Ο Hrach Altunyan υπάρχει εδώ και χρόνια στη μουσική σκηνή της Αθήνας. Μπλούζμαν, κιθαρίστας και τραγουδοποιός με έναν ήχο που ξεκινάει από το rhythm'n'blues και τη σόουλ, με έντονα μπλουζ στοιχεία, μόνος του ή με την μπάντα του, τη Hrach Altunyan Band, έχει κυκλοφορήσει ένα άλμπουμ και δύο EP, και έχει γράψει μουσική για το σινεμά. Πρόσφατα αποφάσισε να κάνει στροφή στην καριέρα του, κάνοντας ένα restart, αναζητώντας τα ίχνη της μουσικής που τον μεγάλωσε, του χιπ-χοπ, με τη βοήθεια του Thanasimos. Το «If I was a God» είναι το πρώτο κομμάτι της συνεργασίας τους και ένα νέο ξεκίνημα.
— Σε λένε όντως Χρατς;
Το Χρατς είναι Hrach, με αρμένικη προφορά, με παχύ χ και τς. Στα αρμένικα σημαίνει «πύρινα μάτια». Eπειδή εδώ δεν υπάρχει αυτή η προφορά με φωνάζουν «χρατς».
— Έχεις γεννηθεί στην Ελλάδα;
Γεννήθηκα το 1989 στο Γιερεβάν της Αρμενίας και τον Οκτώβριο του 1995 ήρθαμε στην Ελλάδα οικογενειακώς, οι γονείς μου, η μεγαλύτερη αδελφή μου και εγώ. Δεν ξέραμε τη γλώσσα, το μόνο που ήξερε ο πατέρας μου ήταν ότι υπήρχε κάποια θεία από την πλευρά της γιαγιάς που είχε έρθει στην Αθήνα μετά τη γενοκτονία στην Αρμενία. Ήρθαμε στην Ελλάδα με ένα χαρτί που έγραφε ‒για τον πατέρα μου‒ «είμαι γλύπτης», μόνο αυτό. Το πρώτο πράγμα που κάναμε όταν φτάσαμε στην Αθήνα ήταν να πάμε στην αρμένικη εκκλησία στην Κουμουνδούρου. Περπατάγαμε οικογενειακώς στον δρόμο και μια κυρία που μας είδε από το παράθυρο βγήκε και μας ρώτησε στα αρμένικα: «Είστε Αρμένηδες;». Είχε δει το κολιέ που φορούσε η μάνα μου, το οποίο υπήρχε μόνο στην Αρμενία. Έτσι γίναμε φίλοι με αυτή την οικογένεια και μας βοήθησαν πάρα πολύ. Μετά πήγαμε να βρούμε τη θεία, που ήταν πολύ ηλικιωμένη. Χτυπήσαμε την πόρτα της, άνοιξε και είδε ένα ζευγάρι με δυο παιδιά. Ο πατέρας μου της είπε «είμαι γλύπτης», αλλά επειδή οι Αρμένηδες της Ελλάδας μιλούσαν διαφορετικά τα αρμένικα, κατάλαβε ότι είναι φωτογράφος. Τέλος πάντων, μας βοήθησαν κι αυτοί και κάπως έτσι ξεκίνησε το ταξίδι μας στην Ελλάδα.
Δεν μου βγήκε ποτέ να γράψω στα ελληνικά. Και οι σπουδές μου ήταν στα αγγλικά ‒σπούδασα επικοινωνία‒, οπότε, επειδή το λεξιλόγιό μου στα ελληνικά δεν είναι και το πιο πλούσιο, σε αντίθεση με τα αγγλικά, αισθανόμουν πιο άνετα να γράφω αγγλικό στίχο.
Μία από τις πιο ωραίες αναμνήσεις που έχω είναι όταν νοικιάσαμε το πρώτο μας σπίτι. Δεν είχαμε τίποτα, μόνο ένα χαλί και δύο ράντζα που μας είχαν δώσει. Μόλις ο πατέρας μου βρήκε την πρώτη του δουλειά, έφερε μια τούρτα και κάτσαμε στο χαλί οι τέσσερίς μας και τη φάγαμε. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτή την εικόνα.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά πράγματα που έχω να πω για τον πατέρα μου, τον Γκάγκικ Αλτουνιάν, τον οποίο έχασα πέρσι τον Φλεβάρη, είναι ότι, παρότι πέρασε δυσκολίες, αυτό που έκανε, και νομίζω είναι υποχρέωση κάθε καλλιτέχνη να κάνει, είναι ότι μας έμαθε όλα να τα βλέπουμε σαν να είναι παιχνίδι, ένα παραμύθι. Τα έργα του είναι αναμνήσεις του οι οποίες δεν είναι και πάρα πολύ ευχάριστες, αλλά είναι σαν παιδικά παραμύθια. Ο μπαμπάς δούλεψε στην Ελλάδα μόνο ως γλύπτης, δεν δέχτηκε να κάνει τίποτε άλλο στη ζωή του εκτός από αυτό που είχε σπουδάσει, με όλες τις δυσκολίες που μπορεί να έχει αυτό. Ήταν, όμως, γλύπτης-ζωγράφος. Η μαμά ήταν ιστορικός τέχνης, σπούδασε στην Αρμενία, αλλά όταν ήρθαμε εδώ είχε δυο παιδιά να μεγαλώσει και κανέναν να τη βοηθήσει. Με τον μπαμπά γνωρίστηκαν στο πανεπιστήμιο.
Ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη μουσική μάλλον περίεργα. Στο γυμνάσιο γνώρισα τον φίλο μου τον Δημήτρη τον Σκορδίλη, γιο του Άγγελου Σκορδίλη, ενός από τους πιο σημαντικούς κιθαρίστες που είχαμε στην Ελλάδα. Είχε ένα στούντιο στη Χαλκοκονδύλη, στην Ομόνοια. Όταν πήγα εκεί ήξερα ήδη κλασική κιθάρα, αλλά όταν είδα τον Άγγελο να πιάνει την κιθάρα, να τη βάζει στον ενισχυτή και να παίζει, μου έπεσε το σαγόνι. Δεν είχα ακούσει ξανά τέτοια ηλεκτρική κιθάρα! Έτσι αρχίσαμε να παίζουμε μαζί με τον Δημήτρη και κάπως έτσι ξεκίνησα τη μουσική.
Δικά μου κομμάτια γράφω από το 2008, αμέσως μετά το λύκειο. Έγραψα δύο τραγούδια και πήγα να τα ηχογραφήσω σε ένα στούντιο στη Νίκαια, πολύ ερασιτεχνικά. Το 2012 άρχισα να γράφω με τον φίλο μου τον Μπάμπη τον Τζανιδάκη στην Ελευσίνα και τότε έκανα τον πρώτο μου δίσκο, μόνος μου, χωρίς μπάντα. Στην πορεία όμως δημιουργήθηκε και η μπάντα μου, με την οποία πορευόμαστε ακόμα, και μετά ξεκινήσαμε τα live. Το 2014 έκανα πάρα πολλά live ‒τότε υπήρχε μεγάλη βοήθεια και από την αρμένικη κοινότητα‒ και έτσι συνέχισα να γράφω. Το ’15 παίξαμε στο TEDx στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης∙ εκεί η μπάντα είχε αρχίσει να μεγαλώνει κι έτσι το 2021 ήρθε το EP που είχε έντεκα μουσικούς. Το ’19 γεννήθηκε ο γιος μου και άλλαξε όλη μου η ζωή ‒ τα τρία τραγούδια του EP τα αφιέρωσα στη γυναίκα μου, στον γιο και στον πατέρα μου. Ο ήχος σε όλα τα κομμάτια μου είναι μπλουζ σόουλ με λίγα τζαζ στοιχεία, το εντυπωσιακό όμως σε αυτή την ιστορία είναι ότι τα ακούσματά μου είναι πολύ χιπ-χοπ. Με αυτό έχω μεγαλώσει, από μικρός άκουγα πάρα πολύ χιπ-χοπ.
Το πρώτο CD που αγόρασα ήταν το «R U still down? (Remember Me)» του 2Pac. Πήγαινα στα Metropolis στη Γλυφάδα και με τα λεφτά που μου έδιναν αγόραζα CD με βάση το εξώφυλλο. Έτσι ανακάλυψα τον Makaveli. Εν τω μεταξύ, έγραφα τους στίχους, τους τύπωνα και τους είχα σε ντοσιέ για να τους μαθαίνω απ’ έξω. Ο 2Pac με οδήγησε στο West Coast.
Hrach Altunyan - If I Was A God (prod. by Thanasimos)
— Γι’ αυτό έγραφες στα αγγλικά;
Δεν μου βγήκε ποτέ να γράψω στα ελληνικά. Και οι σπουδές μου ήταν στα αγγλικά ‒σπούδασα επικοινωνία‒, οπότε, επειδή το λεξιλόγιό μου στα ελληνικά δεν είναι και το πιο πλούσιο, σε αντίθεση με τα αγγλικά, αισθανόμουν πιο άνετα να γράφω αγγλικό στίχο. Από τον 2Pac αγάπησα το West Coast, μου άρεσε πάντα πιο πολύ για τις μελωδίες που έχει, τα rhythm‘n’blues, τα σόουλ στοιχεία ή τα samples που έπαιρναν, όλο αυτό το πράγμα μού ακουγόταν πιο οικείο, γι’ αυτό και μου αρέσουν οι NWA, ο Snoop Dogg.
Άκουγα πάρα πολύ χιπ-χοπ και στην πορεία ακόμα και η μπλουζ που μου άρεσε ήταν η πρωτόγονη. Από τους πιο φρέσκους καλλιτέχνες, θεωρώ ότι o Gary Clark Jr. είναι από τους πιο μοντέρνους, γιατί παίζει μπλουζ αλλά με ενδιαφέροντα τρόπο, συνδυάζοντας και το background του. Aυτός ήταν ο στόχος μου, ήξερα τι ήθελα να κάνω, αλλά δεν μπορούσα να τα βάλω όλα σε μια σειρά. Κι εκεί ήρθε ο Νικόλας (σ.σ. ο Thanasimos).
Πήγα στο στούντιό του κι αυτό που έκανε ο Νίκος εμένα με γείωσε τελείως. Ενώ μέχρι τότε ηχογραφούσα σε ένα take, χωρίς autotune, είδε τη φωνή μου σαν όργανο και αυτό άλλαξε και τον τρόπο που γράφω. Δηλαδή, μέχρι τώρα έγραφα βιωματικά, ό,τι έχω γράψει είναι ιστορίες που έχω ζήσει, εδώ όμως μπήκα στη διαδικασία και έγραφα συνεχώς, ώσπου στο τέλος ένωσα τα κομμάτια του παζλ και βγήκε στιχουργικά αυτό που ακούς στο κομμάτι «If I was a God». Ήταν μια άλλη προσέγγιση που πέτυχε.
Έπρεπε να ρίξω και τον εγωισμό μου γιατί καταλάβαινα ότι είχα να κάνω με έναν άνθρωπο απ’ τον οποίο είχα μόνο να πάρω, και προσπάθησα να κάνω όσο καλύτερα μπορούσα αυτό που μου ζητούσε.
— Βιοπορίζεσαι από τη μουσική;
Δεν ζεις από τη μουσική. Όταν τέλειωσα τις σπουδές μου, ξεκίνησα να δουλεύω σε μια διαφημιστική εταιρεία. Έμεινα τρία χρόνια, αλλά κατάλαβα ότι δεν ήταν για μένα. Πλέον η δουλειά μου είναι κολορίστας σε σειρές και ταινίες. Ξεκίνησα ως μοντέρ και πλέον κάνω και μοντάζ, αλλά έχω ειδικευτεί στο χρώμα. Στο βιντεοκλίπ του κομματιού το χρώμα και το μοντάζ έχουν γίνει από μένα. Ο άνθρωπος που το έχει σκηνοθετήσει, ο Άκης ο Νοδάρας, είναι ένα πολύ ταλαντούχο παιδί. Θεωρώ πως ένας μουσικός μπορεί να ζήσει από τη μουσική μόνο εάν είναι επαγγελματίας και δουλεύει νύχτα ως session μουσικός.
Η πιο μεγάλη δυσκολία που έχω αντιμετωπίσει σε σχέση με τη μουσική είναι τα οικονομικά. Καταλάβαινα ότι αν δεν αρχίσεις να παίρνεις λεφτά, θα υπάρχει ένα ταβάνι. Επίσης, ότι έπρεπε να βγω από το comfort zone μου και εκεί που ήμουν άνετος να ζορίσω τον εαυτό μου για να κάνω αυτό που είχα στο μυαλό μου ‒ αυτό ήταν αρκετά δύσκολο. Έκανα ένα restart στην ουσία. Ξέρεις, κάτι που με εκνευρίζει πολύ είναι που όταν κάποιος δυσκολεύεται, αντί να ψάξει να βρει τη λύση στον εαυτό του, την αναζητά σε άλλα πράγματα. Πρέπει να κοιταχτεί πρώτα στον καθρέφτη και μετά να κοιτάξει όλα τα άλλα.
Στο βίντεο βάλαμε όλα αυτά που μας ενοχλούν, εικόνες που είναι λίγο αποκρουστικές ‒ αν και αυτές που χρησιμοποιήσαμε δεν είναι ακραίες. Δεν έχουν κάποια συνοχή, αλλά δένουν με έναν ωραίο καλλιτεχνικό τρόπο.
Το επόμενο βιντεοκλίπ θα είναι για το κομμάτι «Things are never said», το οποίο είναι αφιερωμένο στον πατέρα μου. Οι άνθρωποι που θα συμμετάσχουν είναι οι συνεργάτες του, ο κυρ-Βασίλης, που είναι στο χυτήριο, ο Νίκος ο Βαλάτος, που είναι κεραμιστής, ο κύριος Αλέκος, μαρμαράς, άνθρωποι που κάνουν σκληρές δουλειές. Στο τέλος του Φεβρουαρίου θα κυκλοφορήσει το κομμάτι μου «Deeper».
— Η μπλουζ φωνή, έτσι σου βγήκε από την αρχή ή την έχεις δουλέψει;
Είναι η φωνή που μου βγήκε όταν στάθηκα μπροστά στο μικρόφωνο την πρώτη φορά. Κατάλαβα ότι αυτή είναι η φωνή μου, δεν είχα κάνει μαθήματα φωνητικής, απλώς φωνάζω και ό,τι βγει.