρα χτυπάει η πόρτα στο καμαρίνι και – τσουπ – μπαίνει ο Χατζιδάκις: ''Γεια σας, κύριε Φλωρινιώτη, συγχαρητήρια, είσαστε πολύ καλός και να σας πω την αλήθεια, χωρίς να παρεξηγηθώ, με φέραν εδώ με το σκεπτικό Πάμε να γελάσουμε''. Συνέχισε: ''Να σας πω κάτι; Δεν είδα ούτε σόου, ούτε μπαλέτα, εγώ άκουσα τη φωνή σας! Είσαι πολύ μεγάλος τραγουδιστής και άσ'τους να λένε! Κι επειδή όλοι είναι ξερόλες, θαρθείς να σου κάνω μια εκπομπή στο Τρίτο Πρόγραμμα''!
— Ώστε επί τόπου έγινε η πρόταση για την εκπομπή.
Ναι. Του λέω ''Τι θα τραγουδήσω; Εσείς έχετε κλασικά τραγούδια''. ''Τα δικά σου'' απάντησε ''χωρίς εφέ, μόνο με τσέμπαλο, κλασική κιθάρα, νταούλι, αλλά και α καπέλα για να δείξεις τη φωνή σου''.
— Μεγάλη χαρά, ε;
Δε φαντάζεσαι! Έλεγα πότε θα με πάρει τηλέφωνο ή ότι θα με ξεχάσει, γιατί σ'αυτό το χώρο όλοι τάζουν και τίποτα δεν κάνουν. Είχα τραγουδήσει κάπου επαρχία, είχα γυρίσει, χτυπάει το τηλέφωνο, ο Χατζιδάκις: ''Κύριε Φλωρινιώτη, σας περιμένω δέκα η ώρα στο στούντιο''. Λέω ''Κύριε Μάνο, πως θα τραγουδήσω; Δε μπορώ, είμαι κουρασμένος''. Λέει ''Μα έχω φωνάξει όλους τους τεχνικούς, δε γίνεται. Έλα, προσπάθησε τουλάχιστον''. ''Εντάξει, θα έρθω''...Πηγαίνω στο Ραδιομέγαρο με κλεισμένο λαιμό, ούτε καλημέρα δε μπορούσα να πω. Μου φτιάχνουν ένα τσάι, μετά έρχεται ο Χατζιδάκις και μου λέει ''Θες κάνα ουισκάκι;'' Το Ιερό Τέρας με έβλεπε όλο αμηχανία και με εμψύχωνε. Λέω ''Αν γίνεται...'' (γέλια) Φίλε, πήρα τέτοια δύναμη! Τον έβλεπα πίσω απ' την κονσόλα να μου κάνει χαριτωμενιές με τα δάχτυλα, να χορεύει, μού'κανε αστεία για να μου ανεβάσει την ψυχολογία! Άρχισα να τραγουδάω κι εκεί που δε μπορούσα να μιλήσω, έβγαλα μία φωνάρα! Η δύναμη του Χατζιδάκι ήταν αυτή! Άκουγα μετά την εκπομπή κι έλεγα ''Εγώ τραγουδάω έτσι, είναι δυνατόν;''
— Πόσο διήρκησε η εκπομπή;
Μία ώρα και κάτι, όπου ο ίδιος με ρωτούσε κάποια λίγα πράγματα και την περισσότερη ώρα τραγουδούσα. Είπα 7 – 8 τραγούδια δικά μου.
— Το'χες κοινοποιήσει σε φίλους σου, στον κύκλο σου, ότι ο Χατζιδάκις θα σου έκανε εκπομπή;
Όχι, γιατί φοβόμουν. Πολλά μου είχαν τάξει, όπως σού'πα πριν. Μόνο τον Ψυχογιό πρέπει επ' αυτού τώρα να έχω εικόνισμα!
— Εσύ τότε άκουγες το ρεπερτόριο του Χατζιδάκι;
Τον τραγουδούσα και στην Αμερική. Τα σουξέ του, ξέρεις, το ''Δεν ήταν νησί'' που πήγαινε στο στυλ μου και τό'χε τραγουδήσει η Λίτσα Σακελλαρίου. Κατά σύμπτωση, η Σακελλαρίου μένει εδώ δίπλα μου τώρα, στη Λούτσα. Προτιμούσα τα εύθυμα τραγουδάκια του Χατζιδάκι.
— Είχες ακούσει ας πούμε τον ''Μεγάλο Ερωτικό''; Τον Ψαριανό τον ήξερες, τη Νταντωνάκη;
Ε ναι, αφού τα παιδιά βγαίναν στην τηλεόραση τότε. Δεν τα ήθελα τα βαριά του έργα, δε μου πήγαιναν, μου άρεσαν τα σουξέ του...
— Θέλω τώρα να μου πεις τι έγινε μετά την εκπομπή αυτή από τον Τύπο.
Άλλοι μας έθαβαν, άλλοι μας θεοποιούσαν. Κάποιοι συνάδελφοι βγήκαν και είπαν ''Κρίμα και τον συμπαθούσαμε τον Χατζιδάκι'', μας παρεξήγησαν και τους δύο, επειδή εκείνος δεν είχε μιλήσει ποτέ με τέτοια λόγια για κανέναν, ούτε για τον Βοσκόπουλο, τον Καζαντζίδη, κανέναν! Από αθλητικές μέχρι πολιτικές και κουλτουριάρικες εφημερίδες ασχολιόντουσαν μαζί μας! Επί δύο χρόνια φιλοξενούσαν τετρασέλιδες συνεντεύξεις μας, συνέχεια, σταματημό δεν είχαν!
— Η σχέση σου με τον Χατζιδάκι είχε συνέχεια;
Κάποια στιγμή μου είπε ότι θέλει να κάνουμε δίσκο και ότι είχε γράψει ήδη μερικά τραγούδια. Η δική μου μικρή εταιρεία ήθελε να γινόταν εκεί ο δίσκος, του Χατζιδάκι πάλι η εταιρεία ήθελε εκεί. Δε μπορούσα να σπάσω το συμβόλαιο...Μια μέρα όμως άκου τι έγινε: Με φωνάζει σπίτι του και μου λέει ''Έχω μια πολύ ωραία ιδέα, θέλω να ξανανεβάσω την Οδό Ονείρων με σένα κεντρικό πρόσωπο''.
— Τι λες; Πρώτη φορά τα ακούω αυτά!
Μα δεν τά'χω ξαναπεί. Μου λέει λοιπόν ''Θά'σαι εσύ το κεντρικό πρόσωπο και πολλοί ηθοποιοί – τραγουδιστές''. Τελικά δε δέχτηκε κανείς και ξέρω τα ονόματα τους. Μόνο η Μελίνα Μερκούρη είπε ''Εγώ είμαι μέσα με τρέλα γιατί τον πάω και τον γουστάρω τον Φλωρινιώτη''. Οι άλλοι άκουγαν Φλωρινιώτης κι έτρεχαν...''Με σένα μόνο, Μελίνα μου, και με τον Φλωρινιώτη δε στήνεται όλο αυτό'' της απάντησε ο Χατζιδάκις κι έτσι ναυάγησε το σχέδιο. Αυτός ήταν ο Χατζιδάκις! ''Δυστυχώς αυτή η εκπομπή εσένα θα σε κυνηγάει μια ζωή και μένα μου χάλασε το όνειρο μου'' μου είπε τόσο στενοχωρημένα...''Να ξέρεις'' μου είπε ''είσαι γεννημένος να κλέβεις την παράσταση και κανένας δε θα θέλει να συνεργαστεί μαζί σου''. Ίσχυε αυτό που είπε, μέχρι σήμερα θέλει κανείς να συνεργαστεί μαζί μου; Κανένας! Αργότερα τον ξανάδα στην Πλάκα σ' ένα πρόγραμμα δικό του πού'χε φτιάξει με τον Βασίλη τον Λέκκα και άλλους. Ήρθε, μ' αγκάλιασε, με φίλησε. Μετά χαθήκαμε.
Με φωνάζει o Χατζιδάκις σπίτι του και μου λέει ''Έχω μια πολύ ωραία ιδέα, θέλω να ξανανεβάσω την Οδό Ονείρων με σένα κεντρικό πρόσωπο''.
— Δε μου λες τώρα, αποτέλεσμα της εκπομπής αυτής δεν ήταν και ο δίσκος που έκανες με μελοποιημένη ποίηση;
Μα, μου την πέσαν οι δημοσιογράφοι: ''Συνεργάστηκες με Χατζιδάκι, κάνε κάτι να αλλάξεις το στυλ σου, πιο ποιοτικό, να αποδείξεις ότι είσαι και ποιοτικός τραγουδιστής''. Στον Γεωργιάδη είχα πάει για φωνητική, για να βελτιώσω τη φωνή μου μετά τον Χατζιδάκι, αλλά μού'πε ''δε χρειάζεσαι εσύ μαθήματα, μη δίνεις τζάμπα λεφτά, ένα σου λέω, τρία καταλαβαίνεις''. Μετά μου είπε ότι έχει κάποια τραγούδια έτοιμα από μια τηλεοπτική εκπομπή του με τίτλο ''Ποίηση και Μελωδία'', που τα είχαν τραγουδήσει ο Νταλάρας και ο Πάριος, αλλά δε βγήκαν ποτέ. Κάναμε το δίσκο ''Δώδεκα τραγούδια – Ποίηση και Μελωδία'', όπου τραγουδάω μέσα Βάρναλη, Παλαμά, Ουράνη, Χατζόπουλο, πολλούς Έλληνες ποιητές. Βγαίνει ο δίσκος, ειδοποιώ δημοσιογράφους να έρθουν να ακούσουν τα τραγούδια που τα έλεγα σε έναν χώρο. Με σνομπάρανε απίστευτα! Δεν ήρθε κανένας, μόνο δύο φίλοι μου ήτανε!
— Όντως, πήγε άπατος εκείνος ο δίσκος.
Μα μου λες ''τραγούδα κάτι ποιοτικό'' και μετά με σνομπάρεις
— Ήταν όμως κάτι αυθεντικό εκ μέρους σου που πάντα ήσουν αυθεντικός; Εννοώ, με την ποίηση δε θά'χες και την πιο στενή σχέση.
Όχι, στο δημοτικό μόνο και στο σχολείο μετά (γέλια). Κοίτα, εμένα με ήθελε σ' άλλο στυλ ο κόσμος. Τα κομμάτια πάντως τα είπα πολύ ωραία με 30 άτομα χορωδία από την Εθνική Λυρική Σκηνή! Φανταστικός δίσκος, αλλά τον σνομπάρανε. Τέλος πάντων, εγώ τον έκανα, τον έχω στο αρχείο μου και τον θεωρώ από τους καλύτερους μου δίσκους ως τραγουδιστής. Δεν μου κόστισε τόσο που πήγε άπατος, όσο το ότι με σνομπάρανε.
— Πάμε και στην ταινία του Σταμπουλόπουλου ''Και ξανά προς τη δόξα τραβά''. Ήταν η πρώτη σου εμπλοκή με τον κινηματογράφο;
Βασικά πρωτόπαιξα το ΄78 σε ταινία του Νίκου Αβραμέα, όπου έλεγα 10 – 12 τραγούδια κι είχα μερικές ατάκες. Έπαιζαν ακόμη ο Παπαναστασίου και η Γιούλη Σταμουλάκη. Έρχεται λοιπόν ένα βράδυ στο μαγαζί ο Σταμπουλοπουλος και μου λέει ''Θέλουμε να πρωταγωνιστήσεις σε μία ταινία που προορίζεται για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης''. ''Τι θέμα έχει;'' ''Ένας λαϊκός τραγουδιστής που έρχεται από την επαρχία και γίνεται είδωλο στην Αθήνα''. ''Α, ωραία'' λέω ''δε θα δυσκολευτώ να το παίξω αυτό''! Στο μεταξύ, άλλαξα τον τίτλο, μού'χε φανεί ειρωνικό το ''Είδωλο''. Και το σενάριο άλλαξα λίγο, γιατί έλεγα ''Παιδιά, αυτό θυμίζει πολύ εμένα''. Φαντάσου ότι είχαν παέι στο χωριό μου και μάθαν τα πάντα για μένα από τη γιαγιά μου μέχρι τους γείτονες! Μετά κάναν οντισιόν για το ποιος θα παίξει τον Φλωρινιώτη, αλλά κανένας δεν έκανε κι έτσι έπαιξα εγώ. Κάνανε το όνομα μου Ντίμης Φλεριανός και έγραψα στο συμβόλαιο μου ότι άμα δε μ' αρέσει κάτι ή και η ίδια η ταινία θά'χω κάθε δικαίωμα να τη σταματήσω. Έβλεπα ότι θέλανε να με σατιρίσουν. Τα πάντα θέλανε να σατιρίσουν σ' αυτή την ταινία. Ας πούμε, με βάζαν κι έπαιζα πιο γλυκά, πιο χαριτωμένα, κατάλαβες, για να βγάλουν κάτι άλλο που εμένα δε μ' άρεσε.
— Ήσουν στη φεστιβαλική πρεμιέρα;
Ήμουν Αμερική. Έμαθα όμως πως παίχτηκε σε πολλά φεστιβάλ στο εξωτερικό και στη Ρωσία καταχειροκροτήθηκε. Εγώ την έχω σε βιντεοκασέτα και με υπότιτλους αμερικάνικους! Μάλιστα, ο Μίμης Πλέσσας βραβεύτηκε μ'αυτή την ταινία για τη μουσική του, ενώ είχε γράψει για τόσες πολλές ταινίες! Έπαιζαν μέσα η Βέρα Κρούσκα τη δημοσιογράφο και η Μιμή Ντενίση έκανε τη μητέρα μου (γέλια) Ήξερα ότι θά'παιζε και η Ζωή Λάσκαρη, αλλά τελικά μόνο σε κάποια γυρίσματα ήρθε. Σε μια σκηνή που ήμουν με τον αμπιγιέρ μου και που τον έπαιζε ο πραγματικός ο δικός μου, γιατί είχε πολύ χιούμορ, έβλεπε τη Λάσκαρη και της κάνει σε μια φάση: ''Φύγε, καλέ εσύ, κυρά μου, και σε βλέπω και κομπλάρω και την κάναμε 30 φορές τη σκηνή'' (γέλια) ''Συγνώμη, συγνώμη, φεύγω'' είπε η Ζωή κι έφυγε.
— Ενδιαφέρον έχει τώρα να πούμε για τις ποντιακές βιντεοκασέτες που γύρισες. Ήσουν ο πρώτος που εκμεταλλεύθηκες αυτή την μέχρι πρότινος ανεκμετάλλευτη κινηματογραφική πιάτσα.
Εμένα ο πατέρας μου έπαιζε καταπληκτική ποντιακή λύρα. Με κρατούσε στην αγκαλιά του, ήξερε ότι θα φύγει και έκλαιγε. Τραγουδούσε ''Ελάτε να με ξεπροβοδίσετε εκεί που θα πάω'', ένα παραδοσιακό, και τα δάκρυα του έτρεχαν στα δικά μου μάγουλα και μου τα σκούπιζε. Από τότε εγώ ήθελα να ασχοληθώ με το ποντιακό τραγούδι, απ' την πρώτη εταιρεία που ήμουν, αλλά αυτοί θέλαν λαϊκά. Ο πρώτος ποντιακός μου δίσκος αφιερώθηκε στον πατέρα μου. Ο δεύτερος έγινε χρυσός, πούλησε 50.000, εκεί που τα ποντιακά πούλαγαν το πολύ 2.000! Μετά από πολλά χρόνια έκανε κι ο Καζαντζίδης ποντιακό δίσκο. Όμως εμένα μ' έτρωγε, έλεγα ''Τι άλλο να κάνω με τα ποντιακά;'' Πήγα λοιπόν στα πιο ωραία μέρη της Μακεδονίας και με τη συμπαραγωγό μου, τη Ροζαλία Γαβριηλίδου, βρήκαμε ποντιακά συγκροτήματα και αφηγούμασταν την ιστορία του Πόντου και της Παναγίας Σουμελά.
— Ντοκιμαντέρ κάνατε δηλαδή.
Καλέ, τι ντοκιμαντέρ; Ταινία δύο ωρών κάναμε, πρόχειρη στην αρχή, μέχρι που από χέρι σε χέρι έφτασε σε Καναδά και Ρωσία. Είπαμε να την ξαναγυρίσουμε επίσημα κι όταν βγήκε σαρώσαμε. Στο μεταξύ όλοι οι καλοθελητές μου λέγανε ''Φύγε από κει, θα χαραμίσεις την καριέρα σου''...Έκατσα μετά κι έγραψα ένα σενάριο, ο ''Τσοπάνος'' λεγόταν, ένα ωραίο δημώδες. Έγραφα τα σενάρια, μουσική και στίχους, τραγουδούσα κι έπαιζα εγώ ο ίδιος στην ποντιακή διάλεκτο!
— One man show σα να λέμε.
Ακριβώς (γέλια). Κι άμα δεν αντιγράφαν τότε τα βίντεο-κλαμπ τις κασέτες, θά'χε βγάλει η εταιρεία πολλά εκατομμύρια. Με βλέπαν στα βίντεο-κλαμπ και μου λέγανε: ''Γράφουμε συνέχεια απ' το πρωί ως το βράδυ και τα στέλνουμε στο εξωτερικό''. Στη Ρωσία, έμαθα, που απαγορευόταν το βίντεο, οι άνθρωποι μαζεύονταν κρυφά στα σπίτια κι έκλαιγαν με τον Φλωρινιώτη. Μετά ακολούθησε ένα πολύ δραματικό σενάριο, το ''Κρίμαν'', τα τετράωρα ''Αδέρφια'' σε δύο μέρη, η κωμωδία ''Ο Δέσκαλον'' και μια και απευθυνόμασταν στο εξωτερικό, ''Η Ξενιτεία''!
— Πόσες μέρες κάνατε γύρισμα;
Πριν τα ποντιακά, είχα γυρίσει και με τη ΓΚΡΕΚΑ ΦΙΛΜ του Λεφάκη το ''Η αδερφή μου η τρελοπόντια''. Ο παραγωγός έλεγε ότι σε μια βδομάδα έπρεπε να έχουμε τελειώσει, καλώς ή κακώς. Προχειροδουλειά δηλαδή. Εμάς όμως, η παραγωγός εταιρεία ΒΑΣΙΠΑΠ, που αγαπούσε το ποντιακό τραγούδι και είχε εξελιχθεί στη VIP-VIDEO, μας έδινε δυο και τρεις μήνες για γυρίσματα, τους ενδιέφερε το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Σκηνοθέτης ήταν ο Βασίλης Παπαδόπουλος, ο παραγωγός της ΒΑΣΙΠΑΠ. Κουραζόμουν, αλλά έλεγα ''Αχ Παναγία μου, ας τελειώσει η ταινία και μετά ας πάθω ότι είναι να πάθω''.
— Βλέπω εικόνες στο σπίτι σου. Πιστεύεις;
Ναι. Πιστεύω ότι υπάρχει μια ανωτέρα δύναμη που μ' αγκαλιάζει και όλα μού'ρχονται βολικά.
— Έχεις δει κάποιο αντίστοιχο όραμα;
Ναι, τον Άγιο Νικόλαο. Είναι ο προστάτης μου, του έχω την εικόνα του στον τοίχο και τού'φτιαξα κι εκκλησάκι μινιατούρα στη βεράντα μου. Όταν ήμουν παιδάκι στο ορφανοτροφείο είχα προβλήματα, με διεκδικούσαν δικαστικά η μαμά και η γιαγιά μου, αλλά εγώ έκλαιγα κι ήθελα και τις δύο. Στο δικαστήριο που με ρώτησαν, είπα ''με τη γιαγιά'', γιατί με εκείνη είχα μεγαλώσει από μωρό και έξω μετά η μάνα μου μας είδε που με κρατούσε απ' το χεράκι κι έφυγε με κλάματα. Καθόμουν λοιπόν μόνος μου κι έκλαιγα, είχα ανοιχτά μάτια και ξαφνικά κάνω έτσι κι εμφανίζεται ένας παππούλης με άσπρα γένια! Κάθεται πάνω μου, με χαϊδεύει απαλά και αμέσως εξαφανίζεται. Λέω ''Τι ήταν αυτό τώρα;'' και την Κυριακή που πάμε εκκλησία – παπ – πέφτω πάνω στην εικόνα του Αγίου Νικολάου! Η ίδια μορφή! Δεύτερη φορά τον ξανάδα όταν περίμενα μια δικαστική απόφαση στη διαμάχη με τον ιδιοκτήτη των ''Δειλινών'' που πήγε να με σφάξει με ένα κομμάτι σπασμένο γυαλί. Ήθελε να μου πάρει όλη την περιουσία. Εμφανίζεται πάλι μπροστά μου ο Άγιος Νικόλαος, μου χαμογελάει και λέω ''Να δεις που θα κερδίσω το δικαστήριο''. Μου τηλεφωνούν μετά από δυο μέρες: ''Κέρδισες το δικαστήριο, δε σου παίρνει τίποτα''! Τον γιο μου τον έβγαλα Νικολάκη λόγω του Αγίου Νικολάου!
— Θα πάμε και στα οικογενειακά σου. Θα ήθελα όμως να μου πεις πότε άρχισε να σημειώνει κάμψη η καριέρα σου;
Πολεμήθηκα πολύ κι από εταιρείες κι από συναδέλφους. Μια φορά πήγα στην ΕΡΤ με τραγούδι υποψήφιο για την Eurovision. Μπαίνω μέσα και μου μεταφέρουν ότι κάποιος τεχνικός είπε: ''Θαρθεί τώρα αυτός ο μαλάκας ο Φλωρινιώτης με τα λαμέ του''. Δεν λέω τίποτα, τραγουδάω το κομμάτι και φυσικά η κάμερα δεν έδειχνε εμένα αλλά τα μπούτια μιας χορεύτριας. Τους την έφερα όμως! Λέω έτσι είστε; Βγήκα με κανονικό κοστούμι και παπιόν. Πάω και πιάνω τον τότε Γενικό της ΕΡΤ, Χόνδρος λεγόταν νομίζω: ''Έχω παράπονο, δεν είμαι ικανοποιημένος, γιατί κάποιος αυτό κι αυτό''...Τον φωνάζει μπροστά μου και τον ξεφτίλισε. ''Μην ξαναμιλήσεις έτσι για τον κύριο Φλωρινιώτη και για κανέναν καλλιτέχνη''. Κατάλαβες; Καλά κάναν και την κλείσαν τώρα την ΕΡΤ. Να μην παρεξηγηθώ, δεν αναφέρομαι στους υπαλλήλους που έχασαν τις δουλειές τους οι άνθωποι, αλλά σ' αυτές τις κλίκες, τις παρεούλες.
— Πότε παντρεύτηκες πρώτη φορά, Γιάννη;
Μία φορά παντρεύτηκα. Σχέσεις είχα πολλές πριν, αλλά μία παντρεύτηκα. Το 1974 σε νεαρή ηλικία.
— Ο έρωτας τι θέση είχε στη ζωή σου;
Όλα αυτά ήταν τα παρελκόμενα. Πάνω απ' όλα υπήρχε η καριέρα μου. Και ο έρωτας και το σεξ δεν με ενδιέφεραν τόσο, όσο η δουλειά και το νά'μαι κοντά με τον κόσμο.
— Τη γυναίκα σου πως τη γνώρισες;
Ήρθε με τους γονείς της να μ' ακούσουν που τραγούδαγα με τη Ρίτα Σακελλαρίου. Μικρή ήταν, 15 ετών, μετά με φώναξαν στο τραπέζι τους γιατί τους άρεσα ως τραγουδιστής. Στην αρχή βγαίναμε φιλικά, με τις παρέες της, με τις παρέες μου, δεν έτρεχε τίποτα...Ε μετά που θά'φευγα Αμερική, μου λέει ''Να σε περιμένω;'', λέω ''Τι να με περιμένεις, τι θα το κάνουμε;''
— Ήσουν άπειρος σε τέτοια θέματα;
Δεν ήθελα να παντρευτώ, δεν είχα καμία διάθεση. Μόλις είχα χωρίσει από μια σχέση που ήμουν τρελά ερωτευμένος, η μόνη που αγάπησα και αγαπήθηκα τόσο πολύ και μετά δε μού'κανε αίσθηση τίποτα άλλο. ''Να, σε θέλω'' μου λέει ''και θα σε περιμένω''. ''Καλά, περίμενε'' της λέω ''κάτσε να γυρίσω από Αμερική''. ''Θα μου γράφεις;'' με ρώτησε. ''Ου αμέ'' της κάνω...Πήγα, κάθισα τρεις μήνες, δεν της έγραψα ούτε γράμμα, ούτε τίποτα, γυρίζω. Με πιάνει η μάνα μου ''Το κορίτσι ερχόταν κάθε μέρα εδώ, ενδιαφερόταν για σένα, άντε παντρέψου''! Ξέρεις τώρα, κλασική μαμά, παντρέψου και τέτοια.
— Άρα μου λες παντρεύτηκες παρά τη θέληση σου στην ουσία.
Γενικά, ήθελα να κάνω οικογένεια, να δώσω σε άλλους ότι έλειψε σε μένα. Έλεγα ''Εντάξει, θα την αγαπήσω, με τον τρόπο της θα με κάνει να την αγαπήσω''. Παντρευτήκαμε, αυτό ήταν!
— Τα παιδιά πότε ήρθαν;
Μετά από ένα χρόνο γεννήθηκε ο γιος μου και μετά από τρία η κόρη μου. Τρελαινόμουν, ερχόμουν απ' τη δουλειά, τα ξύπναγα, εκείνη μου φώναζε ''Τι κάνεις; Θα χάσουν τη σειρά τους'', ''βρε άντε από δω, άσε με να τα χορτάσω'' της απαντούσα. Μέχρι σήμερα τα παιδιά μου τα έχω υπό τη σκέπη μου κι είναι κολλημένα απάνω μου!
— Έκαναν δικές τους οικογένειες;
Ο γιος μου μου 'κανε δύο εγγονάκια, τον έναν τον έβγαλε Γιαννάκη, και την Ασπασία, κι η κόρη μου παντρεύτηκε, μού'κανε άλλο ένα, κοριτσάκι, και μετά πήρε διαζύγιο και χώρισε. Γάμος, παιδί και διαζύγιο μέσα σ' ένα χρόνο η κόρη μου!
— Άντρες σίγουρα θα σε ερωτεύονταν, έτσι; Θα βοηθούσε και το ασυνήθιστο look σου.
Κοίταξε, η επιτυχία στη δουλειά μας είναι να σε ερωτεύονται και άντρες και γυναίκες.
— Ο καλλιτένης είναι απ' τη φύση του και λίγο άφυλο πλάσμα;
Ωραίο είναι να νιώθουν έλξη και τα δύο φύλα για σένα. Εγώ τους μπέρδευα όλους. Έρχονταν γυναίκες στο μαγαζί, τις αγκάλιαζα, τις φιλούσα. Έρχονταν άντρες, τα ίδια! Με ρωτάγαν ''Καλά, φιλάς και άντρες και γυναίκες; Τελικά τι ρόλο βαράς;'' ''Μυστήριο'' απαντούσα ''λύστε το μόνοι σας''.
— Ωστόσο, μίλησες για την έλξη των άλλων. Εσύ τι έκανες;
Επιβαλλόταν απ' τη δουλειά, σου είπα. Οι άλλοι με ερωτεύονταν. Δεν τους έκοβα, αλλά ούτε και ελπίδες έδινα. Όταν παντρεύτηκα, εκεί πάθανε όλοι αυτοί το μεγάλο χτύπημα! Λέγανε ''Τι έγινε τώρα αυτός, μια με τα λαμέ και μια με τη γυναικάρα;'' Γιατί, ξέρεις, η γυναίκα μου ήταν και απ' τις πιο όμορφες μεσ'στην Αθήνα, βγαίναμε και παθαίναν πλάκα όλοι. Κούκλα, πανέμορφη! Η πιο όμορφη γυναίκα καλλιτέχνη λέγανε όλοι. Τη γνώρισα όταν ήταν 15, την παντρεύτηκα στα 16. Της είπα ''Φαίνεσαι καλό παιδί, εγώ δεν είμαι για γάμους, αλλά μου κάνεις γιατί θέλω να κάνω οικογένεια. Με τον τρόπο σου κάνε με να σ'αγαπήσω, αλλά να, ξέρεις, εγώ έχω κάνει αυτό, έχω κάνει εκείνο και σ'τα λέω καλύτερα από τώρα για να μην τα μάθεις μετά από άλλους''...
— Πάντως, η πρώτη σου ερωτική εμπειρία με μία γυναίκα ήταν σχεδόν τραυματική. Τά'χες πει μια φορά παλιότερα.
Από τη Φλώρινα με πήρε μια τραγουδίστρια, μεγάλη κυρία σήμερα, και με πήγε στο σπίτι της. Λέει ''να κάνουμε ένα μπάνιο''. Βγάζει τη σκάφη, ζεσταίνει νερό, με γδύνει, εγώ μένω με το σλιπάκι. Κάνω ''Όχι εγώ δεν...'' ''Χαζός είσαι;'' μου κάνει. Μου το βγάζει το σλιπάκι, με κάνει μπανιο, πάμε για ύπνο. Είχε δύο κρεβάτια. ''Έλα δω να κοιμηθείς με τη μαμά'' μου λέει, 13 - 14 ήμουν.
— Ακούγεται πολύ kinky ιστορία.
Ναι. Πάω να κοιμηθώ, αρχίζει να με χαϊδεύει, τούμπανο μ' έκανε. Μ' ανεβάζει πάνω της, αρχίζω εγώ να κουνιέμαι...''Τι κάνεις, ρε, τη μάνα σου;'' και μου χώνει ένα χαστούκι! Με πετάει απ' το κρεβάτι, τα μαζεύω εγώ, κάνω να φύγω, Τρέχει από πίσω μου ''Συγνώμη, άντε έλα πάλι''. Ξαναπάω, αρχίζει πάλι να με χαϊδεύει, κάναμε την πράξη και μετά με βουτάει απ' το λαιμό: ''Τι έκανες, κωλόπαιδο; Τελείωσες μέσα μου; Άμα έχω μείνει έγκυος θα σε σκοτώσω'' κι άρχισε να με κυνηγάει να με δείρει.
— Ποιους συναδέλφους σου αγαπάς σήμερα;
Την Έφη Θώδη. Έχουμε δεθεί πάρα πολύ σα φίλοι κι έχουμε κάνει δύο τραγούδια μαζί. ''Η βλάχα και ο Πόντιος'' σκίζει στο youtube! Γυρίσαμε μαγαζιά και πανηγύρια και τα γεμίσαμε. Κάνω εγώ σόου λαϊκό και μετά βγαίνει κι εκείνη με τα δημοτικά της.
— Κι η Έφη Θώδη έζησε μια Κόλαση δια της τηλεοράσεως.
Είναι γλυκύτατη και όλοι με ρωτάνε ''Είναι καλά αυτή;'' Καλά είναι, μια χαρά, έναν κλονισμό νευρικό είχε πάθει η γυναίκα...
— Θα μπορούσες να υποστείς κι εσύ έναν ανάλογο νευρικό κλονισμό;
Όχι, γιατί έχω πολλή υπομονή και ούτε ειδήσεις δε βλέπω να μη στενοχωριέμαι.
— Με τι θα έκλαιγες;
Με τα τουρκικά σήριαλ ή με τις δικές μου τις ποντιακές ταινίες.
— Κλαις με τις ερμηνείες σου, όπως έπαιζες;
Ναι, ναι, και με τα σενάρια. Αφού όταν τά'γραφα, βρεχόταν το χαρτί απ' τα δάκρυα και τό'σκιζα γιατί λερωνότανε! Σκεφτόμουν ''Για να κλαίω εγώ, φαντάσου οι άλλοι τι θα πάθουν''...
— Προτιμάς δηλαδή να κλαις με πιο ψεύτικες καταστάσεις, πιο φτιαχτές.
Όχι, και με πραγματικές. Παλιότερα έκλαιγα πολύ, τελευταία έχω σκληρύνει. Κλαίω για τους άλλους, όχι για μένα.
— Λες για τους άλλους, άρα να φανταστώ ότι υπήρξες ελεήμων στη ζωή σου.
Γι' αυτό δεν έχω λεφτά. Στη ''Νέα Αθηναία'' είχα δώσει λεφτά σε ζητιάνους και την επόμενη περίμεναν ουρές, ο ιδιοκτήτης με έβγαζε απ' την πίσω πόρτα. Παντού όπου πήγαινα βοηθούσα χωρίς λεφτά, σε θέατρα, σε αναψυκτήρια, σ' όποιον με είχε ανάγκη. Ήμουν και σπάταλος, αλλά ευτυχώς κράτησα κάποια λεφτά για τα παιδιά μου.
— Είσαι 67 ετών. Αισθάνεσαι πιο κοντά στο θάνατο, μεγαλώνοντας κι άλλο;
Όταν ήμουν παιδάκι υπήρχαν κάτι πουλάκια σε κλουβί που τους έριχνες μια δεκάρα και σου βγάζαν χαρτάκι με τα μελλούμενα. Μια μέρα σε μένα έτυχε το εξής χαρτάκι: Θα πολεμηθείς πολύ, θα γίνεις Μέγας μια μέρα και θα πεθάνεις 84 ετών. Όλα τα άλλα γίναν, γιατί να μη γίνει και τ' αλλο; Άρα δεν έχω να ανησυχώ, την αράζω, δουλεύω και περιμένω (γέλια)
— Γιάννη Φλωρινιώτη, τελικά πειράζει πού'σαι μεγάλη φίρμα;
Γιατί να πειράζει; Φασολάδα είναι; Και σε όσους με πολέμησαν, πες τους τα εσύ καλύτερα μ' αυτή τη συνέντευξη. Σου περιέγραψα τη ζωή μου ολόκληρη.
— Σ' ευχαριστώ πολύ.
Εγώ σ' ευχαριστώ
Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στη LiFO τον Οκτώβρη του 2014.