Τα «Μικροαστικά» [ΕΜΙ/ Columbia, 1973] των Λουκιανού Κηλαηδόνη και Γιάννη Νεγρεπόντη (1930-1991) είναι ένας πολύ αγαπημένος δίσκος. Από τότε που τον άκουσα για πρώτη φορά καρφώθηκαν στη μνήμη μου όχι μόνο οι μελωδίες του Λουκιανού, μα και οι πικροί στίχοι του Νεγρεπόντη…
Το θέατρο πανάκριβο, το σινεμά επίσης
κι η μοναξιά αφόρητη στο σπίτι να καθήσεις.
Διάλεξις εδίδετο περί του Μαλακάση
κι είπε κι αυτός ο έρημος να πάει να ξεσκάσει…
Τι έξοχα λόγια! Πόσο λιτά και πόσο μεστά περιγράφεται ο υποσιτισμένος βίος, αλλά την ίδιαν ώρα και η ανάγκη να είσαι «ένας» ανάμεσα σε «κάποιους». Ευφυές!
Αλλά κι εκείνες οι στροφές από τον «Γάμο»…
Σε δυο πανέρια οι μπουμπουνιέρες
κι οι ανθοδέσμες στη σειρά
η νύφη μόνο δεκαεννιά
και του γαμπρού οι μέρες μετρημένες.
Ο γάμος έμοιαζε κηδεία
όταν σταθήκαν στη σειρά
κουμπάρος, σόι και λοιπά
στη σκάλα για να βγουν φωτογραφία…
Τι εικόνες! Και τι σπαραξικάρδια αποτύπωση της αδήριτης υποκρισίας μιας γαμήλιας… τελευτής. Σπουδαίος ο Νεγρεπόντης! Από τότε είχε «γράψει» μέσα μου…
Τα «Μικροαστικά», τα ποιήματα, που δεν ήταν μόνο 14 (τα του δίσκου), αλλά στην πραγματικότητα… 109(!) γράφτηκαν στο διάστημα 1966-1973, με τα πιο πολλά, πάντως, να αφορούν στην περίοδο 1971-1973, όταν ο Γιάννης Νεγρεπόντης, που ήταν Αριστερός, ήταν θεωρητικά ελεύθερος. Το τονίζω, γιατί ανάμεσα στα χρόνια 1967-1970 είχε «παραθερίσει» και εκείνος στη Γυάρο και τη Λέρο.
Όπως θυμάται και ο Κηλαηδόνης («100 δίσκοι και η ιστορία τους», 29/6/2003, Ειδική έκδοση του «Κ» της «Καθημερινής»):
«Είναι αρχές του 1971 όταν γνωρίζω τον Γιάννη Νεγρεπόντη μέσω του Λευτέρη Παπαδόπουλου και του Μάνου Λοΐζου. Ο Γιάννης μόλις έχει γυρίσει από εξορία και λίγες μέρες αφότου γνωριστήκαμε μου είπε ότι έχει κάποιες δουλειές έτοιμες από στίχους και θα ήθελε να τις δω. Ήταν τα ‘Μικροαστικά’, που στην πρώτη μορφή που μου τα έδωσε ο Γιάννης ήταν 5 ή 6 τραγούδια. Είναι 1971, είναι δικτατορία, τα τραγούδια σαφώς αριστερά.(…)
Αν και αυτά τα κομμάτια ήταν γραμμένα από τον Γιάννη πριν από τη δικτατορία, ο Γιάννης ξαναζεστάθηκε και αποφάσισε να συνεχίσει. Έγραψε καμιά δεκαριά, τα οποία στη συνέχεια μελοποίησα. Αυτά είναι τα ‘Μικροαστικά’ μια δουλειά γραμμένη το 1971. Το ’73, το καλοκαίρι, ακούγεται ότι θα γίνει η κυβέρνηση Μαρκεζίνη και ότι θα χαλαρώσει κάπως η λογοκρισία, ότι θα επιτραπούν τα τραγούδια του Μίκη κ.λπ. Τότε αποφασίζουμε και στέλνουμε τα ‘Μικροαστικά’ στη λογοκρισία. Κάποια τα κόβουν εντελώς, κάποια δεν τα στέλνουμε σίγουροι πως θα κοπούν και σε κάποια μας διορθώνουν μερικές λέξεις. Στον δίσκο μπήκανε αυτά που μπήκανε, περίσσεψαν και κάποια κομμένα».
Αλλά και από το ogdoo.gr (1/6/2013) πάλι ο Κηλαηδόνης:
«Είχα ήδη γράψει το 1971 τα ‘Μικροαστικά’ του Νεγρεπόντη, τα οποία δεν μου τα έβγαζε ο Λαμπρόπουλος. Του τα ’δινα, τ’ άκουγε και μου ’λεγε “δεν τα βγάζω”. Μετά μου ’λεγε “να τα πει ο Ανδρεάδης”. Του λέω “γιατί να τα πει ο Ανδρεάδης;”, μου λέει “γιατί είναι κωμικά”. “Μα δεν είναι κωμικά τα τραγούδια αυτά. Μπορεί να ’χουνε κάποια πλάκα, αλλά δεν είναι για να τα κοροϊδέψουμε…”. Ο Γκάτσος που τα είχε ακούσει μου είχε πει “αυτή είναι μια σπουδαία δουλειά Λουκιανέ, να τη βγάλεις”. Του λέω “δε μου τη βγάζει ο Λαμπρόπουλος”. “Περίμενε, κάτι μπορεί να γίνει και να βγει” μου ’λεγε.
Και πράγματι. Ένας παραγωγός που στάθηκε δίπλα μου όλα αυτά τα χρόνια, από το ξεκίνημα δηλαδή, ήταν ο Γιώργος Μακράκης(…). Εκείνος λοιπόν, κάποια στιγμή που του ’λεγα για τα ‘Μικροαστικά’, μου είπε: “Θα σου πω κάτι, αλλά να μείνει μεταξύ μας. Σε λίγο καιρό, οι Εγγλέζοι, η EMI δηλαδή, θα στείλουν εγγλέζο διευθυντή. Σ’ αυτόν θα στα περάσω εγώ τα Μικροαστικά”. Και πράγματι ήρθε ο Jameson, κι επειδή δεν ήξερε τίποτα, εμπιστεύθηκε τον Μακράκη, που ήταν ο πιο έμπειρος παραγωγός και βγήκαν».
Τα «Μικροαστικά» κυκλοφορούν τον Οκτώβριο του '73, ένα μήνα πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, σε κόκκινο βινύλιο! Ορισμένες φορές ήταν ν' απορείς με τις... ανοχές του καθεστώτος. Από τη μια μεριά έκοβαν ασήμαντες λέξεις (έκοβαν και σημαντικές), επιτρέποντας από την άλλη την κυκλοφορία ενός κατακόκκινου δίσκου.
Ο δίσκος κυκλοφορεί όπως προείπα ένα μήνα πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου σε κόκκινο βινύλιο! Ορισμένες φορές ήταν ν’ απορείς με τις ανοχές των υπαλλήλων του καθεστώτος. Από τη μια μεριά έκοβαν ασήμαντες λέξεις (έκοβαν και σημαντικές), επιτρέποντας από την άλλη την κυκλοφορία ενός κατακόκκινου δίσκου. Τώρα, βεβαίως, επειδή το… χρώμα του βινυλίου δεν κατατίθετο στην επιτροπή λογοκρισίας μπορεί να πέρασε στο ντούκου – αν και δεν θα πρέπει να αποκρυβεί το γεγονός πως «κόπηκαν» και κανονικά βινύλια (μαύρου χρώματος εννοώ). Δεν ξέρω πόσα ήταν τα μεν και πόσα τα δε. Πάντως και τα κόκκινα, μέσα στα χρόνια, οξειδώνονταν και μαύριζαν! Το δικό μου το είχα αγοράσει «κόκκινο» στα μέσα του ’80 και τώρα είναι σχεδόν ολόμαυρο!
Ο Κηλαηδόνης έγραψε πολύ ωραίες μουσικές για τα ποιήματα του Νεγρεπόντη. Στις επιρροές του αναφέρεται ο ίδιος στο σημείωμα του άλμπουμ:
«Μέσα στα ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΑ μπορεί κανείς να βρει όλες τις μουσικές που άκουσα στα διαλείμματα των θερινών σινεμά των παιδικών μου χρόνων, στους διαδρόμους των πρώτων πολυκατοικιών που γνώρισα, σε σπίτια που γιόρταζαν κάτι, στις αναμεταδόσεις των παρελάσεων από το ραδιόφωνο. Μπορεί ακόμα να βρει την ατμόσφαιρα που υπήρχε διάχυτη τα χειμωνιάτικα απογεύματα με ήλιο στην Πανεπιστημίου έξω από το ΡΕΞ, στην ψηλοτάβανη εκείνη αίθουσα του Ιπποδρόμου του Δέλτα και στις ταινίες του Χώμφρευ Μπόγκαρτ.
Έγραψα ακόμα μουσική για πράγματα που συνέβησαν πριν γεννηθώ και για άλλα πολύ σημερινά. Δεν νοσταλγώ, δεν ‘βγάζω’ μιαν εποχή, ούτε προσπαθώ να συντηρήσω πράγματα που χάθηκαν. Λέω τη γνώμη μου πάνω σε όσα, χρόνια τώρα, μου λέγανε».
Υπάρχουν, λοιπόν, αναφορές στο ελαφρό τραγούδι, στην jazz, το blues, τα εμβατήρια, τα δημοτικά τραγούδια, το rock, την country…, αλλά και στις μουσικές του Ελεύθερου Θεάτρου (Σκυλοδήμος, Χρυσομάλλης και όλοι οι υπόλοιποι γνωστοί).
Οι μουσικοί συνέβαλαν, οπωσδήποτε, σ’ αυτό. Πρώτος όλων ο ροκάς Γιάννης Κιουρκτσόγλου (από τους Loubogg του ’60 και τους Πελόμα Μποκιού των seventies), που είχε ένα ενορχηστρωτικό και κιθαριστικό πρόσταγμα. Δίπλα δύο από τα Μπουρμπούλια του Σαββόπουλου, ο Βασίλης Ντάλλας στο μπάσο και ο Νίκος Τσιλογιάννης ντραμς, και ακόμη οι Γιάννης Θεοδωρίδης τρομπέτα, Γιάννης «Μπαχ» Σπυρόπουλος τούμπα, Σ. Τσόκαλης χαβάγια, Βαγγέλης Μανιάτης scacciapensieri (άρπα σαγονιών, που βγάζει έναν σαν-ηλεκτρονικό ήχο – τον ακούμε στο «Κάποιος παληός συνάδελφος»), Τάσος Διακογιώργης μεταλλόφωνο, Κίμων Βασιλάς αρμόνιο, Ανδρέας Ροδουσάκης κοντραμπάσο, Τίτος Καλλίρης ηλεκτρική κιθάρα, Γιώργος Λαβράνος ντραμς κ.ά. Φοβερές μονάδες! Η Εθνική Ελλάδος!
Ξεχωριστής μνείας χρήζουν, βεβαίως, και οι φωνές του πρόωρα χαμένου Μίμη Χρυσομάλλη («Μακρυά από την πόλη»), του ακόμη πιο πρόωρα χαμένου Νίκου Σκυλοδήμου («Πρωινή γυμναστική»), του Λάκη Χαλκιά («Ξερίζωμα»), της Ιωάννας Κιουρκτσόγλου («Στη μικρή αίθουσα εκθέσεων Παρνασσού») και του Νίκου Ρουσέα («Ρέκβιεμ»). Και βεβαίως η φωνή και το πιάνο του Λουκιανού Κηλαηδόνη, που τα δίνει όλα στο «Κολλήγα γιος», στο «Ντροπή τέτοιο παιδί» και τη «Μάρω».
Ποια τραγούδια δεν πέρασαν από τη λογοκρισία; Ο Κηλαηδόνης θα τραγουδούσε μερικά απ’ αυτά τα επόμενα χρόνια. Ανάμεσά τους: «Το δίλημμα» («Μου ’παν θα βγεις απ’ τη δουλειά σου/ αν πας με την Αριστερά»…), «Η κληρονομιά» («Να δείτε που κληρονομιά/ κανείς δεν θα προφτάσει/ γιατί αυτό το χούφταλο/ όλους μας θα μας θάψει»…), η «Υπαλληλία…» («Σ’ ένα γραφείο/ τρία επί τρία/ ζωή κοινή, επίπεδος/ ξένη και αλλοτρία…»…), «Η μεσαία τάξις» («Η τάξις μεσαία/ στύλος είναι του Κράτους/ κι αντίθετος σε όλους/ αυτούς τους επαράτους/ των άκρων οπαδούς») και ακόμη το έξοχο «Γενεαλογικόν δέντρον» πάνω στη μουσική της «Casta Diva» του Bellini («Ο παππούς μου αγροφύλαξ/ ο πατήρ μου χωροφύλαξ/ όσο δι’ εμέ τον ίδιο/ εις την Πάτρα αστυφύλαξ/ ενώ ο γιος μου στην Αθήνα/ σ’ Υπουργείο αρχειοφύλαξ/ ο καθείς θεματοφύλαξ/ των οσίων και ιερών…»).
Ε, είχε τους λόγους της η λογοκρισία να τα κόψει…
Αλλά και σ’ αυτά που πέρασαν, κι έγιναν γνωστά από τον δίσκο, επίσης έβαλε το χεράκι της. Έχει νόημα να δούμε τι έγραψε αρχικώς ο Νεγρεπόντης και τι ακριβώς ακούστηκε στο βινύλιο...
Η επιτυχία των «Μικροαστικών», τόσο του δίσκου (10/1973), όσο και του βιβλίου που ακολούθησε (4/1974), υπήρξε άμεση. Και μεγάλη. Αυτό το αντιλήφθηκε πρώτος ο Γιάννης Νεγρεπόντης και κάπως έτσι προχώρησε σε μια «θεατροποίηση» των «Μικροαστικών» του.
Στο «Κολλήγα γιός» κόπηκε μία ολόκληρη στροφή. Η εξής: «Μια ζωή μετρημένη πικρή/ ό,τι πέτυχα μ’ αίμα κι ιδρώ/ τέλος πάντων τι θέλουν αυτοί/ που τα βάζουν με το καθεστώς».
Στην «Πρωινή γυμναστική» έχει αλλάξει σε πολύ μεγάλο βαθμό το… πρόγραμμα. Λέει κάπου ο Νεγρεπόντης: «Ανάπαυσις. Προσοχή. Διάστασις. Ανάτασις. Το αυτό εις χρόνον γοργορότερον, εισπνέοντες και εκπνέοντες πάντοτε εις τον αυτόν ρυθμόν, και μηδαμώς σκεπτόμενοι. Η πολλή σκέψις τρώγει τον αφέντη, λέγει και πολύ ορθώς ο λαός». Κάτι τέτοια ενοχλούσαν, όπως φαίνεται...
Στο «Γάμο» λείπει ένα δίστιχο από την επωδό. Στον δίσκο ακούμε: «Κρίμα το κοριτσάκι, κρίμα/ τι κάνει τ’ άτιμο το χρήμα», ενώ στην πραγματικότητα αυτή συμπληρώνεται με δύο ακόμη στιχάκια: «μα τι να πεις κυρά Κατίνα/ την σήμερον αυτή ν’ η κοινωνία…». Κόπηκαν κι αυτά.
Στο «Ντροπή τέτοιο παιδί» ακούμε: «Μπλεξίματα δεν θέλαμε/ στην οικογένειά μας/ και πέρα δεν κοιτάζαμε/ απ’ τα συμφέροντά μας/ κι αν άκουγε τα λόγια μας/ τα λόγια τα δικά μας/ μυαλό θα είχε ο γιόκας μας/ για τα συμφέροντά μας». Στην πράξη ο Νεγρεπόντης είχε γράψει: «Μπλεξίματα δεν θέλαμε/ στην οικογένειά μας/ και πέρα δεν κοιτάζαμε/ απ’ τα συμφέροντά μας/ κι αν τα αισχρά δεν είτανε/ πανεπιστήμιά μας/ μυαλό θα είχε ο γιόκας μας/ για τα συμφέροντά μας». Αντιλαμβάνεστε τι έγινε… Στο ίδιο επίσης τραγούδι ο στίχος «έναν αντάρτη βγάλαμε στην οικογένειά μας» ήταν αρχικά «επαναστάτη βγάλαμε στην οικογένειά μας…». Ο «αντάρτης» δηλαδή ήταν προτιμότερος από τον «επαναστάτη»…
Τέλος, κάτι εντελώς ανούσιες μικροαλλαγές παρατηρούνται στην «Αίθουσα εκθέσεων» και στη «Μάρω». Γενικώς, ο δίσκος υπέφερε.
Τι δεν υπέφερε; Το βιβλίο του Γιάννη Νεγρεπόντη με τα 109 ποιήματα των «Μικροαστικών» που τυπώθηκε από τον Ολκό τον Απρίλιο του ’74 (επί δικτατορίας Ιωαννίδη δηλαδή) και τούτο επειδή η προληπτική λογοκρισία για τα βιβλία είχε αρθεί ήδη από το φθινόπωρο του 1969.
Μια εύλογη ερώτηση θα ήταν η εξής. Γιατί από την προληπτική λογοκρισία –που προϋπήρχε της δικτατορίας και που συνεχίστηκε και μετά απ’ αυτήν– δεν απαλλάσσονταν και τα τραγούδια εκτός από τα βιβλία;
Την απάντηση την είχε δώσει ο ίδιος ο «θεωρητικός της χούντας», ο Γεώργιος Γεωργαλάς. Το είχα αναφέρει αυτό σ’ ένα παλιότερο κείμενο που είχα γράψει στο «δισκορυχείον» σχετικό με τον Μίκη Θεοδωράκη, αλλά έχει νόημα να το πούμε και τώρα. Έγραφε ο Γεωργαλάς στο βιβλίο του «Η Προπαγάνδα/ Μεθοδική και Τεχνική της Αγωγής των Μαζών» [Γεωργιάδης – Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα 1967… ο εκδότης ήταν ο πατέρας του Άδωνι…]:
«Η μουσική είναι η λιγώτερο ‘λογική’ από όλες τις τέχνες, η πιο συναισθηματική. Γι’ αυτό, ουσιαστικά, αποτελεί μία ‘έκκλησι στο υποσυνείδητο’. Η μουσική δεν ελέγχεται από το λογικό, αλλά επιδρά στο σύνολο της ψυχικής ζωής (ένστικτα, ροπές) που είναι κοινή για όλους στην βάσι της. Γι’ αυτό ακριβώς και προκαλεί ‘κοινότητα αντιδράσεων’. Είναι το πιο κατάλληλο μέσο μαζοποιήσεως. Οι άνδρες της μονάδος που βηματίζουν παρελαύνοντας με τον ίδιο σκοπό, τα μέλη της συγκεντρώσεως που τραγουδούν τον ίδιο ύμνο, οι διαδηλωταί που εμπνέονται με τον ίδιο ρυθμό, ‘χύνονται’ σε ένα κοινό καλούπι, γίνονται μάζα. Όπως παρατηρεί ο Χόλυ Ρόλλερς, μια κατάλληλη μουσική, φέρνει μαζική ύπνωσι ή υστερία, κυρίως όταν τραγουδιέται μαζικά. Έτσι διαλύει το άτομο μέσα στη μεγάλη μάζα, και το συγχωνεύει μ’ αυτήν. Το μαζικό τραγούδι είναι το καλύτερο μέσον για να μεταμορφώσης το πλήθος σε ομόψυχη μάζα και να της δώσης τα αντανακλαστικά του ενός όντος. (…)».
Το τραγούδι δηλαδή, εν αντιθέσει με το βιβλίο –που το διαβάζει καθένας μόνος του, στο σπίτι του και δεν τρέχει τίποτα– έχει την ικανότητα να συνεγείρει τα πλήθη. Εξαπλώνεται ταχύτητα, μεταφέρεται από στόμα σε στόμα, γίνεται κοινό κτήμα σε χρόνο dt, συντροφεύοντας (ή και υποβάλλοντας) τις όποιες αντιδικτατορικές (στην περίπτωσή μας) διαθέσεις. Να γιατί το τραγούδι έχει ταλαιπωρηθεί, στη σύγχρονη ιστορία μας (προχουντική, χουντική και μεταπολιτευτική), απείρως περισσότερο από το βιβλίο.
Μεταφέρω δύο ποιήματα από τα «Μικροαστικά» του Γιάννη Νεγρεπόντη (που δεν μελοποιήθηκαν από τον Λουκιανό Κηλαηδόνη) έτσι όπως καταγράφονται στην έκδοση του Ολκού…
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΣΥΝΟΙΚΕΣΙΩΝ…
Συνταξιούχος με αρχάς
και με καλήν υγείαν
νέαν ζητεί να έλθωσι
εις γάμου κοινωνίαν.
Οικοπεδούχος σοβαρά
μιας κάποιας ηλικίας
νέον ζητεί ως σύζυγον
και στύλον της οικίας.
Πολιτικός μηχανικός
σπουδάσας εν Γαλλία
νύφην ζητεί πολύφερνον
με πολυκατοικία.
Τελειωμένος ιατρός
νέαν ζητεί με μέλλον
και αντί προικός να διέθετε
στο ΙΚΑ κάποιο μέσον.
Νύφη ελληνοχριστιανή
ει δυνατόν παρθένον
νέος ζητεί που υπηρετεί
εις το κατεστημένον.
ΜΙΚΡΟΑΣΤΟΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ
Αριστερός μικροαστός
φροντίζει και κοιτάζει
για να ’ναι ενήμερος κι αυτός
η τέχνη πια τι βγάζει…
Του Ρίτσου παίρνει τ’ άπαντα
ρεπρουντουξιόν κοιτάζει
παιδεύεται, ιδροκοπά
μα νόημα δε βγάζει.
Μα σαν μιλά για ονόματα
λέει πως είν’ μεγάλοι
γιατί το λένε διεθνώς
τόσοι και τόσοι άλλοι.
Στερείται δε του σινεμά
ακόμα και του αστείου
αν δε διαβάσει κριτική
του Κώστα Σταματίου!..
Η επιτυχία των «Μικροαστικών», τόσο του δίσκου, όσο και του βιβλίου που ακολούθησε, υπήρξε άμεση. Και μεγάλη. Αυτό το αντιλήφθηκε πρώτος ο Γιάννης Νεγρεπόντης και κάπως έτσι προχώρησε σε μια «θεατροποίηση» των «Μικροαστικών» του. Μεταπολίτευση πια, με τον ίδιο το συγγραφέα να σημειώνει για την παράσταση στο περιοδικό «Θεατρικά» [Νο 21, Δεκέμβριος 1974]:
«Η μικροαστική τάξη, που σ’ αυτήν ανήκω κοινωνικά και ταξικά, περνάει, το θέλω δεν το θέλω, σ’ ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς μου από το πρώτο μου κιόλας βιβλίο, το ‘Πρόσωπα και Χώρος’. Η ιδεολογική τοποθέτηση των γονιών μου, που αν και μικροαστοί βρίσκονται ν’ αγωνίζονται από το 1930 στην τότε πρωτοπορία της Εργατικής Τάξης, οπωσδήποτε παίζει ρόλο στη διαμόρφωσή μου από παιδί να βλέπω τα πράματα αλλιώς.(…)
Κάπου τότε, μετά το 1965, αντιμετωπίζω το χώρο του τραγουδιού και νοιώθω την ανάγκη να γράψω. Μια αλλαγή στις έως τότε αισθητικές μου αντιλήψεις. Μια διέξοδος στο τι υπήρχε. Προσωπική διέξοδος ενός συγγραφέα χωρίς ‘φιλοδοξίες’, για να πει τα πράματα αλλιώς. Κι’ απόδειξη αυτού το γεγονός πως κατέφυγα σε παληές φόρμες δοκιμασμένες (Καρυωτάκης, Βάρναλης κ.ά. παραδοσιακοί). Άρχισα τότε να γράφω πολιτικό τραγούδι, που ένα μέρος του ήταν τα ‘Μικροαστικά’, τα οποία μελοποιήθηκαν το 1971 από τον Λουκιανό Κηλαηδόνη. Συνέχεια των τραγουδιών αυτών ήταν ένα σενάριο με συγκεκριμένο στόχο την απόδοση της ψυχοπαθολογίας της μικροαστικής οικογένειας, τον πυρήνα της διαμόρφωσης του πνεύματος του μικροαστισμού.
Η θεατρική φόρμα απόδοσης του ίδιου θέματος είναι αποτέλεσμα συνεργασίας με το Μικρό Θέατρο.(…) Στη σκηνοθέτη Χαρά Κανδρεβιώτου παρέδωσα υλικό προς παράσταση. Και το υλικό αυτό ήταν τα τραγούδια του δίσκου, το βιβλίο μου ‘Μικροαστικά’ και μια σειρά από μονολόγους, ντουέτα, παρλάτες και σκετς. Έξω από το δίσκο και το βιβλίο, όλα τ’ άλλα τα έγραψα με μια διάθεση κεφιού και διάχυτων προθέσεων τού λίγο απ’ όλα.(…)
Για την προσέγγιση του θέματός μου αυτό που ξέρω είναι ότι κι από τα τραγούδια, και από το βιβλίο, και από το θέατρο άλλοι βρήκαν πως αντιμετωπίζω τους μικροαστούς με πολλή κακία και άλλοι με πολλή συμπάθεια. Σ’ αυτά θα είχα ν’ απαντήσω πως ούτε το ένα, ούτε το άλλο συμβαίνει. Κι αυτό γιατί το θέμα μου δεν είναι ο μικροαστοί, αλλά ο μικροαστισμός σαν ψυχολογία, νοοτροπία, στάση ζωής και κοινωνικό φαινόμενο.(…)».
Τα «Μικροαστικά» ανεβαίνουν στο Μικρό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Χαράς Κανδρεβιώτου την 6/11/1974. Στους διαφόρους ρόλους εμφανίστηκαν οι ηθοποιοί: Γιάννης Νικολαΐδης, Τζένη Στεφανάκου, Γ. Γεωργίου, Β. Καμίτσης, Α. Μάνδηλας, Κ. Λάσκος, Χαρά Κανδρεβιώτου, Πίτσα Κονιτσιώτου, Χρυσούλα Τσακάλου, Χρήστος Δοξαράς και Γιάννης Αλεξανδράκης.
Το 1989 (ενόσω ζούσε ακόμη ο Γιάννης Νεγρεπόντης) τα «Μικροαστικά» ανεβαίνουν και σε μια κρατική σκηνή, στο ΚΘΒΕ, σε σκηνοθεσία και πάλι Χαράς Κανδρεβιώτου (και χορογραφίες Γιάννη Φλερύ). Όπως μαθαίνουμε από το σχετικό site είχαν δοθεί 34 παραστάσεις –Βασιλικό Θέατρο, 18/3- 23/4/1989– τις οποίες είχαν παρακολουθήσει περισσότεροι από δέκα χιλιάδες θεατές…
σχόλια