Γεννήθηκα στη Σάμο και έφυγα από εκεί στα πέντε μου γιατί τότε ξεκίνησε η καριέρα του πατέρα μου στην τράπεζα και οι μεταθέσεις του σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Μεγάλωσα στη Νεάπολη Λακωνίας, στο Δερβένι Κορινθίας, στη Σύρο, στον Ασπρόπυργο και στην Ελευσίνα, που ήταν και η τελευταία του μετάθεση πριν συνταξιοδοτηθεί. Η μόνη απαίτηση που είχε ο πατέρας μου, κι εμείς μαζί του, όταν ερχόταν η ώρα της επόμενης «αναχώρησης», ήταν το μέρος που θα πηγαίναμε να έχει θάλασσα.
• Μεγάλωσα σε ένα ασφαλές περιβάλλον, ουσιαστικά ήμασταν και είμαστε οι τρεις μας και βασιζόμασταν πάντα ο ένας στον άλλον. Άλλαξα τρία δημοτικά σχολεία, κι αυτό έβαζε στη δική μου εξίσωση έναν βαθμό δυσκολίας. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπήρχε πάντα η ιδέα ότι δεν πρέπει να δεθώ με τον τόπο, με ανθρώπους, γιατί πολύ σύντομα θα έπρεπε να τους αποχωριστώ. Βασικά, δεν έχω την πολυτέλεια των παιδικών φίλων.
• Ως παιδί θυμάμαι το AKAI κασετόφωνο που μου πήραν όταν ήμουν πέντε ετών. Ξυπνούσα και κοιμόμουν με αυτό στο μυαλό μου, είχε διαφορετικά κουμπάκια για μπάσα, μεσαία και πρίμα, στα οποία άλλαζα τα φώτα. Σε αυτό ξεκίνησα να γράφω ήχους κοπανώντας κουτάλια και κατσαρόλες πάνω στη μουσική που έπαιζε, σε αυτό έφτιαξα τα πρώτα μου mixtapes από το ραδιόφωνο. Αυτό χρησιμοποιούσα στα παιδικά πάρτι, όταν πήγαινα να παίξω μουσική.
• Ήμουν ήσυχο παιδί, τουλάχιστον αυτό θυμάμαι. Είχα πάθος με τα βιβλία, τις κασέτες και τους δίσκους κι έτσι δεν είχα θέμα, μπορούσα να απασχολήσω πολύ εύκολα τον εαυτό μου. Στην εφηβεία τούς άλλαξα τα φώτα.
Ευτυχώς τα πράγματα για τις γυναίκες είναι πολύ καλύτερα στον χώρο μας σήμερα. Οι DJs και παραγωγοί είναι πολύ περισσότερες απ’ ό,τι στο παρελθόν και η ορατότητα αυξάνεται σταθερά. Δυστυχώς όμως έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε, ειδικά στην Ελλάδα.
• Η ζωή μου στο δημοτικό ήταν πολύ δύσκολη. Στη δεύτερη μετάθεση του πατέρα μου, στο Δερβένι, επειδή ήμουν πολύ καλή μαθήτρια και επειδή η προηγούμενη καλύτερη μαθήτρια ήταν η ανιψιά της δασκάλας, η γυναίκα που έπρεπε να με μορφώσει και να με προστατεύσει μου έκανε σκληρό bullying. Υποβαλλόμουν σε καθημερινούς δημόσιους εξευτελισμούς στην τάξη, προσβολές και εκφοβισμούς. Η κατάσταση έγινε αφόρητη και σταμάτησα να πηγαίνω στο σχολείο. Όταν έπρεπε να πάω, έκανα συνεχώς εμετό και έφευγα μέσα σε πέντε λεπτά. Επειδή το έκρυβα από τους γονείς μου για να μην τους στεναχωρήσω, όταν το έμαθαν κόντεψαν να κάψουν το σχολείο. Τα υπόλοιπα σχολικά χρόνια ήταν τέλεια, ακριβώς γιατί οι γονείς μου ήταν υποψιασμένοι και φρόντιζαν να ελέγχουν διακριτικά το τι γίνεται εκεί.
• Η σχέση μου με τη μουσική ξεκίνησε από τότε που γεννήθηκα, αφού ο πατέρας μου έπαιζε ακορντεόν και η μητέρα μου είναι σοπράνο. Από την πλευρά της μάνας μου, όλοι ήταν είτε καλλίφωνοι είτε έπαιζαν κάποιο όργανο. Το ίδιο και οι φίλοι τους. Άρα, η μουσική ήταν ένα μεγάλο και αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας στο σπίτι και στις εξόδους μας. Στα οκτώ μου ξεκίνησα να σπουδάζω μουσική, ξέρω να παίζω τρομπέτα και κιθάρα. Η μουσική είναι όλη μου η υπόσταση, όλη η ζωή μου, είναι ο τρόπος που βλέπω τον κόσμο, είναι το safe space μου, η ουσία της ύπαρξής μου.
• Ξεκίνησα να παίζω μουσική σε διάφορα μπαράκια στη Σύρο όταν ήμουν δώδεκα ετών. Αν ήταν άδειο το booth ή έπαιζε «κονσέρβα», πάντα πήγαινα στον μαγαζάτορα να του προτείνω να παίξω – και σχεδόν πάντα το κατάφερνα. Η πρώτη μου φορά ήταν με δύο Walkman κι έναν μικροσκοπικό δικάναλο μείκτη. Τότε τα μαγαζιά είχαν τη δική τους δισκοθήκη, που την ενημέρωναν συνεχώς, κι αυτό το έκανε πιο εύκολο. Δεν είχα προτίμηση σε είδος, πήγαινα σε ροκάδικα, μπαράκια, ντίσκο, καφετέριες, αρκεί να είχε μηχανήματα για DJ. Ευτυχώς, το γεγονός ότι ζούσα στην επαρχία και σε πιο αθώες εποχές βοήθησε υπερβολικά, όπως επίσης βοήθησε το ότι ήξεραν τους γονείς μου. Έμαθα, λοιπόν, να παίζω μουσική στην πράξη και συγχρόνως γινόμουν κολλιτσίδα στους επαγγελματίες, για να βλέπω τι και πώς το κάνουν. Θεωρώ πως ξεκίνησα επίσημα και επαγγελματικά στα δεκάξι μου, όταν κάποιος με έκλεισε και με πλήρωσε για αυτήν τη δουλειά.
• Στην Αθήνα ήρθα στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο. Το περιβάλλον ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που είχα συνηθίσει στην επαρχία. Με συνάρπαζε η μεγάλη πόλη, οι επιλογές στον πολιτισμό και την ψυχαγωγία, το ότι είχα την ευκαιρία να πάω σε κλαμπ για τα οποία διάβαζα και να ακούσω DJs που θαύμαζα. Ήταν πολύ διαφορετική τότε η Αθήνα, είχε μια ανεμελιά, μια αισιοδοξία, μια καθαρότητα, βίωνε τα τελευταία χρόνια της αθωότητάς της, απλά δεν το ξέραμε ακόμα. Περπατούσες άνετα σχεδόν παντού χωρίς να φοβάσαι, ή τότε είχαμε άγνοια κινδύνου λόγω ηλικίας.
• Σπούδασα Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με τελική κατεύθυνση και εξειδίκευση στη Φιλολογία. Σε κάποια φάση μού δόθηκε μια μεγάλη ευκαιρία για ακαδημαϊκή καριέρα, αλλά την απέρριψα γιατί είχα λύσσα με το DJing.
• Η πρώτη μου δουλειά ήταν στο καφεκοπτείο ενός φίλου του πατέρα μου, στα οχτώ μου. Πήγαινα και έκοβα καφέ και μάζευα τα κουτσολεφτά που μου έδινε για να παίρνω δίσκους και βιβλία. Για τον ίδιο λόγο στα δώδεκα έπιασα δουλειά ως πωλήτρια σε μαγαζί με αθλητικά στη Σύρο. Μετά ξεκίνησα να παίζω μουσική και να πληρώνομαι γι’ αυτό, έκανα και ραδιόφωνο για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Στα δεκαεφτά μου ξεκίνησα να δουλεύω ως καθηγήτρια αγγλικών στο φροντιστήριο από το οποίο αποφοίτησα, γιατί είχα πάρει το Proficiency. Περνώντας στο πανεπιστήμιο, δούλεψα σε διάφορα φροντιστήρια στην Ελευσίνα, στο ραδιόφωνο και το βράδυ ως DJ σε μπαράκια.
• Όσο έμπαινα πιο βαθιά στη μουσική, άρχισα να μην έχω χρόνο για τη διδασκαλία και σιγά-σιγά τα παράτησα. Το 1998 και μετά από μια τυχαία συνάντηση στο Discobole, ξεκίνησα να γράφω σε περιοδικά, με πρώτο το «Lemon». Ακολούθησε το «Freeze», στο οποίο ήμουν αρχισυντάκτρια, ο NRG 105,5 –ο μεγάλος dance σταθμός της Αθήνας–, το MAD TV, o ANT1, ο Kiss FM. Είχα στούντιο παραγωγής ήχου και εικόνας με μία συνέταιρο και ξεκίνησα να δουλεύω στο Sodade από τον πρώτο σχεδόν μήνα της λειτουργίας του, το 1999, για να γίνω η resident του πίσω χώρου το 2000, όταν δεν ήταν ακόμα πίσω χώρος, αλλά η αυλή. Τα επαγγελματικά μου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με το κυρίαρχο ενδιαφέρον μου, τη μουσική. Όλα έπαιρναν ουσία και υπόσταση γύρω από αυτή.
• Η δουλειά μου στο «Freeze», και κυρίως οι συνεντεύξεις που έκανα, κάπως κίνησαν το ενδιαφέρον ανθρώπων από τον χώρο του Τύπου κι έτσι βρέθηκα να γράφω για μουσική και μετέπειτα για τη μόδα στο «ELLE», στο «KΛΙΚ», το «ΒΗΜΑDonna», την «DIVA», στο «People» όταν πρωτοβγήκε στην Ελλάδα. Το 2014 ξεκίνησα να γράφω στο «ΓΚΡΕΚA» και όταν έκλεισε πέρασα ως εξωτερική συνεργάτιδα στη LiFO.
• Όταν ξεκίνησα να βγαίνω, η κλαμπ σκηνή της Αθήνας ήταν ένας μαγικός παράδεισος, το ίδιο και μετέπειτα, όταν ξεκίνησα να παίζω μουσική στους πιο γνωστούς και μεγάλους χώρους. Τότε υπήρχαν μαγαζιά που κάλυπταν όλα τα μουσικά γούστα, όλα τα υποείδη ηλεκτρονικής μουσικής και δεν συνωστίζονταν στο κέντρο της Αθήνας. Φυσικά, τότε ήταν κάθε μέρα ανοιχτά και κάθε μέρα γινόταν χαμός, θυμάμαι να βγάζουμε εβδομαδιαίο πρόγραμμα για το πού θα πάμε κάθε μέρα, ανάλογα το event ή τον/την DJ που έπαιζε. Είχα τη μεγάλη τύχη να ζήσω την αθηναϊκή clubland σχεδόν από τη γέννησή της και να χορέψω σε εμβληματικά μαγαζιά, όπως τα FAz, Babes In Toyland, Graffiti, Άτομο, Rebound, Factory, Άλσος, +Soda, Guru, Αεροδρόμιο, Battery, Qbase, Alarm, Ghetto, Dome, το Loop στην Ασωμάτων, Camel, X, Spartacus, Mad, City Groove, Astron, No Name, Tessera, Gallery, Lab, The Loft, Ergostasio, Avant Garde, στα 25th Hour και στα Jungle… Ήμασταν μια μεγάλη, ευρύτερη παρέα, μια φυλή θα τολμούσα να πω, που συναντιόμασταν παντού και στηρίζαμε ουσιαστικά τη σκηνή, ήμασταν ενεργά μέλη της. Έχω παίξει στο +Soda σε δύο επικά πάρτι του «Freeze», στο Cavo Paradiso, στο Berlin, στο Kalua, στο Άστρον, στο Club 22, αυτά θυμάμαι πιο έντονα από τα παλιά.
• Στα ’90s που υπήρξε η έκρηξη στη house και στην techno συμβαδίζαμε, σε πλαίσιο κοινωνικού φαινομένου, με αυτό που γινόταν στο εξωτερικό, μη σου πω πως σε φάσεις ήμασταν και πιο μπροστά. Υπήρχαν επιχειρηματίες με όραμα, μουσικές γνώσεις, άποψη και ιδέες, το χρήμα έρεε άφθονο και ο κόσμος έβγαινε για να διασκεδάσει, όχι για να στηθεί σε ένα σημείο με το ποτό στο χέρι κοιτώντας δεξιά κι αριστερά. Οι εποχές τότε ήταν ανέμελες και αισιόδοξες, το μέλλον φαινόταν λαμπρό και πολλά υποσχόμενο.
• Και η παρακμή συνέβη σε συγχρονισμό με το εξωτερικό. Η ηλεκτρονική μουσική σκηνή έγινε mainstream, μπήκαν πολλοί με τη λογική της αρπαχτής στον χώρο και τα ναρκωτικά είχαν αρχίσει να είναι πρόβλημα. Ξεκίνησε και το gentrification και τα ελληνικά στα μαγαζιά, έτσι σταδιακά χάθηκε όλη η μαγεία, η εικαστική διάσταση της φάσης, η πολυφωνία, η άποψη, και τα κλαμπ έγιναν επιχειρήσεις που πλέον στόχευαν πρωταρχικά στο κέρδος. Χάθηκε και η έννοια του resident DJ, τα κλαμπ στηρίζονταν πια στους ξένους guest και εμείς εδώ μείναμε να συμπληρώνουμε τα κενά στην αρχή και στο τέλος. Σταμάτησαν να υπάρχουν σταθμοί, περιοδικά και όλη αυτή η άνοδος και η εξωστρέφεια, η ίδια η σκηνή, ξεφούσκωσαν σιγά-σιγά σαν θλιβερά μπαλόνια που τα ξεχνάς στη γωνία του σπιτιού μετά το πάρτι. Πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε, φυσικά, και η οικονομική κρίση, οι άνθρωποι δεν είχαν χρήματα να βγαίνουν κάθε μέρα. Έτσι το clubbing πέρασε μια περίοδο παρακμής για να αναστηθεί, να ξανασυσταθεί και να επαναπροσδιοριστεί σε αυτό που είναι σήμερα. Μην ακούω ότι πέθανε, όμως… Ποτέ δεν πέθανε. Μεταλλάχθηκε και τα kicks του αντηχούν δυνατά στα στενά της Αθήνας. Μόνο τα Σαββατοκύριακα, αλλά δεν πειράζει, να προλαβαίνουμε να κοιμηθούμε και λίγο.
• Μια χαρά υπάρχουν υποκουλτούρες, απλά δεν είναι τόσο χαρακτηριστικές, γιατί τις αμβλύνει η έκθεση στο ίντερνετ κι έτσι γίνονται πολύ πιο γρήγορα mainstream απ’ ό,τι παλιότερα. Ίσως αυτό θέλουν να πιστεύουμε οι 40+ φίλοι μας, που κάπως έχουν απομακρυνθεί από το κέντρο της δράσης και προσπαθούν να πάρουν μάτι από καλογυαλισμένες, προνομιούχες κλειδαρότρυπες. Υπάρχουν παντού, μπροστά στα μάτια μας και πιστεύω πως δεν χρειάζεται καν να ψάξουμε πολύ. Τις υποκουλτούρες τις κουβαλάμε καθημερινά στην τσέπη μας, ποστάρουν στόρι στο Instagram αυτήν τη στιγμή που μιλάμε, και φέρνουν τα πάνω-κάτω στον αλγόριθμο του TikTok. Ντύνονται με τρόπο που μόνο αυτές κατανοούν, καταλαμβάνουν σημαντικό χώρο και έχουν χτίσει μια απίστευτα γρήγορη, αλλά σημαντική κουλτούρα, αυτή του swipe next. Είτε το λατρεύουμε, είτε το μισούμε, υπάρχουν καθορισμένες φυλές στη νεολαία των ’20s, που οξύνουν τον πολιτιστικό διαχωρισμό και έχουν ένα πολύ cool διαδικτυακό αποτύπωμα αναφοράς και όχι μόνο.
• Οι γυναίκες DJ ανήκαν στη σφαίρα του σπάνιου, όταν ξεκίνησα. Ήταν λίγες και τις ήξερες όλες απ’ έξω κι ανακατωτά. Τις θαύμαζες, τις στήριζες, ήθελες να τους μοιάσεις και τις ακολουθούσες με πάθος, ώστε να συνεχίσουν να υπάρχουν. Οι γυναίκες DJs έπρεπε –και ακόμα πρέπει– να επιβιώσουν σε έναν αμιγώς ανδροκρατούμενο χώρο, να αποδεικνύουν την αξία τους καθημερινά, διπλά και τριπλά, ώστε να συντηρούν τη θέση τους στον χώρο, η οποία, τουλάχιστον τότε, δεν τους χαρίστηκε καθόλου εύκολα.
• Ευτυχώς τα πράγματα για τις γυναίκες είναι πολύ καλύτερα στον χώρο μας σήμερα. Οι DJs και παραγωγοί είναι πολύ περισσότερες απ’ ό,τι στο παρελθόν και η ορατότητα αυξάνεται σταθερά. Δυστυχώς όμως έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε, ειδικά στην Ελλάδα. Με στενοχωρεί πολύ όταν ακούω από άτομα του χώρου, ειδικά άνδρες, ότι εντάξει, το λύσαμε το θέμα, τελείωσε, επειδή βλέπουν την Amelie Lens, τη Charlotte de Witte και την Kraviz να είναι headliners και να έχουν bookings, γιατί αυτό δηλώνει μια εξαιρετική άγνοια και μια διάθεση να κρύψουμε το θέμα κάτω από το χαλάκι. Με πρόσφατα στατιστικά και ειδικά μετά τον Covid, που πάτησε φρένο στην εξέλιξη και στην πορεία, χρειαζόμαστε 99,9 χρόνια για να επιτευχθεί η ισότητα και δεν χρειάζεται να πείσουμε πια κανέναν αδαή για αυτό. Κάποιες φορές με εκπλήσσει η λύσσα κάποιων να αποδείξουν ότι πάει, τελείωσε αυτό, έχετε κουράσει. Όταν το Boiler Room προσλαμβάνει ειδική ομάδα για να διαχειρίζεται τα σεξιστικά και ομοφοβικά σχόλια, όταν όλες οι DJs που «σκίζουν» σήμερα «είχαν τον τάδε γκόμενο, ή τον τάδε χρηματοδότη, ξέρω εγώ από μέσα», όταν όλες πια «έχουν ghost producers και καμία δεν γράφει τη μουσική της» –και αναφέρω μόνο ελάχιστα παραδείγματα– συγχωρήστε με, αλλά το πρόβλημα είναι εκεί και φωνάζει.
• Αναγκαστικά χτίσαμε έναν κύκλο ανθρώπων, μια ασφαλή φούσκα προστασίας για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Ευτυχώς η Gen Z δεν μασάει από τις παθογένειες του παρελθόντος και οι millennials έχουν πιάσει τα κολλήματα των boomers και τους έχουν αλλάξει τα φώτα. Συγχρόνως τα τελευταία χρόνια και δυστυχώς, μια μερίδα εκλεγμένων πολιτικών που μας κυβερνούν εκπροσωπούν το τρίπτυχο «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» και το βλέπουμε καθημερινά στα νέα. Αλλά δεν θα τους περάσει.
Το ρίσκο που παίρνει ένας άνδρας, ή αυτό που έχει να σκεφτεί όταν βγαίνει ραντεβού με μια γυναίκα είναι το αν θα χρειαστεί να πληρώσει τον λογαριασμό στο τέλος. Το ρίσκο που παίρνει μια γυναίκα είναι η πιθανότητα να βρεθεί κακοποιημένη, ή δολοφονημένη στο τέλος της βραδιάς. Άρα πιστεύω πως οι διαφορές είναι πολύ σαφείς και διακριτές εκεί.
• Δεν πιστεύω ότι μια ολόκληρη γενιά αντιμετώπιζε με μεγάλη ανοχή τα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης στα κλαμπ, απλώς δεν είχε τη γνώση και τα έβλεπε ως αναγκαίο κακό. Το θεωρούσαμε δεδομένο ότι εκεί που θα πάμε θα υπάρχει εκείνος ο μαλάκας που θα στην πέσει, τους πιο πολλούς τους ξέραμε κιόλας, κι έτσι από μια φάση και μετά μοιραζόμασταν την πληροφορία και αποφεύγαμε την επαφή μαζί τους. Αυτό δεν σημαίνει πως όλα αυτά τα φαινόμενα είχαν κάποιες ρομαντικές πινελιές φλερτ, «αχ, τι αθώα που ήταν τότε», γίνονταν χοντράδες στο παρελθόν και υπάρχουν γυναίκες και άνδρες που έχουν υποστεί και έχουν επιβιώσει από σοβαρά περιστατικά.
• Το φλερτ στη νύχτα χάθηκε λόγω των κοινωνικών δικτύων και των dating apps, όχι λόγω του #MeToo. Και δεν έχει χαθεί, απλά περνάει πια από άλλα κανάλια. Το ρίσκο που παίρνει ένας άνδρας, ή αυτό που έχει να σκεφτεί όταν βγαίνει ραντεβού με μια γυναίκα είναι το αν θα χρειαστεί να πληρώσει τον λογαριασμό στο τέλος. Το ρίσκο που παίρνει μια γυναίκα είναι η πιθανότητα να βρεθεί κακοποιημένη, ή δολοφονημένη στο τέλος της βραδιάς. Άρα πιστεύω πως οι διαφορές είναι πολύ σαφείς και διακριτές εκεί.
• Το αθηναϊκό gay clubbing εξακολουθεί να είναι μία όαση διασκέδασης μέσα στη νύχτα και όχι μόνο, αφού έπαιξε και συνεχίζει να παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο ως πλατφόρμα απελευθέρωσης και αυτοαποδοχής. Είμαι πολύ περήφανη που μπορώ να κουνάω μέχρι τελικής πτώσης εδώ και 23 χρόνια όλους αυτούς τους ανθρώπους στο Sodade. Στα gay clubs οι άνθρωποι χορεύουν και διασκεδάζουν πραγματικά χωρίς ταμπέλες. Αλλά το πιο σημαντικό γεγονός που πρέπει να αναφέρουμε και ίσως να είναι επιτακτικό να συζητηθεί δημόσια και περαιτέρω είναι ο αριθμός των γυναικών που συρρέουν τα τελευταία χρόνια στα gay clubs, γιατί εκεί νιώθουν πραγματικά ασφαλείς να διασκεδάσουν. Τελικά, πάντα οι γυναίκες και η queer κοινότητα «συνεργάζονταν» για να παραμείνουν ασφαλείς…
• Ξεκίνησα το HER project ως μια πλατφόρμα ενδυνάμωσης, υποστήριξης και ανάδειξης των γυναικών και των υποεκπροσωπούμενων ομάδων στη local μουσική βιομηχανία (ηλεκτρονικής) μουσικής γιατί πολύ απλά δεν ήθελα με τίποτα τα νέα παιδιά που μπαίνουν στη σκηνή να περάσουν αυτά που πέρασα εγώ, το θεώρησα υποχρέωση και καθήκον μου. Το shesaid.so είναι μια παγκόσμια οργάνωση γυναικών από όλο το φάσμα της μουσικής βιομηχανίας με παραπάνω από 20.000 μέλη μοιρασμένα σε local chapters σχεδόν σε κάθε άκρη του πλανήτη. Το αθηναϊκό chapter δημιουργήθηκε λόγω της δουλειάς που κάναμε με το HER, αλλά και λόγω της ενασχόλησής μου με αυτά τα θέματα, επίσημα και ανεπίσημα, εδώ και πολλά χρόνια. Ο στόχος είναι ένας και κοινός, να μιλήσουμε ανοιχτά και δημόσια για όλα αυτά, να δημιουργήσουμε μια ζωντανή και δημιουργική κοινότητα, να παράσχουμε μια πλατφόρμα έκφρασης, να συγκεντρώσουμε τους άνδρες allies και να κινηθούμε με τα μάτια στον στόχο: την πολύπαθη ισότητα.
• Θυμάμαι, όταν είχα ξεκινήσει πρότεινα δράσεις σε μαγαζιά και promoters, πάρτι με all-female lineups και έτρωγα πόρτα, γιατί «μωρέ, δεν θα πουλήσει αυτό» και φυσικά ουαί και αλίμονο αν τολμούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «φεμινιστικό». Σήμερα βλέπω ακριβώς αυτούς τους ανθρώπους να κάνουν πάρτι με all-female lineups και να το διαφημίζουν, ή να μου λένε «πω, πρέπει οπωσδήποτε να συμπεριλάβω έστω μία γυναίκα στο lineup», λες και γνωριστήκαμε χθες, αλλά δεν πειράζει. Χαίρομαι πάρα πολύ αν βάλαμε έστω και ένα λιθαράκι, ή αποδείξαμε πως κάτι τέτοιο είναι εφικτό στην Ελλάδα.
• Με επηρέασε πολύ η Θέκλα Τσελεπή, χωρίς να την ξέρω και να με ξέρει, μόνο από την πληροφορία φίλων στην εφηβεία μου ότι «υπάρχει μια γυναίκα DJ που κάνει καριέρα στην Ελλάδα, μπορείς να το κάνεις κι εσύ, προχώρα». Και το πρώτο που έκανα όταν ήρθα στην Αθήνα ήταν να πάω να τη δω και να την ακούσω. Μου είπε δύο κουβέντες ένα βράδυ σε 5 λεπτά συνομιλίας που με επηρέασαν δραστικά στη ζωή μου και δεν τις ξεχνώ ποτέ. Είναι πολύ σημαντικά τα role models, δεν είναι κλισέ, ούτε woke μοντερνιά «να ’χαμε να λέγαμε». Το άλλο μου πρότυπο ήταν η Ruth Bader Ginsburg, την έκλαψα σαν συγγενή όταν πέθανε. Η Gloria Steinem, η Angela Davis, η Bell Hooks, η Sylvia Rivera. Άνθρωποι που ήρθαν σε αυτόν τον πλανήτη όχι για να καταναλώσουν απλά οξυγόνο, αλλά για να τον κάνουν καλύτερο για όλ@.
• Ακόμα και σήμερα με επηρεάζουν άτομα κάθε ηλικίας που βγαίνουν από το comfort zone τους για να μας σπρώξουν στην εξέλιξη, που έχουν κάποιο μεγάλο ταλέντο ή χαρακτηριστικό που τους ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους.
• Οι φίλοι είναι πολύ σημαντικοί στη ζωή μου, είναι η οικογένεια που έχω επιλέξει και είμαι περήφανοι για αυτούς. Είμαι τυχερή, πάντα είχα πολύ καλούς φίλους και απολαμβάνω όσο τίποτα άλλο να τους μιλάω για όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή μου. Επίσης είμαι πολύ του τηλεφώνου, και ειδικά όταν δεν βρίσκω χρόνο να βρεθώ μαζί τους, προτιμώ να τους ακούσω έστω και για 2 λεπτά, από το να στείλω ένα απλό, διεκπεραιωτικό στα μάτια μου μήνυμα.
• Είμαι περήφανη που κατάφερα και επιβίωσα σε αυτήν τη σκηνή, που τα έκανα όλα χωρίς πλάτες, μόνο με τη δουλειά μου, ξεκινώντας όταν όλα ήταν τόσο δύσκολα και σχεδόν απροσπέλαστα. Είμαι περήφανη για αυτά τα άτομα που μου είπαν «όταν σε είδα αποφάσισα ότι θέλω να γίνω DJ», ειδικά για τα κορίτσια.
• Με εκνευρίζει η απάθεια, η απολιτίκ στάση, η ημιμάθεια που συνοδεύεται συνήθως από απίστευτο εγωισμό και το θράσος των ατάλαντων, μάλλον αυτό το ζηλεύω, δεν με εκνευρίζει. Ζούμε σε πολύ περίεργες εποχές και δεν μας παίρνει να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, εθελοτυφλώντας πως αυτό που συμβαίνει σε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων δεν μας αφορά, με την ψευδαίσθηση πως δεν μας αγγίζει προσωπικά. Ο κόσμος πήγε μπροστά λόγω αυτών των ανθρώπων, όχι λόγω των βολεψάκηδων που είχαν πολλά να πουν και τίποτα να επιδείξουν στην πράξη.
• Η ζωή μου έμαθε ότι είναι ρόδα και γυρίζει, «εκεί που ήσουν ήμουνα κι εδώ που είμαι θα ’ρθεις», που έλεγε και η γιαγιά μου. Το πιο σημαντικό είναι η ηθική μας και η αξιοπρέπειά μας και σε αυτά δεν πρέπει να κάνουμε εκπτώσεις ποτέ. Ότι όσο κι αν ψάξεις, την αξιοκρατία δεν θα τη βρεις ποτέ και πουθενά. Κι ότι αν θες να αλλάξεις κάτι, ξεκίνα από τον μικρόκοσμό σου, δεν μπορείς να φανταστείς τη δύναμη που έχεις, ακόμα κι όταν νιώθεις ο πιο αδύναμος άνθρωπος στο σύμπαν.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.