Το όνομα του Γιάννη Διονυσίου ακούγεται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Όλο και περισσότερο ακούγεται και η φωνή του. Πέρσι τέτοιον καιρό έβγαλε και το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ, την «Πρώτη βόλτα», σε στίχους Κώστα Φασουλά και μουσική επτά διαφορετικών συνθετών. Ένα τραγούδι το μοιράζεται με την Ιουλία Καραπατάκη, η οποία κάνει και δεύτερη φωνή στα υπόλοιπα. Έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του δίσκου είναι καλή ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα τον ερμηνευτή του και να κάνουμε μαζί μια αποτίμηση.
— Αρκετοί αναρωτιούνται μήπως κατάγεσαι από την οικογένεια του Στράτου Διονυσίου. Σου έχει δημιουργήσει ποτέ πρόβλημα το επώνυμό σου;
Όχι φυσικά, κανένα πρόβλημα. Άνθρωποι που δεν με γνωρίζουν με ρωτάνε αν έχω κάποια σχέση με την οικογένεια του Στράτου. Δηλώνω απλώς θαυμαστής του και επανερμηνευτής τραγουδιών του σε πολλές περιπτώσεις.
— Λένε στην πιάτσα ότι αυτήν τη στιγμή είσαι ο καλύτερος λαϊκός τραγουδιστής.
Έτσι λένε;
— Ναι, αλλά εμένα δεν με απασχολεί αν είσαι ο καλύτερος. Αναρωτιέμαι αν είσαι λαϊκός τραγουδιστής και αν μπορεί να υπάρχει σήμερα λαϊκός τραγουδιστής.
Εφόσον δεν είμαι λυρικός τραγουδιστής, με κλασική παιδεία, είμαι λαϊκός τραγουδιστής ή απλώς τραγουδιστής. Τώρα, αν είμαι ο καλύτερος ή αν είμαι καλός, αυτά να τα πουν όσοι μας ακούν. Εγώ αυτό που μπορώ να πω είναι ότι προσπαθώ, με τις γνώσεις και τη δυνατότητα που έχω, να μην εφησυχάζω, να μελετάω, να ψάχνομαι και να γίνομαι καλύτερος.
Άμα δεις και όλους τους παλιούς τραγουδιστές, δεν κάναν και τίποτα. Ο Στράτος Διονυσίου γέμιζε μαγαζιά και ο Αγγελόπουλος γέμιζε στάδια, αλλά ήταν δωρικοί. Κρατούσαν το μικρόφωνο και τραγουδούσαν. Δεν χρειαζόταν κάτι παραπάνω, ούτε κινήσεις εντυπωσιασμού. Δεν είμαι και τέτοιος άνθρωπος. Δεν χρειάζονται περισσότερα πράγματα για να τραβήξεις την προσοχή του άλλου.
— Τα τελευταία χρόνια βγήκατε αρκετά νέα παιδιά στο λαϊκό τραγούδι, που κατά κάποιον τρόπο είστε τραγουδιστές και τραγουδίστριες χωρίς τραγούδια. Σας έχει αγαπήσει ο κόσμος μέσα από τις επανεκτελέσεις παλιών λαϊκών. Δείχνει κάτι αυτό;
Εννοείς, χωρίς προσωπικό ρεπερτόριο. Κοίτα, αυτό είναι ένα φαινόμενο της εποχής μας, επειδή πλέον δεν υπάρχει η μουσική βιομηχανία με τον τρόπο που υπήρχε μέχρι μερικά χρόνια πριν. Δεν βγαίνουν δίσκοι, CD, δεν υπάρχει η υλική υπόσταση όπως υπήρχε στο παρελθόν. Υπάρχει η ψηφιακή υπόσταση κυρίως. Η τεχνολογία δίνει τη δυνατότητα να βγαίνουν υπερβολικά πολλά πράγματα. Πλέον ο καθένας από μας, είτε είναι δημιουργός είτε οργανοπαίκτης, μπορεί να έχει σπίτι του ένα στούντιο, να ηχογραφεί κάτι και να το ανεβάζει στο διαδίκτυο.
— Και έχει έτσι την ψευδαίσθηση ότι έβγαλε δίσκο.
Ναι. Το βγάζει στην αγορά, αλλά όχι ως φυσικό προϊόν. Και έρχεται μετά η διαδικασία της προώθησης αυτού του προϊόντος. Όταν όμως δεν έχεις τα εργαλεία, τις διασυνδέσεις, το όνομα για να το προωθήσεις, τότε αυτό θάβεται. Και τα ραδιόφωνα είναι κυρίως συστημικά, με την έννοια ότι αν δεν κάνεις και κάτι άλλο, αν δεν σε γουστάρουν, δεν σε παίζουν. Επίσης, λειτουργούν μόνο με playlist. Παλιότερα υπήρχαν και μουσικοί παραγωγοί που έπαιζαν ό,τι ήθελαν. Δεν φαντάζεσαι πόσα νέα τραγούδια βγαίνουν σήμερα. Αλλά ποιος τ' ακούει; Και ποιος τα ξέρει;
— Λαϊκό τραγούδι γράφεται;
Εξαρτάται από το τι εννοούμε λαϊκό τραγούδι.
— Πες μου εσύ, μια και είσαι και καθηγητής.
Λαϊκό τραγούδι νομίζω ότι είναι ένα τραγούδι που μπορεί να μπει εύκολα στα χείλη του κόσμου, του κοινού, που δεν είναι ευτελές, αλλά έχει αυτήν τη λαϊκότητα όσον αφορά τους στίχους, το θέμα. Εκτός κι αν πούμε ότι λαϊκό τραγούδι είναι ό,τι έχει μέσα μπουζούκι ή παραδοσιακά λαϊκά όργανα. Δεν ξέρω πώς ακριβώς μπορούμε να ορίσουμε το λαϊκό τραγούδι κι αν υπάρχει ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί ο όρος. Είναι λίγο μπερδεμένη η κατάσταση.
— Πάντως, σε σχέση με όσα λέγαμε πριν, εσύ είσαι από τους τυχερούς. Είσαι από τους προβεβλημένους, δεν πάει χαμένο ό,τι κάνεις, έχεις και υλικό. Έκανες τον πρώτο σου προσωπικό δίσκο, που είναι και τραγουδιστικό υλικό, βγήκε και σε υλική μορφή. Κοντεύει ένας χρόνος από την «Πρώτη βόλτα». Ποια είναι η αποτίμηση που κάνεις;
Εγώ αισθάνομαι σαν να βγήκε χτες. Είναι μια συλλογή που από την αρχή της δημιουργίας, από την αρχή της ιδέας που γεννήθηκε μέσα από τη γνωριμία μου με τον Κώστα Φασουλά, ήταν μια πολύ ωραία διαδικασία. Μου έστελνε τους στίχους του, σκεφτόμασταν ποιος θα μπορούσε να μελοποιήσει κάθε στιχούργημα, συζητούσαμε, προτείναμε συνθέτες. Βοήθησε πολύ και το Ogdoo Music Group που εξέδωσε το άλμπουμ. Το θετικό για μένα είναι ότι αρκετά απ' αυτά τα τραγούδια τα γνωρίζει ο κόσμος και τα τραγουδάει στις συναυλίες μας. Αυτό φαίνεται και απ' τους αριθμούς στο YouTube, στο Spotify. Είναι πολύ ωραίο αυτό, να γίνεται γνωστή η δουλειά σου και να αρέσει.
— Πάντως, το πρόγραμμά σου καλύπτεται κυρίως με παλιά τραγούδια.
Τώρα έχουμε βάλει ακόμα πιο πολλά και από τον δίσκο και από συμμετοχές μου σε άλλους δίσκους.
— Ποια είναι η αγαπημένη σου περίοδος του λαϊκού τραγουδιού όσο κοιτάς πίσω;
Θα έλεγα ότι έχω δύο αγαπημένες περιόδους. Η μία είναι η περίοδος του προπολεμικού ρεμπέτικου, τέλη του '20 με μέσα του '30, όπου πρωταγωνιστεί ο Αντώνης Διαμαντίδης ή Νταλγκάς, που μεσουρανούσε. Ήταν μια πολύ δημιουργική περίοδος για την ελληνική μουσική. Η επόμενη δημιουργική περίοδος είναι η δεκαετία του '60. Ουσιαστικά τότε μεσουρανούσε ο Καζαντζίδης ως τραγουδιστής, ο Τσιτσάνης είναι σε πολύ ορεξάτη διάθεση και έχουμε και την εμφάνιση των συνθετών του έντεχνου ρεύματος, του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, που προσπαθούν να φέρουν μαζί δύο κόσμους, της Ανατολής και της Δύσης. Αν δεν ζούσα τώρα, θα ήθελα να ζούσα τότε.
— Στο πρόγραμμά σου φαίνεται να αγαπάς περισσότερο τους λαϊκούς, Καζαντζίδη, Διονυσίου, Αγγελόπουλο, παρά τους έντεχνους λαϊκούς συνθέτες. Ισχύει αυτό;
Όχι, έχει να κάνει με τη διάθεσή μου, ανάλογα με την περίοδο. Θέλω πάρα πολύ να λέω τραγούδια αυτών των τραγουδιστών διότι μου αρέσει να τα φέρνουμε και να ακούγονται σε πιο εναλλακτικούς χώρους και όχι μόνο σε μπουζουξίδικα ή ταβέρνες. Από την άλλη, είναι και μια δική μου ανάγκη. Και, επειδή βλέπω ότι έχουμε νεαρό ακροατήριο, νομίζω ότι κι αυτοί οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να ακούσουν αυτά τα τραγούδια ξανά, με τον δικό μας τρόπο, μια και είμαστε κι εμείς συνομήλικοί τους. Γι' αυτό επιλέγω να έχω και τέτοια τραγούδια στο πρόγραμμα.
— Από τις παλιές φωνές, ποια σου είναι πιο οικεία;
Ο Νταλγκάς και ο Καζαντζίδης με στοιχειώνουν. Είναι δυο φωνές που μπορώ να πω ότι με έχουν επηρεάσει και με επηρεάζουν πάρα πολύ. Αν ο Νταλγκάς ήταν στις αρχές του 20ού αιώνα η εμβληματικότερη φωνή, ο Καζαντζίδης ήταν στα μέσα και στο τέλος του αιώνα.
— Τον τελευταίο χρόνο αναμετρήθηκες και με δύο έργα του έντεχνου λαϊκού, τον «Σταθμό» του Λοΐζου στο Ολύμπια και το «Ασίκικο Πουλάκη» του Μίκη, με την Εστουδιαντίνα στην Εναλλακτική Λυρική. Πώς ήταν αυτό;
Πολύ δημιουργικό. Μεγάλη μου τιμή που επιλέχθηκα να ερμηνεύσω αυτά τα έργα, και από τον Αντρέα Κατσιγιάννη, τον διευθυντή της Εστουδιαντίνας Νέας Ιωνίας Βόλου, με τον οποίο έχουμε και πάρα πολύ φιλική σχέση, αλλά και από τη Μυρσίνη Λοΐζου, που με κάλεσε να τραγουδήσω μαζί με τον Γιάννη Παπαγεωργίου τα τραγούδια του «Σταθμού». Τέτοιες συναντήσεις είναι πολύ όμορφες και δημιουργικές και είναι από αυτές που σου μένουν.
— Ποιο άλλο έργο θα 'θελες να επανερμηνεύσεις;
Δεν ξέρω. Ό,τι είναι να έρθει, θα έρθει. Αυτό που θέλω περισσότερο είναι να έρθουν καινούργια πράγματα στο προσκήνιο. Να μου προταθούν καινούργια τραγούδια, καινούργια έργα, που να μου αρέσουν.
«Τελειώσαμε και μείναμε μονάχοι» (Από την εκπομπή «Μουσικό Κουτί» της ΕΡΤ)
— Είσαι αυστηρός με ό,τι σου προτείνουν;
Αν κάτι μου αρέσει και έχει νόημα να το τραγουδήσω, το κάνω. Αν δεν μου λέει κάτι, δεν το κάνω.
— Υπάρχει εν ζωή συνθέτης που θα 'θελες να σου ζητήσει να πεις τραγούδι του;
Όχι. Δεν λέω ότι δεν υπάρχει, απλώς δεν σκέφτομαι έτσι. Δεν έχω τέτοιου είδους φιλοδοξίες. Δεν έχω τη φιλοδοξία να γίνω κάποιος.
— Καθώς μοιράζεις τη δουλειά σου μεταξύ πανεπιστημίου και τραγουδιού, πόση είναι η απόσταση από την έδρα ως το πάλκο; Πώς γεφυρώνεται;
Δεν είναι μεγάλη η απόσταση. Διδάσκω δημοτικό τραγούδι στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Στη διδασκαλία είναι προσωπική η σχέση με τους μαθητές. Ο δάσκαλος προτείνει στον μαθητή και ο μαθητής, αν θέλει, το δέχεται. Έτσι είναι η σχέση. Δεν προσπαθούμε να φτιάξουμε εργοστάσιο τραγουδιστών, καρμπόν. Μαθαίνω κι εγώ μέσα απ' αυτήν τη διαδικασία, εξελίσσομαι. Είναι και μια αφορμή να μελετάω περισσότερο, προσπαθώντας να γνωρίσω στους φοιτητές ιδιώματα του τραγουδιού της Ελλάδας, κι έτσι γίνομαι κι εγώ καλύτερος τραγουδιστικά μέσα απ' αυτήν τη διαδικασία. Από το λύκειο καταστάλαξα ότι ήθελα να ασχοληθώ με τη μουσική, και σε επαγγελματικό και σε ακαδημαϊκό επίπεδο.
— Τα παιδικά σου χρόνια στην Κύπρο πώς ήταν;
Μεγάλωσα σ' ένα χωριό της επαρχίας της Λευκωσίας, την Περιστερώνα. Από μικρός, πέντε χρονών, ασχολήθηκα με τη μουσική: βιολί, βυζαντινή μουσική, κρουστά, μουσικό σχολείο. Ήρθα στη Θεσσαλονίκη το 2010 για σπουδές, και έμεινα. Στην Αθήνα είμαι τα τελευταία δυόμισι χρόνια. Ίσως ήταν λίγο δύσκολη στην αρχή η προσαρμογή σε αστικό περιβάλλον, γιατί είχα τη νοοτροπία του χωριού, αλλά στην πορεία το βρήκα, και το βρίσκω ακόμα, να σου πω την αλήθεια.
— Πού πρωτοτραγούδησες; Στην Κύπρο ή στη Θεσσαλονίκη;
Στη Θεσσαλονίκη είχαμε διάφορα μουσικά σχήματα ως φοιτητές. Είχαμε τους Για.Για.Κω. με δυο συμφοιτητές μου, τον Γιάννη Παπαγεωργίου και τον Κώστα Ιακώβου, που έπαιζε μπουζούκι. Παίζαμε σε ταβέρνες, σε καφενεία, σε μικρές συναυλίες, κάποτε παίρναμε λεφτά, κάποτε όχι. Αργότερα ασχολήθηκα με το θέατρο σε κάποιες παραστάσεις του ΚΘΒΕ, όπου έτυχε να συμμετέχω ως τραγουδιστής. Μετά, με τον Γιώργο Γεωργόπουλο στο μπουζούκι, κάναμε ένα πρότζεκτ που είχε επιμεληθεί ο ίδιος, το «Λαϊκίζειν εστί φιλοσοφείν». Έπειτα ξαναβρεθήκαμε και κάναμε κάποιες παραστάσεις, τα «Χρυσά Λαϊκά», όπου επιλέξαμε τραγούδια από το '60 και μετά. Παίξαμε μία σεζόν, συνεχίσαμε και την επόμενη, αλλά μας έκοψε ο Covid.
— Με ποιον τρόπο θεωρείς ότι κερδίζεις το κοινό σου; Μόνο με τη φωνή ή και με τη γενικότερη στάση σου;
Δεν ξέρω, δεν μπορώ να το απαντήσω. Αν απαντούσα, θα ήμουν ψωνάρα.
— Πάντως, στη σκηνή μένεις σχεδόν ακίνητος, είτε όρθιος είτε καθιστός. Φαίνεται να κερδίζεις τον κόσμο μόνο με τη φωνή, χωρίς την παραμικρή κίνηση, σαν να μη χρειάζεται.
Το είδος της μουσικής που παίζουμε δεν χρειάζεται και πολλά φρου φρου κι αρώματα.
— Θα μπορούσες όμως να είσαι κάπως πιο διαχυτικός σε κάποια τραγούδια.
Με ποιον τρόπο δηλαδή, τι να κάνω; Άμα δεις κι όλους αυτούς τους παλιούς τραγουδιστές, δεν κάναν και τίποτα. Ο Στράτος Διονυσίου γέμιζε μαγαζιά και ο Αγγελόπουλος στάδια, αλλά ήτανε δωρικοί. Κρατούσαν το μικρόφωνο και τραγουδούσαν. Δεν χρειαζόταν κάτι παραπάνω, ούτε κινήσεις εντυπωσιασμού. Δεν είμαι και τέτοιος άνθρωπος. Δεν χρειάζονται περισσότερα πράγματα για να τραβήξεις την προσοχή του άλλου.
— Σκέφτομαι τώρα ότι και η Φεϊρούζ ξεσήκωνε το κοινό της σχεδόν ακίνητη.
Και η Φεϊρούζ και η Ουμ Καλσούμ και όλοι οι Άραβες τραγουδιστές εκείνης της περιόδου. Το αραβικό κοινό είναι πολύ πιο διαχυτικό και ενθουσιώδες από το ελληνικό. Αν έχεις δει βίντεο από τις συναυλίες της Ουμ Καλσούμ, κάθεται με μια καρέκλα όσο παίζει η εισαγωγή και με το που σηκώνεται για να πάει στο μικρόφωνο σείεται το θέατρο. Τελειώνει αυτό και τότε αρχίζει και τραγουδάει. Λέει την πρώτη φράση και ξανασείεται το θέατρο.
— Μετά απ' όσα μου λες, μάλλον είναι απίθανο να σε δούμε ποτέ σε πίστα.
Σε πίστα, με την έννοια του μπουζουξίδικου, εννοείς. Κοίτα, αν ήταν να με δείτε, θα με είχατε δει μέχρι τώρα.
Γιάννης Διονυσίου & Αστέρης Κωνσταντίνου - «Θα κοροϊδέψω τον καιρό»
Ο Γιάννης Διονυσίου θα εμφανιστεί τα Σάββατα 6 και 13 Μαΐου στον Σταυρό του Νότου Plus.