Σταύρος: Γεννήθηκα στην Πλάκα, στην οδό Κυδαθηναίων. Από τότε μέχρι και τώρα μένω στο κέντρο της Αθήνας, πέριξ της Μητρόπολης και του Συντάγματος. Είχε πολύ ενδιαφέρον το να μεγαλώνεις σε αυτήν τη γειτονιά, παρότι τότε δεν δίναμε πολλή σημασία, θεωρούσαμε ότι ήμασταν αρκετά φλώροι όσοι πηγαίναμε σχολείο στην Πλάκα. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω ότι σε διαμορφώνει το να κινείσαι συνέχεια στους ωραίους δρόμους της πόλης, να βλέπεις την Ακρόπολη και τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Είναι ένα πρόβλημα, βέβαια, όταν μένεις σαράντα χρόνια στο ίδιο μέρος, πόσο μάλλον όταν αυτό γίνεται όλο και πιο ξένο, όταν μετατρέπεται σε κάτι που δεν εξυπηρετεί τους κατοίκους του.
Παναγιώτης: Γεννήθηκα στο σύνορο της Αγίας Βαρβάρας με το Αιγάλεω, σε ένα μικρό διαμέρισμα. Πήγα σε ένα πολύ κακόφημο γυμνάσιο και σε ένα σχετικά ήρεμο λύκειο. Μεγαλώνοντας εκεί, στην «επαρχία» της Αθήνας, οι πιο συνηθισμένες προσεγγίσεις είναι δύο: η μία είναι, προχωρώντας στη ζωή σου, να προσπαθείς να το κρύψεις, η άλλη είναι να το εξωτικοποιήσεις και να παρουσιάζεις τα πράγματα λες και μεγάλωσες στο Μπρονξ. Δεν ακολούθησα κανέναν από αυτούς τους δύο δρόμους, δεν είμαι υπέρ τους. Έζησα για ένα-ενάμιση χρόνο στην Αγγλία, στο Μπράιτον, για το μεταπτυχιακό μου. Όταν γύρισα στην Αθήνα οργάνωσα τη ζωή μου στο κέντρο, μένοντας και δουλεύοντας σε αυτό. Έχω μείνει στον Βοτανικό, έχω συγκατοικήσει με τον Σταύρο για πέντε χρόνια στο Σύνταγμα, μετακόμισα για έξι χρόνια στην περιοχή του Α’ Νεκροταφείου και τα τελευταία τρία βρίσκομαι στο Κουκάκι. Ακολουθώ τη γραμμή του Airbnb.
Το μυστικό της επιτυχίας για να διατηρηθεί ένα δίδυμο είναι το «learn to ignore». Είναι ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή μου το ότι έχω καταφέρει να έχω αυτήν τη δεκαπενταετή σχέση.
Σ.: Θυμάμαι πάντα τον εαυτό μου να ακούει ραδιόφωνο με τις ώρες, μέχρι κάποια ηλικία δεν υπήρχε τηλεόραση στο σπίτι, δεν έχω καταλάβει γιατί. Είχα τρομακτική σχέση με το μέσο, έχω ακούσει πολύ ΕΡΑ Σπορ, εκπομπές επί εκπομπών. Ανάλογα με τους φίλους που έκανα στο σχολείο άλλαζα και σταθμό, νομίζω όλοι το έκαναν αυτό. Αν έκανες παρέα με εκείνους που άκουγαν τα εναλλακτικά και τα indie, έβαζες Rock FM, όταν καθόσουν με αυτούς που προτιμούσαν τα μπουζούκια της εποχής, άκουγες Sfera ή Λάμψη, αλλά έπαιζε πάντα και ο Μελωδία για να τα σβήνει αυτά ‒ μεγαλώνοντας ακούγαμε Βest και En Lefko. Οι γονείς μου έβαζαν συνέχεια τα ίδια CD, κάποια στιγμή ανακάλυψαν τον Nick Cave και έπαιζε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Το έχω κολλήσει κι εγώ αυτό, μπορώ να περάσω τρεις μέρες ακούγοντας ένα τραγούδι συνέχεια.
Π.: Δεν μπορώ να πω ότι άκουγαν πολύ ραδιόφωνο στο σπίτι, θυμάμαι αμυδρά να ακούγονται από κάπου τα «Κακά παιδιά» που ήταν τρέντι εκπομπή τότε. Σίγουρα έπαιζε ραδιόφωνο τις Κυριακές για τους αγώνες, όταν ακόμα η τηλεόραση δεν έδειχνε ποδόσφαιρο. Οπότε κυρίως μόνος μου ανέπτυξα μια σχέση με το μέσο. Προς το τέλος του λυκείου και στην αρχή του πανεπιστημίου, ο Rock FM ήταν ο σταθμός που με διαμόρφωσε. Θυμάμαι να είμαι δεκαεπτά, να ακούω τον Θανάση Μήνα ‒ Παναθηναϊκός, αριστερός που του άρεσαν οι Primal Scream, ήταν κάτι το φοβερό για μένα όταν μετά από χρόνια τον γνώρισα. Όσο για τη μουσική που ακουγόταν στο σπίτι, υπήρχε μια λατρεία πέρα από τα όρια του οπαδισμού για τον Γιώργο Νταλάρα, γεγονός που τότε μου είχε δημιουργήσει μια αντιπάθεια προς το πρόσωπό του, αλλά πάντα προσπαθείς να πας κόντρα στους γονείς σου ‒ του το είχα πει και όταν τον είχαμε καλεσμένο στην εκπομπή. Μεγαλώνοντας, κατάλαβα ότι πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους, αν όχι τον μεγαλύτερο Έλληνα τραγουδιστή. Υπήρχαν πολλοί δίσκοι της Γαλάνη, της Αλεξίου, κάτι άσχετα γαλλικά ποπ της δεκαετίας του ’70 που δεν έχω ιδέα πώς έφτασαν να τα αγοράσουν, στο πολύ κέφι είχαν μια αγάπη και για τον Βοσκόπουλο.
Σ.: Δεν ήταν στόχος ζωής να γίνω δημοσιογράφος, ωστόσο διάβαζα πολλές εφημερίδες από πολύ μικρή ηλικία. Ήμουν έντεκα χρονών, έβγαινα να αγοράσω τις κυριακάτικες και μετά καθόμουν στο κρεβάτι από τις οκτώ μέχρι τις δύο διαβάζοντας τα πάντα. Μπορεί να μην είχα προετοιμάσει τα μαθήματά μου, αλλά να συζητήσω για τα Ίμια και για τον Ανδρέα Παπανδρέου μπορούσα. Τελείωνα το σχολείο και πήγαινα να πάρω αθλητική εφημερίδα, θυμάμαι πάντα τον εαυτό μου στο περίπτερο, να αγοράζει κάτι. Πέρασα στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του ΕΚΠΑ και σε εκείνη τη φάση, που δεν ξέρεις τι σου γίνεται, είχαμε κάποια φοιτητικά περιοδικά, ξοδεύαμε δηλαδή λεφτά για να κάνουμε το κομμάτι μας. Όταν πια άρχισα να πληρώνομαι γι’ αυτήν τη δουλειά, αποφάσισα ότι θα την ακολουθούσα και επαγγελματικά.
Π.: Έμαθα να διαβάζω πριν πάω στο σχολείο, από τον «Ελεύθερο Τύπο» που αγόραζε ο δεξιός παππούς μου. Έλεγα από μικρός ότι θέλω να γίνω αθλητικός συντάκτης, η μητέρα μου ήθελε να γίνω πιλότος, ο πατέρας μου δεν ξέρω, αλλά νομίζω ότι του άρεσε η προτίμησή μου. Εκείνος αγόραζε τα «Νέα» κι εγώ, όταν πια άρχισα να έχω συνείδηση, έπαιρνα την «Ελευθεροτυπία» και τον «Φίλαθλο». Τη χρονιά των Πανελληνίων με είχε πιάσει αυτό το «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι», οπότε δήλωσα άλλα πράγματα πιο πάνω στο μηχανογραφικό, το μάρκετινγκ, που δεν είχα ιδέα τι ήταν, αλλά μου φαινόταν κάπως μοντέρνο, και κατέληξα να σπουδάζω στην ΑΣΟΕΕ κάτι το οποίο δεν έκανα ούτε μισό λεπτό. Πάντως, απ’ όταν μπήκα στον χώρο δεν σκέφτηκα ξανά να γίνω αθλητικός συντάκτης, πότε. Και αυτήν τη στιγμή έχω στο πατάρι μου 750 τεύχη του περιοδικού «Τρίποντο» που δεν ξέρω τι θα τα κάνω, αλλά δεν μπορώ και να τα πετάξω, είναι σαν να πετάω όλα μου τα παιδικά χρόνια.
Σ.: Πριν ξεκινήσουμε στο ραδιόφωνο είχαμε βρεθεί μια-δυο φορές σε meeting του περιοδικού «Ταχυδρόμος» και λίγο έξω. Ήταν η εποχή Καραμανλής -Ζαχόπουλος - «Πρώτο Θέμα» - κομιστής DVD. Με αφορμή αυτό το σκάνδαλο-άνευ προηγουμένου κλειδαρότρυπα που οδήγησε και σε απόπειρα αυτοκτονίας είχε ξεκινήσει για ακόμα μια φορά σε αυτό τον τόπο η κουβέντα περί κρίσης της δημοσιογραφίας, για το πού πάει ο Τύπος και τι πιστεύει ο κόσμος γι’ αυτόν. Η Μανίνα Ντάνου και η Αλεξάνδρα Μανδράκου έκαναν, λοιπόν, ένα θέμα στο περιοδικό Κ, στο οποίο νέοι του χώρου μιλούσαν για τον ρόλο της δημοσιογραφίας. Εμείς οι δύο είχαμε την ίδια άποψη, λέγαμε ότι αν κάποιοι εκδότες κάνουν μπίζνες δεν σημαίνει ότι απεχθανόμαστε τη δουλειά, δεν μας αποθαρρύνει από το να προσπαθούμε να την κάνουμε καλά και να καθιερωθούμε στο επάγγελμα.
Διάβασαν τα κείμενά μας στον ΣΚΑΪ σε μια περίοδο που έψαχναν κόσμο να γεμίσει το βραδινό πρόγραμμα του ραδιοφώνου ‒ είχαν μόλις τελειώσει τη εκπομπή τους οι Active Member που κρατούσαν την ζώνη 10-12 και ήθελαν κάτι νεανικό. Χτυπάει, λοιπόν, το τηλέφωνό μου, είναι η διευθύντρια προγράμματος, μου λέει «θέλουμε να σε δούμε για να κάνεις ραδιόφωνο», εγώ ψιλοκοιμόμουν εκείνη την ώρα, νόμιζα πως είναι φάρσα. Πάω στο ραντεβού, λέω «ευχαριστώ πολύ για την πρόταση, έχετε και κάποιον άλλον στο μυαλό σας γι’ αυτό;». Μου είπαν ότι τους άρεσε και το κείμενο του Μένεγου, προθυμοποιήθηκα να τον πάρω εγώ τηλέφωνο για να κάνω και λίγη φιγούρα.
Εγώ ήμουν 25, ο Παναγιώτης 27. Πάμε και κάνουμε τον πιλότο και είχαμε μαζέψει κάποια πράγματα να πούμε που τους φάνηκαν σαν ένας άλλος, άγνωστος κόσμος. Θυμάμαι ότι ένα on ήταν ολόκληρο για τη Ρώσικη Ντίσκο και τα πάρτι των Amateurboyz. Είχαμε μια πληροφορία για την πόλη γιατί ήμασταν στις συντακτικές ομάδες δύο free press όταν ακόμα ο παραδοσιακός Τύπος τα κοιτούσε πολύ υποτιμητικά όλα αυτά. Μια Δευτέρα βράδυ, εκεί που νομίζαμε ότι δεν θα προχωρούσε η δουλειά, μας παίρνουν τηλέφωνο και μας λένε, «ξεκινάτε μεθαύριο».
Π.: Στις 2 Απριλίου του 2008 μπαίνουμε στο στούντιο. Δεν είχαμε ιδέα τι κάναμε. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα αισθάνομαι ότι θα κριντζάρω άγρια αν ακούσω οποιαδήποτε εκπομπή εκείνης της περιόδους, είναι πάρα πολύ μακριά σε σχέση με αυτό που κάνουμε τώρα. Μας πέταξαν σε μια ζώνη χαμηλής ακροαματικότητας και μας είπαν «κάντε ό,τι θέλετε». Εγώ ήμουν τότε πολύ μέσα στα μουσικά περιοδικά και για κάποιους μήνες στην αρχή έλεγα ότι δεν θα ξαναπαίξουμε ποτέ το ίδιο τραγούδι δεύτερη φορά, μιλάμε για τρέλες. Κάποια στιγμή καταλάβαμε ότι δεν έχει πολύ νόημα να ψάχνουμε κάθε μέρα 20-25 διαφορετικά κομμάτια. Μερικά on κρατούσαν είκοσι λεπτά, έχουμε παίξει κομμάτι διάρκειας 27 λεπτών του Lindstrøm, κάναμε πράγματα που δεν υπακούν σε κανέναν ραδιοφωνικό κανόνα, αλλά έτσι ψηθήκαμε. Mέσα σε όλα τα άλλα, έχουμε κλείσει πολλές τρύπες, έχουμε καλύψει πυρκαγιές live, έχουμε κάνει οκτάωρο πρωτοχρονιάτικο σόου επειδή προφανώς όλοι ήθελαν άδεια εκείνη τη μέρα, πήραμε όλους μας τους φίλους που είχαμε σε διάφορα μέρη του κόσμου και τους κάναμε ανταποκριτές.
Η εκπομπή βαφτίστηκε στο Tribeca. Το Λατέρνατιβ ήταν κάτι που το έλεγα τότε κάνοντας λίγο πλάκα, εννοώντας εκείνους που στην προσπάθειά τους να είναι πάρα πολύ εναλλακτικοί καταλήγουν να είναι όλοι ίδιοι, αυτό δηλαδή που μετά είπαμε «χίπστερ» και αργότερα «φασέοι». Καλό όνομα είναι. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, την εκπομπή τον Απρίλιο, το καλοκαίρι πήγαμε μαζί διακοπές, τον επόμενο Μάρτιο συγκατοικούσαμε.
Όταν πια το 2012, βρεθήκαμε στον En Lefko και μας πρότειναν να κάνουμε το πρωινό, μας φάνηκε ότι έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι μας, δεν ήμασταν πρωινοί τύποι, πιστεύαμε ότι όλο αυτό θα διέλυε την προσωπική μας ζωή. Τελικά, προσαρμοστήκαμε. Είναι πολύ κουραστικό αυτό το πράγμα, αν έχεις και τη μέρα που έχουμε εμείς, γιατί όλα αυτά τα χρόνια, μετά την εκπομπή, δουλεύουμε και οι δύο full-time. Από την άλλη, μας έσωσε.
Σ.: Ήμασταν στον τότε πρώτο σταθμό της χώρας επί πέντε χρόνια και μας ήξεραν είκοσι φίλοι μας. Τώρα θα πάμε σε ένα μπαρ και πού και πού όλο κάποιος θα μας πεις «σας ακούω/είστε το ξυπνητήρι μου». Αυτή είναι η ωραία ώρα του ραδιοφώνου, σε αυτήν μπορείς να κάνεις παιχνίδι, όταν ο κόσμος σηκώνεται ή είναι ήδη στον δρόμο.
Π.: Τα πρώτα χρόνια διαφωνούσαμε για πολλά πράγματα στον αέρα, μέχρι που εξαφανίστηκε το μεσαίο έδαφος όπου μπορούσαν να υπάρχουν διαφωνίες, αυτή ήταν μια πολυτέλεια που είχαμε πριν από την κρίση. Πέρα από αυτό όμως, όταν με τον άλλον κάνεις κάθε μέρα εκπομπή, όταν περνάς μαζί του πάρα πολύ χρόνο και στην προσωπική σου ζωή ‒και έχουν υπάρξει κάποιες εποχές που περνούσαμε τρομακτικά πολύ χρόνο μαζί‒, τείνουν να συγκλίνουν οι απόψεις σας, κι αυτό δεν είναι απαραίτητο καλό για την εκπομπή.
Σ.: Πιστεύω ότι συχνά οι άνθρωποι με τους οποίους έχουμε συνεργαστεί ραδιοφωνικά θα εύχονταν να είχαμε διαφορετικές απόψεις για να γίνεται τζέρτζελο. Αλλά μετά ήρθαν κάτι γεγονότα που σε χαρακτηρίζουν, η δολοφονία του Γρηγορόπουλου, η κρίση, το σαρωτικό ίντερνετ και τα social media, πράγματα που άλλαξαν τελείως την ατζέντα συζητήσεων της γενιάς μας. Βέβαια, μια καλή ατάκα του Μένεγου είναι ότι «από ένα σημείο και μετά καταλαβαίνεις ότι το ραδιόφωνο είναι περισσότερο περφόρμανς και λιγότερο δημοσιογραφία», και έχει δίκιο. Σταματάς να σκέφτεσαι μόνο πώς θα στηρίξεις τη θέση σου και εξετάζεις αν όλο αυτό έχει ενδιαφέρον γι’ αυτόν που το ακούει.
Π.: Εννοείται ότι έχουμε άποψη, εννοείται ότι την λέμε ξεκάθαρα, δεν σταματήσαμε ποτέ να μιλάμε για την πολιτική και για την κοινωνία, αλλά πηγαίνοντας από έναν ειδησεογραφικό σε ένα μουσικό σταθμό πλέον το κάνουμε σε ένα άλλο πλαίσιο. Όχι ότι ποτέ φωνάζαμε πολύ, αλλά καταλαβαίνεις κι εσύ ο ίδιος μεγαλώνοντας ότι όσο πιο κουλ πεις αυτό που θες, τόσο καλύτερα θα βρει τον στόχο. Μαθαίνεις να διαχειρίζεσαι την ένταση του επιχειρήματος και αυτό είναι μόνο θέμα εμπειρίας, δεν μπορείς να το ξέρεις όταν ξεκινάς.
Σ.: Έχω βαρεθεί να ακούω δεκαπέντε χρόνια τώρα ότι το ραδιόφωνο πεθαίνει. Έλεγαν ότι θα το σκοτώσει το YouTube, μετά το Spotify, αλλά, αν βάλουμε τα νούμερα κάτω και δούμε πόσοι συντονίζονται κάθε μέρα στο ραδιόφωνο, θα μας πέσει το σαγόνι.
Π.: Διαβάζαμε την προηγούμενη εβδομάδα μια έρευνα στην εκπομπή σύμφωνα με την οποία το ραδιόφωνο είναι το μέσο με το οποίο συνδέεται έστω μία ώρα την εβδομάδα το 91% των Αμερικανών, είναι πιο πολλοί από όσους παρακολουθούν έστω μία ώρα την εβδομάδα τηλεόραση ή στριμάρουν, και απ’ όσους διαβάζουν εφημερίδες ‒ τα ποσοστά είναι περίπου τα ίδια στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Είναι ένα παλιό μέσο, έχει και τα μειονεκτήματά του, έχει όμως και κάτι που δεν μπορεί να υποκατασταθεί, προσφέρει συντροφιά, γίνεσαι φίλος του ακροατή, το ραδιόφωνο προκαλεί μια οικειότητα και πάνω σε αυτή θα βασίζει τη διαιώνιση της ύπαρξής του.
Σ.: Προφανώς τα podcasts είναι το next big thing, αλλά στερούνται διάδρασης. Θυμάμαι να ακούω ραδιόφωνο στις δυόμισι το πρωί, μόνος μου, με τα ακουστικά, και να σκέφτομαι ότι υπάρχει ένας άνθρωπος που είναι ξύπνιος μαζί μου εκείνη την ώρα και κάθεται και βάζει τραγούδια, ακόμα και αν δεν ίσχυε, γιατί μπορεί να ήταν και ηχογραφημένη η εκπομπή. Αλλά ήταν για μένα όπως αυτά τα βράδια που περπατάς στον δρόμο, βλέπεις τα φώτα ανοιχτά σε ορισμένα σπίτια και νιώθεις μια αγαλλίαση που υπάρχουν κι άλλοι ξύπνιοι εκεί έξω.
Π.: Να μιλήσουμε για την playlist, φυσικά. Αλλά να μιλήσουμε, με ρεαλισμό και όχι με εφηβικά επιχειρήματα, μη συγκρίνουμε δηλαδή τον En Lefko με το NTS ή ακόμα και το BBC 6, που δεν είναι καν επίγεια ραδιόφωνα. Πρέπει να υπάρχει playlist; Ναι, είμαι κάθετος, κάθε σταθμός χρειάζεται συνοχή και στίγμα ειδικά σε μια εποχή που δεν βγάζει ραδιοφωνικούς παραγωγούς-αυθεντίες. Είναι ασφυκτική η playlist του ελληνικού ραδιοφώνου; Ναι, είναι. Περισσότερο απ’ όσο θα ’θελα, δεν το συζητώ. Στη λογική του παραδείγματος «αυγού-κότας», οι ιδιοκτήτες-διευθυντές των σταθμών θα σου πουν ότι οι έρευνες και τα νούμερα των μετρήσεων τούς δικαιώνουν. Και η μουσικά ανήσυχη μερίδα του κοινού θα σου πει ότι το ελληνικό ραδιόφωνο δεν παρακολουθεί τις μουσικές εξελίξεις. Όλοι δίκιο έχουν. Αλλά για μένα εδώ κρύβεται μια βαθύτερη συζήτηση πολιτισμικού συντηρητισμού. Η Αθήνα ζούσε, νομίζω, μια έκρηξη εναλλακτικότητας από τα μέσα των ’90s, που διακόπηκε με την κρίση και την εμφάνιση των σόσιαλ μίντια. Τότε το εναλλακτικό σταδιακά «επαναπαύθηκε» σε μικρές ψηφιακές κοινότητες, αδιαφορώντας για το αν τρυπούσε το mainstream ή όχι. Κι αυτό που λέμε mainstream, αν έχει ακόμα νόημα αυτός ο όρος, είναι μια φρίκη στην Ελλάδα του 2023. Απόλυτη φρίκη.
Σ.: Από την πανδημία και μετά ζούμε μια εποχή πολύ βαριάς επικαιρότητας. Περάσαμε δηλαδή μια περίοδο που κάθε μέρα μεταδίδαμε νεκρούς, είδαμε το ελληνικό #MeToo, διαβάζαμε για γυναικοκτονίες και ειδήσεις παιδικής κακοποίησης, ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση. Όταν πρέπει να αναμεταδώσεις όλα αυτά ή που μετατρέπεσαι σε ρομπότ και τα λες χωρίς να νιώθεις τίποτα ή κάπως μαραζώνεις. Πρέπει, λοιπόν, να βρεις μια ισορροπία ώστε οι ακροατές να ξέρουν πως όταν θα σε ακούσουν δεν θα τους μαυρίσεις την ψυχή, και αν πεις και τίποτε άλλο, για να περάσει η ώρα, δεν πειράζει, καλό είναι. Στην αρχή σού φαίνεται περιττό όλο αυτό, σκέφτεσαι «τώρα τι τον ενδιαφέρει τον άλλον τι έφαγα εγώ το βράδυ;», αλλά πρέπει να του δίνεις πράγματα από τη ζωή σου γιατί αυτό που θέλει είναι να σε γνωρίσει ή απλώς να σου στείλει μήνυμα για να σου πει ότι αυτό που έφαγες ήταν βλακεία.
Π.: Στόχος μας ήταν πάντα να μην είμαστε αυτό το σαχλό ραδιόφωνο του «περνάμε υπέροχα, γελάμε πολύ δυνατά, είναι όλα τέλεια» γιατί καλώς ή κακώς αυτά τα δεκαπέντε χρόνια δεν έχουμε ζήσει σε τέτοιους καιρούς, τι να κάνουμε; Ήταν απανωτά τα δράματα. Εκείνο που πλέον πιστεύω ότι είναι προβληματικό να συζητάμε είναι τα θέματα που σηκώνονται μόνο στα σόσιαλ μίντια. Το να μην υιοθετείς τον τόνο και την πώρωση που υπάρχει εκεί μέσα είναι κι αυτό θέμα εμπειρίας. Αλλά και πάλι, τις περισσότερες φορές καταλήγεις να κάνεις συζητήσεις που δεν έχουν πολύ νόημα και το να βγαίνει από κει η ατζέντα είναι ένα πρόβλημα όχι μόνο στο ραδιόφωνο αλλά και στη δημοσιογραφία γενικότερα.
Σ.: Υπήρχε κάποτε ένας ακροατής που μας έπαιρνε μέρα παρά μέρα και μας έλεγε ένα ανέκδοτο. Πέρα από τα διάφορα παράξενα που μας έχουν τύχει κατά καιρούς, όταν στέλνουν μηνύματα ή καλούν στην εκπομπή παίρνεις πολλή ευχαρίστηση, και δεν το λέω για να πούμε πόσο αγαπάμε το κοινό μας. Νιώθεις ότι δίνει κάποιος σημασία σε αυτά που λες και μπαίνει στον κόπο να σου στείλει κάτι.
Π.: Υπάρχει κόσμος που το βάζει στη ρουτίνα του το να στέλνει μηνύματα και να επικοινωνεί με την εκπομπή. Και πολλά μπορείς να πεις ότι κάνουμε λάθος, παρά τα δεκαπέντε χρόνια, αλλά ένα πράγμα για το οποίο δεν μπορείς να μας κατηγορήσεις είναι ότι δεν λέμε πάντα κάτι για να πιαστείς, να διαφωνήσεις ή να συμφωνήσεις. Δεν είναι ποτέ η εκπομπή τραγουδάκι - χορηγός - τραγουδάκι.
Σ.: To καλύτερο πάρτι που έχουμε κάνει ήταν αυτό του 2018 στο six d.o.g.s, δεκαπέντε ώρες για τα δέκα μας χρόνια, πέρασαν τρεις χιλιάδες άνθρωποι. Μετά ήταν το closing party του Up Festival το 2013 στα Κουφονήσια. Περιμέναμε πότε θα τελειώσει ο Παυλίδης, λέγαμε ότι θα είναι μια αποτυχία το set και ότι δεν θα κάτσει κανείς, αλλά τελικά κράτησε μέχρι τις επτάμισι το πρωί. Και τα πάρτι στo Key bar της Πραξιτέλους, που ήταν ένας τόπος συνάντησης για πολύ κόσμο ‒ κάποιοι μάλιστα δεν γνώριζαν την εκπομπή, αλλά ήξεραν αυτά τα πάρτι. Και το φετινό πάρτι λήξης του SNF Nostos που είχε πάρα πολύ κόσμο ‒ δεν είμαστε DJs και δεν φανταζόμασταν ποτέ ότι θα βάλουμε μουσική για τόσο πολλούς.
Ενώ στην αρχή καθόμαστε αμίλητοι και αμήχανοι, μετά περνάμε κι εμείς ωραία στα πάρτι, δεν το κάνουμε μόνο για να βγάλουμε λεφτά, το κάνουμε για να περάσουμε καλά. Έχει λίγο πλάκα τώρα που έχουμε μεγαλώσει εμείς, έχουν μεγαλώσει και οι θαμώνες και αν πάει τρεις και είμαστε ακόμα εκεί σημαίνει ότι θα γίνει ο γνωστός χαμός. Δεν θα συμβεί κάτι καινούργιο, εγώ δηλαδή τα ίδια τραγούδια θα παίξω στο τέλος, αλλά υπάρχει αυτή η αίσθηση ότι είμαστε όπως δεκαπέντε χρόνια πριν.
Π.: Το να επαναλαμβάνεις συνέχεια τον εαυτό σου και να μεγαλώνει το πάρτι μαζί με σένα εμένα μου φαίνεται λίγο θλιβερό, από την άλλη είναι κάπως αναπόφευκτο. Είναι και λίγο μυστήρια η ηλικία στην οποία βρισκόμαστε, δεν είμαστε ούτε πολύ μικροί, αλλά ούτε και πολύ μεγάλοι. Και αν δεν υπάρχει η συνθήκη της οικογένειας, αυτή η δουλειά σε κάνει να ζεις ως πιο νέος απ’ ό,τι πραγματικά είσαι.
Σ.: Aπό κει που νόμιζα ότι είχα μια ξεκάθαρη άποψη σε σχέση με το έξω, ότι τελείωσα με το clubbing και ότι δεν έχει πια νόημα για μένα, με την πανδημία αναθεώρησα και είπα ότι όλα αυτά που σκεφτόμουν είναι κουταμάρες. Κάποια πράγματα που σου αρέσουν, όπως το να βγαίνεις, να είσαι με φίλους, να κοιτάτε το ρολόι, να έχει πάει πέντε και να λες «πώς φτάσαμε μέχρι εδώ;» έχουν μια τρομερή γοητεία. Αποφάσισα, λοιπόν, ότι δεν είναι κάτι που θα σταματήσω να κάνω για να μπω στο τρυπάκι της υπευθυνότητας. Ελπίζω, αν το διαβάσει το παιδί μου αυτό στο μέλλον, να μη με παρεξηγήσει. Αλλά για να είσαι καλός γονιός, πρέπει να είσαι κι εσύ χαρούμενος.
Π.: Υπάρχουν ακόμα αυτοί που μας ρωτάνε «καλά, πώς καταφέρνετε να ξυπνάτε, ενώ βγαίνετε κάθε βράδυ;». Είναι πολύ αστείο το ότι δεν έχουν σταματήσει να μας κάνουν αυτή την ερώτηση επειδή περάσαμε αυτήν τη φάση που πολλοί περνάνε κάποια στιγμή στη νεότητά τους μέχρι να ηρεμήσουν και να γίνουν πιο επιλεκτικοί.
Σ.: Η Αθήνα είναι μια πόλη που συνέχεια γεννάει προσδοκίες, και αυτό είναι το ευχάριστο κομμάτι της. Όλο κάτι ανοίγει, κάτι ξεκινάει, φτιάχνεται μια πλατεία, αναπτύσσεται το μετρό, νομίζεις συνέχεια ότι θα γίνουν τα πράγματα καλύτερα, σου προκαλεί το ενδιαφέρον, θέλεις να την ξαναδείς σαν τουρίστας και όλα αυτά τα κλισέ. Αλλά για κάθε προσδοκία που σου δημιουργεί σου δίνει μετά και μια απογοήτευση, με τα προβλήματα που έχει ώρες-ώρες νιώθεις ότι σε υποτιμά ως πολίτη. Δεν υπάρχει πια αυτή η λαχτάρα στη γενιά μας να δούμε την πόλη μας να είναι σαν τη Νέα Υόρκη και το Βερολίνο, έχουμε αποδεχτεί αυτό που είναι, αυτή την αίσθηση της μετριότητας που κυριαρχεί. Νιώθεις ότι δεν υπάρχει ένα σχέδιο γι’ αυτή την πόλη ώστε να πάνε τα πράγματα κάπου, ακούγεται αφηρημένο όλο αυτό, αλλά τι θέλουμε να την κάνουμε την Αθήνα; Τουριστούπολη; Αν ναι, πρέπει να δοθούν κίνητρα σε αυτούς που ζουν στο τουριστικό της κομμάτι, το οποίο δεν αντέχεται πια, για να πάνε κάπου προς τα έξω, όπου θα έχουν μέσα μεταφοράς, θα μπορούν να μετακινούνται με ποδήλατο. Αυτήν τη στιγμή η πόλη είναι ένα μπάχαλο στο οποίο ξεπετάγονται ανά περιόδους οι «νέες γειτονιές», ενώ στο κέντρο δεν προλαβαίνει να κλείσει ένα μαγαζί και κάποιος το παίρνει για να το κάνει κάτι που έχει σχέση με την εστίαση. Όσο και αν λένε κάποιοι ότι δεν θα γίνει μια τουριστική Disneyland, μερικές φορές σκέφτομαι ότι αν κλείσει ένα ιστορικός εκδοτικός, στη θέση του θα ξεφυτρώσει ένα μπαρ. Είναι πάντως μια ωραία πόλη για να είσαι νέος σε αυτή, πάντα θα βρεις κάτι ανοιχτό, πάντα θα υπάρχει η περιοχή με τα αφτεράδικα. Όταν αρχίζεις να βγαίνεις με το παιδικό καρότσι και δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις τα πεζοδρόμια σε πιάνει μίρλα και θέλεις να πας να μείνεις στα προάστια.
Π.: Την τσάκισε αυτή την πόλη η κρίση, δεν μπορούμε να το ξεχνάμε αυτό. Με απασχολεί τελευταία το ότι συζητάμε σαν να μην έχουμε συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό που περάσαμε. Ήταν μια πόλη που, από κει που κάποτε ζούσε τον μύθο ότι δεν κοιμάται ποτέ, νέκρωσε. Μετά παραδόθηκε στον τουρισμό, αλλά δεν υπήρχε άλλη επιλογή, η οικονομία τα πήγε εκεί τα πράγματα. Τώρα βλέπουμε να διευρύνεται το κέντρο της, να φτάνει μέχρι τον Νέο Κόσμο, ενώ παράλληλα ζούμε σε μια συνθήκη ακρίβειας και μια κατάσταση με τα ενοίκια που δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα είναι βιώσιμη και πότε θα σκάσει. Εμείς μεγαλώσαμε μέσα στα free press όταν ακόμα αυτά προσπαθούσαν να κάνουν την Αθήνα να φαίνεται πιο όμορφη απ’ όσο πραγματικά είναι, αλλά δεν είναι και πολύ, έχει μια αρχαία κληρονομιά, έχει και μερικά πολύ ωραία σημεία που όμως δεν είναι και τόσο πολλά. Δεν είναι user friendly, έχει ένα χάος που σταματάει να είναι γοητευτικό όσο μεγαλώνεις και αποκτάς περισσότερα κουτάκια στην καθημερινότητά σου. Παρ’ όλα αυτά, έχει έναν ρυθμό ζωής, ένα κλίμα και αυτό το μεσανατολίτικο mentality που ευνοεί την προσωπική ζωή, τις σχέσεις, βρίσκεσαι σε αυτήν την πόλη.
Σ.: Και έχει και τους φίλους μας. Σκεφτόμουν συνέχεια ότι θα μπορούσα να μείνω κάπου στην επαρχία, να ξυπνάω το πρωί στη φύση, να ακούω τις κότες, να πετάξω και το κινητό, αλλά μετά λέω «χωρίς τους φίλους μου τι θα κάνω εκεί πέρα»;
Π.: Το μυστικό της επιτυχίας για να διατηρηθεί ένα δίδυμο είναι το «learn to ignore». Είναι ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή μου το ότι έχω καταφέρει να έχω αυτήν τη δεκαπενταετή σχέση, η οποία έχει περιπλεχθεί με διάφορους τρόπους, από τη συγκατοίκηση μέχρι τις δουλειές μας. Ξέρεις πόσοι καλοί φίλοι έχουν τσακωθεί;
Σ.: Από ένα σημείο και μετά δεν σε ενδιαφέρει να συγκρουστείς. Μου είχε πει μια μέρα «είμαστε ζευγάρι πια, δεν συζητάμε για το αν θα χωρίσουμε, ας τα πούμε για να προχωρήσουμε».
Π.: Είναι μια μακροχρόνια σχέση με όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά, υπάρχει έρωτας στην αρχή, ακολουθεί η συνήθεια, υπάρχουν δύσκολες περίοδοι, θα έρθει και η αδελφοποίηση. Επίσης, κάποια στιγμή καταλαβαίνεις ότι κάποια πράγματα που σου τη σπάνε στον άλλον δεν θα αλλάξουν ποτέ, είναι εντελώς γκομενικό όλο αυτό, αλλά αν είναι περισσότερα αυτά που έχεις να πάρεις από αυτήν τη σχέση, προχωράς. Τι μου τη σπάει που κάνει στον αέρα; Όταν δεν με προσέχει που μιλάω, το κάνω κι εγώ βέβαια καμιά φορά. Αλλά όταν έχεις μοιραστεί με κάποιον πάνω από τρεις χιλιάδες εκπομπές και επτά χιλιάδες ώρες, δεν υπάρχει καμία έκφανση της ανθρώπινης συμπεριφοράς που να μην έχει συμβεί.
Σ.: Φεύγοντας από τον σταθμό, εδώ και αρκετά χρόνια πια, συνεχίζουμε και στην άλλη μας δουλειά μαζί ‒ και τώρα στο ίδιο μαγαζί είμαστε. Αυτό που μάλλον θα θέλαμε να αποφύγουμε και οι δύο, αλλά έχει και πλάκα, είναι στο μυαλό πολλών ταυτιζόμαστε υπερβολικά. Πάω στο πάρτι της δουλειάς και το πρώτο πράγμα που με ρωτάνε δεν είναι τι κάνω αλλά «πού είναι ο Παναγιώτης;», συνήθως απαντάω «είναι πολύ άρρωστος, στα τελευταία του, έχετε μια ώρα να του τηλεφωνήσετε». Ή θεωρούν ότι επειδή έχουν πει κάτι στον έναν είναι σαν να το έχουν πει και στον άλλον.
Και ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα με όλο αυτό; Η ημερομηνία λήξης που κάποια στιγμή θα έρθει, είναι δεδομένο. Προσπαθώ καμιά φορά να φανταστώ τι θα κάνουμε τότε, πώς θα γίνει και δεν βρίσκω τον τρόπο. Μερικές φορές σκέφτομαι «μαλάκα, θα είμαστε εβδομήντα χρονών, θα κάθομαι στο Σύνταγμα και θα τον περιμένω να περάσει να με πάρει με την ίδια σκατοβέσπα και θα κάνουμε εκπομπή γιατί δεν θα έχουμε καταφέρει να το λήξουμε». Δηλαδή είναι κάτι μέρες που βρισκόμαστε για να ανέβουμε την Κηφισίας και νιώθω ότι κοιτάει ο ένας τον άλλον με φρίκη, σαν να λέμε «πάλι εσύ;». Αλλά μετά σκέφτομαι «σκέψου να ερχόταν κάποιος άλλος τώρα τι θα πάθαινες». Αυτό είναι το πρόβλημα με τα δίδυμα, δεν είναι μόνο δικό μας θέμα, είναι πολύ δύσκολο να τα χωρίσεις. Σε λίγο θα λέμε ότι είμαστε ένα από το μακροβιότερα δίδυμα του ραδιοφώνου.
Π.: Θα το λέμε, ναι, το οποίο είναι επίτευγμα και φρίκη ταυτόχρονα.
Μπορείτε να ακούσετε τους Λατέρνατιβ από Δευτέρα έως Παρασκευή, 07:00-10:00 στον En Lefko 87.7. Τώρα σχεδιάζουν το πάρτι για τα δεκαπέντε τους χρόνια, δεν έχουν ιδέα αν θα είναι μικρό-μεγάλο, αλλά σίγουρα το περιμένουμε μέσα στην άνοιξη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.